Gillo Pontecorvo - Movies: ''The Battle of Algiers'',''Kapo''



Gillo Pontecorvo





1.

 Gillo Pontecorvo:''The Battle of Algiers''




 Gillo Pontecorvo:'
'The Battle of Algiers'',''Η Μάχη της Αλγερίας''.
- Ελληνικοί υπότιτλοι

  Παραγωγή:
 Αλγερία - Ιταλία, 1966
 Σκηνοθεσία:
 Τζίλο Ποντεκόρβο
 Πρωταγωνιστούν:
Μπραχίμ Χατζαντί, Τζιν Μάρτν, Γιασέφ Σααντί, Ούγκο Παλέτι
  Θέμα:
Η ιστορική μάχη της πόλης του Αλγερίου το 1957, ανάμεσα στον αποικιοκρατικό γαλλικό στρατό κατοχής και την αλγερινή λαϊκή αντίσταση, συσπειρωμένη γύρω από το Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο (FLN).
- Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία.
- Προτάθηκε για 3 ΟΣΚΑΡ 

 *

Τοποθετημένη στη χρονική περίοδο μεταξύ 1954 και 1957 όπου η γαλλο-αλγερινή ένοπλη αντιπαράθεση αγγίζει την κορύφωσή της, η ανυπέρβλητη αυτή ταινία παρακολουθεί τον ανταρτοπόλεμο που ξεκινά ενάντια στη γαλλική αποικιοκρατία ο αφανής λαός της αραβικής συνοικίας. Εκπληκτικός σκηνοθέτης, ο Ποντεκόρβο πυροβολεί αλύπητα την οθόνη με εικόνες και στιγμές απερίγραπτης δύναμης οι οποίες έχουν την ικανότητα να διαπερνούν και να εγείρουν.
Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας εκτυλίσσεται τις ημέρες της επταήμερης γενικής απεργίας που οργάνωσε το FLN και της προσπάθειας κατάπνιξής της, με τις διώξεις, τις συλλήψεις και τα άγρια βασανιστήρια από τους αλεξιπτωτιστές του συνταγματάρχη Ματιέ. Κυρίαρχο σκηνογραφικό φόντο είναι οι δαιδαλώδεις φτωχογειτονιές της Κάσμπα, της παλιάς ισλαμικής γειτονιάς της πόλης και κάστρου της αλγερινής λαϊκής αντίστασης. Καμιά ταινία δεν σου δίνει τόσο έντονα την ψευδαίσθηση ότι δεν παρακολουθείς απλά μια ιστορική αναπαράσταση, αλλά βιώνεις ο ίδιος τα γεγονότα τη στιγμή που εκτυλίσσονται. Καμιά άλλη δεν κατάφερε να κατανοήσει ποτέ τόσο πολύ σε βάθος τους μηχανισμούς τρομοκρατίας και αντι-τρομοκρατίας που κρύβονται πίσω από έναν αντάρτικο πόλεμο, ανάμεσα σε απλούς ανθρώπους και στρατιωτικές δυνάμεις. Καμιά ταινία, τέλος, δεν επηρέασε περισσότερο την εξέλιξη του πολιτικού φιλμ όσο αυτή.
 Στις 7 Γενάρη του 1957   κηρύχτηκε και επισήμως  η έναρξη των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των γαλλικών ειδικών δυνάμεων στο Αλγέρι κατά των μαχητών του FLN, ένα ιστορικό επεισόδιο που έγινε παγκοσμίως γνωστό ως  «η μάχη του Αλγερίου». Πολλοί είναι ωστόσο οι Αλγερινοί που βάσιμα θεωρούν την ονομασία αυτή ως απόρροια μιας καθαρά γαλλικής οπτικής της Ιστορίας. Καμιά μάχη δεν δόθηκε, αντιγυρίζουν. Επρόκειτο απλά για ένα πογκρόμ, όπου ένα πάνοπλο ειδικό σώμα οκτώ χιλιάδων επίλεκτων  «χωρίς θεό και δίχως νόμο», με πλάτη τους πάνω από διακόσιες χιλιάδες άντρες του γαλλικού στρατού που ήδη στάθμευαν στην Αλγερία μετά την προκήρυξη-κάλεσμα του FLN για ανεξαρτησία την 1η Νοέμβρη 1954, ασέλγησαν επί εννιά μήνες σε βάρος του άοπλου πληθυσμού της κάσμπα, συλλαμβάνοντας, βασανίζοντας και εκτελώντας ανεξέλεγκτα οποιονδήποτε θεωρούσαν ύποπτο συμπαθείας προς τους αντάρτες. Όλα αυτά φυσικά στον όνομα της «καταπολέμησης της τρομοκρατίας». Είχε προηγηθεί σειρά βομβιστικών επιθέσεων του FLN σε στέκια της «καλής» γαλλικής κοινωνίας στο Αλγέρι ως αντίποινα σε προγενέστερο τυφλό βομβιστικό χτύπημα μέσα στην κάσμπα από Γάλλους ακροδεξιούς οπαδούς της «γαλλικής Αλγερίας».
Ηλεκτροσόκ (η περίφημη gegene), κρέμασμα, «μπανιέρα», εκτοξεύσεις από το ελικόπτερο, όλα τα βασανιστήρια επιτρεπτά, με προτίμηση σε όσα δεν άφηναν (εμφανή) ίχνη. Προκειμένου να παραχθεί «πάση θυσία» αποτέλεσμα όπως αξίωνε η εν Παρισίοις «σοσιαλιστική» (κατά τα λοιπά) κυβέρνηση του Γκυ Μολλέ, η γαλλική τέχνη της «εντατικής» ανάκρισης  άφησε εποχή στην Αλγερία. Ήταν τότε όπου ο υπουργός  δικαιοσύνης  Φρανσουά  Μιττεράν  δήλωνε ευθαρσώς  ότι  «η  Αλγερία  είναι  Γαλλία»  και  «μόνη  διαπραγματευτική οδός είναι ο  πόλεμος»
Ταινία πολιτική και επική, απαράμιλλου ρεαλισμού, με δομή που στηρίζεται σε δύο διαφορετικά είδη κινηματογράφου, στο ντοκιμαντέρ και το σινεμά στην κλασική του μορφή. Ταινία–ύμνος στη συλλογική μνήμη του αγώνα για ανεξαρτησία, που ακόμα παραμένει εξαιρετικά δημοφιλής στην Αλγερία. Ταινία που όλοι πρέπει να δουν, κυρίως οι νέοι, οι μελλοντικοί δημιουργοί...

