Ψήφος εμπιστοσύνης σαν φρένο στην εκλογολογία.
Σκίτσο του Γ.ΚΑΛΑΊ΄ΤΖΗ
Η εκλογολογία που έτεινε να επικρατήσει το τελευταίο δεκαήμερο δεν είχε μόνο αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργία του κυβερνητικού μηχανισμού. Τροφοδοτούσε και το κλίμα ρευστότητας στις Κοινοβουλευτικές Ομάδες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Αντιμέτωποι με τον κίνδυνο ενός πολιτικού «ξεχειλώματος», το οποίο δυνάμει θα μπορούσε να οδηγήσει και σε απώλεια ελέγχου, οι Σαμαράς και Βενιζέλος επιχειρούν με την πρόταση για ψήφο εμπιστοσύνης αφενός να «μαζέψουν» τον χώρο της συμπολίτευσης, αφετέρου να ανακτήσουν την πρωτοβουλία των κινήσεων στο πολιτικό σκηνικό.
Ο ελιγμός είναι γνωστός και πολυχρησιμοποιημένος από κυβερνήσεις που χάνουν έδαφος στο επίπεδο του εκλογικού σώματος. Όταν οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν ότι ο συσχετισμός δυνάμεων στο επίπεδο της κοινωνίας εξελίσσεται σε βάρος της, η εκάστοτε κυβέρνηση προσπαθεί να ενισχύσει πολιτικά τη θέση της, αναβαπτιζόμενη σ’ αυτό που της έχει απομείνει: στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία της.
Δεδομένου ότι η ψήφος για τον προϋπολογισμό είναι από τη φύση της ψήφος εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, η κατάθεση της πρότασης λίγο καιρό πριν έρθει στη Βουλή ο προϋπολογισμός είναι απόδειξη ότι οι Σαμαράς και Βενιζέλος επείγονται. Και επείγονται όχι μόνο λόγω του διάχυτου κλίματος πολιτικής ρευστότητας, αλλά και επειδή –όπως σημειώνει «πράσινος» υπουργός– «όλα δείχνουν ότι η συνοχή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας θα δοκιμασθεί από νομοσχέδια που θα έρθουν το επόμενο διάστημα». Ο ίδιος εκφράζει τον φόβο ότι «στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα, η ψήφος εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση δεν προεξοφλεί και την υπερψήφιση επίμαχων νομοσχεδίων».
Η ψήφος εμπιστοσύνης που αναμένεται να λάβει η κυβέρνηση από τους συμπολιτευόμενους βουλευτές θα είναι μία θεσμική τονωτική ένεση. Δεν πρόκειται, όμως, να αντιστρέψει το κλίμα και ως εκ τούτου να επηρεάσει τις τάσεις στο εκλογικό σώμα. Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται να λύσει το πολιτικό πρόβλημα των κυβερνητικών εταίρων.
Το ενδεχόμενο κάποιοι ανεξάρτητοι βουλευτές να υπερψηφίσουν ή να δηλώνουν «παρών» μπορεί να δώσει την ευκαιρία για δηλώσεις ότι διευρύνεται η κοινοβουλευτική αποδοχή της κυβέρνησης, αλλά το νόμισμα έχει και την άλλη όψη. Όπως είναι γνωστό, το κυρίαρχο πολιτικό ζητούμενο των επόμενων μηνών είναι η συγκέντρωση των 180 βουλευτικών ψήφων, ώστε να παρακαμφθεί το εμπόδιο της εκλογής προέδρου Δημοκρατίας. Εάν, λοιπόν, οι ανεξάρτητοι βουλευτές που θα υπερψηφίσουν ή τέλος πάντων θα δηλώσουν «παρών» είναι σχετικά λίγοι, θα εδραιωθεί η εντύπωση ότι η συγκέντρωση των 180 είναι ανέφικτη και ως εκ τούτου οι πρόωρες εκλογές δεν αποφεύγονται.
Αυτή η εντύπωση με τη σειρά της θα έχει πολιτικές συνέπειες:
Πρώτον, θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για όσους ανεξάρτητους βουλευτές αμφιταλαντεύονται όσον αφορά τη στάση τους στην εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας. Κατά συνέπεια, θα δυσχεράνει παρά θα διευκολύνει τη συγκέντρωση των 180.
