Διπλωματία των εξοπλισμών και αμυντική πολιτική
Στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα, ο Γάλλος πρόεδρος Ολάντ πρότεινε την
αναβίωση της παλαιότερης ειδικής σχέσης μεταξύ Γαλλίας και Ελλάδας και τη
στρατηγική συνεργασία των δύο χωρών σε μια σειρά τομέων κοινού ενδιαφέροντος.
Ασφαλώς η Ελλάδα έχει μόνο να ωφεληθεί από την ενίσχυση της συνεργασίας με μια
σημαντική ευρωπαϊκή δύναμη, ακόμη και αν η Γαλλία δεν έχει το ειδικό βάρος του
παρελθόντος εντός της Ε.Ε. Οπως συμβαίνει, όμως, πάντοτε στη διεθνή πολιτική και
στις διακρατικές σχέσεις, υπάρχει ένα τίμημα ή αντάλλαγμα (quid pro quo). Ακόμη
και όταν η Ελλάδα αντιμετώπιζε το φάσμα της υποχρεωτικής εξόδου από την
Ευρωζώνη, η γαλλική πλευρά συνέχιζε να εκφράζει το έντονο ενδιαφέρον της για
ορισμένα εξοπλιστικά προγράμματα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων (ΕΕΔ). Η επιλογή
οπλικών συστημάτων με κριτήριο και τα οφέλη σε σημαντικά θέματα εξωτερικής
πολιτικής αποτελεί δοκιμασμένη μέθοδο διεθνώς και είναι κάτι που η Ελλάδα έχει
κάνει στο παρελθόν, με αρκετή επιτυχία σε ορισμένες περιπτώσεις. Είναι, βεβαίως,
σαφές, ότι δεν πρέπει να γίνεται εις βάρος της εθνικής άμυνας (με την επιλογή
λιγότερο κατάλληλων οπλικών συστημάτων) και της εθνικής οικονομίας (με την
πληρωμή υπερβολικά υψηλού τιμήματος), ενώ θα πρέπει να είναι ξεκάθαρα και τα
αναμενόμενα διπλωματικά ή άλλα οφέλη.
Η έντονη φημολογία περί εκμίσθωσης 2 φρεγατών τύπου FREMM από τη χώρα μας
εισάγει ένα νέο στοιχείο στη συζήτηση περί μείωσης των αμυντικών δαπανών και των
συνεπειών για την αμυντική πολιτική. Οι γαλλικές φρεγάτες είναι σαφώς
τεχνολογικά προηγμένες (και φέρουν το πυραυλικό σύστημα Scalp Naval). Η δε
διαδικασία της μίσθωσης επιτρέπει τη χρήση ενός μείζονος οπλικού συστήματος σε
μια χρονική στιγμή όπου δεν υπάρχει η δυνατότητα αγοράς (κι ενώ οι φρεγάτες
τύπου Kortenaer έχουν φθάσει στα όρια της επιχειρησιακής τους ζωής). Στα
μειονεκτήματα ή στα υπό διευκρίνιση ζητήματα περιλαμβάνονται το κόστος μίσθωσης,
αλλά και το κόστος συντήρησης (καθώς θα πρέπει να δημιουργηθεί μια νέα γραμμή
υποστήριξης, ενώ τα γαλλικά ανταλλακτικά ήταν πάντοτε ακριβά), αλλά και ο
αριθμός φρεγατών που θα αποκτηθούν, αφού οι συζητούμενες 2 δεν καλύπτουν ούτε
τις ανάγκες (ιδιαίτερα εάν υπάρξει αυξημένη παρουσία στην ανατολική Μεσόγειο)
ούτε προσφέρουν οικονομίες κλίμακας.
Αναφορά έγινε και στην απόκτηση αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας. Εδώ θα
έπρεπε να διερευνηθεί κυρίως η απόκτηση αεροσκαφών τύπου Orion από τις ΗΠΑ, αφού
θα παρέχονταν δωρεάν και γνωρίζουμε τον συγκεκριμένο τύπο αεροσκάφους λόγω
χρήσης του. Πάντως, με αυτόν τον τρόπο (εκσυγχρονισμός οπλικών συστημάτων ή
δωρεάν παραχώρηση, με αυστηρά κριτήρια όσον αφορά τις πραγματικές ανάγκες των
ΕΕΔ) θα καλυφθούν αναγκαστικά –λόγω έλλειψης πόρων– τα όποια κενά υπάρχουν. Θα
πρέπει παράλληλα να εκμεταλλευθούμε και όποιες ευκαιρίες υπάρχουν για
συνεργασίες σε θέματα εκπαίδευσης ή μεταφοράς τεχνογνωσίας με χώρες όπως το
Ισραήλ. Ολα αυτά τα ζητήματα, καθώς και το κλείσιμο στρατοπέδων και μονάδων για
την εξοικονόμηση πόρων με στόχο τη διατήρηση του αξιόμαχου των ΕΕΔ, θα πρέπει να
αντιμετωπιστούν συνολικά στο πλαίσιο μιας επανεξέτασης (review) της αμυντικής
πολιτικής, διαδικασίας που έχει ήδη αργήσει πολύ.
Θάνος Π. Ντόκος
-γενικός διευθυντής ΕΛΙΑΜΕΠ.
Πηγή
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_3_27/02/2013_512544