Ελλάδα-Αμυντική πολιτική στον 21ο αιώνα


Η ελληνική αμυντική πολιτική στον 21ο αιώνα
Πρέπει να αξιοποιηθούν οι νέες τεχνολογίες με στόχο την ισχυροποίηση της ελληνικής αποτρεπτικής ικανότητας

Το γεωπολιτικό περιβάλλον των αρχών του 21ου αιώνα εγκυμονεί προκλήσεις, απειλές και ευκαιρίες για την Ελλάδα. Η χώρα μας έχει την ατυχία να βρίσκεται σε μια «δύσκολη» γεωγραφική περιοχή, που χαρακτηρίζεται από αστάθεια και ρευστότητα, και να συνορεύει με μια χώρα που θεωρεί τη στρατιωτική ισχύ ως αποδεκτό εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής.
Θα πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια, με γνώμονα την κατοχύρωση των ζωτικών ελληνικών εθνικών συμφερόντων (προσοχή: ο ορισμός των ζωτικών εθνικών συμφερόντων δεν είναι αυτονόητος), για την πλήρη εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Τη διατήρηση δε της ελληνοτουρκικής ύφεσης θα βοηθήσει σημαντικά η διατήρηση της ισορροπίας στρατιωτικής ισχύος ανάμεσα στις δύο χώρες, καθώς και ο σταθερός εξωτερικός προσανατολισμός της Ελλάδας (επίδειξη αποφασιστικότητας σε θέματα που άπτονται των ζωτικών ελληνικών συμφερόντων, εμβάθυνση δεσμών με ευρωπαίους εταίρους, διατήρηση περιφερειακών ισορροπιών).
Στον αμυντικό τομέα η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με αρκετούς περιοριστικούς παράγοντες: δεν μπορεί να ξοδέψει περισσότερα από τον στρατηγικό της αντίπαλο, τουλάχιστον όχι χωρίς σοβαρές συνέπειες για την εθνική της οικονομία, δεν έχει την ικανότητα να παράγει πιο εξελιγμένα συστήματα από τον αντίπαλό της ούτε και μπορεί να προμηθευτεί τέτοια συστήματα μιας και οι δύο χώρες έχουν τους ίδιους προμηθευτές, οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις δεν επιθυμούν να ευνοήσουν ιδιαίτερα κάποια από τις δύο πλευρές.
Η μόνη βιώσιμη επιλογή για μια χώρα σαν την Ελλάδα είναι να κάνει μια πιο αποτελεσματική χρήση των αμυντικών της δαπανών δίνοντας έμφαση στην αξιοποίηση πολλαπλασιαστών ισχύος και στο ανθρώπινο δυναμικό και οργανώνοντας τις Ενοπλες Δυνάμεις της κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μετατραπεί η χώρα σε έναν «δύσκολο στόχο». Κατ΄ αυτόν τον τρόπο θα πείσει τον αντιπαλό της ότι η οποιαδήποτε χρήση βίας θα είναι μια ενέργεια υψηλού κόστους το οποίο θα υπερβαίνει τα οποιαδήποτε αναμενόμενα οφέλη. Ως δεδομένη εξάλλου θα πρέπει να θεωρηθεί η ανάγκη αξιοποίησης της εξελισσόμενης «Επανάστασης στις Στρατιωτικές Υποθέσεις» (Revolution in Μilitary Αffairs - RΜΑ). Με βάση τη σημερινή δομή και οργάνωση των ελληνικών Ενοπλων Δυνάμεων, θα πρέπει να αναλυθούν οι οργανωτικές και διαδικαστικές αλλαγές που απαιτούν οι νέες τεχνολογίες και οι επιχειρησιακές επιπτώσεις τους, και να διατυπωθούν συγκεκριμένες προτάσεις για τη βέλτιστη αξιοποίηση των τεχνολογιών αυτών με στόχο την ισχυ
