Γιώργος Ρόρρης ...





''Δεν θέλω φωτομοντέλα, αλλά ανθρώπους πάσχοντες''

Οταν πρόκειται να πάω στο ατελιέ του, ο Γιώργος Ρόρρης, για να μου κάνει οικονομία, πάντα με συμβουλεύει… να πάρεις το λεωφορείο με το νούμερο Β5, περνάει από την Αλεξάνδρας και κάνει στάση στη Λιοσίων, εκεί κατεβαίνεις και ανηφορίζοντας δυο βήματα είναι η Τροφωνίου.

Ενας μικρός δρόμος με φαναρτζίδικα, μάντρες αυτοκινήτων, μικρομάγαζα και πορνεία. Κάποιοι σταματάνε με μηχανάκια και μπαίνουν να δουν τα κορίτσια. Από τις πόρτες και τα παράθυρα βγαίνουν τραγούδια της Πέγκυ Ζήνα. Στο 12 στέκεται ακόμη μια ξεχασμένη μονοκατοικία της δεκαετίας του ’20∙ διώροφο, βαμμένο κάποτε με δυνατή ώχρα και στην όψη της κρέμεται ένα μπαλκόνι με ωραίες σιδεριές.

Ο Ρόρρης στην κορυφή της ξύλινης σκάλας με καλημερίζει και μου λέει… μπες στο δωμάτιο που ζωγραφίζω κι έρχομαι, το έχω ζεστάνει.

Το δωμάτιο χωρίς την πράξη της ζωγραφικής, χωρίς τον ίδιο να κάθεται μπροστά στο καβαλέτο, χωρίς το μοντέλο να ποζάρει και κυρίως χωρίς τα φώτα που το φωτίζουν, αν δεν το καλοπροσέξεις, μοιάζει με δωμάτιο παλιού σπιτιού, σαν αποθήκη.

Ερχεται σε λίγο με καφέ και μανταρίνια από το χωριό του.

Ο δημιουργός μπροστά από την «Ακίνητη»

Πρωτάκουσα για το χωριό σου, τον Κοσμά Κυνουρίας, όταν είδα ένα ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και έδειχνε τους κατοίκους να σκάβουν και να ανοίγουν τον δρόμο που θα ένωνε το χωριό τους με την αμαξιτή οδό. Αυτό κράτησε εκατό ημέρες, γι’ αυτό το φιλμ λέγεται «Ο δρόμος των εκατό ημερών». Ηταν συγκλονιστική ταινία γιατί συμμετείχαν όλοι οι κάτοικοι του Κοσμά, μικροί και μεγάλοι, με μεγάλο ενθουσιασμό. Ηθελαν να σπάσουν την απομόνωση και να μπορεί να φτάνει το αυτοκίνητο στην πλατεία τους. Γινόντουσαν και λιτανείες με εξαπτέρυγα και μικρά παιδιά που ήταν ντυμένα παπαδάκια. Αυτό έγινε περίπου δέκα χρόνια πριν γεννηθείς εσύ. Σίγουρα οι γονείς σου θα το θυμούνται, όπως και όλοι οι κάτοικοι του χωριού που γνώρισες στα πρώτα σου χρόνια.

Κάθε χρόνο στο πανηγύρι του χωριού μας, των Αγίων Αναργύρων την 1η Ιουλίου, γινόταν προβολή της ταινίας και μαζευόμασταν όλοι στην πλατεία και δεν κουραζόμασταν να την βλέπουμε και να την ξαναβλέπουμε.

Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια στον Κοσμά;

Εμενα με τους γονείς μου, τον παππού, τη γιαγιά και τα δύο αδέρφια μου, τον Νίκο και τη Θεοδώρα. Είχαμε οινοκρεοπωλείο, χασαποταβέρνα. Είχαμε μεγάλα βαρέλια με κρασί. Εγώ μικρός πήγαινα το κρασί στα τραπέζια και έπλενα τα κρασοπότηρα. Ο παππούς μου πήγαινε στην Κόρινθο και έφερνε 3-4 τόνους μούστο. Οταν γεννήθηκα εγώ, τα μισά σπίτια του χωριού ήταν χαλάσματα γιατί τον Γενάρη του 1944 οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό. Οταν παίζαμε κρυφτό γνωρίζαμε τις πιο μυστικές τρύπες να κρυφτούμε, δεν μας έβρισκε κανείς. Η αίσθηση του ερειπωμένου σπιτιού που αφήνεται έτσι, που δεν ξαναφτιάχνεται, ίσως σχετίζεται με την εικόνα τού non finito που υπάρχει στη ζωγραφική μου. Από τις αρχές Νοεμβρίου μέχρι τον Απρίλιο μετακομίζαμε στο χωριό Βρονταμάς της Λακωνίας για να ξεχειμωνιάσουμε. Το χωριό μας, ο Κοσμάς, ήταν πολύ ορεινό, είχε βαρύ χειμώνα. Με τα κρύα κλείναμε σπίτι και μαγαζί και φεύγαμε για τον Βρονταμά, που ήταν το χωριό της μητέρας μου. Ημασταν διπλοκάτοικοι, δύο κατοικίες, δύο σχολεία. Η μετακόμιση γινόταν κυρίως με τα ζώα, έμελλε στη ζωή μου να δω το τέλος της σχέσης των ανθρώπων με τα ζώα στην Ελλάδα. Ολοι είχαμε, υπήρχαν 250 ζώα στο χωριό και στην κεντρική κρήνη, που είχε κεφάλι λιονταριού, ποτίζονταν στις γούρνες.

Μέχρι τα δεκαοχτώ δεν έχεις έρθει στην Αθήνα;

Τρεις φορές, γιατί είχα αστιγματισμό και πήγαινα σε οφθαλμίατρο. 

Πώς τελικά οδηγήθηκες στη ζωγραφική;

Εγινα ζωγράφος από τύχη. Οταν ήμουνα δεκαοχτώ χρονών αγιογραφήθηκε η εκκλησία του Βρονταμά και είδα για πρώτη φορά αγιογράφο να δουλεύει. Μου άρεσε ο τρόπος της ζωής του. Αγιογραφούσε με την τεχνοτροπία του φρέσκου κι εγώ τον κοιτούσα πώς έφτιαχνε τα χρώματα, πώς έπιανε το πινέλο, πόσο συγκεντρωμένος ήταν. Τελειώνοντας το Λύκειο με κάλεσε στο σπίτι του ο φιλόλογος καθηγητής και μου πρότεινε να δώσω εξετάσεις και στη Σχολή Καλών Τεχνών.

⚫ Πώς λεγόταν ο καθηγητής; θέλω να τον αναφέρουμε τιμητικά.

Δημήτριος Τσαντήλας. Μάλιστα μου είπε να φροντίσω να δω τον «Ιβάν τον Τρομερό» του Αϊζενστάιν. Εχω δει το φιλμ 3-4 φορές και κάθε φορά τον θυμάμαι. Την άλλη μέρα λοιπόν πήγαμε στο τηλεφωνείο του χωριού, ψάξαμε στον τηλεφωνικό κατάλογο και βρήκαμε τη Γραμματεία. Καθώς χτυπούσε το τηλέφωνο έλεγα μέσα μου …κοίτα, έχεις τηλεφωνήσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών που είναι καθηγητής ο Μόραλης! Δεν έδωσα εξετάσεις την πρώτη χρονιά, προτίμησα να χάσω ένα χρόνο γιατί ένιωθα ανέτοιμος. Πήγα στο φροντιστήριο του Νίκου Στέφου και πέρασα στη σχολή με την πρώτη, αλλά τελευταίος στη σειρά. Μετά το προκαταρκτικό διάλεξα για δασκάλους τον Γιάννη Βαλαβανίδη και τον Παναγιώτη Τέτση.

Ο Τέτσης, που ήταν δάσκαλός σου στη σχολή, επηρέασε τη ζωγραφική σου;

Οχι, δεν επηρεάστηκα από τον Τέτση γιατί και ο ίδιος ποτέ δεν επιδίωξε να μου επιβάλει έναν τρόπο να ζωγραφίζω. Μου άφηνε απόλυτη ελευθερία, ζητούσε μόνο πολλή δουλειά και μετά συζητούσαμε. Ημουν το φάντασμα της σχολής, πήγαινα πρώτος πρώτος και ο Τέτσης από τη χαρά του που με έβλεπε συνεχώς να προσπαθώ, με κέρναγε και ένα Γκολουάζ. Από τότε όταν καπνίζω πού και πού αυτή τη μάρκα παίρνω. Δεν μετάνιωσα ποτέ, ακόμα και σήμερα, που είχα δάσκαλο τον Τέτση, μολονότι πολλοί μου έλεγαν …πού θα πας εκεί; Εκεί είναι Σιβηρία, πολύ αυστηρά! Ας είναι, τους έλεγα.

Ο ζωγράφος Γιώργος Ρόρρης στο ατελιέ

⚫ Το ότι ένας δάσκαλος δεν κάνει τον μαθητή του κατ’ εικόνα και ομοίωση δική του δεν είναι ελάττωμα, είναι η δόξα του νομίζω.

Οταν ήμουνα ακόμη στο φροντιστήριο, γνώρισα τον Τσαρούχη. Πήγα και τον άκουσα στο θέατρο «Αλάμπρα» να μιλάει για τον Θεόφιλο μαζί με τον Κίτσο Μακρή. Οταν τελείωσαν, τον πλησίασα και του είπα πως είμαι υποψήφιος για τη Σχολή Καλών Τεχνών και θέλω να του δείξω τα έργα μου. Μου απάντησε τηλεγραφικά… Πλουτάρχου 28, στο Μαρούσι! Την επομένη με τον Ηλεκτρικό φτάνω στο Μαρούσι και άρχισα να ψάχνω το σπίτι. Βλέπω μετά από ώρα τον ζωγραφισμένο τσαρουχικό έφηβο στο παράθυρο και τότε κατάλαβα πως αυτό είναι το σπίτι. Δεν ήτανε ένα τακτοποιημένο και καλοβαμμένο σπίτι, δεν ήτανε το σπίτι που έμενε μια νοικοκυρά, αλλά ένας καλλιτέχνης. Σκέφτηκα πως σε ένα τέτοιο σπίτι θα ήθελα να μένω κι εγώ! Εκεί που καθόμασταν όλα ήταν φύρδην μίγδην, φιγούρες Καραγκιόζη, αγάλματα, σχέδια πεταμένα, μακέτες, βιβλία, φωτογραφίες και λοιπά. Εγώ προσπαθούσα να μελετήσω τα έργα του τα οποία επηρέασαν τη ζωγραφική μου στα δύο πρώτα χρόνια της σχολής. Είδα και μια έκθεσή του στο Μουσείο Πιερίδη και κατάλαβα πως χρησιμοποιούσε την Πολυγνώτεια κλίμακα των χρωμάτων, δηλαδή άσπρο, μαύρο, ώχρα, χοντρό κόκκινο και τα παράγωγά τους, καφέ, πράσινο, κίτρινο, ροζ κ.λπ. Εγώ τότε δεν ήθελα ακόμη να μελετήσω το χρώμα, με ενδιέφερε μόνο να μάθω πώς πλάθεται ένα έργο, γι’ αυτό και χρησιμοποίησα ακόμα λιγότερα χρώματα. Δηλαδή το άσπρο, το μαύρο και το καφέ. Βέβαια στο τρίτο έτος κατάλαβα πως κινδύνευαν τα έργα μου να μοιάζουν με χρωματιστά σχέδια και αυτός ήταν ο λόγος που άρχισα να μελετώ το χρώμα. Την ίδια εποχή με εντυπωσίασε η έκθεση του Εδουάρδου Σακαγιάν στην ΩΡΑ του Μπαχαριάν. Επεσε τότε σαν βόμβα, τάραξε τα νερά, ήταν μια νέα πρόταση. Το ίδιο συνέβη και με την έκθεση του Χρόνη Μπότσογλου σε δύο γκαλερί ταυτοχρόνως.

