Η βουβή κραυγή του πόνου

 photo : anyslyenchanter@flickr

Μπήκαμε στο λεωφορείο σχεδόν ταυτόχρονα, απ’ την πίσω πόρτα. Απ’ την πίσω πόρτα μπαίνουν όλοι όταν είναι μόνοι τους. Ήταν μικροκαμωμένος, γύρω στα 30, αν και ποτέ δεν μπορείς μ’ αυτούς να ‘σαι σίγουρος με την ηλικία τους. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του και οι συνεσταλμένες κινήσεις του, μαρτυρούσαν μετανάστη απ’ το Μπανγκλαντές. Οι Άραβες και ειδικά εκείνοι απ’ το Μαρόκο, έχουν έναν άλλον αέρα. Συμπεριφέρονται προκλητικά αγέρωχοι, σαν να βρίσκονται στη χώρα τους και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που πολλές φορές μ’ ενοχλεί ακόμη κι εμένα τον «αντιρατσιστή». Μιλούν μεταξύ τους και στο κινητό φωναχτά, λες και είναι στο σπίτι τους. Αυτοί απ’ το Μπανγκλαντές είναι άλλοι άνθρωποι. Διακριτικοί και ντροπαλοί, μέχρι αυτοαπέχθειας, λες κι έχουν διαβάσει για το πώς έπρεπε να συμπεριφέρονται οι Έλληνες σε δημόσιους χώρους κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας ή λες και τους κάνανε κάποιοι «ελληναράδες» υποχρεωτικά μαθήματα Savoir-vivre δούλων προς τ’ αφεντικά τους. Κάνουν το παν, όχι μόνο να μην προκαλέσουν με γέλια και με ζωηρές συζητήσεις και δείξουν έτσι ότι περνούν καλύτερα απ’ τ’ αφεντικά του τόπου, αλλά φροντίζουν να περνούν εντελώς απαρατήρητοι. Θυμίζουν τον ήρωα του Ντοστογιέφσκι που πήγαινε περίπατο στη λεωφόρο Νέφσκι, εκεί που πήγαινε περίπατο η αφρόκρεμα της Αγίας Πετρούπολης κι απ’ την υπερβολική ντροπή και ταπείνωση «γλιστρούσε σα χέλι ανάμεσα στους περαστικούς, κάνοντας τόπο να περάσουν εκείνοι που ένιωθαν ανώτεροι και καλύτεροι και το ‘δειχναν επιδεικτικά».
Εντελώς αθόρυβα και διακριτικά, δίχως να με κοιτάξει καν στο πρόσωπο, μου έκανε νόημα με το χέρι του να καθίσω, στη μοναδική θέση που ήταν άδεια. Καθότι δεν ήμουν «στρατηγός, ούτε αξιωματικός, ούτε καν ουσάρος», όπως περιέγραφε ο Φιοντόρ στο «υπόγειο» τους περαστικούς διαβάτες του ήρωά του, αρνήθηκα και του είπα να καθίσει εκείνος. Παρά τις εκκλήσεις μου, αρνιόταν επίμονα. Η εικόνα, ήταν μια απ’ αυτές που ισοδυναμούν με χίλιες ανείπωτες λέξεις. Απ’ τη μια έβλεπες τα ειρωνικά βλέμματα των φυλετικά ανώτερων «κυρίων» αυτού του τόπου προς εμένα, που απ’ τις πολλές σφαλιάρες γέρασαν πριν την ώρα τους, γιατί δήθεν πρόσβαλα τον τίτλο του «κυρίου», κι απ’ την άλλη, τα βλοσυρά και γεμάτα κακία και περιφρόνηση βλέμματά τους προς αυτό το δύστυχο πλάσμα, που είχε συνεχώς κατεβασμένο το βλέμμα για να μην προκαλέσει την οργή εκείνων, που αν τυχόν και βρεθούν σε ένα περιβάλλον πλουσίων συμπατριωτών τους «από καλές οικογένειες», νιώθουν το ίδιο αμήχανοι, το ίδιο δουλικοί και πολύ-πολύ μαλάκες. 
Το πώς θα ένιωθε αυτός, είναι κάτι που μόνο αν το βιώσεις ο ίδιος στο πετσί σου μπορείς να το καταλάβεις, αλλά να το περιγράψεις, μπορείς μόνο, αν είσαι ο μέγας Ντοστογιέφσκι: «Τι στιγμές αυτές ένιωθα πόνους*, σαν να μου ξερίζωναν την καρδιά και σαν να μου ‘ριχναν καυτό νερό στην πλάτη, καθώς σκεφτόμουν την ελεεινή κατάσταση, την ταπεινή και άθλια κατάσταση του εαυτού μου, που κυκλοφορούσε ανάμεσα σε ανθρώπους... έβλεπα ότι είμαι ένα κουνούπι, ένα τιποτένιο και άχρηστο κουνούπι που κάνει τόπο σ’ όλους, προσβλημένο κι εξευτελισμένο απ’ όλους...».
Αυτή η βουβή κραυγή του πόνου, είναι η εντελώς αθέατη και θεοσκότεινη πλευρά του ρατσισμού. Αθέατη ακόμα κι απ’ τα περισσότερα θύματά του, που θα μπορούσαν να είναι και μακροχρόνια άνεργοι.

*Σύμφωνα με έρευνα του University of California: «όταν ένα παιδί αποκλείεται από μια παρέα αντιδρά με κλάμα. Ο κοινωνικά αποκλεισμένος ενήλικας αντιδρά με πόνους, με αληθινούς πόνους, που γίνονται αντιληπτοί με τη μορφή ψυχοσωματικών ασθενειών». 

του Αλέξανδρου Πιστοφίδη
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.anagnwstes&id=25940