Χρηματιστήριο της Κίνας: Το τέλος ενός μύθου






 Για κάθε μαθητή των γεω-οικονομικών, οι τρέχουσες αναταράξεις της κινεζικής και των παγκόσμιων αγορών, είναι συναρπαστικές. Το χρηματιστήριο της Σαγκάης είναι ευμετάβλητο: πριν από δύο χρόνια ήταν για τα καλά σε πτωτική τροχιά όταν η κινεζική οικονομία φαινόταν να ανθεί, ενώ τον περασμένο χρόνο έχει ανοδική πορεία καθώς η οικονομία της Κίνας επιβραδύνεται. Έχει κακή φήμη για το insider trading  , και είναι πολύ λίγο -αν είναι καθόλου- συνδεδεμένο με τις διεθνείς αγορές (η γέφυρα με το χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ είναι μια πρόσφατη εξέλιξη). Όλοι οι έμπειροι παρατηρητές γνωρίζουν ότι αυτό που είναι απαραίτητο (αν θέλει κανείς να επενδύσει) στην Κίνα, είναι να μπαίνεις στην αγορά πριν από τους άλλους, κάτι που συχνά απαιτεί διασυνδέσεις, και να βγει πριν από τους άλλους, που διεθνώς είναι το κύριο προσόν των hedge funds. Η αγορά είναι ένας μύθος που παραμυθιάζει τους πρόσκαιρους μετόχους, όχι τους επενδυτές αξίας. Οι όγκοι διαπραγμάτευσης ήταν υπερβολικά υψηλοί, αν και στο 60% του ΑΕΠ, η συνολική κεφαλαιοποίηση της κινεζικής αγοράς δεν έχει φτάσει το 160% του ΑΕΠ, που πέτυχε στις αρχές του 2008.

Με άλλα λόγια, το χρηματιστήριο της Σαγκάης είναι ένα ατύχημα που περιμένουμε να συμβεί. Επιπλέον, η πρώτη του πτώση στις 15 Ιουνίου προκλήθηκε κατά κύριο λόγο από έναν εντελώς εξωγενή παράγοντα: την αντίληψη των Κινέζων επενδυτών και των κερδοσκόπων ότι η επικείμενη χρεοκοπία της Ελλάδας επρόκειτο να δημιουργήσει μια μεγάλη ευρωπαϊκή κρίση και ως εκ τούτου μια πτώση της ζήτησης για τις εξαγωγές της Κίνας. Οι Κινέζοι επενδυτές ανησυχούσαν επίσης ότι η αμερικανική ανάπτυξη ήταν πιθανό να επιβραδυνθεί με την προοπτική μιας επικείμενης αύξησης των επιτοκίων από την Fed. Οι σχολιαστές συχνά παραβλέπουν τον βαθμό στον οποίο οι Κινέζοι αγοραστές μετοχών επηρεάζονται από την αντίληψή τους για την διεθνή οικονομία, και συχνά τρέφονται από τις πολύ αισιόδοξες εκτιμήσεις των μέσων ενημέρωσής τους.

Αυτό που ακολούθησε, έδειξε τόσο την δύναμη του κινεζικού κράτους όσο και την αυξανόμενη απουσία εμπιστοσύνης στις οικονομικές του τακτικές. Το όχι-και-τόσο-καλά κρυμμένο χέρι της κυβέρνησης, έδωσε ώθηση στην αγορά και την σταθεροποίησε, μια εξέλιξη που ξεκίνησε όσο ο πιο φίλα προσκείμενος στην αγορά πρωθυπουργός Li Keqiang, ήταν σε ταξίδι στο εξωτερικό. Αυτό από μόνο του δεν ήταν ασυνήθιστο: η κινεζική μακροοικονομική πολιτική έχει για πολλά χρόνια επιδείξει μια τάση να αλλάζει από τη μία πλευρά στην άλλη, π.χ. εναλλασσόμενη μεταξύ του γκαζιού και του φρένου, προσπαθώντας να περιορίσει τις φούσκες, και στη συνέχεια να προλάβει την οικονομική επιβράδυνση που προκύπτει. Τα προηγούμενα χρόνια ωστόσο, η κυβέρνηση είχε κατά κύριο λόγο αφήσει το χρηματιστήριο να διαγράψει την πορεία του -παρά τις μυριάδες προκαθορισμένες λειτουργίες που λαμβάνουν χώρα κάθε ημέρα. Αντιθέτως, είχε λιγο-πολύ εγγυηθεί την συναλλαγματική ισοτιμία για το γουάν. Στην πραγματικότητα, τους τελευταίους μήνες, η εξάρτηση του νομίσματος από το δολάριο είχε αρχίσει να κοστίζει κάποιο σχετικά μεγάλο ποσό από τα κεντρικά συναλλαγματικά αποθεματικά.