Δεύτερον, θα ξαναφουντώσει την εκλογολογία με ό,τι αυτό συνεπάγεται όχι μόνο για το πολιτικό κλίμα, αλλά και για τις τάσεις αυτονόμησης στους κόλπους της συμπολίτευσης. Όλα δείχνουν ότι κανείς βουλευτής του ΠΑΣΟΚ και πολύ περισσότερο της ΝΔ δεν είναι διατεθειμένος να ρίξει την κυβέρνηση. Αυτό δεν συνεπάγεται, όμως, ότι είναι από τώρα δεδομένο πως τα επίμαχα νομοσχέδια θα υπερψηφισθούν χωρίς την παραμικρή απώλεια.
Είναι προφανές ότι κεντρική επιδίωξη της κυβέρνησης είναι να σταθεροποιήσει όχι μόνο την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της, αλλά και ευρύτερα το πολιτικό περιβάλλον μέχρι την έναρξη της διαδικασίας εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας. Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, όμως, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα το επιτύχει, παρότι θεωρείται δεδομένο πως θα αποσπάσει χωρίς δυσκολία την ψήφο εμπιστοσύνης. Με άλλα λόγια, ο κυβερνητικός ελιγμός είναι τακτικού χαρακτήρα και μικρής πολιτικής εμβέλειας. Πιθανότατα, μάλιστα, να δημιουργήσει στην κυβέρνηση περισσότερα προβλήματα από όσα θα λύσει.
Μετά από μία μακρά περίοδο ασταθούς ισορροπίας μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, η εκλογική ζυγαριά γέρνει ολοένα και περισσότερο υπέρ του δεύτερου, παρότι το κόμμα του Τσίπρα συνεχίζει να μην πείθει ως εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της διακυβέρνησης. Αυτό που ολοένα και κυριαρχεί στο εκλογικό σώμα, όμως, είναι η διάθεσή τους να τερματίσουν τις ασκούμενες σήμερα πολιτικές κι όχι η σύγκριση με το πιθανολογούμενο αύριο. Με άλλα λόγια, ο εκλογικός συσχετισμός δυνάμεων διαμορφώνεται κυρίως με βάση την αρνητική ψήφο.
Ο Σαμαράς συνειδητοποιεί ότι μόνο εάν πείσει πως η Ελλάδα γυρίζει σελίδα θα έχει ελπίδες να επηρεάσει το κλίμα στην κοινωνία και ως εκ τούτου να ανασχέσει την καταγραφόμενη στις τελευταίες δημοσκοπήσεις εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως σημειώνει «γαλάζιος» κυβερνητικός παράγοντας, «για να γίνει αυτό δεν φθάνουν κάποιες φοροελαφρύνσεις. Πρέπει η χώρα να εξέλθει του Μνημονίου, ενώ καθοριστικά θα μέτραγε εάν η Ευρωζώνη λάμβανε απόφαση για τη δρομολόγηση της αναδιάρθρωσης του χρέους».
Ο συνομιλητής μας ομολογεί ότι η πρόσφατη επίσκεψη του πρωθυπουργού στο Βερολίνο είχε σκοπό ακριβώς να εξασφαλίσει το πράσινο φως της Μέρκελ για να ανοίξει ο δρόμος προς αυτή την κατεύθυνση. Ο Γερμανίδα καγκελάριος θα ήθελε να βοηθήσει πολιτικά τον Σαμαρά, αλλά διστάζει να κάνει ένα τέτοιο βήμα. Φοβάται ότι θα δημιουργηθεί αρνητικό προηγούμενο, το οποίο θα λειτουργήσει σαν ντόμινο στον ευρωπαϊκό Νότο και τελικώς θα ρηγματώσει το δόγμα της δημοσιονομικής πειθαρχίας που επιβάλει το Βερολίνο στην Ευρωζώνη.
Η επιφυλακτική στάση της Μέρκελ δεν δικαίωσε τις ελπίδες του Σαμαρά, γεγονός που παρατείνει το κλίμα ασάφειας. Προφανώς, είναι δικαίωμα της Αθήνας να εγκαταλείψει όποτε η ίδια επιθυμεί το πρόγραμμα με το ΔΝΤ και να μην προχωρήσει στην αποδοχή νέου Μνημονίου. Για να συμβεί αυτό, όμως, η Ελλάδα πρέπει να μπορεί να δανεισθεί από τις αγορές με λογικό επιτόκιο. Ο προ μηνών δανεισμός της ήταν περισσότερο δοκιμαστικού χαρακτήρα και είχε επιτυχία, επειδή πραγματοποιήθηκε κάτω από την άτυπη ομπρέλα της Ευρωζώνης.