⚫ Τελείωσες το ’87 και το ’88 ήταν μια καθοριστική χρονιά στη ζωή σου.

Ναι. Εκανα την πρώτη μου ατομική στη «Μέδουσα», που πήγε πολύ καλά, ταξίδεψα στο Παρίσι για σπουδές στην Μποζάρ, στο ατελιέ του Κρεμονίνι, και αυτοκτόνησε ο αδερφός μου Νίκος στο στρατόπεδο Αυλώνας. Ενιωσα συντριβή, βαθύτατο πένθος. Ούτε κουράγιο είχα, ούτε όρεξη. Χαραμίστηκε σχεδόν η πρώτη χρονιά. Με βοήθησε να σταθώ στα πόδια μου ο Στέφανος Δασκαλάκης, συγκάτοικός μου στο Παρίσι. Δεν γνώριζα και καλά γαλλικά και δυσκολευόμουνα να παρακολουθήσω την κάπως φιλοσοφική και πολύπλοκα διανοουμενίστικη προσέγγιση της ζωγραφικής από τον Κρεμονίνι. Στην Ελλάδα έμαθα να ζωγραφίζω έναν άνθρωπο, στη Γαλλία όμως είδα τι συμβαίνει μπροστά, πίσω και γύρω από τον άνθρωπο. Τα αφηρημένα στοιχεία του χώρου, τους τοίχους, τα πατώματα, τις πόρτες, τις καθέτους, τις οριζόντιες. Εδώ είχα μάθει να ζωγραφίζω τα φανερά μέρη του έργου, στη Γαλλία έμαθα τα κρυφά. Απέκτησα ολική προσέγγιση. Κατάλαβα τη σημασία που έχει «αυτό» για να φανεί το «άλλο». Αρχισα να κατανοώ και τη σπουδαιότητα της σκιάς, που στη δική μου ζωγραφική γεννά και στηρίζει το φως, το ορατό. Η σκιά προηγείται του φωτός στον τρόπο με τον οποίον ο πίνακας οικοδομείται, δηλαδή η σκιά θέτει το ερώτημα για το τι είναι αυτό, και το φως δίνει την απάντηση, αλλά απάντηση χωρίς ερώτημα είναι μια παράλογη απάντηση, μια ανόητη απάντηση. Με άλλα λόγια, η σκιά στη ζωγραφική είναι ο Διονυσιακός κόσμος και το φως ο Απολλώνιος.

⚫ Τι άλλη εμπειρία από το εξωτερικό ήταν καθοριστική για τη ζωγραφική σου;

Η επίσκεψη στο Μουσείο Πράδο της Μαδρίτης μού άνοιξε τα μάτια, άσκησε ευεργετική επιρροή μέσα μου. Είδαμε την αναδρομική έκθεση του Βελάσκεθ, του φημισμένου Ισπανού καλλιτέχνη του μπαρόκ. Τότε είδα τα πορτρέτα και για πρώτη φορά το μυθικό του έργο «las meninas». Το καλοκαίρι, γυρνώντας στο χωριό, ζωγράφισα τη γιαγιά μου με την έντονη επίδραση του Βελάσκεθ.


«Θεοδώρα Ρόρρη»
- Πίναkaς του Γιώργου Ρόρρη «Θεοδώρα Ρόρρη» 


⚫ Από την ισπανική βασιλική Αυλή του 1640 στον Βρονταμά Λακωνίας!

Ναι. Το επίσημο ένδυμα των βασιλέων ήταν το αυστηρό μαύρο και εγώ συμβουλευόμουνα τον κατάλογο του Βελάσκεθ για να ζωγραφίσω τη γιαγιά μου, που επίσης φορούσε μαύρα ρούχα και μαύρη τσεμπέρα. Οταν ξανάφυγα για το Παρίσι, έκανα ρολό το έργο και το έδειξα στον Κρεμονίνι, που μου μίλησε πολύ επαινετικά. Τότε έψαξα για τηλέφωνο και πήρα κάποιους γειτόνους στον Βρονταμά και τους είπα να φωνάξουν τη γιαγιά. Οταν εκείνη έφτασε και σήκωσε το τηλέφωνο, της είπα: Γιαγιά, η χάρη σου έφτασε μέχρι το Παρίσι!

⚫ Γυρνώντας έκανες τη δεύτερη έκθεση το 1993 με πολύ σκούρα τοπία, όπου κυριαρχούσε το κοτετσόσυρμα. Μετά ζωγραφίζεις ακουαρέλες, πολύ φωτεινά έργα, που απεικόνιζαν τις υποβαθμισμένες περιοχές κυρίως της Αθήνας, αναζητώντας «την ομορφιά μέσα στην ασχήμια». Για τα έργα αυτά έχεις πει πως σε επηρέασαν ο Αντονιόνι, το «Ακατόνε» του Παζολίνι και η «Ευδοκία» του Δαμιανού. Περίεργος συνδυασμός! Αφού ασκήθηκες με τις ακουαρέλες, ζωγράφισες τα ίδια τοπία με λάδια και έτσι έγινε η τρίτη σου έκθεση, στο Παρίσι αυτή τη φορά, το ’96. Μετά σιγά σιγά αρχίζεις να ανιχνεύεις της τέχνης σου την περιοχή, τη βασική ποιητική του έργου σου. Ζωγράφιζες, δηλαδή, ανθρώπινες φιγούρες μέσα στο δωμάτιο που βρισκόμαστε τώρα. Πώς έφτασες σε αυτό;

Με εντυπωσίασε η έκθεση του Περικλή Πανταζή στην Εθνική Πινακοθήκη, που έδειχνε μικρά, γρήγορα πορτρέτα με αδρή γραμμή, και οι ρωμαϊκές προτομές που είδα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Εχουμε μάθει από την παιδεία μας να θεωρούμε τα ρωμαϊκά υποδεέστερα των ελληνικών. Ομως τα ρωμαϊκά δείχνουν τους ανθρώπους με τρομερή δύναμη, βλέπεις άσχημους, παχείς, γερασμένους, με γαμψή μύτη, με ελαττώματα. Αρχισα μετά να ζωγραφίζω τους φίλους μου εδώ μέσα, με τον περιβάλλοντα χώρο του δωματίου.

Πίνακας του Γιώργου Ρόρρη «Μπλε Αλεξάνδρα» 

⚫ Ετσι έγινε η έκθεση του 2000 στη Μέδουσα και μέχρι το 2007 ετοιμάζεις τα έργα για την ατομική σου έκθεση με τις γυμνές γυναίκες στον ίδιο χώρο. Ερχόμενος για τη συνέντευξη ξαναείδα τα έργα σου στον κατάλογο και έγραψα κάτι… «Η ζωντανή, ανθίζουσα, στιλπνή σάρκα μέσα σε έναν χώρο σιωπής του παρελθόντος. Τα παλίμψηστα ντουβάρια με τις επάλληλες στρώσεις των χρωμάτων περιβάλλουν το ζωντανό μοντέλο, σαν να το συντροφεύουν με παλλόμενη σιωπή...» Πώς διαλέγεις τα μοντέλα σου;

Δεν θέλω το μοντέλο να έχει ποζάρει 30 χρόνια σε διάφορες σχολές, γιατί έτσι έχει βρει τις δικές του στάσεις. Εγώ θέλω να έχει ένα βάρος το κορίτσι που θα ποζάρει, να μπορούμε να μιλάμε, να αισθανθώ πως τα χρόνια που έχει ζήσει της έχουν αφήσει τα αδιόρατα, αλλά ορατά σε μένα, σημάδια πάνω στο πρόσωπό της. Και οι χαρές και οι λύπες. Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για το πρόσωπό του και γι’ αυτό δεν βλέπεις στη ζωγραφική μου φωτομοντέλα, γιατί αυτά έχουν υιοθετήσει ένα προσωπείο. Εγώ θέλω ανθρώπους πάσχοντες.

⚫ Στους πίνακές σου αποτυπώνονται τα ίχνη σου, η αγωνία σου, η μάχη με τα υλικά. Φαίνονται τα σταξίματα, τα ξυσίματα, οι χαρακιές κ.λπ. Δεν κουκουλώνεις τις «ατέλειες», δεν θέλεις να πιστέψει ο θεατής πως ο ζωγράφος δημιουργεί κάτι τέλειο, χωρίς κόπο, αμφιβολίες και ένταση.

Πράγματι δεν πιστεύω σε μια ζωγραφική αψεγάδιαστη, δεν θέλω να κάνω φωτογραφίες, ούτε εικονογράφηση, αλλά ζωγραφιά που την κάνουν ανθρώπινα χέρια. Θέλω όντως να φαίνονται τα ίχνη μου στον πίνακα. Με συγκινεί.

Πίνακας του Γιώργου Ρόρρη «Ακίνητη» 

⚫ Στα τελευταία σου έργα βλέπω πως το ατελιέ σου δεν είναι πλέον περίκλειστο, γιατί έχεις ανοίξει ένα παράθυρο προς τον έξω κόσμο. Η ζωγραφική σου μπαίνει έτσι στη διαλεκτική τού μέσα και του έξω. Στην αυστηρή ποιητική του εσωτερικού χώρου σαν να εισβάλλει τώρα μια αίσθηση πραγματικής ζωής. Πώς το σχολιάζεις;

Το ιδιωτικό, το επτασφράγιστο μυστικό, συνομιλεί με το δημόσιο, το παγκοίνως γνωστό, το συνεχώς μεταβαλλόμενο. Εγινε και μια αλλαγή στο φως που πέφτει από ψηλά και κάπως γδέρνει τα πρόσωπα, είναι και πιο σκούρες οι σκιές, ίσως να έχω επηρεαστεί από την αγωνία της οικονομικής κρίσης.