**

Η συναρπαστική αυτή αντιαποικιοκρατική ταινία-επικό φιλμ απαράμιλλου ρεαλισμού-για την αλγερινή επανάσταση, που χρηματοδοτήθηκε και από το νεαρό αλγερινό κράτος, βασίζεται στο βιβλίο του Saadi Yacef «Αναμνηστικά από τη Μάχη του Αλγερίου» έχει κύριο σκηνογραφικό φόντο τις διώξεις, τα βασανιστήρια, τις συλλήψεις στις δαιδαλώδεις φτωχογειτονιές της Κάσμπα, κάστρου του Εθνικοαπελευθερωτικού Μετώπου FLN στην πρωτεύουσα Αλγέρι. 
Ακολουθεί τα χνάρια νεορεαλιστών πρωτοπόρων δημιουργών.Σε αντίθεση όμως με το πνεύμα του νεορεαλισμού το κύριο ιστορικό γεγονός που απεικονίζεται μέσα από σύνθεση ντοκουμενταρίστικων αναπαραστάσεων στους αυθεντικούς τόπους και με μη επαγγελματίες ηθοποιούς, δεν είναι μηδαμινής αλλά ύψιστης σημασίας.
Οι χαρακτήρες παρουσιάζονται σύνθετοι –με τη συμβολή των γυναικών στην υπόθεση της ανεξαρτησίας, ζωτική– ενώ οι σημαντικές λεπτομέρειες αγγίζουν ως και τις μορφές που εμφανίζονται έστω για κάποια δευτερόλεπτα και αποσπούν την προσοχή του θεατή!
Ο ήχος, σε κάθε του μορφή, έχει ρόλο οργανικό.
Ο δεξιοτεχνικός χειρισμός του πλήθους μεταδίδει το πάθος των πραγματικών γεγονότων.
Ο Ποντεκόρβο θέλοντας να προσδώσει στο φιλμ μορφή ντοκιμαντέρ, το γυρίζει ασπρόμαυρο και πειραματίζεται με διάφορες τεχνικές όπως, χρήση «αναπαριστώμενων» ειδήσεων επεξεργασμένες με χονδρό κόκκο: σημείο εκκίνησης για «νεορεαλιστικές» τεχνικές που αφενός χαρίζει στην ταινία μεγάλη αμεσότητα κι αφετέρου υπενθυμίζει συνεχώς ότι πρόκειται για αναπαράσταση και όχι για ντοκιμαντέρ.
Η δύναμη της ταινίας πάνω στο κοινό υπήρξε καθοριστική, τόσο που οι γαλλικές κυβερνήσεις την είχαν απαγορεύσει μέχρι το 1971.
Από τις μεγαλύτερες ταινίες του 20ού αιώνα.

