CINEMA: ''SOUL KITCHEN'' του FATIH AKIN
Soul Kitchen
ΚΡΙΤΙΚΕΣ,ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ
(1)
ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ
Γερμανία/Γαλλία/Ιταλία, 2009. Σκηνοθεσία: Φατίχ Ακίν. Σενάριο: Φατίχ Ακίν, Αδάμ Μπουσδούκος. Ηθοποιοί: Αδάμ Μπουσδούκος, Μόριτς Μπλάιμπτρέου, Μπιρόλ Ουνέλ, Αννα Μπέτερκε. 99'
** * ½
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ένας Ελληνας εστιάτορας του Αμβούργου σε μια ταινία δοσμένη με χιούμορ, φαντασία και ζωντάνια. Απολαυστικός στο ρόλο του εστιάτορα ο Αδάμ Μπουσδούκος.
Η ταινία του Φατίχ Ακίν, «Soul Kitchen», είναι εμπνευσμένη, όπως ανέφερε ο ίδιος ο σκηνοθέτης, από το ομότιτλο εστιατόριο του φίλου του Αδάμ Μπουσδούκου, που έγραψε και το σενάριο της ταινίαςμαζί με τον Ακίν. Κεντρικό πρόσωπο στην ταινία είναι ο Ζήνος (Μπουσδούκος), ιδιοκτήτης του εστιατορίου στο Αμβούργο, που αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα: η αγαπημένη του ετοιμάζεται ν' αναχωρήσει για τη Σανγκάη, ο αδερφός του, Ηλίας (Μόριτς Μπλαϊμπτρέου), που μόλις έχει αποφυλακιστεί υπό όρους, βάζοντας, εξαιτίας του πάθους του για τον τζόγο, σε κίνδυνο το εστιατόριο, ένας άλλος Ελληνας, ο γερο-Σωκράτης δεν πληρώνει νοίκι, ενώ ένας σεφ προσπαθεί να του αλλάξει το μενού (αρχικά με αποτυχία αν και αργότερα με ανέλπιστα μεγάλη επιτυχία) κι ένας ύποπτος Γερμανός κάνει ό,τι μπορεί για να του πάρει το εστιατόριο.
Οι διάφορες αλλαγές του εστιατορίου και τα διάφορα εκκεντρικά πρόσωπα που συχνάζουν εκεί, για να απολαύσουν την τροφή «για την ψυχή» που προσφέρει ο Ζήνος, ο Ακίν βρίσκει την ευκαιρία να φτιάξει μια ταινία-ύμνο στο φαγητό αλλά και στη φιλία και στο σεξ, αντιμετωπίζει την όλη ιστορία του με χιούμορ, ωραίους, ζωντανούς διάλογους, ευχάριστες ανατροπές και ωραία (ελληνική στα περισσότερα σημεία) μουσική, δημιουργώντας μια ρόδινη ατμόσφαιρα (από τις πιο απολαυστικές σκηνές, όταν ο σεφ βάζει ένα αφροδισιακό στο γλυκό των πελατών) και αποσπώντας πολύ καλές ερμηνείες απ' όλους τους ηθοποιούς, ιδιαίτερα απ' τον Αδάμ Μπουσδούκο.
(2)
Soul Κitchen
Δ.ΔΑΝΙΚΑΣ
Το στόρι αυτής της «παρανοϊκής» γλυκόπικρης κομεντί αποτυπώνει όλο το εύρος της νεοελληνικής φυλής. Ο Ζήνος, ιδιοκτήτης μαχαλά σε μια περιθωριακή συνοικία του Αμβούργου που ανεβαίνει όπως το Γκάζι στην Πειραιώς, έχει στήσει μια άθλια επιχείρηση με άθλια κουζίνα και άθλιο σερβίρισμα. Παρ΄ όλα αυτά, τα «κουρέλια» έρχονται και τρώνε «σκατά». Ο ίδιος το λέει ως εξής: «Οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν το καλό, γι΄ αυτό τρώνε σκατά». Το παλικάρι, λοιπόν, πολίτης Γερμανός, είναι ερωτευμένος με μια κατάξανθη, θεογκόμενα η οποία γράφει, αν θυμάμαι καλά, σε κάποιο περιοδικό. Μέχρι εδώ όλα καλά.