Μου αρέσουν πολύ και οι ντυμένες γυναίκες σου, που ρεμβάζουν στη μεσημεριανή ανάπαυλα, που διαβάζουν με ένα χάδι φωτός στα μαλλιά, που περιμένουν στο ημίφως κάτι μυστηριακό, που στέκονται στις γρίλιες του παραθύρου σαν να προσπαθούν να ακούσουν έναν μακρινό ήχο. Σε αυτές τις περιπτώσεις το φως που τις φωτίζει μοιάζει να είναι θεατρικό, μετατρέπει το ατελιέ σου σε σκηνές εξαίσιων έργων με υπέροχες ηρωίδες. Θυμάμαι το μικρό έργο σου που φωτίζεις μόνο τον λευκό γιακά, ενώ το πρόσωπό της είναι σχεδόν σκοτεινό. Πόσο θα ταίριαζε ένας τέτοιος φωτισμός σε ένα έργο του Τσέχοφ! Πηγαίνεις στο θέατρο;

Ναι. Αν και πάντα λιγότερο από όσο θα ήθελα. Στη ζωγραφική μου υπάρχει το θεατρικό στοιχείο. Από τη στιγμή που βλέπεις το πάτωμα και τους δύο τοίχους καταλαβαίνεις πως μπροστά σου είναι μια σκηνή, σκηνή τη λέω κι εγώ! Τι διαδραματίζεται βέβαια πάνω της εγώ δεν μπορώ να το πω με ακρίβεια. Τα μικρά έργα που λες δεν είναι πάρεργα ούτε παραλειπόμενα, έχω αγάπη για τη μικρή φόρμα και με πιάνει ένα όραμα να καταστήσω το τελαράκι πολύτιμο, αυτό το κομματάκι πανί να το βλέπει ο άλλος και να συγκινείται. Δεν θέλω το έργο να μείνει απροστάτευτο, θέλω να είναι εξοπλισμένο και για αυτούς που θα το δουν τώρα και για τους μελλοντικούς ανθρώπους. Λέει κάπου στην πραγματεία του περί ζωγραφικής ο Λεονάρντο ντα Βίντσι: Ζωγράφε, δούλεψε καλά και μην αφήνεις προχειρότητες έχοντας την πονηριά να το πουλήσεις γρήγορα και να πάρεις τα λεφτά, γιατί εσύ θα πεθάνεις και θα ξεχαστείς αλλά το έργο σου θα ζει, θα ζει, θα ζει και θα μιλάει για τη μετριότητά σου για πάντα.

Φεύγοντας του φωνάζω: Εύχομαι το σπίτι αυτό, που το έκανε μαγικό η ζωγραφική σου, να στέκεται όρθιο και στα επόμενα πενήντα χρόνια για να μπορείς μέσα σε αυτό να ζωγραφίζεις. Είμαι σίγουρος πως το ερείπιο αυτό έχει περάσει ήδη στην ιστορία της ελληνικής ζωγραφικής.

Το πατσαβούρι, ο άνεμος και τα μαλλιά

Σε είδα κάποτε με μια πατσαβούρα να σφουγγαρίζεις το έργο, ενώ τα χρώματα ήταν νωπά. Γιατί το έκανες;

Το κάνω κυρίως στα μαλλιά, που για μένα είναι μορφή του ανέμου. Πρέπει να απεικονίσεις το φευγαλέο του αέρα και κάποιες στιγμές αφήνεσαι στην τύχη που μπορεί ίσως να σου δώσει κάποιο αποτέλεσμα, το οποίο, αν και αναπάντεχο, μπορεί και να είναι ευπρόσδεκτο. Λέει κάπου ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος πως αυτός που ζωγράφισε τον Βουκεφάλα του Αλεξάνδρου δεν μπορούσε να ζωγραφίσει τον αφρό στο στόμα του αλόγου και από τα νεύρα του πέταξε το πατσαβούρι που κρατούσε πάνω στη ζωγραφιά και αυτό, κατά σύμπτωση, έπεσε στη μουσούδα του αλόγου κι έτσι ζωγραφίστηκε ο αφρός.


Πίνακας του Γιώργου Ρόρρη «Ανδρονίκη» 


Τα πρόσωπα κατεβαίνουν από τα τελάρα

⚫ Με συγκινεί, μου φαίνεται σαν παιδικός αθώος φόβος αυτό που μου είπες, πως δηλαδή καμιά φορά μπαίνεις στο ατελιέ και φοβάσαι μήπως έχουν φύγει οι ζωγραφισμένες γυναίκες! Πώς δηλαδή τις φαντάζεσαι; Γυμνές και διαφορετικές από τις πραγματικές να γυρνοβολάνε στα δωμάτια με τη μορφή και την ύπαρξη που εσύ τις έχεις φορτώσει;

Οταν φεύγω, αισθάνομαι πως τα ζωγραφισμένα πρόσωπα τα αφήνω μόνα τους, τα τρώει η μοναξιά και μοιραία, όπως στα παραμύθια του Αντερσεν, είτε κουβεντιάζουν μεταξύ τους είτε κατεβαίνουν και κυκλοφορούν στα δωμάτια. Και όταν ακούνε την πόρτα που έρχομαι, ξαναμπαίνουν στα τελάρα τους. Συντρόφους μου θεωρώ και τα πινέλα, που δεν τα πετάω, τα θεωρώ ηρωικά πεσόντες για να γίνουν τα έργα.

Info:
«Η κρυμμένη εικόνα», τριάντα τρία έργα του Γιώργη Ρόρρη από τη συλλογή Σωτήρη Φέλιου στον εκθεσιακό χώρο «Φωκίωνος Νέγρη 16». Μέχρι και τις 27 Μαρτίου.

Λάκης Παπαστάθης
06.02.2016 
http://www.efsyn.gr/arthro/den-thelo-fotomontela-alla-anthropoys-pashontes


 ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ











Γυναίκες μόνες. Σιωπηλές. Το γυμνό τους σώμα περιμένει το βλέμμα του θεατή για να τις ντύσει. Γύρω τους τοίχοι παλιοί, ξεφλουδισμένοι, με έντονα τα ίχνη της εγκατάλειψης, σύντροφοι αυτών των γυναικών που συχνά με τη στάση τους μοιάζουν κι εκείνες να έχουν παραιτηθεί. Είναι οι μούσες του Γιώργου Ρόρρη, ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σύγχρονης παραστατικής ζωγραφικής στην Ελλάδα. Και συναντώνται για πρώτη φορά όλες μαζί -28 στο σύνολό τους- μαζί με πέντε ακόμη έργα του καλλιτέχνη, τα οποία ανήκουν στη συλλογή του δικηγόρου Σωτήρη Φέλιου. 

«Ζωγραφίζω σημαίνει ερωτεύομαι την ύλη και προσπαθώ να τη μεταπλάσω. Δεν σημαίνει ότι έχω ωραίες ιδέες. Προσπαθώ να ενεργοποιήσω το χώμα. Να το κάνω να με συγκινήσει συμμετέχοντας εν σώματι στη διαδικασία. Μέσω του χεριού μου, του αγκώνα μου, του καρπού μου, της κίνησης του σώματός. Ζωγραφική σημαίνει προσφορά σώματος. Είναι μια  τέχνη της σιωπής», λέει ο 52χρονος ζωγράφος. «Προσπαθώ μέσω της όρασης να απευθυνθώ στο νευρικό σύστημα του θεατή. Σκοπός μου είναι φτιάξω κάποιες εικόνες που να έχουν την δύναμη να παραμείνουν στη μνήμη», σχολιάζει τον τρόπο που αντιμετωπίζει ο ίδιος την τέχνη με αφορμή την έκθεση αυτή που ανοίγει για το κοινό την Τετάρτη, 3 Φεβρουαρίου, στον εκθεσιακό χώρο «Φωκίωνος Νέγρη 16».

Είναι μια έκθεση που επέχει ρόλο μικρής αναδρομής σε όλο το έργο του ακολουθώντας μια χαλαρή χρονολογική πορεία. Κύριος στόχος της είναι να αναδείξει τις κοινές αναζητήσεις που διατρέχουν όλη τη θεματική του καλλιτέχνη και αποτελούν τα βαθύτερα γνωρίσματα της ζωγραφικής του: τα πρώιμα εσωτερικά, τα πρώτα αστικά και αγροτικά τοπία, τις νεκρές φύσεις, τον κόσμο του εργαστηρίου, το ντυμένο και το γυμνό μοντέλο, την προσθήκη των τελάρων στο αρχικό τελάρο του κάθε πίνακα, τη σημασία του χώρου, την πίστη στον ρεαλισμό και παράλληλα την σχέση με την αφαίρεση, την απόδοση του ορατού μέσα από μια ψυχική ενόραση που υπερβαίνει το πεδίο της πραγματικότητας. Ολα αυτά αποτελούν μερικές από τις πτυχές του έργου του Γιώργου Ρόρρη στις οποίες επικεντρώνεται η έκθεση την οποία επιμελείται η ιστορικός τέχνης Ελισάβετ Πλέσσα και έχει σχεδιάσει αρχιτεκτονικά ο Σταμάτης Ζάννος. 

«Θα διακινδυνεύσω μια σκέψη: η γυναικεία παρουσία στο έργο του Ρόρρη είναι η αφορμή, ο σπινθήρας, το ερέθισμα για να ζωγραφίσει. Η ζωγραφικότητα ως μνήμη, ως εμπειρία, ως περιπέτεια και ως τεχνική είναι το μοναδικό, το ιδανικό μοντέλο για τον ζωγράφο. Κι αυτή η ζωγραφικότητα εκκινεί από την υπαρκτή καταγεγραμμένη ζωγραφική για να αγγίξει, να κρυφτεί, να αποσυντεθεί στην πιθανή, στην ενδεχόμενη ζωγραφική, τη ζωγραφική που ονειρεύεται τον εαυτό της ως ζωγραφική», επισημαίνει στο κείμενο του δίγλωσσου (ελληνικά-αγγλικά) εικονογραφημένου καταλόγου που συνοδεύει την έκθεση, ο συγγραφέας, Μισέλ Φάις.

«Αν πορτρέτο είναι η πάλη με την απόδοση του ορατού ενάντια στη φθορά του χρόνου, τότε στο έργο του Ρόρρη όλα είναι πορτρέτο, μια και γι’ αυτόν ο ζωγράφος είναι διερμηνέας του ορατού. Μοντέλα του δεν είναι μόνο οι ανθρώπινες μορφές που ποζάρουν στη σκηνή του εργαστηρίου του. Μοντέλο του Ρόρρη είναι ό,τι ακινητοποιεί η ματιά του και το φέρνει πρωταγωνιστή στο τελάρο του», γράφει η Ελισάβετ Πλέσσα. Και αν η «εξομολόγηση» του καλλιτέχνη, αλλά και η εμπεριστατωμένη ανάλυση της ιστορικού τέχνης μας επιτρέπουν να κοιτάξουμε σε βάθος το έργο του Γιώργου Ρόρρη, ποια είναι άραγε η άποψη του Σωτήρη Φέλιου, ο οποίος γνώρισε τον ζωγράφο ενώ είχε ήδη αποκτήσει ένα έργο του; «Ο Γιώργος δεν έκρινε κανένα. Αντίθετα κατανοούσε τον καθένα. Είναι ένας διανοούμενος που δεν κάνει τον διανοούμενο.  Δείχνει το έργο του κι αποφεύγει να δείχνει το πρόσωπό του. Εμπιστεύεται το μυαλό του και τα χέρια του. Ο πίνακας του Ρόρρη αποκαλύπτει τον Ρόρρη», λέει ο γνωστός δικηγόρος και συλλέκτης που έχει στην κατοχή του μερικά από τα εμβληματικότερα γυμνά τα οποία βγήκαν από τον χρωστήρα του καλλιτέχνη.