***

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης, στην κριτική του στο Βήμα (15/4/1975), γράφει: 

''Ένας διπλός θρύλος συνοδεύει τούτη την ταινία, γυρισμένη το 1965 στο Αλγέρι την περίοδο που ο Μπουμεντιέν ανέτρεπε τον Μπεν Μπέλα χρησιμοποιώντας, μεταξύ άλλων, τα άρματα και τους στρατιώτες που είχαν παραχωρηθεί στον Ποντεκόρβο για τις ανάγκες του γυρίσματος, έτσι ώστε, για πρώτη φορά ίσως, ο κινηματογράφος να πάρει μέρος στο «φτιάξιμο» της ιστορίας περνώντας από τη φιξιόν κατευθείαν στην πράξη, προκαλώντας μ’ αυτόν τον τρόπο μια πολύ χαρακτηριστική σύγχυση στους κατοίκους που προς στιγμήν μπέρδεψαν το σινεμά με την πραγματικότητα: 

1) Ο Τζίλο Ποντεκόρβο είναι γιος του διάσημου ατομικού επιστήμονα που κατέφυγε στη Σοβιετική Ένωση αμέσως μετά τον πόλεμο, συναποκομίζοντας κάποια μυστικά. Ήταν φυσικό ο θρύλος του πατέρα να συνοδεύει και το γιο, πολύ περισσότερο όταν κι αυτός, όπως ο πατέρας, δεν έκρυβε τη μαρξιστική του τοποθέτηση. Ο Ποντεκόρβο, άνθρωπος κολοσσιαίας κουλτούρας, χρησιμοποιεί τον κινηματογράφο κατά κάποιον τρόπο σαν χόμπι ή μάλλον, όταν νομίζει πως έχει να πει κάτι το πολύ σημαντικό. Όντας μαθητής και φίλος του Γιόρις Ίβενς γύρισε πολλά ντοκιμαντέρ — και μόνον τέσσερις ταινίες μεγάλου μήκους από τις οποίες το Καπό (1960) τον έκανε διεθνώς γνωστό. 

2) Η Μάχη του Αλγερίου απέχει απ’ τα πραγματικά περιστατικά (στα οποία αναφέρεται) ελάχιστα χρόνια, γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στον τόπο όπου αναφέρεται η ιστορία, και χρησιμοποιεί ως κομπάρσους τους ανθρώπους που στον απελευθερωτικό πόλεμο του Αλγερίου ήταν οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της Ιστορίας.
Αυτοί οι δύο παράγοντες (ο ένας υποκειμενικός και ο άλλος αντικειμενικός) σίγουρα έπαιξαν το ρόλο τους στη φήμη της ταινίας.

Όμως, τούτη η φήμη δεν είναι αποκύημα της μυθοποιητικής φαντασίας μόνο: ο Ποντεκόρβο, ένας μανιακός περφεξιονίστας που δουλεύει χρόνια πάνω σ’ ένα σενάριο, είναι ένας δημιουργός με στιλ απολύτως προσωπικό. Αρνούμενος κατηγορηματικά τις ευκολίες του στούντιο, γυρίζει πάντα σε φυσικούς χώρους, στους οποίους, όμως, κάνει τόσες επεμβάσεις ώστε αυτοί να μεταλλάσσουν σ’ ένα πελώριο ντεκόρ. Έτσι, ο Ποντεκόρβο — ντοκιμαντερίστας βρίσκεται πάντα στο οικείο του περιβάλλον ελέγχοντας και την τελευταία του λεπτομέρεια, σαν να επρόκειτο για ένα στημένο ντεκόρ λίγων τετραγωνικών μέτρων.

Απ’ την άποψη της διευθέτησης ταυ φυσικού χώρου, Η μάχη του Αλγερίου είναι ένας σωστός άθλος: η πόλη του Αλγερίου μοιάζει να ‘χει αδειάσει από τους κατοίκους της και να ‘χει ξαναγεμίσει από τους ιδίους, αλλά αυτή τη φορά υπό την ιδιότητα των κομπάρσων που κινούνται στο φυσικό τους χώρο, ο οποίος έπαψε να ‘ναι «φυσικός» καθώς βάφτηκε, ανακαινίστηκε, ξηλώθηκε, γκρεμίστηκε και —προπαντός— φωτίστηκε σαν να ‘ταν μια κολοσσιαία σκηνή θεάτρου.