Τα προβλήματα και τα σκουντουφλήματα αρχίζουν από τη στιγμή που γλιστράει ο Αδάμ και ένας καταραμένος σπόνδυλος ξεχαρβαλώνεται λειτουργικά. Σαν να σηκώνεσαι πρωί και να πέφτεις πάνω σε μια μαύρη γάτα με φουντωτή ουρά. Σακατεμένη η πλάτη του Αδάμ. Και κοίτα σύμπτωση. Η Ναντίν την κοπανάει κατά Σαγκάη μεριά. «Οι λόγοι είναι επαγγελματικοί. Έλα και εσύ μαζί». Το σκέφτεται ο Αδάμ. Και μέχρι να αποφασίσει, περνάει τα βράδια του μιλώντας και βλέποντας το κορίτσι του από το Δίκτυο. «Γδύσου, να την παίξω, να ξεχαρμανιάσω». Γυμνή η Ναντίν. Με το σπορ της παλάμης ο Αδάμ. Πορνογραφία ιδιωτικής χρήσεως. Στο μεταξύ μια δεύτερη πορνογραφία εξελίσσεται πίσω από την πλάτη του Ζηνόβιου Καζαντζάκη. Κάποιος Γερμανός γνωστός, λαμόγιο α λα ελληνικά, επιχειρεί να αγοράσει στο τσάμπα τον μαχαλά. Επακολουθεί και δεύτερη πορνογραφία. Ο αδελφός του, ο Ηλίας Καζαντζάκης με την κομπολόγα στην παλάμη, άρτι αφιχθείς από τα σίδερα της φυλακής, πιάνει δουλειά στον ίδιο μαχαλά. Συμπτώσεις μιας παρανοϊκής διαδρομής.
Διότι ο Ζήνος αποφασίζει κάποια στιγμή, μέσα στην ερωτική τρέλα την ελληνική, να εγκαταλείψει τη Soul Κitchen και σε αεροπλάνο με κατεύθυνση τη Σαγκάη να επιβιβαστεί. Η γκόμενα είναι γι΄ αυτόν η αληθινή, μοναδική, αναντικατάστατη κουζίνα ψυχής. Και το κάνει. Προηγουμένως μεταβιβάζει την ιδιοκτησία στον Ηλία τον αδελφό. Και εκείνος, ο Ηλίας, παίζει το Βar Restaurant στα χαρτιά. Ο τζόγος φίλοι μου, μετά τον έρωτα, είναι το δεύτερο βίτσιο κάθε πραγματικού ανδρός. Έτσι χάνει την κουζίνα ο Ζήνος ο τρελός. Έτσι ορμάει να αρπάξει την ιδιοκτησία ο καλός ο φίλος ο Γερμανός. Κι έτσι καθώς ο Ζήνος τρέχει στον διάδρομο του αεροδρομίου με κατεύθυνση τη Σαγκάη, πέφτει αντικρυστά πάνω στη Ναντίν η οποία επιστρέφει στο Αμβούργο παρέα μ΄ έναν κοντοπίθαρο Κινέζο με το όνομα Χαν. Εκείνος, ο Ζήνος, με απορία εκατομμυρίων μεγατόνων προλαβαίνει να της πει «γιατί δεν είσαι στη Σαγκάη;». Κι εκείνη στην ψύχρα τού απαντάει: «Εσύ γιατί δεν είσαι φυλακή;».
Έτσι, η Εύα «σκοτώνει» τον Αδάμ. Όμως η ταινία δεν τελειώνει εδώ. Πίσω έχει η ελληνική αχλάδα την ουρά. Συνοπτικά, πέντε πράγματα αξίζουν πέρα από τα χαριτωμένα και τα κωμικά. Το πρώτο η αιλουροειδής σκηνοθεσία του Φατίχ Ακίν. Τεχνικά και κινηματογραφικά η πιο δύσκολη δουλειά. Με πλαναρίσματα ιδιαίτερα και αεροπλανικά. Το δεύτερο αφορά το εξαιρετικό καστ και τις επιδόσεις όλων ανεξαιρέτως των ηθοποιών. Ακόμα και ο σωματότυπος του Αδάμ Μπουσδούκου και του Μόριτζ Μπλάιμπτροϊ σαν μια σταγόνα νερό. Το τρίτο, οι λεπτές νύξεις για τον λανθάνοντα ρατσισμό. Καθόλου τυχαίο αυτό. Γερμανός πάει να του φάει για ένα κομμάτι ψωμί τον μαχαλά. Ξανθιά η Γερμανίδα που τον «σκοτώνει» εν ψυχρώ.
Το τέταρτο η ψιλοβελονιά των χαρακτήρων.