Όλα άλλαξαν τον Ιούνιο και τον Ιούλιο. Από την μία πλευρά, παρεμβαίνοντας ορατά και μαζικά στην χρηματιστηριακή αγορά, η κυβέρνηση συγκράτησε την πτώση, αλλά με κόστος (κυρίως) το πάγωμα της αγοράς. Με αυτόν τον τρόπο, άθελά της έπεισε τους παράγοντες της αγοράς ότι υπήρχε ένα τεράστιο πρόβλημα. Από εκείνη την στιγμή και μετά, οι ιδιώτες επενδυτές έχουν σε μεγάλο βαθμό εγκαταλείψει την αγορά στα χέρια της κυβέρνησης. Αντιθέτως, με το νόμισμα, η κεντρική τράπεζα ανακοίνωσε στις αρχές Ιουλίου τι ισοδυναμεί με αλλαγή καθεστώτος, από την βεβαιότητα της εξάρτησης με το δολάριο, στην αβεβαιότητα κάποιων παιχνιδιών της αγοράς. Το γεγονός ότι η νέα πολιτική ξεκίνησε και εκδόθηκε από την κεντρική τράπεζα, ένα κάπως ρεφορμιστικό θεσμικό όργανο που δεν έχει πάντα την πλήρη κυβερνητική στήριξη, ήταν σημαντικό, καθώς η αξιοπιστία είναι το όνομα του παιχνιδιού για τις αγορές. Οι επενδυτές κατά κύριο λόγο είδαν την κίνηση ώς μια κρυφή υποτίμηση για λόγους ανταγωνιστικότητας -και αποφάσισαν να αμβλύνουν την κίνηση.

Αυτό που ακολούθησε ήταν μια επικοινωνιακή καταστροφή που προκλήθηκε από ασαφή κυβερνητική πολιτική, ενώ απουσίαζε κάθε έννοια κατεύθυνσης. Η κεντρική τράπεζα υποχρεώθηκε να μασήσει τα λόγια της, αγοράζοντας γουάν κάθε μέρα πριν από το κλείσιμο της αγοράς για να σταθεροποιεί τη συναλλαγματική ισοτιμία για την επόμενη ημέρα. Στο χρηματιστήριο, τα κρατικά ταμεία έγιναν ο κυρίαρχος παράγοντας, με τους ιδιώτες επενδυτές να αποσύρονται στο παρασκήνιο -ή να περιμένουν μια ευκαιρία να πουλήσουν.

Αυτό συνέβη καθώς η Κίνα αισθανόταν άλλες δονήσεις. Ορισμένες από αυτές ήταν πολιτικές: μια βαθιά και διευρυμένη εκστρατεία κατά της διαφθοράς, επηρεάζει όλο και περισσότερους βασικούς κατόχους εξουσίας και των συνεργατών τους, στον στρατό, στην ασφάλεια και στον πετρελαϊκό κλάδο και από επαρχίες τόσο διαφορετικές όπως οι Shanxi, Guizhou ή Hebei. Προφανώς, κανένας εκτός των στενών συνεργατών του προέδρου Xi δεν είναι ασφαλής και οι συγγενείς προηγουμένων ηγετών που είχαν επίσης μεγάλη εξουσία, βρίσκονται επίσης στο στόχαστρο: τα παιδιά του Jiang Zemin ή του Li Peng για παράδειγμα. Εκτός από αυτό, το ατύχημα στην Tianjin, που συμβολίζει τη διάχυτη διαφθορά στην καρδιά του βιομηχανικού συγκροτήματος της Κίνας, δημιουργεί μια νέα διάσταση αβεβαιότητας. Εάν οι αρχές της Tianjin μπορούν να κατηγορηθούν για την καταστροφή, καμία τοπική κυβέρνηση δεν είναι ασφαλής, καθώς όλες λίγο-πολύ ακολουθούν το ίδιο μοτίβο.