(Μαρία Αναστασιάδου:''Γυναίκες από καμβά'', 2/2/2016 
http://www.protagon.gr/epikairotita/44341043410-44341043410)       






















































 






Γιώργος Ρόρρης: 
Η ιερότητα της γυμνότητας

Ο 52χρονος εικαστικός ανοίγει το ατελιέ του στο ΒΗΜΑgazino και μιλάει για τις γυναικείες φιγούρες στους πίνακές του, για τις ιερές εικόνες της γυμνότητας και για τις εμπειρίες που διαμόρφωσαν τη ματιά του

Η μονοκατοικία έμοιαζε εντελώς εγκαταλελειμμένη. Χρειάστηκε να κάνω δύο φορές τον γύρο του σπιτιού για να βεβαιωθώ ότι είχα έρθει στο σωστό μέρος. Οταν ξεπρόβαλε ο Γιώργος Ρόρρης στην πόρτα για να με υποδεχθεί με τα γυαλιά και τα ελαφρώς ανακατεμένα μαλλιά του ήταν σαν να είχε ξεμυτίσει από τα έγκατα ενός άλλου κόσμου, από το δαιδαλώδες εργαστήριο ενός μελετηρού επιστήμονα. Μόλις μπήκα μέσα η μυρωδιά  από το νέφτι με χτύπησε στο πρόσωπο. Καθώς έπαιρνα τη θέση μου για να τακτοποιήσω τα χαρτιά και το μαγνητοφωνάκι στο μικρό τραπέζι, κοίταξα τριγύρω τους τοίχους του ατελιέ. Ηταν γεμάτοι πιτσιλιές από χρώματα, σαν να ήταν τα σημάδια από μάχες που ο Γιώργος Ρόρρης έχει δώσει με τους πίνακες που δημιούργησε στα περίπου 20 χρόνια παρουσίας του στο ατελιέ. «Εκρηξη δημιουργικότητας» θα την έλεγα, αλλά εμένα η προσοχή μου είχε εστιαστεί αλλού, επηρεασμένη ίσως από τα τόσο ανθρώπινα γυμνά του της Συλλογής Σωτήρη Φέλιου που θα εκτεθούν στη «Φωκίωνος Νέγρη 16», την αφορμή δηλαδή για τη συνάντησή μας. Τα μάτια μου είχαν πέσει επάνω σε μια καρτ ποστάλ «καδραρισμένη» στα οπίσθια μιας γυναίκας η οποία, όπως κοντοστεκόταν στο ένα πόδι, ενέτεινε την παρουσία της αδυσώπητης κυτταρίτιδας στον αφράτο πισινό της, εικόνα σπάνια, αν όχι ανύπαρκτη, στον αψεγάδιαστο κόσμο της ομορφιάς που βλέπω να προβάλλεται καθημερινά γύρω μου. «Τι σπουδαίο έργο!» συμφώνησε μαζί μου ο 52χρονος Γιώργος Ρόρρης: «Πρόκειται για πίνακα του Φελίξ Βαλοτόν και είναι ένα αριστούργημα. Είναι σαν γλυπτική...».

Οταν ήσασταν μικρός και μεγαλώνατε στο χωριό τι κέντριζε περισσότερο τη φαντασία σας; 

«Αγαπούσα τα βιβλία από πιτσιρικάς. Δεν είχαμε καθόλου βιβλία στο σπίτι μας, αλλά γύρω στα 16 μου άρχισα με το χαρτζιλίκι μου να στέλνω 150 δραχμές σε έναν συγχωριανό μας, ο οποίος δούλευε στην Πρωτοπορία, για να μου στέλνει βιβλία. Μου έστελνε Φώκνερ, Μπαλζάκ... Διάβαζα τα "Επίκαιρα" και το "Αντί" αργότερα, μου άρεσαν πολύ οι στήλες κριτικής. Δεν είχα πάει ποτέ στο θέατρο, δεν είχα πάει ποτέ σε μια έκθεση στην Αθήνα, όπου ερχόμουν μόνο για να πάω στον οφθαλμίατρο, αλλά διάβαζα για αυτά από μακριά και τα φανταζόμουν».

Οι γονείς σας είχαν ταβέρνα. Ηταν δύσκολο να βρείτε τον δρόμο που ακολουθήσατε; 

«Στο σχολείο που πήγα στο Γεράκι Λακωνίας πήρα επαρκή μόρφωση, ενώ με τις σπουδές μου οξύνθηκε η περιέργειά μου. Εκ των υστέρων, όμως, σκέφτηκα ότι στην ταβέρνα βλέπει κανείς πάρα πολλές εικόνες και μετατροπίες πραγμάτων. Η μάνα μου και ο πατέρας μου έπιαναν πρωτογενή υλικά τα οποία έρχονταν σε αφθονία και τα μετέτρεπαν σε φαγιά για τα οποία έγλειφες τα δάχτυλά σου. Εβαζαν μέσα τον καημό τους. Και στη ζωγραφική τον καημό σου βάζεις. Για να γίνει ο πίνακας, το χρώμα πρέπει να πεθάνει, γιατί δουλειά της ζωγραφικής είναι να καταργήσει την κοινότοπη και πρωταρχική ιδιότητα των αντικειμένων. Αντίστοιχα, στην ταβέρνα οι πρώτες ύλες πέθαιναν, αλλοιώνονταν, μαγειρεύονταν, μετατρέπονταν σε κάτι άλλο. Χώρια οι εικόνες, γιατί ταβέρνα συνεπάγεται και σφαγείο. Εχω ζωγραφίσει τρία σφαγεία και δεν με φρικάρει η εικόνα, στο ίδιο το σφαγείο δεν θέλω να πάω».

Πότε αντιληφθήκατε, ωστόσο, ότι είχατε ταλέντο; 

«Ηξερα ότι έπιανε το χέρι μου, αλλά δεν ήξερα και πόσο. Ο κόσμος μου ήταν στενός, ήμουν μεταξύ δύο βουνών, του Πάρνωνα και του Ταϋγέτου. Το σύμπαν αυτό δεν είναι απαραίτητο ότι είναι περιοριστικό, επιτρέπει στη φαντασία να ταξιδέψει. Αλλά δεν είχα τόσο μεγάλη φαντασία για να πω ότι θα πάω να σπουδάσω στην Καλών Τεχνών. Μπορεί να το ήθελα, αλλά δεν επέτρεπα στον εαυτό μου ούτε καν να το φανταστεί».

Πώς το αποφασίσατε;

 «Οταν με παρότρυνε ένας καθηγητής μου, φιλόλογος, να δώσω και στην Καλών Τεχνών. Οταν πήρα την άλλη μέρα τηλέφωνο από το μοναδικό τηλέφωνο του χωριού, χτυπούσε πολύ δυνατά η καρδιά μου. Ενιωθα ότι έπαιρνα τηλέφωνο τη μοίρα μου. Αλλά και όταν ήρθα στην Αθήνα και πήγα στο φροντιστήριο και έριξα μια ματιά στους τοίχους, είπα: "Εγώ αυτό θέλω να κάνω". Ηταν τύχη και ευλογία γιατί κάνω αυτό το οποίο ήθελα».

Τι φανταζόσασταν ότι θα γινόσασταν όταν ήσασταν μικρός; 

«Δεν είχα φανταστεί κάτι. Δάσκαλος; Γιατρός; Να μάθω μια τέχνη στη Σιβιτανίδειο όπως πήγαιναν πολλά παιδιά στη δική μου τη γενιά; Αλλοι έμαθαν καλοριφέρ, άλλοι ασανσέρ, άλλοι έγιναν υδραυλικοί. Θέλησα και επιδίωξα να περάσω στην Καλών Τεχνών. Από 'κεί και πέρα, θεωρώ ότι ψυχολογικά η ζωγραφική ειδώθηκε από το ασυνείδητό μου ως ένα όχημα φυγής. Και κυριολεκτικά και μεταφορικά. Σιγά σιγά συνειδητοποίησα πόσο μεγάλο και σημαντικό κεφάλαιο ήταν για μένα οι παραστάσεις της παιδικής μου ηλικίας, πώς επηρεάζουν την αύρα των έργων που φτιάχνω. Μόνο με τις μπογιές δεν γίνεσαι ζωγράφος».

Στα πρόσωπα που ζωγραφίζετε θέλετε να αποτυπώσετε την «τοπιογραφία» τους ή τον εσωτερικό κόσμο, το βάθος του εικονιζόμενου; 

«Δεν μπορώ να δώσω μια απάντηση με σιγουριά για το δεύτερο στοιχείο. Πιστεύω ότι έχει να κάνει μεν ως έναν βαθμό με το βάθος ή το αβαθές του ανθρώπου, αλλά πιο πολύ με το βάθος ή το αβαθές το δικό μου. Δεν διαθέτω ούτε τη δυνατότητα ούτε τη γνώση να κάνω "ψυχογραφική μελέτη" - όπως συχνά περιγράφεται απερίσκεπτα - στα πορτρέτα μου. Ακόμη και του Ρέμπραντ τα πορτρέτα, στα οποία αισθάνεται κανείς ότι όλα τα πρόσωπα είναι βαθυστόχαστα, συνετά, εσωστρεφή, αποκλείεται να είναι. Είναι η δική μου η ψυχή που εξωτερικεύεται. Γιατί αυτό ζωγραφίζει. Εγώ αυτό πιστεύω».

Δεν σας ενδιαφέρει η αλήθεια του ανθρώπου που έχετε απέναντί σας; 

«Εμένα δεν με ενδιαφέρει το είναι των πραγμάτων. Δεν έχω καμία φιλοδοξία να φιλοσοφήσω με τα έργα μου. Με ενδιαφέρει το φαίνεσθαι των πραγμάτων, όπως το προσλαμβάνω εγώ. Και εξ αυτού του φαίνεσθαι αυτό που με ενδιαφέρει είναι αυτό που μου λείπει. Γιατί πιστεύω βαθιά ότι για να κάνεις μια τέχνη κάτι σου λείπει, βαθιά και ουσιαστικά. Αμα δεν σου λείπει τίποτε, δεν έχεις ανάγκη την τέχνη γιατί μοιραία κάνοντάς την θα εισπράξεις πόνο και μεγάλη πικρία, καθώς θα βρίσκεσαι διαρκώς μπροστά στην εικόνα του φάσματος της αδυναμίας σου να φτιάξεις αυτό το οποίο βλέπεις και δεν μπορείς με τίποτα να προσεγγίσεις. Και να το επεκτείνουμε και παραπέρα, ο πίνακας τελικά είναι αυτό που μπόρεσες να φτιάξεις από αυτό που μπόρεσες να δεις. Καμία σχέση δεν έχει με αυτό που είναι. Γι' αυτό λέω συχνά ότι είναι μια "παράσταση"».

Δεν κατακτιέται ποτέ αυτό που δεν βλέπετε; 

«Ποτέ. Πάντα μένω με την αίσθηση ότι πάλι απέτυχα».

Γιατί μιλάτε τόσο πολύ για την αποτυχία και για την αδυναμία σας; 

«Εχω νιώσει πολλές φορές το αίσθημα της μηδαμινότητας μπροστά στα σπουδαία έργα που έχω δει και αυτό για εμένα ήταν λυτρωτικό. Δεν έχω βιώσει ποτέ, μα ποτέ μια αίσθηση ισοτιμίας μπροστά σε αριστουργήματα όπως η "Παναγία των Βράχων" του Λεονάρντο ντα Βίντσι, σε ένα έργο δηλαδή που απαντά τόσο πολύ στα δικά μου τα ερωτήματα και τις ελλείψεις που αισθάνομαι ότι έχω. Κατ' αρχάς, η δυνατότητα η υλική που διαθέτω σε σχέση με μια άλλη εποχή στην οποία ο άνθρωπος ήταν πιο κοντά στη φύση και όριζε ο ίδιος όλο το corpus της τέχνης του δεν είναι η ίδια. Γιατί μιλάμε μιλάμε, αλλά πάνω απ' όλα η ζωγραφική είναι μια υλική συνθήκη και περιέργως για να την περιγράψουμε χρησιμοποιούμε μια ορολογία που είναι παραπλήσια του σώματος. Λέμε "η σάρκα της ζωγραφικής", το "ζωγραφικό σώμα", η "επιδερμίδα του πίνακα". Ανεξάρτητα από το τι ζωγραφίζεις, αυτό που κάνεις είναι να εξωτερικεύεις την επιθυμία σου με υλικό τρόπο».

