Ελλάδα,Τουρκία,Ε.Ε..


Νέα δεδομένα για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις
Το ενδεχόμενο η υποψηφιότητα της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ να καταλήξει σε ειδική προνομιακή σχέση

Το στοιχείο που έκανε τη μεγάλη διαφορά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας περίπου ήταν ότι δεν κινούνταν, όπως σε προγενέστερη φάση, σε αποκλειστικά διμερές επίπεδο. Από τις αποφάσεις του Ελσίνκι (το 1999) και μετά, ορισμένες πτυχές των σχέσεων αυτών βρέθηκαν να κινούνται ταυτόχρονα και σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο, με διπλή έννοια. Από τη μια, η έναρξη των διαπραγματευτικών διαδικασιών της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ είχε συνδεθεί με τον όρο της παραπομπής των διαφορών των δύο χωρών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Μάλιστα η υποχρεωτική προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο προέκυπτε ως αναγκαστικό στοιχείο απόφασης της ίδιας της ΕΕ, εκτός εάν η Ελλάδα το 2004 δεν θα θεωρούσε σκόπιμη την κίνηση αυτή.
Από την άλλη, η ίδια η προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ δημιουργούσε έναν καταναγκασμό πάνω στην τουρκική πολιτική στο να είναι πολύ προσεκτική στις σχέσεις της με την Ελλάδα, και όχι μόνο για τα θέματα που θα μπορούσαν να παραπεμφθούν στο Διεθνές Δικαστήριο.
Το δόγμα ότι η Τουρκία θα εξαναγκαστεί να υποτάξει τις διμερείς σχέσεις της με την Ελλάδα στην προοπτική της ένταξής της στην ΕΕ ακυρώνεται από τα πράγματα
Οι βαθμοί αυτοί ελευθερίας της ελληνικής πολιτικής ακυρώθηκαν από την απόφαση της κυβέρνησης τον Δεκέμβριο του 2004 να μη θέσει τέτοιο ζήτημα στο Συμβούλιο που αποφάσισε την έναρξη των διαπραγματεύσεων. Θεσμικά, ο όρος αυτός απεμπολήθηκε. Αυτό επαναφέρει το θέμα των συγκεκριμένων ελληνοτουρκικών διαφορών στο διμερές επίπεδο.
Ωμως το ευρωπαϊκό πλαίσιο των σχέσεων των δύο χωρών διαβρώνεται συνεχώς και από μιαν άλλη εξέλιξη, πιθανόν με ακόμη πιο σημαντική βαρύτητα. Η επιφύλαξη μεγάλων ή και άλλων χωρών-μελών της ΕΕ απέναντι στην προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ενωση έχει ως ευθεία συνέπεια μια συνεχή και εμφανή αποστασιοποίηση της τουρκικής πολιτικής από την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της ως υποψήφιου μέλους.
Αντιμέτωπο με την προοπτική της απόρριψης της υποψηφιότητάς της και τη μετάβαση σε μια «ειδική ή προνομιακή σχέση», εύλογα το πολιτικό της σύστημα οδηγείται σε μια αναθεώρηση πολιτικής. Ανακόπτει την υλοποίηση υποχρεώσεων που, ενώ συνεπάγονται σημαντικές ανατροπές στο εσωτερικό της Τουρκίας, υπάρχει ο κίνδυνος να μην αντισταθμιστούν με το καθεστώς της ένταξης, τον στόχο δηλαδή για τον οποίο θα γίνονταν. Πιθανότατα, επιπλέον, η Τουρκία να ανακαλύπτει σταδιακά ότι η επίκληση γεωπολιτικών και άλλων αφηρημένων επιχειρημάτων για τον ρόλο της στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και του Καυκά
σου δεν μπορούν να την απαλλάξει από την ανάγκη υλοποίησης αλλαγών με σημαντικές για τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες επιπτώσεις.
Στην πρόσφατη Εκθεση Προόδου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με εξαίρεση ορισμένους τομείς, όπως κυρίως οι τηλεπικοινωνίες και το τραπεζικό σύστημα, είναι διάχυτες οι διατυπώσεις ότι «η πρόοδος είναι πολύ αργή» ή ότι «δεν σημειώθηκε καν πρόοδος» ή άλλες παρεμφερείς διπλωματικές εκφράσεις.