Αν αυτή ήταν η Κίνα του Deng Xiaoping, ή του Zhao Ziyang ή ακόμη και του Zhu Rongji, θα υπήρχε ένας πολιτικός τρόπος εξόδου από το τέλμα: αποφορτίζοντας την κρίση με την ανακοίνωση μιας νέας πρωτοβουλίας μεταρρύθμισης. Αλλά ο Xi Jinping έχει μέχρι προσφάτως καθιερώσει τον εαυτό του ότι προάγει μια τεχνοκρατική και μη πολιτική μορφή μεταρρύθμισης, και απέφευγε όλες τις πολιτικές ρητορείες που συνδέονται με μια οικονομία της αγοράς, με την απελευθέρωση της αγοράς και, κυρίως, ελεύθερα και ανεξάρτητα θεσμικά όργανα. Η διάχυτη προσωπική του εξουσία έχει επιτευχθεί με κόστος την εστίαση στο μεγαλείο της Κίνας έναντι της μεταρρύθμισής του.

Σαφώς, υπήρξε ένας δισταγμός ή μια συζήτηση στην κορυφή. Μετά από μια κίνηση για την απελευθέρωση της αγοράς συναλλάγματος, η κεντρική τράπεζα επανήλθε για την τόνωση του γουάν -στη συνέχεια διαβεβαίωσε τον καθένα ότι θα επαναλάβει την κίνηση σε μια ευέλικτη ισοτιμία για το νόμισμα: ωστόσο, αυτό δεν έχει ακόμη συμβεί. Αντιθέτως, οι αρχές έχουν κατά κύριο λόγο σταματήσει να παρεμβαίνουν στο χρηματιστήριο της Σαγκάης- στην πραγματικότητα, αφήνοντάς το ξανά να υποχωρεί ελεύθερα. Η κίνηση από μόνη της ήταν αβέβαιη, από τη στιγμή που το επίσημο πρακτορείο ειδήσεων της Κίνας ανακοίνωσε το Σαββατοκύριακο ότι ένας ένος κυβερνητικός παράγοντας θα επιτρεπόταν να παρέμβει και να αγοράσει μετοχές: αυτό ερμηνεύτηκε ευρέως ως ένα σημάδι για μια νέα παρέμβαση, αλλά δεν συνέβη καμία. Τα μεγάλα νέα της 23ης Αυγούστου, είναι ότι η κυβέρνηση της Κίνας σταμάτησε τις παρεμβάσεις στο χρηματιστήριο, μεταβαίνοντας σε μια φιλο-αγοραία πολιτική, όπως είχε την πρόθεση για το συναλλαγματικό καθεστώς.

Όλα αυτά, μαζί με ορισμένες επίσημες πηγές των μέσων ενημέρωσης που καταγγέλλουν προηγούμενους ηγέτες και "τίγρεις” για την παρεμβολή τους στην πολιτική ή μιλάνε για την ισχυρή αντίσταση που διεξάγεται από ομάδες συμφερόντων κατά της μεταρρύθμισης -δείχνει έναν αγώνα εξουσίας. Δεδομένου του εντυπωσιακού ιστορικού επιδόσεων του Xi Jinping τα τελευταία δύο χρόνια, φαίνεται πιο πιθανό ότι θα το κερδίσει. Όπως και με άλλες εξελίξεις στα τελευταία δύο χρόνια -η ταχεία ανάπτυξη της ιδιωτικής οικονομίας και των υπηρεσιών, των πωλήσεων λιανικής μέσω διαδικτύου και του web banking- ίσως να ποντάρει περισσότερα από ό,τι πίστευε προηγουμένως για τους οικονομικούς μεταρρυθμιστές, εκ των οποίων ο πρωθυπουργός Li Keqiang παραμένει ο πιο σημαντικός. Η πάλη εναντίον των παγιωμένων αντιπάλων και των διεφθαρμένων συμφερόντων, μπορεί στην πραγματικότητα να τον οδηγήσει να κινηθεί περαιτέρω προς αυτή την κατεύθυνση.