Μέσα σ’ αυτόν το «ρετουσαρισμένο» πραγματικό χώρο τοποθετείται μια «ρετουσαριομένη» πραγματική ιστορία. Η ιστορία τής Κάσμπα (της παλιάς μουσουλμανικής συνοικίας της πόλης), που υπήρξε (κυριολεκτικά) η ακρόπολη της αλγερίνικης επανάστασης.

Όπως και το ντεκόρ, η ιστορία είναι πραγματική αλλά ανασυνθεμένη απ’ τον γόνιμο σεναρίστα του Ποντεκόρβο, τον Φράνκο Σολίνας, με τρόπο ώστε το «ρετούς» να υπηρετεί τις ανάγκες του Ποντεκόρβο και όχι την αντικειμενικότητα της Ιστορίας — μια αντικειμενικότητα που δε χάνεται, βέβαια, ως αίτημα αλλά και που δεν μπαίνει τροχοπέδη στην άποψη του Ποντεκόρβο γι’ αυτή την Ιστορία, που δεν είναι καθόλου επική.

Εν πάση περιπτώσει, πρόθεση του δεν είναι να κάνει ένα ιστορικό φρέσκο ή ένα έπος σε στιλ Θωρηκτό Ποτέμκιν ή ένα ανασυνθεμένο ντοκιμαντέρ, αλλά να ερμηνεύσει τη διαδικασία της γέννησης ενός ιδιόρρυθμου αντάρτικου, το οποίο ως τρόπος δράσης και ως νοοτροπία βρίσκονταν πάρα πολύ κοντά στις απόψεις του Φραντς Φανόν για το επαναστατικό δυναμικό των λούμπεν. (Άλλωστε, ο Φανόν έγραψε το Της γης οι κολασμένοι με βάση τις εμπειρίες του απ’ την αλγερίνικη επανάσταση, της οποίας υπήρξε ο θεωρητικός.)

Ένα τέτοιο αντάρτικο δε στηρίζεται στη «διαφώτιση» και συνεπώς στη «λογική» ένταξη, αλλά στην ενεργοποίηση των ενστίκτων του μίσους και της επιθετικότητας του καταπιεσμένου που εκρήγνυται κατά κύματα, άτακτα, αλλά με μια δύναμη σαρωτική. Είναι προφανές ότι μια τέτοια νοοτροπία θα ήταν εντελώς ακατάλληλη να υπαγορεύσει ένα επικό στιλ στον τομέα της αισθητικής, πράγμα που το γνώριζε άριστα ο Ποντεκόρβο. Γι’ αυτό, κοίταξε την Ιστορία μέσα απ’ τα μάτια εντελώς εξατομικευμένων ηρώων που μοιάζουν να βγαίνουν απ’ τη μάζα των κομπάρσων, να παίζουν το ρόλο τους και να ξαναχάνονται στην ίδια μάζα. Έτσι, η ατομική περίπτωση (π.χ. του κεντρικού ήρωα Αλή) παραπέμπει αυτόματα στη γενική που τη συμβολοποιεί και τη συγκεκριμενοποιεί.

Αυτή η σχέση του ήρωα με τη μάζα στην οποία οργανικά ανήκει, γίνεται φανερή και κατά την αντίστροφη φορά: οι κομπάρσοι χάνουν την ανωνυμία και το διακοσμητικό τους χαρακτήρα καθώς αποτελούν την «πηγή» από την οποία ξεκινάει και στην οποία καταλήγει ο εξατομικευόμενος ήρωας. Γι’ αυτό ακριβώς ο θεατής έχει την εντύπωση πως τα πλάνα που περιγράφουν τη δράση ενός συγκεκριμένου ήρωα είναι ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΑ μιας μάζας νοούμενης σαν ένα πολυκέφαλο πρόσωπο. Είναι φανερό, λοιπόν, πως οι κομπάρσοι αποτελούν ένα είδος χορού που άλλοτε σχολιάζει και παρακινεί σε δράση και άλλοτε δρα —ανάλογα με τις γρήγορες μεταπτώσεις— απ’ το γενικό στο ειδικό και αντίστροφα.