Loser ο Ζήνος αλλά με μια καρδιά σαν μωρού παιδιού. Και το πέμπτο το soundtrack. Μόλις βγήκα από την αίθουσα έτρεξα στο πρώτο σιντιδάδικο. Κρίμα. Δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα.
Dj μουσικής, αισθημάτων, ελληνοτουρκικής κουζίνας ο Φατίχ. Το πιο γευστικό και πανάλαφρο σουβλάκι με πίτα φτιαγμένη στο χέρι και καλαμάκι αδερφικής κοπής!
----------
«Soul Κitchen»
Ο χαμένος τα παίρνει όλα
Κουζίνα ψυχής, δηλαδή «Soul Κitchen». Με αρχιμάγειρα τον καρντάς Φατίχ Ακίν και σερβιτόρο τον Αδάμ Μπουσδούκο. Αδελφική φιλία επί γερμανικού εδάφους. Τίποτα δεν μας χωρίζει. Όλα, μα όλα μάς ενώνουν. Για να καταλάβετε, δηλαδή, σε ποια προπαγανδιστική παγίδα έχουμε πιαστεί. Αμφότεροι οι λαοί. Δεν ξέρω αν έγινα αντιληπτός επακριβώς. Διότι ένας σκηνοθέτης τουρκικής καταγωγής υπογράφει μια σουρεαλιστική, αγαπησιάρικη ιστορία δύο Ελλήνων αδελφών στο Αμβούργο το σημερινό. Να τρίβεις τα μάτια σου. Με το όνομα Καζαντζάκης παρακαλώ. Ο πρώτος, ο Ζήνος Καζαντζάκης είναι νομοταγής (Αδάμ Μπουσδούκος). Ο δεύτερος, ο Ηλίας (Μόριτζ Μπλάιμπτροϊ), μπαινοβγαίνει, λόγω τζόγου, στη φυλακή. Από εδώ αρχίζει η μούρλια η ελληνική. Όπου κι αν ταξιδέψω η Ελλάδα μού τρελαίνει την ψυχή. Το στόρι αυτής της «παρανοϊκής» γλυκόπικρης κομεντί αποτυπώνει όλο το εύρος της νεοελληνικής φυλής. Ο Ζήνος, ιδιοκτήτης μαχαλά σε μια περιθωριακή συνοικία του Αμβούργου που ανεβαίνει όπως το Γκάζι στην Πειραιώς, έχει στήσει μια άθλια επιχείρηση με άθλια κουζίνα και άθλιο σερβίρισμα. Παρ΄ όλα αυτά, τα «κουρέλια» έρχονται και τρώνε «σκατά». Ο ίδιος το λέει ως εξής: «Οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν το καλό, γι΄ αυτό τρώνε σκατά». Το παλικάρι, λοιπόν, πολίτης Γερμανός, είναι ερωτευμένος με μια κατάξανθη, θεογκόμενα η οποία γράφει, αν θυμάμαι καλά, σε κάποιο περιοδικό. Μέχρι εδώ όλα καλά.
Τα προβλήματα και τα σκουντουφλήματα αρχίζουν από τη στιγμή που γλιστράει ο Αδάμ και ένας καταραμένος σπόνδυλος ξεχαρβαλώνεται λειτουργικά. Σαν να σηκώνεσαι πρωί και να πέφτεις πάνω σε μια μαύρη γάτα με φουντωτή ουρά. Σακατεμένη η πλάτη του Αδάμ. Και κοίτα σύμπτωση. Η Ναντίν την κοπανάει κατά Σαγκάη μεριά. «Οι λόγοι είναι επαγγελματικοί. Έλα και εσύ μαζί». Το σκέφτεται ο Αδάμ. Και μέχρι να αποφασίσει, περνάει τα βράδια του μιλώντας και βλέποντας το κορίτσι του από το Δίκτυο. «Γδύσου, να την παίξω, να ξεχαρμανιάσω». Γυμνή η Ναντίν. Με το σπορ της παλάμης ο Αδάμ. Πορνογραφία ιδιωτικής χρήσεως. Στο μεταξύ μια δεύτερη πορνογραφία εξελίσσεται πίσω από την πλάτη του Ζηνόβιου Καζαντζάκη. Κάποιος Γερμανός γνωστός, λαμόγιο α λα ελληνικά, επιχειρεί να αγοράσει στο τσάμπα τον μαχαλά. Επακολουθεί και δεύτερη πορνογραφία. Ο αδελφός του, ο Ηλίας Καζαντζάκης με την κομπολόγα στην παλάμη, άρτι αφιχθείς από τα σίδερα της φυλακής, πιάνει δουλειά στον ίδιο μαχαλά. Συμπτώσεις μιας παρανοϊκής διαδρομής.