Αλλά το στυλ επικοινωνίας του Xi Jinping, έρχεται σε αντίθεση με τον στόχο της μεταρρύθμισης. Δεν μπορεί να αναζωπυρώσει την μεσσιανική ελπίδα μιας στροφής σε οικονομία αγοράς που χαρακτήριζε προηγούμενες εποχές. Επιπλέον, πολλοί Κινέζοι επενδυτές δεν είναι πλέον αθώοι παίκτες της αγοράς. Έχουν αποκτήσει ισχυρά συμφέροντα, τα οποία είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους, στην λάθος πλευρά της οικονομίας -πάνω από όλα, υψηλές συμμετοχές σε real estate. Η μάχη εναντίον της διαφθοράς αυξάνει μια αίσθηση ανασφάλειας που τροφοδοτείται από την οικονομία επιβράδυνση, με δυσμενείς διεθνείς ειδήσεις και από μια νέα αβεβαιότητα για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Εκείνοι που επηρεάζονται, στοχεύουν για τις καταπακτές διαφυγής που μπορούν να βρουν: εντυπωσιακά, η σύνδεση Χονγκ Κονγκ-Σαγκάης έχει χρησιμοποιηθεί προσφάτως ως διέξοδος.

Είναι αυτό το σημείο που η ψυχολογία υπερισχύει της ορθολογικής ανάλυσης. Η Κίνα εξακολουθεί να ανθεί -όπως αποδεικνύεται από μια αύξηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών κατά 10,4% σε ετήσια βάση (ή, μια αύξηση κατ΄48% των Κινέζων τουριστών στη Γαλλία στο α΄ μισό του 2015!). Το εξωτερικό εμπορικό πλεόνασμα είναι μεγαλύτερο από ποτέ, διότι η Κίνα ξαφνικά αγοράζει ενέργεια και πρώτες ύλες από τα φθηνά: είναι οι ξένοι παραγωγοί (όπως η Gazprom) οι οποίοι αισθάνονται τον πόνο. Μια κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Κίνας είναι business as usual. Μια αλλαγή του συναλλαγματικού καθεστώτος θα πρέπει να είναι καλές ειδήσεις για όσους πιστεύουν στο τωρινό καθεστώς του γουάν ως ένα διεθνές αποθεματικό νόμισμα. Συνολικά, κάποια επιβράδυνση στην ανάπτυξη είναι αναπόφευκτη για μια οικονομία που υφίσταται διαρθρωτική αλλαγή. Και αυτή η διαρθρωτική αλλαγή -από τις υπερβολικές επενδύσεις στην κατανάλωση, από τις υποδομές στην υψηλής τεχνολογίας ή στην εικονική οικονομία, από το εμπόριο στις υπηρεσίες, και μακριά από ένα μοντέλο που αιμορραγεί τον κόσμο από τους φυσικούς πόρους- είναι ό,τι είχε ζητήσει στο παρελθόν κάθε οικονομολόγος με μεταρρυθμιστική σκέψη.