Είναι έντονη η αίσθηση, ιδιαίτερα μετά την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου πριν λίγους μήνες, ότι η κυβέρνηση Ερδογάν έχει αποδεχθεί μια συμφωνία με το στρατιωτικό κατεστημένο να ανακόψει αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που θα έθιγαν τον ρόλο του στρατού και θα ανέτρεπαν καταστάσεις που σχετίζονται με τα ανθρώπινα δικαιώματα ή τα δικαιώματα των μειονοτήτων στο εσωτερικό της Τουρκίας με αντιστάθμισμα την ομαλή παραμονή της στην εξουσία.
Το τουρκικό εθνικιστικό κατεστημένο θεώρησε την ένταξη ως μια πολιτική διαπραγμάτευση σε έναν διεθνή οργανισμό, παραβλέποντας τον ιδιότυπο χαρακτήρα της ΕΕ, τις θεμελιακές αρχές που τη διέπουν, και οι οποίες επιτρέπουν πάντα μια σημαντική ευελιξία, όπως και μια ισχυρή πολιτική θεώρηση κάθε διαπραγμάτευσης, αλλά δεν μπορούν να φθάσουν ως την πλήρη ακύρωση θεμελιακών αρχών του ευρωπαϊκού θεσμικού συστήματος.
Η θέση που βρίσκεται πίσω από κυρίαρχες αντιλήψεις στην Τουρκία, ιδιαίτερα στον σκληρό πυρήνα των κατεστημένων της εξουσίας, είναι ότι η Τουρκία προσφέρει απίστευτες ευκαιρίες και πλεονεκτήματα στην ΕΕ, ως ένα είδος δώρου, το οποίο η τελευταία απεμπολεί, αδικώντας για δεκαετίες τη χώρα τους. Ακόμη περισσότερο, η ανάδειξη της ΕΕ σε μεγάλη και όχι απλώς περιφερειακή δύναμη περνάει αναγκαστικά από την ένταξη της Τουρκίας. Οι αναφορές για τις εσωτερικές αδυναμίες της Τουρκίας, για υποχρέωση αποδοχής, σεβασμού και προσαρμογής στις θεμελιακές ρυθμίσεις που βρίσκονται στη βάση του ευρωπαϊκού συστήματος, στο οποίο προσβλέπει, ή για οφέλη που η ίδια η Τουρκία θα έχει με την ένταξή της στην ΕΕ, παίζουν δευτερεύοντα ρόλο. Καμία αίσθηση επίσης ότι σήμερα η κατάσταση στην ΕΕ απέχει πολύ από το όραμα μιας μετάβασής της σε καθεστώς «μεγάλης διεθνούς δύναμης». Απόρροια αυτής της αντίληψης όμως είναι η ότι η ΕΕ δε θέλει την Τουρκία ως μέλος και δεν επιθυμεί να κατανοήσει όλες τις τουρκικές απαιτήσεις... Από μια σκοπιά, η Τουρκία έχει δίκιο. Κάθε υποψήφια χώρα γνώριζε ότι η εκπλήρωση των κοινοτικών κριτηρίων θα οδηγήσει στην ένταξή της. Η Τουρκία βλέπει ότι, ακόμη
και αν αυτό συμβεί, η ένταξή της δεν είναι δεδομένη. Τότε γιατί να τις κάνει; Ετσι, αναπτύσσεται ένα αδιέξοδο. Η Τουρκία αρνείται να προχωρήσει σε μεταβολές που έχουν βαθιές πολιτικές επιπτώσεις, ενώ η ΕΕ βλέπει μια υποψήφια χώρα να μην προωθεί τις υποχρεώσεις που εκπληρώνει κάθε χώρα η οποία θέλει να ενταχθεί σε αυτήν. Για την ελληνική πολιτική αναπτύσσεται ένα νέο, πολύπλοκο τοπίο. Το δόγμα ότι η Τουρκία θα εξαναγκαστεί να υποτάξει τις διμερείς σχέσεις της με την Ελλάδα στην προοπτική της ένταξής της στην ΕΕ ακυρώνεται από τα πράγματα. Το ευρωπαϊκό πλαίσιο του Ελσίνκι, ακόμη και των πολιτικών κριτηρίων της Κοπεγχάγης, ακυρώνεται. Η προοπτική μιας λύσης στο Κυπριακό σε μια νέα βάση εξασθενεί μήνα με τον μήνα, δεδομένου ότι αποδυναμώνεται και η προοπτική πίεσης πάνω στην Τουρκία μέσω της ενταξιακής διαδικασίας της. Είναι πολύ νωρίς να υποστηρίξει κανείς ότι όλα αυτά δεν μπορούν να ανατραπούν, και μάλιστα σε ορίζοντα δεκαετίας. Ωστόσο, με την οικονομική κρίση στην αρχή της, με τον ισχυρό σκεπτικισμό των ευρωπαϊκών κοινωνιών απέναντι στην ίδια την ΕΕ και με την έλλειψη ενός πειστικού οράματος για το μέλλον της ΕΕ, οποιαδήποτε μεγάλη αλλαγή είναι εξαιρετικά δύσκολη, ανεξάρτητα αν αφορά την Τουρκία ή άλλο θέμα. Αυτό φάνηκε στα αρνητικά δημοψηφίσματα του 2004, όπως και στο χάσμα που υπάρχει μεταξύ των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Θεσσαλονίκης (Χαλκιδικής) στο τέλος της ελληνικής προεδρίας από τη σημερινή πραγματικότητα σε ό,τι αφορά την προοπτική ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ.