Διότι ο Ζήνος αποφασίζει κάποια στιγμή, μέσα στην ερωτική τρέλα την ελληνική, να εγκαταλείψει τη Soul Κitchen και σε αεροπλάνο με κατεύθυνση τη Σαγκάη να επιβιβαστεί. Η γκόμενα είναι γι΄ αυτόν η αληθινή, μοναδική, αναντικατάστατη κουζίνα ψυχής. Και το κάνει. Προηγουμένως μεταβιβάζει την ιδιοκτησία στον Ηλία τον αδελφό. Και εκείνος, ο Ηλίας, παίζει το Βar Restaurant στα χαρτιά. Ο τζόγος φίλοι μου, μετά τον έρωτα, είναι το δεύτερο βίτσιο κάθε πραγματικού ανδρός. Έτσι χάνει την κουζίνα ο Ζήνος ο τρελός. Έτσι ορμάει να αρπάξει την ιδιοκτησία ο καλός ο φίλος ο Γερμανός. Κι έτσι καθώς ο Ζήνος τρέχει στον διάδρομο του αεροδρομίου με κατεύθυνση τη Σαγκάη, πέφτει αντικρυστά πάνω στη Ναντίν η οποία επιστρέφει στο Αμβούργο παρέα μ΄ έναν κοντοπίθαρο Κινέζο με το όνομα Χαν. Εκείνος, ο Ζήνος, με απορία εκατομμυρίων μεγατόνων προλαβαίνει να της πει «γιατί δεν είσαι στη Σαγκάη;». Κι εκείνη στην ψύχρα τού απαντάει: «Εσύ γιατί δεν είσαι φυλακή;».
Έτσι, η Εύα «σκοτώνει» τον Αδάμ. Όμως η ταινία δεν τελειώνει εδώ. Πίσω έχει η ελληνική αχλάδα την ουρά. Συνοπτικά, πέντε πράγματα αξίζουν πέρα από τα χαριτωμένα και τα κωμικά. Το πρώτο η αιλουροειδής σκηνοθεσία του Φατίχ Ακίν. Τεχνικά και κινηματογραφικά η πιο δύσκολη δουλειά. Με πλαναρίσματα ιδιαίτερα και αεροπλανικά. Το δεύτερο αφορά το εξαιρετικό καστ και τις επιδόσεις όλων ανεξαιρέτως των ηθοποιών. Ακόμα και ο σωματότυπος του Αδάμ Μπουσδούκου και του Μόριτζ Μπλάιμπτροϊ σαν μια σταγόνα νερό. Το τρίτο, οι λεπτές νύξεις για τον λανθάνοντα ρατσισμό. Καθόλου τυχαίο αυτό. Γερμανός πάει να του φάει για ένα κομμάτι ψωμί τον μαχαλά. Ξανθιά η Γερμανίδα που τον «σκοτώνει» εν ψυχρώ.
Το τέταρτο η ψιλοβελονιά των χαρακτήρων.
Loser ο Ζήνος αλλά με μια καρδιά σαν μωρού παιδιού. Και το πέμπτο το soundtrack. Μόλις βγήκα από την αίθουσα έτρεξα στο πρώτο σιντιδάδικο. Κρίμα. Δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα.
Dj μουσικής, αισθημάτων, ελληνοτουρκικής κουζίνας ο Φατίχ. Το πιο γευστικό και πανάλαφρο σουβλάκι με πίτα φτιαγμένη στο χέρι και καλαμάκι αδερφικής κοπής!
----------
«Soul Κitchen»
Ο Ζήνος Καζαντζάκης ερωτευμένος με Γερμανίδα Ο Ηλίας Καζαντζάκης με την
τσόχα
Ο Φατίχ Ακίν με την καρδιά και τη
φιλία
Ο Φατίχ Ακίν με την καρδιά και τη
φιλία
Κωμωδία για ευφάνταστα γούστα
ΒΑΘΜΟΙ=7
(να γλείφεις τα δάκτυλά σου)
**********************************
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ TOY ΦΑΤΙΧ ΑΚΙΝ
(1)
Ν. Φ. ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ
''Επτά''
22 /11/ 2009
22 /11/ 2009
Ελλάς-Τουρκία συμμαχία
Με ταινίες όπως «Μαζί, ποτέ» (Χρυσή Αρκτος στο φεστιβάλ Βερολίνου) και «Η άκρη του ουρανού» (βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ των Κανών), ο τουρκικής καταγωγής γερμανός σκηνοθέτης Φατίχ Ακίν κατάφερε να γίνει πασίγνωστος στο χώρο του σινεμά και περιζήτητος σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ, με τις ταινίες του να σημειώνουν επιτυχία σε διάφορες αίθουσες τέχνης ανά τον κόσμο.