Ωστόσο κανένας, εκτός από ορισμένους οικονομολόγους εκτός αγοράς, δεν φαίνεται να βλέπει τα πράγματα κατά αυτόν τον τρόπο. Αφού πίστεψαν στον μύθο του win-win, οι οικονομολόγοι της αγοράς και παράγοντες φαίνεται να μαγεύονται από ένα όραμα lose-lose. Και αυτό με την σειρά του ενισχύσει τις αρνητικές κρίσεις να γίνουν αισθητές από την συνολική επιβράδυνση της Κίνας. Η πτώση που παρατηρείται στα χρηματιστήρια που είναι σε μεγάλο βαθμό μη συνδεδεμένα με την Κίνα, μαρτυρούν μια μεγαλύτερη αλήθεια: ότι η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε λεπτό πάγο εδώ και κάποιο διάστημα, και διατηρείται από τα μηδενικά επιτόκια και την ποσοτική χαλάρωση. Η γαλλική κεφαλαιαγορά -σε μια οικονομία όπου μόνο το 3,5% των εξαγωγών έχει προορισμό την Κίνα- είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Η Κίνα ήταν ένας θετικός μύθος, με τον ίδιο τρόπο που τα πολυτελή αγαθά εξάγονται σε πλούσιους ενεργειακούς παραγωγούς. Η κατάρρευση των τιμών της ενέργειας και των πρώτων υλών θα πρέπει να είναι εξαιρετικά καλή είδηση για τις ώριμες αγορές που δεν είναι ευλογημένες με τέτοιους φυσικούς πόρους. Στην πραγματικότητα, δεν βγαίνει νόημα: μεγάλοι ενεργειακοί φόροι έχουν ουσιαστικά περιορίσει την επίδραση των αλλαγών στις τιμές (μια πτώση της τιμής του πετρελαίου από τα 150 στα 40 δολάρια το βαρέλι, μεταφράζεται σε 10% discount στην αντλία!). Το δημόσιο χρέος μετατρέπει τον αποπληθωρισμό σε κακή είδηση, διότι αυξάνει την σχετική στάθμιση αυτού του χρέους. Στην πραγματικότητα, τεράστιες ανάγκες χρηματοδότησης του δημοσίου αποτρέπουν την εφαρμογή μιας κεϋνσιανής πολιτικής δαπανών, ενώ η ποσοτική χαλάρωση ουσιαστικά επιτρέπει στις κυβερνήσεις να συνεχίσουν τις κοινωνικές επιδοτήσεις που έχουν λειτουργήσει ως αμορτισέρ, απορροφώντας την ύφεση, αλλά δεν μπορούν να δημιουργήσουν μια ανάκαμψη.

Δεν είναι η κατάσταση της οικονομίας της Κίνας που δημιουργεί αυτό το παγκόσμιο κύμα απαισιοδοξίας της αγοράς. Είναι η εξαφάνιση του θετικού μύθου της Κίνας, που λειτούργησε ως υποκατάστατο για όλες τις αναδυόμενες οικονομίες και λειτούργησε για να ισορροπήσει την απαισιοδοξία που σχετίζεται με την γήρανση των κοινωνιών που ευημερούν. Το περασμένο έτος, μεγάλα ποσά κεφαλαίου από τις αναδυόμενες και πετρελαϊκές οικονομίες, πολλά περισσότερα από ό,τι από την Κίνα, έχουν εισρεύσει στις αναπτυγμένες οικονομίες και δημιούργησαν εκ νέου τις φούσκες στο real estate και στα χρηματιστήρια. Αυτή η εισροή θα εξαντληθεί καθώς αυτές οι αναδυόμενες οικονομίες εξαντλούνται. Η Κίνα μπορεί στην πραγματικότητα να αποδειχθεί ότι έχει περισσότερη επινοητικότητα και αίσθηση του σκοπού από ό,τι οι αναπτυγμένες οικονομίες, εκτός των ΗΠΑ, στο να μετακινούνται προς μία οικονομία υπηρεσιών και υψηλής τεχνολογίας. Πρέπει να σηματοδοτήσει αυτή την μετάβαση περισσότερο καθαρά από ό,τι έχει γίνει μέχρι στιγμής. Η Ευρώπη αντιμετωπίζει τους δικούς της δαίμονες: από τη μία πλευρά, μη βιώσιμες δημόσιες και κοινωνικές δαπάνες για πολλές οικονομίες. Από την άλλη, μια πλήρης ανικανότητα να μετατρέψει ένα θετικό εξωτερικό ισοζύγιο (τώρα που τα εμπορεύματα υποχωρούν και οι αναδυόμενοι παραγωγοί μάχονται για να διατηρήσουν το μερίδιο της αγοράς) σε μια φιλοαναπτυξιακή πολιτική εντός της Ευρώπης. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με την Κίνα, η οποία έχει λειτουργήσει ως ένας θετικός μύθος εδώ και αρκετό καιρό και είναι τώρα ένα υποκατάστατο για την δική μας ανικανότητα ακόμη και να εκπονήσουμε μια αναπτυξιακή πολιτική σε ηπειρωτικό επίπεδο.

François Godement

26-8-2015

ΠΗΓΗ:
http://www.capital.gr/ecfr-eu/3056138/xrimatistirio-tis-kinas-to-telos-enos-muthou

Μπορείτε να δείτε το αγγλικό κείμενο εδώ: http://www.ecfr.eu/article/commentary_chinas_stock_market_crash_the_end_of_a_myth_4005