Τι είδους επιθυμία είναι αυτή; 

«Είναι μια επιθυμία στην οποία δεν μπορείς να πας κόντρα όταν σου ασκεί σαγήνη το φαινόμενο το οποίο βλέπεις. Κατ' αρχάς είναι μια επιθυμία γνωριμίας με αυτό που σου ασκεί. 
Λες "Τι είναι αυτό το οποίο με συγκινεί, με σαγηνεύει"; Πρέπει να γίνει ο πίνακας για να πάρεις μια απάντηση».

Εσάς, λοιπόν, σας συγκινούν οι άνθρωποι...

 «Ναι, θέλω να ζωγραφίζω πρόσωπα. Πιστεύω ότι αν αναζητήσει κανείς ένα ψήγμα πολιτικής στάσης απέναντι σε αυτά που φτιάχνω είναι ότι ζωγραφίζοντας ένα συγκεκριμένο πρόσωπο μνημειώνεται το πρόσωπο του ανθρώπου. Βλέπουμε τους αναγεννησιακούς πίνακες και σχεδόν μπορούμε να φανταστούμε τη Ρώμη μέσα από τα άπειρα πορτρέτα που μας κατέλειπε η περίοδος αυτή. Ζωγραφίζοντας, λοιπόν, το πρόσωπο, ζωγραφίζεις μια εποχή, μια τάξη ανθρώπων και ανασύρεις από την ανωνυμία έναν άνθρωπο, έναν χρήστη, πελάτη, μέλος εκλογικού σώματος, όπως αποκαλούμαστε όλοι καθημερινά».

Πιο συγκεκριμένα, όμως, σας συγκινούν οι γυναίκες. Διάβαζα ότι μικρός φαντασιωνόσασταν ότι θα γινόσασταν ζωγράφος και θα ερωτοτροπούσατε με το μοντέλο σας. 

«Είχα δει μια φωτογραφία, πιθανότατα στον "Ταχυδρόμο" την εποχή εκείνη που έδειχνε έναν ζωγράφο και το μοντέλο του, μια ωραία κοπέλα ξαπλωμένη. Εγώ ήμουν 16 χρόνων στο χωριό και λέω: "Πωπώ, έτσι περνάνε οι ζωγράφοι;"».

Ανταποκρίνεται αυτή η εικόνα στην αλήθεια; Αναζητάει ο ζωγράφος τη μούσα; 
«Οχι, εγώ δεν έχω να κάνω με αυτή την εικόνα. Εμένα με ενδιαφέρει να ζωγραφίσω το πορτρέτο της Ελληνίδας, τη γυναίκα του καιρού μου, το πώς καταγράφονται τα ίχνη της Ιστορίας επάνω στο σώμα της. Τι εννοώ; Το piercing, για παράδειγμα. Πιστεύω ότι, αν ήμασταν εδώ το '50, θα ήμασταν τελείως διαφορετικοί και εγώ ως άνδρας και εσείς ως γυναίκα. Θα καταλαμβάναμε τον χώρο με έναν διαφορετικό τρόπο, ακόμη και η φωνή μας θα ήταν διαφορετική. Θυμάμαι μια συνέντευξη της Κοτοπούλη που είχα ακούσει στο ραδιόφωνο, ο τρόπος με τον οποίο μιλούσαν τόσο εκείνη όσο και ο δημοσιογράφος που υπέβαλλε τις ερωτήσεις ήταν πολύ διαφορετικός. Ηταν στομφώδης, ερχόταν από μακριά. Μου φαίνεται σχεδόν παράλογο να στήσω μια κοπέλα σήμερα όπως έστηνε ο Μόραλης τα γυμνά του. Γιατί η κοπέλα που θα ζωγραφίσω σήμερα δεν έχει την ίδια αύρα, την ίδια έκφραση. Το μαγιό της αφήνει διαφορετικά ίχνη στο σώμα της. Θα μου πεις, τότε τι είναι η ζωγραφική; Ανθρωπολογία; Πιθανόν. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό».

Τι είναι, λοιπόν; 

Τι παραπάνω προσφέρει ένα έργο δικό σας σε σχέση με μια φωτογραφία φέρ' ειπείν; «Το αποτέλεσμα που βλέπουμε στα έργα μου είναι προϊόν αλλεπάλληλων αλλαγών, σβησιμάτων, καταστροφών, απορρίψεων. Αυτό γίνεται γιατί η πραγματικότητα μπροστά σου συνεχώς αλλάζει, αλλά κι εσύ αλλάζεις κάθε μέρα και πράγματα που σου άρεσαν όταν ξεκίνησες το έργο αναθεωρούνται. Ο κόσμος για τα μάτια είναι παλλόμενος, θα λέγαμε ότι μέσα από τα μάτια το πνεύμα βγαίνει και κάνει τον περίπατό του μέσα στα πράγματα. Η φωτογραφία είναι αυτό που δεν είναι το μάτι σου. Ενα μηχανικό βλέμμα που δίνει μια εικόνα η οποία αποτελεί παγιωμένη στιγμή του παρελθόντος, ένα εσαεί μνημειωμένο παρελθόν. Αν δείτε μια φωτογραφία του Ναντάρ από τα τέλη του 19ου αιώνα, δεν σας φαίνεται παλιά; Αν δείτε έναν πίνακα του Βαν Γκογκ της ίδιας εποχής, θα σας φανεί το ίδιο παλιός;».

Οχι απαραίτητα. Γιατί, όμως;

 «Εγώ δίνω την εξής απάντηση: Δεδομένου ότι η ζωγραφική διατηρεί ανάγλυφο το ψυχικό σκίρτημα που οδήγησε το χέρι να κάνει αυτή την πράξη, αποτελεί ένα εσαεί παρόν. Μπορεί να δείχνει παλιά λόγω εικόνας, αλλά η πράξη, η χειρονομία, είναι εσαεί παρούσα».

Παρ' όλα αυτά, η ζωγραφική απεμπολείται ως μια τέχνη του παρελθόντος που δεν μπορεί να εκφράσει τους σύγχρονους προβληματισμούς και αγωνίες.

 «Μα είναι τέχνη του παρελθόντος. Νομίζω ότι μαζί με τη γλυπτική είναι οι πλέον παλαιές, γηραλέες τέχνες. Και δεν κάνουμε τίποτε διαφορετικό ως ζωγράφοι όταν ερχόμαστε στο εργαστήριο καθημερινά και στεκόμαστε μπροστά στον πίνακα από εκείνο που έκανε ο Ρέμπραντ, ο Τζιότο, ο Τσιμαμπούε».

Γιατί, λοιπόν, αφορά την εποχή μας; 

«Στην εποχή μας δεν έχουν τον πρώτο λόγο οι τέχνες και τα γράμματα, αλλά η τεχνολογία, η έρευνα κ.ο.κ. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποια τέχνη που αφορά την εποχή μας. Ακόμη και στον κινηματογράφο, καμία από τις ταινίες που βγαίνουν με την τεράστια συμβολή της τεχνολογίας δεν με έχει συγκινήσει με τον ίδιο τρόπο που με συγκινεί ο "Κλέφτης ποδηλάτων" ή μια ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν ή του Φριτς Λανγκ. Και μιλάμε για μια νεωτερική τέχνη, μιας και οι υπόλοιπες τέχνες είναι αρχαίες: και ο χορός και το θέατρο και η μουσική. Γιατί πρέπει εξ αυτών όλων η ζωγραφική να θεωρηθεί λήξασα και αποβιώσασα; Ποιος το επιβάλλει αυτό το "πρέπει"; Από την άλλη πλευρά, ας μην είμαστε κουτοί, εγώ ξέρω ότι προσπαθώ να μιλήσω με κομμένη γλώσσα. Εχω ερωτήματα που αφορούν την υλική συνθήκη της τέχνης αυτής στα οποία δεν μπορώ να λάβω καμία απάντηση».

Γιατί συνεχίζετε να ζωγραφίζετε; 

«Θέλεις με τη ζωγραφική να στήσεις ένα μικρό εμπόδιο στην επέλαση του θανάτου. Στην τρωτότητα, τη φθαρτότητα. Γράφει ο Λεονάρντο ντα Βίντσι στην "Trattato della pittura": "Ζωγράφε, ζωγράφισε καλά και μην αφήνεις ελαττώματα στο έργο σου γιατί εσύ θα πεθάνεις και θα γίνεις σκόνη, αλλά το έργο σου δεν θα πεθάνει και θα διαλαλεί για πάντα την ανεπάρκειά σου"».

Εσείς τελικά αυτή την «ανεπάρκεια» την εκφράζετε ζωγραφίζοντας γυμνό τα τελευταία 12 χρόνια. Αυτό που ο Τζον Μπέργκερ στην «Εικόνα και το βλέμμα» ονομάζει «nude» απέναντι στο «naked». Στην πρώτη περίπτωση γίνεσαι αντικείμενο της τέχνης, στη δεύτερη είσαι ο εαυτός σου. Δεν είμαι σίγουρη αν στα ελληνικά είναι τόσο ξεκάθαρος ο διαχωρισμός... 

«Στα ελληνικά θα πούμε "ήταν χωρίς ρούχα", "ξεβράκωτος", "γυμνός", "γδυτός". Και από την άλλη έχουμε και ΤΟ γυμνό. Της ζωγραφικής είναι ουδέτερο. Δεν θα πεις "Ζωγραφίζω μια γυμνή". Πολύ περισσότερο δεν θα πεις "Ζωγραφίζω μια γδυτή". Υπάρχει και ο απογυμνωμένος, μια λέξη που μπορεί να εμπεριέχει και την ντροπή: "Με είδε κάποιος γυμνό και ντράπηκα". Η κοπέλα που ποζάρει, όμως, δεν ντρέπεται. Είναι ξεδιάντροπη; Οχι».

Τι την απελευθερώνει από την ντροπή; 

«Συνειδητοποιεί, καθώς προστατεύεται από την ακινησία της, ότι είναι ντυμένη με την αθωότητα της γυμνότητάς της. Ξέρετε, μου έλεγε μια κοπέλα: "Να έρθω να ποζάρω, αλλά να φοράω κάτι, έστω το εσώρουχό μου". Δεν καταλάβαινε ότι αυτό ήταν ό,τι χειρότερο. Σε κάθε κρύψιμο, σε κάθε αποσιώπηση, σε κάθε απαγόρευση εμφωλεύει η οποιαδήποτε σεξουαλική φαντασίωση. Επειτα, η γυμνότητα του ανθρώπου για τα μάτια του ζωγράφου πρέπει να επέχει μια θέση αποκαλύψεως. Σε μια εποχή στην οποία η μορφή του γυμνού ανθρώπου έχει τόσο πολύ εμπορευματοποιηθεί και χυδαιοποιηθεί, τι απομένει; Μόνο η ζωγραφική. Η ζωγραφική στην οποία θα αναζητήσει κανείς ιερές εικόνες της γυμνότητας. Πολλές φορές την εικόνα του γυμνού ανθρώπου ο δυτικός τη χρησιμοποίησε για την απεικόνιση του Θεού. Σε μεγάλες εικόνες της ζωγραφικής, στη Σταύρωση, την Αποκαθήλωση, αλλά και πιο παλαιά στον Παρθενώνα και την Ολυμπία, γυμνά ήταν τα σώματα».