Αντίθετα με τα σοβαρά, συχνά καταθλιπτικά θέματα των προηγούμενων ταινιών του, στην τελευταία του με τίτλο «Soul Kitchen», ο 35χρονος σκηνοθέτης στράφηκε πρώτη φορά στην κωμωδία.
Βραβευμένη με το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής του Φεστιβάλ Βενετίας, η ταινία γυρίστηκε στο Αμβούργο, με πρωταγωνιστή έναν έλληνα εστιάτορα της πόλης (που τον ερμηνεύει ο Αδάμ Μπουσδούκος, ένας Ελληνας πρώην εστιάτορας και νυν ηθοποιός και φίλος του Ακίν).
Βραβευμένη με το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής του Φεστιβάλ Βενετίας, η ταινία γυρίστηκε στο Αμβούργο, με πρωταγωνιστή έναν έλληνα εστιάτορα της πόλης (που τον ερμηνεύει ο Αδάμ Μπουσδούκος, ένας Ελληνας πρώην εστιάτορας και νυν ηθοποιός και φίλος του Ακίν).
Εδώ παρακολουθούμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Ζήνος, ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου «Soul Kitchen», όταν επιστρέφει από τη φυλακή ο μεγαλύτερος αδερφός του. Ο Ακίν, τον οποίο προσκάλεσε φέτος το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μας μίλησε για την ταινία του, που θα δούμε στους κινηματογράφους στις 17 Δεκεμβρίου.
- Ηταν δύσκολο να γυρίσετε αυτή την ταινία;
«Πέρασα πέντε χρόνια στρες και υστερίας για να φτάσω εδώ. Και τελικά κατάφερα να την τελειώσω και να φτάσω στη Βενετία».
- Γυρίσατε την ταινία στο πραγματικό εστιατόριο;
«Οχι, ήταν σκηνικό. Το δικό του εστιατόριο ήταν πολύ μικρό, η κουζίνα του ήταν πάρα πολύ μικρή. Χρειαζόμασταν πολύ χώρο. Και μας κόστισε πολύ. Ευτυχώς έγινε πριν από την οικονομική κρίση… (γελά)».
Η Γερμανία άλλαξε
Το χιούμορ στην ταινία δεν μοιάζει με το χιούμορ που συναντάμε στις άλλες γερμανικές ταινίες…
Το χιούμορ στην ταινία δεν μοιάζει με το χιούμορ που συναντάμε στις άλλες γερμανικές ταινίες…
«Η Γερμανία έχει πολλές διαφορετικές κουλτούρες, διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, ιδιαίτερα από το 1989 όταν έπεσε το Τείχος. Χρειάστηκε να περάσουν δέκα χρόνια για να καταλάβουμε ότι η Γερμανία μετατράπηκε σε μια νέα χώρα. Και από το 2000 και μετά τα πράγματα άλλαξαν με μεγαλύτερη ακόμη ταχύτητα. Μαζί και το χιούμορ».
- Βάλατε κάτι από τον εαυτό σας στους χαρακτήρες της ταινίας;
«Σε όλους. Ο ιδιοκτήτης του ρεστοράν, ο Αδάμ, είναι φίλος μου. Στην πραγματικότητα εκείνος παίζει εμένα. Τώρα πούλησε το ρεστοράν σε κάποιους Αλβανούς. Απ’ ό,τι έμαθα έχασε το μαγαζί, έχει χάσει την ψυχή του».