ροποίηση της ελληνικής αποτρεπτικής ικανότητας. Αλλά και πέραν της αξιοποίησης των όποιων δυνατοτήτων προσφέρει η «Επανάσταση στις Στρατιωτικές Υποθέσεις», είναι, θεωρώ, επιτακτική η ανάγκη για μια συνολική επανεξέταση και, όπου χρειάζεται, αναθεώρηση της αμυντικής μας πολιτικής, καθώς και της πολιτικής εθνικής ασφαλείας γενικότερα. Τουλάχιστον από το 1974, η εθνική άμυνα αποτέλεσε έναν χώρο εκτενούς διακομματικής συναίνεσης (σε θέματα εκτίμησης απειλής και αμυντικών δαπανών). Αυτή η, σε γενικές γραμμές, ιδιαίτερα επιθυμητή συναινετική αντιμετώπιση ενός τόσο σημαντικού ζητήματος είχε και μιαν αρνητική συνέπεια. Υπό τον φόβο ότι θα χαρακτηριστούν «ενδοτικοί» ή «μειωμένης εθνικής ευαισθησίας», ελάχιστοι τόλμησαν να θέσουν κρίσιμα ερωτήματα για την αμυντική πολιτική της χώρας. Και όταν ασκήθηκε κριτική, αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά ζητήματα προμηθειών (όχι πάντοτε άνευ ουσίας), με κύριο στόχο να πληγεί η απελθούσα κυβερνητική παράταξη. Πολύ λίγα έγιναν για την εξυγίανση του συστήματος. Σε αυτή την κατεύθυνση θα παραθέσουμε με συνοπτικό τρόπο ορισμένες σκέψεις:
Είναι γνωστό ότι σε κάθε οργανωμένη γραφειοκρατία και μεγάλο οργανισμό η δύναμη της αδράνειας αποτελεί έναν πολύ σημαντικό παράγοντα αντίστασης σε κάθε προσπάθεια εκτενών μεταρρυθμίσεων, ακόμη και όταν οι προτεινόμενες αλλαγές θεωρούνται επιβεβλημένες. Οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις και ο γενικότερος χώρος της εθνικής άμυνας δεν αποτελούν εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Ενώ (1) υπάρχει γενική συμφωνία ότι δεν έχει αλλάξει μεν η προέλευση της απειλής, αλλά έχει μεταβληθεί η μορφή που μια τυχόν επιθετική ενέργεια θα μπορούσε να πάρει, (2) έχουν μεταβληθεί (προς το χειρότερο) οι οικονομικές και δημογραφικές παράμετροι σε εθνικό επίπεδο, (3) στον αποτρεπτικό ρόλο των Ενόπλων Δυνάμεων έχει προστεθεί η συμμετοχή σε διεθνείς ειρηνευτικές επιχειρήσεις και σε πολυεθνικές μονάδες, (4) το περιφερειακό και διεθνές γεωστρατηγικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από ταχείες, συνεχείς και δυσκόλως προβλέψιμες μεταβολές, ο μηχανισμός εθνικής άμυνας, με ευθύνες κυρίως- αλλά όχι μόνο- των πολιτικών ηγεσιών, που χαρακτηρίζεται από αδυναμία μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και έντονο φόβο για το πολιτικό κόστος, δυσκολεύεται να υλοποιήσει τις απαραίτητες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις.
Για μια χώρα που βρίσκεται σε μια «δύσκολη γειτονιά», οι Ενοπλες Δυνάμεις αποτελούν ένα από τα βασικότερα «εργαλεία» αντιμετώπισης απειλών και διαχείρισης κρίσεων. Για την εξασφάλιση ωστόσο του βέλτιστου αποτελέσματος επιβάλλονται η μελέτη των πολιτικών και τεχνολογικών τάσεων και εξελίξεων και η ευρεία αναδιάρθρωση
των οργανωτικών και επιχειρησιακών δομών για την ταχύτερη δυνατή προσαρμογή στις νέες πραγματικότητες.