Προσπαθείτε δηλαδή να εξαγνίσετε το γυμνό σώμα;

 «Δεν λέω ότι θέλω να κάνω θρησκευτική εικόνα. Είναι και κάποιες εικόνες γυμνού τις οποίες κάθε άνθρωπος με συνείδηση της μοίρας του σαν καλλιτέχνης και σαν άνθρωπος οφείλει να τις λάβει υπόψη του. Είναι οι εικόνες γυμνών ανθρώπων που βρέθηκαν στα στρατόπεδα του θανάτου. Αυτή την κουβέντα του Αντόρνο, "Πώς μπορεί να γραφτεί ποίηση μετά το Αουσβιτς;", εγώ τη μεταφέρω και στη δική μου την τέχνη: "Επειτα από αυτές τις εικόνες πώς να ζωγραφίσεις ένα γυμνό;". Είναι πολύ δύσκολο».

Εσείς με ποιον τρόπο το αποπειράστε; 

«Κοιτάξτε, ένας ζωγράφος που κάνει γυμνό ζωγραφίζει πάρα πολλά πράγματα. Ζωγραφίζει τα φυσικά φαινόμενα, αλλά και τα ψυχικά συνεπακόλουθα αυτών. Θα ζωγραφίσεις μέλη, μηρούς, οστά, τη γύμναση ή όχι του ανθρώπου, την ταλαιπωρία του σώματός του, αλλά και την κούραση, τη βαρύτητα και τη λανθάνουσα ερωτική έκφανση. Τις θηλές του στήθους, τους μαστούς, την ποιότητα του δέρματος, τον ιδρώτα, τη λιπαρότητα, όλα αυτά αποτελούν τμήματα του είναι του ανθρώπου. Αυτά δεν είναι ζητήματα απλώς καλού σχεδίου. Πρέπει να τα αγαπάς καθεαυτά, να μην απορρίπτεις τίποτε εξ αυτών, αλλά πάνω απ' όλα να τα αισθάνεσαι. Να γεννηθούν μέσα σου ώστε από μέσα σου να εξωτερικευτούν στον πίνακα. Πολλοί πιστεύουν ότι ένας που ζωγραφίζει εκ του φυσικού κάνει μια απλή δουλειά. Παίρνει τα πράγματα από εδώ και τα μεταφέρει εκεί. Ουδέν ψευδέστερο».

Ποια είναι η αλήθεια, λοιπόν; 

«Ο πίνακας ζωγραφίζεται με χρωματικές κηλίδες. Είναι ένας χάρτης αφηρημένων συναρμόσεων, γιατί όπως ξεκινάει είναι τελείως αφηρημένα και χαοτικά τα πράγματα, σιγά σιγά όμως έρχονται και αρθρώνονται μεταξύ τους και δημιουργούν αυτό που λέμε το "ολικό ορατό"».

Πώς γίνεται αυτό το «ολικό ορατό» κάτι παραπάνω από την καταγραφή της πραγματικότητας; 

«Η ζωγραφική που αγαπώ πολύ, αυτή που λέμε "η μεγάλη ζωγραφική", δεν έχει να κάνει τόσο με τα πράγματα, αλλά πιο πολύ με την αύρα τους. Με το τι συμβαίνει στα όριά τους, και δεν μιλάω για περιγράμματα. Εχει να κάνει με μικρά διαστήματα εντός των οποίων γίνεται ένα είδος διαπραγμάτευσης μεταξύ των πραγμάτων, όπως για παράδειγμα ανάμεσα σε ένα πρόσωπο και τη σκιά του. Ολοι οι μεγάλοι ζωγράφοι, ο Καραβάτζιο, ο Βελάσκεθ, έχουν καταλήξει ο καθένας σε εντελώς διαφορετικές λύσεις για αυτό το πράγμα που έχει να κάνει με κάτι που εγώ προσωπικώς πιστεύω ότι δεν το είδαν, αλλά το επινόησαν. Πιθανόν επειδή στοχάστηκαν βαθιά πάνω στη δική τους ανθρώπινη, περιορισμένη γνώση και παραχώρησαν χώρο στην άγνοιά τους. Είπαν "Εδώ υπάρχει κάτι που δεν μπορώ να διακρίνω". Δεν είναι καταγραφή της πραγματικότητας, είναι φιλοσοφική στάση η οποία παραχωρεί χώρο στην άγνοια και το άγνωστο».

Τελικά, όμως, οι πίνακές σας αναδύουν έναν έντονο ερωτισμό, ο οποίος ίσως τελικά έχει τόση ένταση επειδή απ' όσα λέτε καταλαβαίνω ότι δεν είναι ο απώτερος στόχος σας.

 «Ο ερωτισμός δημιουργεί πολυπλοκότητα με την έννοια ότι μια εικόνα είναι πολύπλοκη όταν στέκεται επί ξυρού ακμής, όταν είναι υπαινικτική. Πιθανόν αυτό, πιθανόν εκείνο. Ενας απίθανος, πολυπλοκότατος υπαινιγμός είναι η μορφή της Μόνα Λίζα, ένα βαθέως ερωτικό έργο. Η ζωγραφική που εγώ αγαπώ είναι αυτή που δεν δίνει σαφείς απαντήσεις. Θέτει αφορμές για ερωτήματα και εικασίες. Ποια κατάσταση ανθρώπινη μπορεί να τις εγκολπωθεί; Η ερωτική κατάσταση. Οταν υπάρχει διερώτηση του ενός απέναντι στον άλλο: μου είπε αυτό, μου είπε εκείνο, γιατί δεν πήρε σήμερα, πώς να το πάρω αυτό;».

Τι σας κινητοποιεί να ζωγραφίσετε μια συγκεκριμένη γυναίκα; 

«Να έχει ζήσει τη ζωή της ουσιαστικά, και όχι φενακιζόμενη δανεικές ζωές, τηλεοπτικές. Με ενδιαφέρει το πρόσωπο του ανθρώπου της διπλανής πόρτας. Θέλω να γνωρίζω τον άνθρωπο που θα ζωγραφίσω, δεν είναι αντικείμενο το μοντέλο, είναι συνδημιουργός. Χωρίς το μοντέλο μου δεν ζωγραφίζω».

Δεν σας ενδιαφέρει η «όμορφη» γυναίκα; 

«Ξέρετε, η ομορφιά είναι ένα άλλο ζήτημα. Δεν με ενδιαφέρει αυτό το οποίο θεωρείται γύρω μας "ομορφιά" και σίγουρα πιστεύω ότι προβάλλονται πρότυπα τα οποία απέναντι στις νέες κοπέλες, αλλά και στις μεγαλύτερες γυναίκες είναι καταδυναστευτικά. Σαφώς και μια ωραία κοπέλα με ενδιαφέρει, αλλά όχι απαραίτητα για να τη ζωγραφίσω. Ζωγραφίζεις επειδή σου έχει ασκήσει μαγεία η ζωγραφική, δεν ζωγραφίζεις ποτέ επειδή σου άσκησε μαγεία η φύση».

Μπορείτε να αποστασιοποιηθείτε, δεν έλκεστε ερωτικά από τα μοντέλα σας; 

«Οχι, γιατί τότε δεν μπορείς να ζωγραφίσεις. Υπάρχουν δυνάμεις που δεν ελέγχονται από εσένα εάν έλκεσαι ερωτικά. Εξυπακούεται ότι τον θαυμασμό, τη σαγήνη, οφείλει να σ΄ τα ασκεί. Αλλο το ένα, όμως, και άλλο το άλλο».  

Αλήθεια, τι πιστεύετε ότι αποκαλύπτει για εσάς, τον άνθρωπο πίσω από τον ζωγράφο, ένας πίνακάς σας;

 «Οι δικοί μου πίνακες με ενδιαφέρουν και με απασχολούν κατά τη διάρκεια που τους ζωγραφίζω. Οταν τελειώνει ο πίνακας νιώθω ότι μέχρι πρότινος βρισκόμουν σε έναν προστατευτικό μανδύα, σε μια οραματική ζωή, και πλέον είμαι έκθετος απέναντι στην κανονική, κοινότοπη ζωή μου. Αυτή είναι πολύ πιο δύσκολη να την αντιμετωπίσει κανείς. Γρήγορα θα πρέπει να ξεκινήσω έναν καινούργιο πίνακα, να αρχίσουν οι δυσκολίες, η απογοήτευση, η πικρία ότι και πάλι απέτυχα. Αλλά αυτό είναι η ζωγραφική».

«Η κρυμμένη εικόνα»: Φωκίωνος Νέγρη 16, Κυψέλη, από 3 Φεβρουαρίου έως 27 Μαρτίου. Επιμέλεια: Ελισάβετ Πλέσσα.

* Οι πίνακες που παρουσιάζονται στην έκθεση χρονολογούνται από το 1990 μέχρι σήμερα και αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του έργου του.

ΑΣΤΡΑΠΕΛΛΟΥ ΜΑΡΙΛΕΝΑ

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

http://www.tovima.gr/vimagazino/interviews/article/?aid=772549





 Ο κύριος Ρόρρης αυτό δε θα το ζωγράφιζε ποτέ. 

   Ξεραμένο αίμα στο γόνατο της Ουρανίας  

       Κύριε Ρόρρη, μπορείτε να μου μιλήσετε για διάφορα πράγματα γενικά, σας παρακαλώ;

 Πριν από λίγες μέρες ένας θείος μου στο χωριό μου είπε να σφάξουμε ένα ζώο για να φάμε κι εγώ του είπα είναι (παύση) κρίμα κι ότι (παύση) θα ήταν καλύτερα να το αφήσουμε να ζήσει, αλλά φυσικά εκείνος το έσφαξε κι εγώ ντράπηκα να δείξω μεγαλύτερη ευαισθησία. Το μίσος απέναντι στα ζώα δεν το ένιωσα τόσο μέσα στο σφαγείο που μεγάλωσα όσο έξω από αυτό. Στην πλατεία, όπου όλοι τότε κλοτσούσανε τα σκυλιά που περνούσανε δίπλα τους. Τον Δεκαπενταύγουστο γινότανε η πιο μεγάλη σφαγή. Περίπου εξήντα-εβδομήντα ζώα. Γίδες, τράγοι, τέτοια πράγματα. Το αίμα έπεφτε σ’ ένα μεγάλο καζάνι. Το σκεύος έπαιρνε άπειρες αποχρώσεις του κόκκινου. Από το σχεδόν μαυροκόκκινο, πάρα πολύ σκούρο δηλαδή, αυτό το σχεδόν μαύρο, μέχρι πάρα πολύ φωτεινό και λαμπρό κόκκινο που έτεινε προς το πορτοκαλί σχεδόν. Άλλα πράγματα μπορεί να τα έχω ξεχάσει, αλλά αυτό το θυμάμαι. Μπορεί να έχω ξεχάσει το σπαρτάρισμα του ζώου πριν πεθάνει, αλλά αυτό το καζάνι με το αίμα δεν θα το ξεχάσω.  