- Γιατί διαλέξατε αυτή τη φορά την κωμωδία;
«Ο Ομπάμα είπε… ν’ αλλάξουμε. (γελά) Επειτα από τόσες σοβαρές ταινίες σκέφτηκα ότι ήταν καιρός να κάνω κάτι διαφορετικό, κάτι ανάλαφρο. Οταν γυρίζεις σοβαρά και θλιμμένα θέματα, αρχίζεις να βλέπεις τον κόσμο όπως στις ταινίες σου. Ο άλλος λόγος είναι ότι θέλω να γίνω καλός σκηνοθέτης. Και δεν μπορώ να το πετύχω με το να είμαι σκλάβος της επιτυχίας μου και να επαναλαμβάνω τα ίδια θέματα. Ούτε θέλω να έχω ένα μόνο στιλ. Μπορεί μια μέρα να γυρίσω ένα γουέστερν, μια άλλη φορά μια ταινία τρόμου ή ένα μιούζικαλ. Οπως κάνει ο Ανγκ Λι».
- Δηλαδή, τι ετοιμάζετε μετά; Μια ταινία δράσης;
«Οχι. Θα είναι το τελευταίο μέρος της τριλογίας μου, που ξεκίνησε με το “Μαζί, ποτέ” και συνεχίστηκε με την “Ακρη του ουρανού”».
- Χρησιμοποιείτε συχνά τους ίδιους ηθοποιούς…
«Ναι, γιατί έτσι γινόμαστε φίλοι και καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο. Ακόμη και ο Μπουσδούκος είχε παίξει σε μια παλιότερη ταινία μου, το 1998. Βέβαια, τους ηθοποιούς μου από παλιές ταινίες προσπαθώ να τους αναμειγνύω με νέους».
- Την ελληνική μουσική την ψάξατε μόνος σας ή με τον Αδάμ;
«Μαζί. Ο Αδάμ είναι, όπως κι εγώ, συλλέκτης μουσικής. Στο ρεστοράν έπαιζε πάντα ωραία μουσική. Είναι ο ίδιος και μουσικός, τραγουδά πολύ ωραία. Είναι και πολύ καλός κριτικός ταινιών».
- Το χιούμορ της ταινίας είναι συνδυασμός του ελληνικού με το τουρκικό…
«Ναι, είναι του Αδάμ η ταινία, πίστεψέ με! Το δικό του μωρό».
- Γιατί ο γερμανικός κινηματογράφος αγνοούσε τόσο καιρό αυτή την πολυπολιτισμική πλευρά της Γερμανίας;
«Δεν ξέρω. Στις ταινίες μου προσπαθούσα πάντα να δώσω αυτή την πλευρά χωρίς να το σκέφτομαι. Τώρα στη Γερμανία δεν το σκέφτονται ούτε το βλέπουν έτσι. Τα πράγματα έχουν αλλάξει γρήγορα και σιωπηλά τα τελευταία χρόνια. Τώρα έχουμε αφρικανούς και τούρκους παίκτες στις ποδοσφαιρικές ομάδες και κανένας δεν δίνει δεκάρα. Αυτό παλιότερα δεν θα γινόταν. Ο Αδάμ δεν σπούδασε τη μέθοδο του Ακτορς Στούντιο, ούτε είναι κανένας χαμαιλέοντας.
Προσπαθήσαμε, εξάλλου, να αφαιρέσουμε όλα τα φολκλοριστικά στοιχεία, δεν θέλαμε να φτιάξουμε μια ταινία όπως το “Γάμος αλά ελληνικά”. Θελήσαμε περισσότερο να είναι σαν τις αμερικανικές black-exploitation ταινίες, που εκμεταλλεύονται τα στοιχεία των μαύρων, όπως στις ταινίες με τον Shaft. Να μοιάζει με ταινίες της δεκαετίας του ‘70, με ταινίες όπως εκείνες του Μπρους Λι, “Ο κίτρινος πράκτωρ του Χονγκ Κονγκ” και τέτοιες…».
- Ποιο ήταν το πιο δύσκολο πράγμα στο να σκηνοθετήσεις κωμωδία;
«Δεν ξέραμε αν θα πετύχει. Το καταλάβαμε μόνο όταν η ταινία προβλήθηκε στις Κάνες. Στη Γερμανία, όταν κάναμε προβολές σε αβάν-πρεμιέρ μου έλεγαν όλοι, μαζί και ο παραγωγός μου, “αυτή είναι πολύ τοπική ταινία, το χιούμορ είναι του Αμβούργου, ακόμη κι ο τρόπος που μιλούν, δεν θα την καταλάβουν αλλού”. Τους έπεισα να κάνουμε προβολή μακριά από το Αμβούργο και η ταινία είχε μεγάλη επιτυχία».