Ιδού ένας (απολύτως ενδεικτικός) «τηλεγραφικός» δεκάλογος προτεινόμενων αλλαγών:
Είναι επιτακτική η ανάγκη για μια συνολική επανεξέταση και, όπου χρειάζεται, αναθεώρηση της αμυντικής μας πολιτικής,καθώς και της πολιτικής εθνικής ασφαλείας γενικότερα
1. Αναδιάρθρωση του μηχανισμού εθνικής ασφαλείας, με προτεραιότητα στην αντιμετώπιση των θεσμικών αδυναμιών σε θέματα στρατηγικού σχεδιασμού και χειρισμού κρίσεων. Αλλαγή νοοτροπίας και κατάργηση τεχνητών διαχωριστικών γραμμών και στεγανών μεταξύ υπηρεσιών και φορέων, που μειώνουν την αποτελεσματικότητα του ευρύτερου μηχανισμού ασφαλείας.
2. Ψύχραιμη και ρεαλιστική εκτίμηση απειλής και ανάλογος σχεδιασμός δυνάμεων, με στόχο τη διατήρηση της αποτρεπτικής ικανότητας (αύξηση κόστους για τον αντίπαλο) χωρίς την καταστροφή της ελληνικής οικονομίας.
3. Αξιοποίηση νέων τεχνολογιών, επιχειρησιακών δογμάτων και τρόπων οργάνωσης. Απαιτείται το κατάλληλο οργανωτικό περιβάλλον που να ενθαρρύνει συζητήσεις σχετικά με το μέλλον των Ενόπλων Δυνάμεων και να επιτρέπει τον πειραματισμό με νέες ιδέες.
4. Κλείσιμο μη απαραίτητων μονάδων και στρατοπέδων για εξοικονόμηση προσωπικού και πόρων.
5. Αλλαγή συστήματος στράτευσης, έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των κάθε κατηγορίας φυγοστράτων και να διατηρηθεί η επάνδρωση των μονάδων σε ικανοποιητικά επίπεδα. Εξέταση ενδεχόμενης στράτευσης μεταναστών που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα και στους οποίους θα πρέπει να δοθεί η ελληνική υπηκοότητα.
6. Ουσιαστική αναβάθμιση της εκπαίδευσης. Η διακλαδικότητα- σημαντικό πρόβλημα- πρέπει να ξεκινά από τις Παραγωγικές Σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων, οι οποίες ούτως ή άλλως χρήζουν άμεσης βελτίωσης, με στόχο τη δημιουργία μιας «κρίσιμης μάζας» στελεχών με σύγχρονες αντιλήψεις.
7. Εμφαση στα έξυπνα όπλα και στους πολλαπλασιαστές ισχύος.
8. Καλύτερη συνεργασία και υποστήριξη προς τις ελληνικές κρατικές και ιδιωτικές εταιρείες αμυντικού υλικού, υψηλότερες δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη, με τη συμμετοχή και συνεργασία ελληνικών πανεπιστημίων και κέντρων ερευνών, ενεργός συμμετοχή σε διεθνείς κοινοπραξίες, με στόχο την αποκομιδή πολιτικών, τεχνολογικών και οικονομικών οφελών.
9. Μεγαλύτερη έμφαση στον τομέα της συλλογής και ανάλυσης στρατηγικών και τακτικών πληροφοριών.
10. Ενίσχυση διεθνών ερεισμάτων, π.χ. αξιοποίηση του Κέντρου Εκπαίδευσης Πολυεθνικών Επιχειρήσεων (Κιλκίς) και του Μaritime Ιnterdiction Οperational Τraining Centre στη Σούδα.
ΒΗΜΑ ΙΔΕΩΝ - Τεύχος 01/1/2009
Θάνος Π. Ντόκος
Γενικός Διευθυντής του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)