 Γεννήθηκα σ’ ένα χωριό της Αρκαδίας, ορεινό πολύ, που λέγεται Κοσμάς. Όχι πολύ μικρό. Χειμώ- να δεν έχω ζήσει ποτέ εκεί. Κατεβαίναμε σ’ ένα άλλο χωριό που έχει ελιές και είναι πεδινό και λέγεται Βρονταμάς. Στο πάνω χωριό το σπίτι ήτανε παρά πολύ μικρό. Το μισό ανήκε σε κάτι συγγενείς που ζούσαν στην Αμερική κι ήτανε πάντα κάποια δωμάτια κλειδωμένα. Το κάτω σπίτι είχε σαλόνι. Εκεί κοιμόμουν. Το σαλόνι ήταν το πιο άδειο δωμάτιο του σπιτιού. Τα σαλόνια τα χρησιμοποιούσαν μόνο για τις κηδείες. Είχε 4 καρέκλες, ένα τραπεζάκι, ένα ντιβάνι και νυφικές φωτογραφίες της μάνας μου. Είχε μεγάλους, άδειους τοίχους, μεγάλους. Δεν υπήρχανε πολλά έπιπλα και καθόλου πίνακες, ούτε βιβλία. Μόνο αυτές οι νυφικές φωτογραφίες στον τοίχο και κάποιες άλλες μέσα σε κορνίζες πάνω σ’ ένα τραπέζι, όπου ήταν οι φωτογραφίες των πεθαμένων και που τώρα έχουν αυξηθεί πολύ. Αυτά τα δωμάτια, για των οποίων τη διακόσμηση δεν είχα καμία ευθύνη, τα θυμάμαι πολύ καθαρά. Αυτή την ευθύνη και σήμερα δεν θέλω να την έχω. Δεν ξέρω πώς να φτιάξω ένα δωμάτιο. Τι να του βάλω. Ούτε έχω καμιά φαντασία για το τι χρώμα πρέπει να βαφτεί ένας τοίχος, για παράδειγμα. Από την άλλη, βέβαια, να ξέρεις ότι δεν έχω σε καμιά υπόληψη τους ντεκορατέρ. Μάλλον γι’ αυτό ζωγραφίζω ανθρώπους που κάθονται σε μια καρέκλα και γύρω οι τοίχοι είναι μεγάλοι και άδειοι. Ακόμα όταν ξαπλώνω στο σπίτι μού αρέσει να κοιτάζω τον τοίχο απάνω και να τον χαζεύω. 

  Ο παππούς μου και ο πατέρας μου είχανε ταβέρνα και κρεοπωλείο. Χασαποταβέρνα, δηλαδή. Οι γονείς μου ήτανε μετρίου αναστήματος και οι δυο. Ο πατέρας μου ήτανε λίγο πιο ψηλός από τη μάνα μου, αλλά η μάνα μου είχε μεγαλύτερη ικανότητα να μεταποιεί την ύλη. Το σχολείο ήταν ένα πολύ μεγάλο κτίριο στην άκρη του χωριού και παραμένει εκεί. Έχει 2 ορόφους. Είναι χτισμένο με πέτρα κι έχει 2 κύριες εισόδους. Εμείς κάναμε μάθημα στο ισόγειο σε 2 πολύ μεγάλες αίθουσες. Εκτός απ’ την αίθουσα του δασκάλου και της βιβλιοθήκης, υπήρχε και άλλη μια αίθουσα, που ήταν κενή, και ταυτόχρονα ο πάνω όροφος είχε άλλες 4 τεράστιες άδειες αίθουσες. Οι δάσκαλοι ήτανε πάρα πολύ αυστηροί κι έπεφτε ξύλο αρκετά συχνά. Θυμάμαι μια εικόνα που με είχε εντυπωσιάσει και που νομίζω ήτανε στο αναγνωστικό της Δευτέρας ή στο αναγνωστικό της Πέμπτης, όπου υπήρχε ένα κείμενο για τα Μετέωρα κι η εικόνα περιέγραφε την προσπάθεια ενός ανθρώπου ν’ ανέβει ή να κατέβει μέσα σ’ ένα δίχτυ. Επίσης, θυμάμαι το σπιτάκι από το αλφαβητάριο της Α’ Δημοτικού. Το κείμενο έγραφε «φέρε ξύλα, φέρε πέτρες, φέρε λάσπη, θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι». Δεν μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε στην πλατεία, εάν δεν είχαμε μια καλή δικαιολογία κι αυτό ήταν τεράστιο πρόβλημα, όταν έπρεπε να πας να φωνάξεις τον πατέρα σου απ’ το καφενείο για να έρθει σπίτι να φάτε.   

Υπάρχουν αντικείμενα που δεν ζωγραφίζω. Αυτοκίνητα ή ένα αστραφτερό ηχοσύστημα. Γενικώς, δεν μου αρέσουν τα πολύ καινούργια πράγματα. 

  Δυο κουρείς ηλικιωμένοι, δεν ήταν αδέρφια, μας έκοβαν τα μαλλιά πολύ κοντά με παλιές μηχανές, που πιο πολύ τράβαγαν τις τρίχες παρά τις έκοβαν. Ήταν απελπιστική η διαδικασία του κουρέματος εκεί. Η ταβέρνα ήταν το ισόγειο του σπιτιού. Η πελατεία ήταν άντρες, καμία γυναικά φυσικά. Αυτό που ήθελαν δεν ήταν φαγητό, αλλά κρασί. Οι ταβέρνες χωρίζονταν σε καλές και κακές, όχι από την ποιότητα του φαγητού αλλά απ’ την ποιότητα του κρασιού. Η ταβέρνα ήταν η πρώτη μου δουλειά. Κουβαλούσα κρασί. Όταν ήμουν μικρός, μου άρεσε πολύ, αλλά αργότερα που μεγάλωσα δεν μου άρεσε, καθώς οι απαιτήσεις ήταν περισσότερες. Τα φαγητά μιας ταβέρνας κι οι πίνακες μοιάζουν, καθώς και στις δυο περιπτώσεις παίρνεις πρωτογενή υλικά, τα χρώματα, τον καμβά, το τελάρο, το νέφτι, το μαρούλι, το κρεμμύδι, το κρέας, τα επεξεργάζεσαι έτσι ώστε να χάσουν την πρώτη ταυτότητά τους, τα μετατρέπεις σε κάτι άλλο, αλλά στο τέλος πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός, γιατί στο τέλος πρέπει πάντα να ξέρουμε στα σίγουρα για τι μιλάμε. Να μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε την ντομάτα μιας σάλτσας και το κόκκινο χρώμα μιας ζωγραφιάς.   

Έφυγα από το χωριό μόλις τελείωσα το σχολείο για να έρθω στην Αθήνα, όπου ένας δάσκαλος μού είχε πει ότι υφίσταται μια σχολή που λέγεται Καλών Τεχνών. Σχεδίαζα από μικρός. Σχεδίαζα πιο πολύ πράγματα που ήμουν υποχρεωμένος να σχεδιάζω. Εννοώ αυτές τις ζωγραφιές στα βιβλία του σχολείου δηλαδή, που έπρεπε ν’ αντιγράφεις σ’ ένα τετράδιο τις εικόνες του αλφαβηταρίου σαν εργασία. Στην αρχή μού τα ζωγράφιζε η μάνα μου. Τα έφτιαχνε τη νύχτα που εγώ κοιμόμουν. Η μάνα μου, δηλαδή, μάλλον ήτανε ο πρώτος ζωγράφος που είδα στη ζωή μου. Κάποια στιγμή χρειάστηκε να επισκεφθεί την Αθήνα για να δει έναν γιατρό και θα έλειπε μια ολόκληρη εβδομάδα. Τότε αναγκάστηκα να σχεδιάσω μόνος μου. Το πρώτο πράγμα που έφτιαξα ήτανε μια χελιδονοφωλιά και δίπλα ή μέσα ένα χελιδόνι. Μου είχε χαρίσει ένας ξάδερφός μου ένα σετ με τέμπερες και δεν ήξερα ακριβώς πώς ζωγραφίζει κανείς μ’ ένα σετ με τέμπερες και προσπάθησα κάποια στιγμή ν’ αντιγράψω την παιδική συναυλία του Ιακωβίδη. Ήτανε μια μεγάλη αποτυχία. Αυτό τον πίνακα τον είχα δει σε μια από τις επισκέψεις στην Αθήνα, που σκοπό είχε να πάω στον οφθαλμίατρο. Με φέρνανε στην Αθήνα κάθε 2-3 χρόνια γι’ αυτό τον λόγο. Για τον (παύση) οφθαλμίατρο.  

 Ήθελα πολύ να γίνω ζωγράφος. Τότε φανταζόμουνα πως όταν γίνω ζωγράφος, θα έχω πάντα ένα μοντέλο και θα ερωτοτροπώ μαζί του. Όταν ήρθα στην Αθήνα, έμενα στης θείας μου, στο Νέο Ψυχικό. Πήγαινα στο κέντρο με το τρόλεϊ νούμερο 13. Κατέβαινα στη στάση Καλλιφρονά. Εκείνη την περίοδο, νομίζω, ξεκίνησα σιγά σιγά ν’ αποκτώ συνείδηση της ομορφιάς. Συνείδηση. Δεν ήταν απλό, καθόλου. Τα χρόνια των σπουδών ήταν μια μεγάλη, αδιαμόρφωτη περίοδος, που δεν είσαι καλλιτέχνης και που απλά ξέρεις μάλλον ότι θα ήθελες να γίνεις κάποτε καλλιτέχνης. Τα έργα που κάνεις όταν ξεκινάς είναι έργα που έχουν μέσα τους τα πρώτα τρία βήματα μιας πορείας, αλλά τρία μόνο βήματα δεν είναι μια πορεία και δεν ξέρω αν το καταλάβαινα τότε. Τα πρώτα έργα σού φαίνονται πάντα διαφορετικά μεταξύ τους. Δεν μπορείς να διακρίνεις βασικά πράγματα, όπως, για παράδειγμα, τον τρόπο που ακουμπάς το πινέλο σου πάνω στον πίνακα και που είναι μοναδικός στον κάθε ζωγράφο ή, επίσης, το στοιχείο της γκάμας, των χρωμάτων.   

Η γκάμα του ζωγράφου είναι σαν τη χροιά της φωνής. Δεν μπορεί ποτέ κάποιος να πετύχει τη χροιά της φωνής κά- ποιου άλλου. Γεννιέσαι με μια γκάμα χρωμάτων που μπορείς να χρησιμοποιείς. Μπορείς να την εμπλουτίσεις λίγο, αλλά δεν μπορείς να την αλλάξεις. Όταν ξεκινάς, επίσης, επηρεάζεσαι από άλλους ζωγράφους και όσο πιο μεγάλο είναι το μέγεθος του ζωγράφου αυτού τόσο πιο καρικατούρα φαίνεται η επιρροή σου. Μου αρέσανε οι νεκρές φύσεις του Σεζάν. Έκανα νεκρές φύσεις. Συνέχεια νεκρές φύσεις. Ταυτόχρονα, είχα διαβάσει σ’ ένα βιβλίο ότι ξυπνούσε πολύ πρωί και πήγαινε σ’ ένα βουνό και ζωγράφιζε και άρχισα κι εγώ να ξυπνάω στις 6 το πρωί και να πηγαίνω στο ατελιέ και ήτανε νύχτα και περίμενα, χωρίς να κάνω τίποτα, να ξημερώσει. Ομίχλη. Μέσα σε μια ομίχλη είσαι στην αρχή. Νομίζω ότι καταλαβαίνεις τι πρέπει να ζωγραφίσεις όταν δεν πλήττεις, όταν το ζωγραφίζεις και όταν δεν σκέφτεσαι πολύ όταν το ζωγραφίζεις. Δεν ήταν τόσο εύκολο να καταλάβεις αν το δικό σου έργο είναι καλό. Ήταν εύκολο να καταλάβεις ότι το έργο ενός άλλου είναι καλό, αλλά ταυτόχρονα δεν ήταν εύκολο να καταλάβεις γιατί αυτό το έργο του άλλου είναι καλό. Δεν ήξερα πότε ένα έργο έχει τελειώσει. Αυτό ήτανε πολύ δύσκολο.  