Η άλλη όψη της πόλης
- Το Αμβούργο που παρουσιάζετε φαίνεται πολύ αληθινό…
«Γύρισα την ταινία μου για τη μουσική στην Κωνσταντινούπολη, “Διασχίζοντας τη γέφυρα: οι ήχοι της Κωνσταντινούπολης”. Δεν ζω εκεί, και οι άνθρωποι μου έλεγαν πως τους έδωσα μια εικόνα της πόλης που οι ίδιοι δεν έβλεπαν. Αυτό για μένα ήταν κομπλιμέντο. Στη Γερμανία όμως ζω. Και προσπαθώ να διδάξω στον εαυτό μου να βλέπω την πόλη πάντα με φρέσκο μάτι. Κάποιος μου είπε, αν θέλεις να φτιάξεις μια ταινία για την πόλη πρέπει να τη δείξεις από τις στέγες. Γι’ αυτό έφτιαξα μια σκηνή από τις στέγες, με τους γερανούς, γιατί δείχνουν πως η πόλη αλλάζει. Πως η παλιά πόλη του Αμβούργου καταστρέφεται».
(2)
Ένας Τούρκος σε ελληνική κουζίνα
Δημήτρης Δανίκας
'' ΝΕΑ''
15/9/ 2009
15/9/ 2009
Γεγονός της Μόστρας, ο μικροσκοπικός Φάτιχ Ακίν με το «Soul Κitchen», δηλαδή «Κουζίνα ψυχής». Με ήρωα και πρωταγωνιστή έναν Έλληνα σεφ με το όνομα Ζήνως (Αδάμ Μπουσδούκος)
«Μα τι λες τώρα. Καλύτερός μου φίλος, αδελφός μου σωστός, είναι ο Αδάμ Μπουσδούκος. Μαζί μεγαλώσαμε και στο ίδιο σχολείο πήγαμε στο Αμβούργο από γονείς μετανάστες και εργάτες. Οι μεγάλοι μας τροφοδοτούσαν με μίσος, αλλά εμείς δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Όλα αυτά είναι μαλακίες και γίνονται για να πουλάνε όπλα οι Αμερικανοί. Ελπίζω έπειτα από είκοσι χρόνια Ελλάδα- Τουρκία ένα κράτος, ένας λαός ειρηνικός».
Φάτιχ Ακίν, λοιπόν. Τούρκος, αλλά Γερμανός υπήκοος. Μόλις 35 ετών. Με έξι ταινίες στο ενεργητικό του. Με μια χρυσή Αρκούδα για το «Ηead on» (Μαζί ποτέ) του 2004 και με μια ταινιάρα- «Στην άκρη του ουρανού»- πριν από δύο χρόνια, το γεγονός των Καννών. Και τώρα, το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο φετινό Φεστιβάλ Βενετίας για το «Soul Κitchen» «Αρχικά ήθελα να κάνω ένα Western στην Αμερική. Πριν από δύο χρόνια λοιπόν ταξίδεψα με τον Αδάμ στις ΗΠΑ, αλλά όταν συνειδητοποίησα πως θα χρειαστούμε καμιά εικοσαριά εκατομμύρια δολάρια, γύρισα και του είπα: “Αν ήσουν ο Μπραντ Πιτ ή ο Τζόνι Ντεπ, θα βρίσκαμε λεφτά. Τώρα με το όνομα Αδάμ Μπουσδούκος θα μας δώσουν μόνο ποπ-κορν. Και ούτε”».
Και το Western πώς προέκυψε;
Το στόρι αναφέρεται στη γενοκτονία των Αρμενίων.
Πώς το λες αυτό! Εσύ, ένας Τούρκος.
Μα, έγινε man. Θα το γύριζα με δάνεια από το “Searchers” του Τζον Φορντ. Ένας Αρμένιος πατέρας επί είκοσι χρόνια ψάχνει να βρει τα παιδιά του. Πάει, δεν έγινε. Ο Αδάμ δεν είναι Τζόνι Ντεπ και εγώ δεν είμαι Στίβεν Σπίλμπεργκ.
Ο τύπος δεν παίζεται. Αυθόρμητος, παρορμητικός, φιλικός, ευφάνταστος, δραστήριος. Όσο μπόι του λείπει τόση ενέργεια διαθέτει.