Το δίλημμα που έχει η εξωτερική πολιτική της χώρας είναι απλό στη διατύπωσή του. Μια εξεύρεση λύσεων στα μεγάλα διμερή ζητήματα είναι στόχος ή όχι; Αν ναι, πρέπει να αναζητηθεί μια ευκαιρία για μια νέα μορφή «Ελσίνκι», όχι αναγκαστικά με τα ίδια χαρακτηριστικά. Μάλιστα, με την ακύρωση των αποφάσεων του 1999, ίσως η μετατόπιση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας από την ένταξη σε μια «ειδική-προνομιακή σχέση» δίνει μια μεγαλύτερη δυνατότητα να διαπραγματευθεί η Ελλάδα ένα αντίστοιχο πλαίσιο, μέσα από το οποίο η Τουρκία, προκειμένου να επιτύχει ένα νέο θεσμικό καθεστώς, θα υποχρεωθεί από την ΕΕ να δεχθεί επίλυση των διαφορών της με μιαν αποδεκτή διεθνή διαδικασία. Αν η απάντηση είναι όχι, προφανώς δεν χρειάζεται να γίνει τίποτε. Ολα, από τα διμερή ως το Κυπριακό, θα αφεθούν στην πορεία τους και στον συσχετισμό δύναμης των επόμενων δεκαετιών. Ομως η επιλογή της πρώτης απάντησης προϋποθέτει μια μακρότερη και σύνθετη προετοιμασία με συμμαχίες, προβολή θέσεων και δυνατότητες διαπραγμά
τευσης των θέσεων αυτών. Κρίσιμες θέσεις μπορούν να «παίξουν» πολιτικά, αν δημιουργηθεί ένα υπόβαθρο «επιβολής» τους. Οχι γιατί είναι ωραίες ή ακόμη και πειστικές. Ετσι έγινε στο Ελσίνκι το 1999, έτσι γίνεται πάντα.
Η φάση στην οποία περνάμε συσσωρεύει νέα σοβαρά προβλήματα, δυσκολίες και
δεδομένα. Οικονομική κρίση, ενεργειακή κρίση, περιβαλλοντική κρίση, ευρύτερες γεωπολιτικές ανακατατάξεις, αλλά και περιφερειακές εξελίξεις στα Βαλκάνια δεν είναι αδιάφοροι παράγοντες για οποιοδήποτε μεγάλο θέμα μας. Αν δεν είμαστε σε θέση να δώσουμε απαντήσεις για καίρια εθνικά μας ζητήματα και κινούμαστε σε θολό τοπίο,
πρέπει να μπορέσουμε. Διαφορετικά, αναλαμβάνουμε μεγαλύτερα ρίσκα. Η επιτυχία της χώρας να αντιμετωπίσει εξελίξεις που ανάγονται μεν, πιθανότατα, σε μακρότερο χρονικό διάστημα στο μέλλον, ίσως όμως και σε απρόβλεπτα χρονικά σημεία και με απρόβλεπτη μορφή, είναι συνάρτηση της κατανόησης του τοπίου που διαμορφώνεται,
των στόχων που θέτουμε και των τρόπων και εργαλείων διασφάλισής τους σε έγκαιρη χρονική βάση. Το ρίσκο να έχει κανείς επενδύσει πολύ νωρίς για να αντιμετωπίσει απρόβλεπτες και πολύ περισσότερο προβλεπτές εξελίξεις στο μέλλον είναι πολύ μικρότερο από το ρίσκο αν ανακαλύψει ότι καλείται να δράσει πολύ αργά. *
ΒΗΜΑ ΙΔΕΩΝ - Τεύχος 01/1/2009
Τάσος Γιαννίτσης
Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην Υπουργός
Η εικονογράφηση του κειμένου και ο τίτλος ανάρτησης εγινε με ευθύνη του Ivos 2