Αρμόδιος οικονομικός παράγοντας επισημαίνει ότι η πρόσφατη άνοδος του επιτοκίου των ελληνικών ομολόγων σε απαγορευτικά επίπεδα είναι εκ των πραγμάτων μία αντίδραση-προειδοποίηση των αγορών προς την Αθήνα να μην επιχειρήσει δανεισμό από τις αγορές, χωρίς τις ευλογίες του ευρωιερατείου. Προφανώς, σημαντικό ρόλο θα παίξουν τα αποτελέσματα των stress tests των ελληνικών τραπεζών, αλλά είναι κοινό μυστικό ότι η απόφαση για την έξοδο της Ελλάδας από το Μνημόνιο θα είναι πρωτίστως πολιτική και δευτερευόντως οικονομική.
Καλά πληροφορημένες πηγές αναφέρουν ότι η στάση της Τρόικας στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις επιβεβαιώνει την εντύπωση ότι το ευρωιερατείο συζητάει, αλλά δεν ανάβει –τουλάχιστον προς το παρόν– το πράσινο φως για να δρομολογηθούν όλα όσα ζητούν οι Σαμαράς και Βενιζέλος. Το επιχείρημά τους ότι μόνο εάν έχουν κάτι εντυπωσιακό να πουλήσουν πολιτικά στην ελληνική κοινή γνώμη θα αποτρέψουν τις πρόωρες εκλογές δεν φαίνεται να συγκινεί τα αφεντικά της Ευρωζώνης.
Σύμφωνα με πληροφορίες από τις Βρυξέλλες, το ευρωιερατείο θέτει ως προϋπόθεση για τη δρομολόγηση της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους το ξεκαθάρισμα του πολιτικού τοπίου. Αντιθέτως, οι Σαμαράς και Βενιζέλος θεωρούν πως μόνο εάν έχουν στα χέρια τους μία τέτοια απόφαση μπορούν να αποτρέψουν τις πρόωρες εκλογές.
Οι ίδιες πηγές διευκρινίζουν ότι τα αφεντικά της Ευρωζώνης προτιμούν, βεβαίως, την τωρινή κυβέρνηση, αλλά θεωρούν ότι δεν έχει πολλές πιθανότητες να μακροημερεύσει. Ως εκ τούτου, δεν είναι διατεθειμένα να λάβουν αποφάσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους, οι οποίες ή θα αμφισβητηθούν από μία μελλοντική κυβέρνηση Τσίπρα ή θα της δώσουν διαπραγματευτικά όπλα. Κατά πάσα πιθανότητα θα αναμένουν να ξεκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο, το οποίο θολώνει λόγω και της δικής τους στάσης. Σ’ αυτές τις συνθήκες, η παροχή ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση δεν θα είναι τίποτα περισσότερο από πρόσκαιρο παυσίπονο.
ΣΤΣΥΡΟΣ ΛΥΓΕΡΟΣ
“Πρώτο Θέμα”
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΣΤΟΤΟΠΟ:
9-10-2014
ΣΧΕΤΙΚΑ
Μηνιαία δημοσκόπηση της Palmos Analysis
για το tvxs.gr
Mε ποσοστό 29,8% προηγείται ο ΣΥΡΙΖΑ στην πρόθεση ψήφου. Στη δεύτερη θέση η ΝΔ με 20,4%. Οι αναποφάσιστοι έρχονται... τρίτη δύναμη με ποσοστό 8,8% ενώ το 6,9% των πολιτών επιλέγουν «άλλο κόμμα». Στο 5% βρίσκεται πλέον η Χρυσή Αυγή με το Ποτάμι να την ξεπερνά με ποσοστό 5,7%. Ακολουθούν το ΠΑΣΟΚ με 4,7%, το ΚΚΕ με 3,8% ενώ οι ΑΝΕΛ παίρνουν ποσοστό 2,3%. Στο 1,7% βρίσκεται το ΛΑΟΣ ενώ η ΔΗΜΑΡ παίρνει μόλις 0,4%. Λευκό ή άκυρο ρίχνει το 3,1% των ερωτηθέντων, το 4,2% δηλώνουν αποφασισμένοι ότι δεν θα ψηφίσουν ενώ το 3% λένε «Δεν ξέρω/δεν απαντώ».
ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ:
9-10-2014