Και η «Κουζίνα»;
Απλό. Ήθελα να ξελασκάρω από τα δράματα. Να λυτρωθώ από τον θάνατο του παραγωγού μου του Αντρέα (πέθανε στη διάρκεια των γυρισμάτων του «Ουρανού»). Να επιστρέψω, να γελάσω. Θέλω ν΄ αποδείξω πως είμαι ικανός να κάνω κωμωδία. Πάντα μαθαίνεις όταν καταπιάνεσαι μ΄ αυτά που δεν ξέρεις. Βαριέμαι να επαναλαμβάνομαι. Έμπνευσή μου η «Σωτηρία», η Greek ταβέρνα του Αδάμ στο Αμβούργο. Κάτι σαν στέκι καλλιτεχνών, ποιητών , ηθοποιών και ωραίων κοριτσιών.
Γερμανίδες;
«Από κάθε γωνιά της Γης. Στην ταινία παίζουν όλες οι φυλές. Η Dorka με αίμα Ουγγαρίας, ο Βόταν καθαρόαιμος τεύτονας, ο Λούκας, Πολωνός, ο Ντεμίρ που παίζει τον Έλληνα με το όνομα Σωκράτης είναι Τούρκος και φυσικά ο Αδάμ, Έλληνας».
Από πού; (ρωτάω τον Αδάμ)
Ο πατέρας μου από Πάτρα, η μάνα μου από Ιωάννινα. Μετανάστες, εργάτες. Τους χρωστάω τα πάντα. Δούλεψαν σκληρά και μεγάλωσαν τρία αγόρια. Η μάνα μου, η Βασιλική, είναι ηρωίδα. Εργάτρια, μητέρα, νοικοκυρά. Ποτέ δεν με καταπίεσαν. Η εργατική τάξη είναι πιο ελεύθερη σε αντίθεση με τους μικρομεσαίους.
Και γιατί Ζήνως;
Φάτιχ Ακίν: Γιατί ο Ζήνως Παναγιωτίδης της «Rosebud» (εταιρεία διανομής καλλιτεχνικών ταινιών) είναι αδερφός .
Προτιμώ την τουρκική κουζίνα. Είναι πιο ελαφριά από την ελληνική.
Εμένα μ΄ αρέσει η κουζίνα της Θεσσαλονίκης. Έφαγα σ΄ ένα μέρος τα καλύτερα πιάτα της ζωής μου.
Από τον ελληνικό κινηματογράφο;
Αγγελόπουλος, «Πολίτικη κουζίνα» και «Αλέξης Ζορμπάς». Αριστούργημα. Βy the way, αν ξέρεις πες μου μια ελληνική ταινία με κακή κόπια να την προτείνω, επειδή είμαι μέλος στο Foundation του Μάρτιν Σκορσέζε για αναπαλαίωση (restoration).
«Αντιπαθώ τους “ισμούς”»
Είσαι αριστερός, κομμουνιστής;
Αντιπαθώ καθετί που τελειώνει σε «ισμός». Μπορεί ουμανισμός.
Πάντως, αρκετές από τις ιδέες των μαρξιστών είναι σωστές και αξεπέραστες.
Τέλεια θεωρία για ατελείς ανθρώπους.
Μπα, μην το λες αυτό. Ο άνθρωπος αλλάζει. Αν λόγου χάριν η κρίση ήταν βαθύτερη, όπως στην Ισλανδία, μπορεί να προκαλούσε ταραχή και οι άνθρωποι να επαναπροσδιόριζαν τις αξίες τους. Ν΄ αρχίζαμε από την αρχή. Πώς γίνεται με τη Μonopoly; Φτάνεις στο τέλος και η κάρτα γράφει: you don΄ t take 5.000 euros. Go to start. Πάρε παράδειγμα το Μανχάταν. Αρκετά golden boys κοιμούνται στα πεζοδρόμια και σιτίζονται με σκουπίδια.
Και η Γερμανία;
Η Γερμανία είναι πλούσια σε εμπειρίες και θεματολογία.
Μετανάστες, φτώχεια. Από την άλλη πλούτος ασύλληπτος.
Ταξικές συγκρούσεις.
Παγκοσμιοποίηση. Όλα μέσα.
Ζούμε σ΄ ένα κυβερνητικό ψέμα. Έχουμε πόλεμο με το Αφγανιστάν, βομβαρδίζουμε γέρους, γυναίκες και παιδιά και η Μέρκελ μας έχει φλομώσει στην προπαγάνδα.
Πως, τάχα μου, οι γερμανικές δυνάμεις έχουν κατηφορίσει προς την Καμπούλ για ανθρωπιστική βοήθεια. Ιt΄ s not a pic nic man.
Είναι σφαγή.