Τούτες οι μεταπτώσεις, υπαγορευμένες απ’ την «ψυχολογική» ιδιομορφία της αλγερινής επανάστασης, δικαιολογούν τόσο τα απότομα ξεκινήματα και σταματήματα της δράσης όσο και την εκπληκτική τελευταία σκηνή στην οποία περιγράφεται το απροσδόκητο και εντελώς ξαφνικό (φαινομενικά) χύσιμο στους δρόμους ενός πλήθους έτοιμου να σαρώσει τους πάντες και τα πάντα ύστερα από δύο ολόκληρα χρόνια σχεδόν απόλυτης αδράνειας.

Η ταινία του Ποντεκόρβο δεν είναι μόνον η περιγραφή του πρώτου αντάρτικου των πόλεων.

Είναι συγχρόνως και μια σοφή μαρξιστική μελέτη πάνω στο υποκείμενο της Ιστορίας, που είναι ταυτόχρονα και το αντικείμενο της: ο λαός φτιάχνει την Ιστορία για τον εαυτό του και όχι για τους αφεντάδες, τη φτιάχνει μόνος του και όχι διά εντολοδόχων. Βέβαια, έτσι γινόταν πάντα και ο Ποντεκόρβο δεν κομίζει γλαύκα εις Αθήνας. Όμως, γνωρίζετε πολλούς κινηματογραφιστές που κατάφεραν να χρησιμοποιήσουν ταυτόχρονα το υποκείμενο της ιστορίας και ως αντικείμενο της; Ο Ποντεκόρβο δεν απλοποιεί τη διαλεκτική για λόγους σκοπιμότητας και κατανοητότητας. Προτιμάει τη χεγκελιανή φόρμουλα «ταυτότητα της ταυτότητας και τη μη ταυτότητας» παρά την υπεραπλουστευμένη της μορφή «θέση-αντίθεση-σύνθεση» που προκάλεσε τόσες συγχύσεις και τόσες παρανοήσεις με την έννοια της χρονικής διαδοχής που προϋποθέτει. Στο χεγκελιανό σχήμα, κάτι «είναι και ταυτόχρονα παύει να είναι» την ίδια στιγμή, η κατάφαση εμπεριέχει την άρνηση της. Στο εκλαϊκευτικό σχήμα, η άρνηση έπεται χρονικά της κατάφασης και σ’ ένα τρίτο χρονικό στάδιο δημιουργεί μια νέα κατάφαση.

Ο Ποντεκόρβο είναι ένας πολύ μεγάλος διαλεκτικός, και η φήμη του κάθε άλλο παρά μύθος είναι. Ο Γαβράς και οι όμοιοι του, αν τον πρόσεχαν λιγάκι (και αν έπιαναν και κανένα βιβλίο στο χέρι τους), θα ντρέπονταν για ταινίες σαν την Κατάσταση πολιορκίας π.χ., με την οποία ο θεατής, αν βρει κάποιες ομοιότητες, θα πρέπει να τις θεωρήσει εντελώς τυχαίες''. 

1.«Το Βήμα», 15-4-1975.  
2. Βασίλης Ραφαηλίδης – Λεξικό Ταινιών, Β’ Τόμος, εκδ. ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ 

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ: 
http://kinimatografospasamontana.blogspot.gr/2011/03/blog-post_10.html



ΣΧΕΤΙΚΑ























 



2.


Gillo Pontecorvo: ''Kapo'' 

«Το μαύρο τρίγωνο στο χιτώνιο είναι για τους εγκληματίες.
 Οι πολιτικοί κρατούμενοι έχουν κόκκινο. 
Οι εβραίοι έχουν ένα κίτρινο άστρο. 
Τα μαύρα τρίγωνα έχουν την καλύτερη μεταχείριση.
 Είναι η αφρόκρεμα. Ανάμεσά τους διαλέγουν οι SS τους επίλεκτους φρουρούς για τα στρατόπεδα…
Τους αποκαλούν  ''Kapo'' »






Στην υποψήφια για Βραβείο Καλύτερης Ξένης Ταινίας το 1961 και δεύτερη ταινία του Τζίλο Ποντεκόρβο (...)  η Σούζαν Στράσμπεργκ υποδύεται την Εντιθ, μια έφηβη εβραία που θα κάνει τα πάντα για να επιβιώσει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου στέλνεται κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Με τη βοήθεια ενός γιατρού, η Εντιθ «ξαναγεννιέται» ως Νικόλ και δεν είναι πλέον εβραία - τουλάχιστον όχι στα χαρτιά.

