Σκηνάριο


Ορθή επανάληψη της πραγματικότητας

Οι αντίπαλοί του μοιάζουν να τρελαίνονται για ραδιουργίες και συμβολικές χρονολογίες.

Σε τρεις μέρες θα γιορτάσει  τον ένα χρόνο από την ανάρρησή του. Σκόπευε να βρεθεί ,ήρεμος και γαλήνιος, σε μια ευπρεπή τελετή, που δεν θα προκαλούσε τους εχθρούς και θα έδινε θάρρος στους οπαδούς του.

Την ομιλία που ετοίμασε ο επιφανέστερος γραφιάς του Δήμου των Πρασίνων, τώρα στην υπηρεσία του, την είχε εγκρίνει και ήταν η αρμόζουσα.

Την ώρα που οι Λατίνοι τέντωναν τις βαλλίστρες έξω από τα τείχη και έταζαν στους χωρίτες την Άρτα και τα Γιάννενα, θα ήταν παράλογο να υποσχεθεί πάλι παραδείσους και να επιμείνει στην απελευθέρωση των ηθών και στις σεισάχθειες.

Εκπλήξεις μπορεί να υποσχεθεί, που ο ίδιος και οι συναυτώ γνωρίζουν πως θα είναι άκρως δυσάρεστες, αλλά ποντάρει πως οι λαοί την έκπληξη που τους τάζεις ,σπανίως την θεωρούν προάγγελο κακών,και τους γεννά ελπίδες.

Τη χρονιά ,την ξόδεψε ματαίως. Εμπιστεύτηκε τον άνθρωπο χωρις σπίνα, έναν ρήτορα φημισμένο, που υποστήριζε ότι η Ρωμαΐδα είχε σωσμό ακόμη και στο παρά πέντε.

Αυτόν έστελνε στις συναντήσεις με τους Λατίνους και τον Δάνδολο, που κυβερνούσε αυτοκρατορίες με τα καράβια του και τα πέρπερα που δάνειζε σε θεοβρώμικους, αγράμματους θάνηδες και κούντηδες, που είχαν ορκιστεί αγνεία και αλουσία στην καλή τους,όταν έδενε μεταξωτή μαντήλα στη τζόστρα τους, στο ξεπροβόδισμα.

Λάθεψε. Ο άνθρωπος χωρίς σπίνα, ήταν λαλίστατος και πειστικός, άν του λάχαινε ακροατήριο Χαζάρων και Σελτζούκων, Βερβερίνων και Πατσινακιτών, αλλά τελείως ακατάλληλος για να εξηγήσει σε Βουργουνδούς και Παδοβάνους, σε Παπικούς και Τεύτονες, καθώς κέρδισε τη φήμη του μαγεύοντας θεατές στο τζυκανιστήριο και ομίλους παυλικιανών στις γιορτές τους.

Ήξερε πως μπορούσε να βασιστεί στους απόμαχους των Θεμάτων, στους λίγους προνοιάριους που δεν είχε θίξει η Κρίση, και επιβίωναν χάρη στις τακτικές βροχές νοθευμένων νομισμάτων, όποτε έβγαινε στις πολυάριθμες λιτανείες και παράτες.

Επίσης ο Ούθερ των Ιγγλίνων, ο Τζάσις των Μηλιγγών και ο Ούρολσον των Βαράγγων θα του έμεναν πιστοί.

Αλλά τα τσόλια των αποφοίτων της ξεπεσμένης Μαγναύρας, οι ξεφτίλες της αρχαίας Συγκλήτου και οι επί των αναμνήσεων, οι κουβικουλάριοι, οι φαμίλιες των Δουκάδων και οι επίφοβοι Δεσποτάδες, αγανακτισμένοι που αγαπούσε τους βογόμιλους, προτιμούσαν την λατινική καλύπτρα από τα βλαχικα καλπάκια και τις σκούφιες των Ζηλωτών του.

Οι αρχαίες αυλές είχαν δανειστεί τα κέρατά τους από τους Δάνδολους του άλλου καιρού και απαιτούσαν διακανονισμούς του χρέους που τον έκαναν ευάλωτο.

Μπροστά του,έβλεπε ένα αδιέξοδο και πουθενά παραπόρτι να ξεγλυστρήσει. Είτε θα αρνιόταν τις διαπραγματεύσεις ,οπότε οι Λατίνοι θα δοκίμαζαν να μπουκάρουν στην Πόλη του,είτε θα έλεγε «ναι σε όλα» και θα τον έρριχναν από μέσα.

Μετήλθε κάθε μέσον κατευνασμού. Έστειλε στα στρατόπεδά τους, προτάσεις γραμμένες στο γόνατο, συνταγμένες από τον εξωτικό Ζακαλότο και τον Μοισιόδακα Κατρουγκάλ τον καταφερτζή, αλλά τον έπτυσαν.

Οι όροι τους ήταν απαγορευτικοί. Τέρμα τα ραντίσματα με πέρπερα και κοκκία. Επιστροφή πολλών φόρων, του αλληλέγγυου, της Συμπάθειας, του μελισσοενομίου και του λιβαδιάτικου, διπλασιασμό του καπνικού και επιστροφή της παρθενοφθορίας στο τριπλάσιο.

Του ζήτησαν τα πάντα και του απαγόρεψαν το καθετί. Βέβαια, ήξερε πως οι ενάντιοι λανσάριζαν ως Μειζότερο, μελλοντικό αντικαταστάτη του, τον νέο Δήμαρχο των Βενέτων, που τους φαινόταν πιό ενδοτικός ή δυτικόφρων.

Άφησε το στίλβον τηγάνι όπου τόση ώρα καθρεφτίζονταν, ελέγχοντας το αλμπενί του.
Αναρωτήθηκε άν θα του χωρούσε το σουσάνι με τα μπρούτζινα εμβλήματα, που φορούσε τον καιρό της Ανταρσίας του.

Θα μπορούσε ακόμη να πείσει τους πεισιθάνατους και τους μαγκλαβίτες του να διαφύγουν στην Μοσυνούπολη και να κηρύξουν νέο στασιασμό.

Μπορεί να είχε χάσει τους μισούς του ακολούθους, αλλά και οι μισοί που του απόμειναν, αρκετοί έμοιαζαν για έναν νέο γύρο διαπραγματεύσεων.

Οι Λατίνοι θα διαγούμιζαν φρικτά την Πόλη, καθιστώντας τον και πάλι δημοφιλή.

Τουλάχιστον παρέμενε σμιχτοφρύδης και μπορεί να ξανάκουγε, στην τελετή της παλινόστησης, το «Ίδε το έαρ το γλυκύ πάλιν επανατέλλει. Νανά, ανανάγια, άγια. Αλέξιε Μούρτζουφλε, σπολλάτη, σπολλάτη, σπολλάτη»

ΠΑΝΟΣ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ

21-1-2016