Στην αρχή βιώνει αβάστακτη λύπη για τον χαμό των γονιών της, καθώς όμως ο καιρός περνά συνειδητοποιεί πως αυτή η στάση δεν θα τη βοηθήσει να επιβιώσει. Ετσι, εμπλέκεται σε ερωτική σχέση με έναν γερμανό αξιωματικό παρ' όλο που είναι μόλις 14 χρόνων και αρχίζει να αποκτά προνόμια ώσπου στο τέλος αποκτά την ιδιότητα της Καπό, αποκτώντας εξουσία πάνω στις άλλες αιχμάλωτες γυναίκες, ακόμη στο πλευρό του εχθρού, ως μέλος της Καμεραντενπολιτσάι, του σώματος στην ουσία των καταδοτών-εποπτών των υπόλοιπων αιχμαλώτων. Προσδοκά προνόμια και εξουσίες, όπως η απαλλαγή από την καταναγκαστική εργασία και φυσικά η ασυλία και η προστασία από τον ίδιο τον μαρτυρικό θάνατο.

Σε αυτή την ταινία ο Ποντεκόρβο, που πολέμησε στην Ιταλική Αντίσταση ως μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, επιτυγχάνει να παρουσιάσει μια ρεαλιστική εικόνα της πραγματικότητας στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, κάτι που φυσικά καμία ταινία δεν μπορεί πλήρως να αποδώσει χωρίς να αγγίζει τα όρια του μελοδράματος.

Γεννημένος τον Νοέμβριο του 1919 στην Πίζα της Ιταλίας και στους κόλπους μιας ευκατάστατης εβραϊκής οικογένειας (ο πατέρας του Μπρούνο ήταν διάσημος πυρηνικός φυσικός), ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Τζίλο Ποντεκόρβο, παρότι γύρισε λιγότερες από 20 ταινίες, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ιταλούς σκηνοθέτες όλων των εποχών κατέχοντας ξεχωριστή θέση στο παγκόσμιο σκηνοθετικό πάνθεον. Είναι περισσότερο γνωστός για την ταινία «Η μάχη του Αλγερίου» (1966), αν και το «Κapό» θεωρείται το υποτιμημένο αριστούργημά του.


Από την αντίσταση στη σκηνοθεσία
Ο Τζίλο Ποντεκόρβο μετακόμισε στη Γαλλία το 1938 για να ξεφύγει από τους φασιστικούς νόμους της Ιταλίας της εποχής και στο Παρίσι ήρθε σε επαφή με προσωπικότητες όπως ο Σαρτρ και ο Στραβίνσκι. Από εκεί άρχισε να αναπτύσσει τα πολιτικά ιδανικά του με τα οποία εμπλούτισε το έργο του και όταν επέστρεψε στην Ιταλία ηγήθηκε μιας ταξιαρχίας ως μέλος της Αντίστασης κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά το τέλος του πολέμου, σπούδασε χημεία και εργάστηκε ως δημοσιογράφος προτού γίνει τελικά σκηνοθέτης, ξεκινώντας την καριέρα του με ντοκιμαντέρ. Συχνά επέλεγε να συμπεριλάβει ερασιτέχνες ηθοποιούς στις ταινίες του, όποτε κατά περίπτωση κάποιο άτομο είχε κατά τη γνώμη του το «σωστό» πρόσωπο ώστε να αποδώσει καλύτερα τον χαρακτήρα του ρόλου.

O Ποντεκόρβο, που πέθανε το 2006, ξόδευε μήνες - και μερικές φορές χρόνια - προκειμένου να μαζέψει το υλικό των ταινιών του. Δύο χρόνια χρειάστηκε για την προετοιμασία του «Κapό», το οποίο εν τέλει κέρδισε μια υποψηφιότητα για το Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Ωστόσο, η «Μάχη του Αλγερίου» ήταν η ταινία του που κατάφερε να προβληθεί ευρύτατα στις Ηνωμένες Πολιτείες κερδίζοντας υποψηφιότητες στα Οσκαρ δυο διαφορετικών ετών: το 1967 στην κατηγορία της καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας και το 1969 για καλύτερη σκηνοθεσία και καλύτερο σενάριο.

ΑΡΘΡΟ του Γιάννη Ζουμπουλάκη:
''Ολα για την επιβίωση.
Μια συγκλονιστική ματιά στον κόσμο των στρατοπέδων συγκέντρωσης στην ταινία του Τζίλο Ποντεκόρβο «Κapό»'' 

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ:
http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=624081




Σ Χ Ε Τ Ι Κ Α

«Κapό»

Gillo_Pontecorvo - Biografy