 Και σήμερα είναι, αλλά λιγότερο. Σήμερα ξέρω, τουλάχιστον, ότι είμαι ζωγράφος. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είμαι ζωγράφος και ζωγραφίζω. Δεν μπορώ να κάνω βίντεο, δεν μπορώ να κάνω κατασκευές, ούτε γλυπτική ούτε να γράψω ένα δοκίμιο για τη ζωγραφική, ούτε να τρυπήσω τον μουσαμά μπορώ. Άμα μου αρέσει κάτι, θα πρέπει να βρω τον τρόπο να το ζωγραφίσω. Αυτό μόνο. Τίποτε άλλο. Το να κολλήσω ένα κομμάτι δέντρου πάνω σ’ έναν πίνακα μού φαίνεται απλό και νομίζω τότε, αυτόματα, ο υπόλοιπος πίνακας θα δείξει την ψεύτικη υπόστασή του. Όταν κάνεις έναν πίνακα και φτιάχνεις ένα δέντρο ή ένα σπίτι, προσπαθείς να πείσεις τους άλλους ότι το παραμύθι που τους δείχνεις είναι αληθινό. Αν φτιάξω (παύση) το δικό σας πορτρέτο και με κάποιον τρόπο κολλήσω το μπλουζάκι που φοράτε στον πίνακα, τότε το κεφάλι σας, τα χέρια σας, ο τοίχος πίσω σας, τα μαλλιά σας, θα είναι ψεύτικα. Εσείς (παύση) θα είστε ψεύτικος. Ο στόχος μου, λοιπόν, είναι να ερμηνεύσω το μπλουζάκι σας. Το οποίο, μάλιστα, είναι κι ένα μοντέρνο μπλουζάκι, ένα σύγχρονο μπλουζάκι, που σημαίνει ότι δεν έχει ζωγραφιστεί από άλλους στο παρελθόν και ότι δεν θα μπορούσα να βρω βοήθεια μέσα από αναφορές γι’ αυτό το μπλουζάκι σας. Αυτό, όμως, θέλω να κάνω και, ξέρετε, δύσκολα ο πίνακας που θα κάνω στο τέλος θα μου αφήσει το αίσθημα της επιτυχίας. Πάντοτε το αίσθημα, όταν ζωγραφίζεις κάτι, είναι λειψό. Είναι μάλλον δυσάρεστο. 

  Μάλλον φεύγεις κάθε βράδυ και σκέφτεσαι ότι απέτυχες να δείξεις την ένταση αυτού που υπάρχει. Ίσως μετά από πολύ καιρό, όταν θα ξαναδείς ένα έργο, τότε μπορεί, υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να σου δημιουργήσει μια αίσθηση χαράς, αλλά τότε δεν θα σε νοιάζει ακριβώς, γιατί εσύ ήθελες, όταν τον ζωγράφιζες, να νιώθεις χαρά κι όχι μετά από μήνες ή χρόνια. Βέβαια, από την άλλη, όποιος νιώθει ευχαρίστηση όταν ζωγραφίζει κάτι θα πρέπει να πάει να κοιταχτεί για απλοϊκότητα. Η πόλη μού άρεσε πάρα πολύ. Λέξεις που σήμαιναν κάτι στο χωριό εδώ δεν σήμαιναν τίποτα κι έπρεπε σιγά-σιγά να μην τις λέω, γιατί αυτοί με τους οποίους μιλούσα δεν τις καταλάβαιναν. Έτυχε και πέρασα στην Καλών Τεχνών τελευταίος, αλλά με την πρώτη φορά. Φοβάμαι σήμερα όταν σκέφτομαι τι θα είχε γίνει εάν δεν περνούσα με την πρώτη - δεν ξέρω τι θα συνέβαινε. Φοβάμαι όταν το σκέφτομαι. Ταυτόχρονα, είχα περάσει στα ΚΑΤΕ στη Φλώρινα, αλλά δεν πήγα ποτέ. Όταν τελείωσα την Καλών Τεχνών πήγα στο Παρίσι. 

  Φωνάζω όταν μιλάω, δηλαδή υψώνω τον τόνο της φωνής μου. Μεγάλωσα σ’ εποχή και σε κόσμο και σε σπίτι και σε περιβάλλον όπου τα παιδιά δεν άκουγαν επιχειρήματα αλλά φωνές. Από μικρός ακούω ανθρώπους να φωνάζουν δυνατά. Στη Γαλλία είχα μεγάλο πρόβλημα με τον τρόπο που μιλάω, γιατί εκεί μιλάνε σιγά. Όμως, έτσι έμαθα και αυτό κάνω. Μεγάλωσα σε χώρους δυνατών φωνών, κραυγών και ουρλιαχτών. Δεν οδηγώ αυτοκίνητο. Δεν ξέρω να οδηγώ, δηλαδή. Μάλιστα, έχω μάθει τόσο καλά πια τη θέση του συνοδηγού, που πλέον νομίζω ότι θα ήταν πολύ επικίνδυνο να οδηγήσω, γιατί από συνήθεια θα έστρεφα το κεφάλι μου να κοιτάξω έξω ένα βουνό, τον δρόμο, τη θάλασσα ή κάτι άλλο, και θα σκοτωνόμουν. Φέτος έκανα 16 μέρες διακοπές. Παλιότερα δεν έκανα καθόλου, αλλά φέτος που πήγα μου άρεσε. Ήταν ωραία. Έμαθα μπάνιο όταν ήμουνα 33 ετών. Τα καλοκαίρια δούλευα στην ταβέρνα και δεν μπορούσα να πάω στη θάλασσα. Τον χειμώνα δεν δούλευα, μόνο ζωγράφιζα. Νομίζω κατάλαβα νωρίς πως άμα δουλεύεις σε μια δουλειά δεν ζωγραφίζεις όπως πρέπει και όσο πρέπει. 

  Από παλιά έχω δυο φίλους. Ο ένας μένει ακόμα στο χωριό και είναι αγρότης. Ο άλλος έχει έρθει στην Αθήνα κι έχει ανοίξει ένα βενζινάδικο. Έχω και μια φίλη που είναι καθηγήτρια. Δεν μιλάμε κάθε μέρα στο τηλέφωνο. Δεν υπάρχει κανείς που να μιλάω κάθε μέρα στο τηλέφωνο. Δεν τσακώνομαι με τους ανθρώπους που δεν θέλω να ξαναδώ, αλλά μόνο φεύγω. Ο Μονταίν είχε μόνο έναν φίλο, μοναδικό, στον οποίο θα εμπιστευότανε την τύχη των παιδιών του, εάν πέθαινε. Για μένα δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος. Δεν νομίζω ότι έχω την πολυτέλεια να έχω τέτοιο φίλο. Θα ήταν ευτύχημα, αλλά δεν νομίζω ότι την έχω αυτή την πολυτέλεια. Αντίστοιχα, ούτε οι φίλοι μου νομίζω πως θεωρούν ότι θα μπορούσαν να μου αφήσουν τη φροντίδα των παιδιών τους, εάν πάθουν κάτι. Ακούω Τρίτο Πρόγραμμα όταν ζωγραφίζω, μόνο αυτό, γιατί δεν έχει ραδιοφωνικές διαφημίσεις. Σιχαίνομαι τις ραδιοφωνικές διαφημίσεις. Μου φαίνονται οδυνηρές. Τα τελευταία δυο χρόνια ακούω επίσης ειδήσεις το μεσημέρι, το μεγάλο δελτίο ειδήσεων στις 2. 

 Μέχρι τα 35 μου δεν είχα καμιά σχέση με τη μουσική. Τότε μόλις είχα ξεκινήσει να κάνω πορτρέτα. Ένας άνθρωπος που ζωγράφιζα και ο οποίος είχε φρικάρει μέσα στη μουγκαμάρα μού πρότεινε να φέρει ένα ραδιόφωνο. Του είπα, δεν ξέρω, φέρ’ το και θα δούμε. Μου άρεσε. Δεν με ενοχλούσε. Σιγά-σιγά το συνήθισα. Μετά το ραδιόφωνο αυτό πέθανε κι αγόρασα ένα CD player και αγόρασα και μερικά CDs. Μετά από καιρό άρχισα ν’ αναγνωρίζω μουσικές. Δεν ξέρω ποιες ηχογραφήσεις του Βάγκνερ ή του Μότσαρτ θεωρούνται οι καλύτερες, αλλά ξέρω ότι αυτό που ακούω μου αρέσει. Δεν έχω καμιά εκπαίδευση και καμιά γνώση πάνω στη ροκ. Έχω αχρωματοψία. Μπορώ να ξεχωρίσω το χρώμα μιας ντομάτας ή μιας φράουλας, όμως το πρόβλημα υπάρχει στο πόσο κόκκινο έχει το γκρι του τοίχου πίσω σου ή στο εάν μια μουντζούρα πάνω σ’ ένα μάγουλο πρασινίζει η μοβίζει. Δεν υπάρχουν χρώματα που δεν χρησιμοποιώ. Υπάρχουν αντικείμενα που δεν ζωγραφίζω. Αυτοκίνητα ή ένα αστραφτερό ηχοσύστημα. Γενικώς, δεν μου αρέσουν τα πολύ καινούργια πράγματα. Αυτό το ψυγείο πίσω σας, με τις δαχτυλιές, το έχω ζωγραφίσει, αλλά αυτό το γυαλιστερό κασετόφωνο δίπλα όχι, αυτό το βρόμικο τηλέφωνο στην άκρη έχει ζωγραφιστεί, αυτό το φως πίσω σας όχι. Αυτό που κάνω ξέρω ότι δεν είναι υπέρ μου, δυστυχώς.

   Θαυμάζω τον Χόκνεϊ. Τ’ αψεγάδιαστα, απαστράπτοντα χρώματά του. Όμως, εγώ δεν είμαι αυτό. Δεν θα φόραγα ποτέ ένα πορτοκαλί μπλουζάκι. Δεν θα φόραγα ποτέ ένα ροζ μπλουζάκι. Επίσης, δεν θα φόραγα μια μπλούζα που γράφει κάτι επάνω. Αντιλαμβάνομαι την ομορφιά που μπορεί να έχουν κάποια ρούχα, αλλά ταυτόχρονα δεν με ενδιαφέρει εμένα. Μου αρέσουνε τα ρούχα που περνάνε απαρατήρητα. Κοστούμι φοράω το Πάσχα και σε γάμους. Έχω μόνο 2 γραβάτες. Στους πίνακές μου υπάρχουν λίγα πράγματα. Αν ζωγράφιζα εσάς τώρα, έτσι όπως σας βλέπω, θα έβαζα αυτό το τραπεζάκι δίπλα σας με το τασάκι επάνω και το τραπεζάκι θα μείωνε τη μοναξιά σας, γιατί το τραπεζάκι θα ήταν ο σύντροφός σας στην εικόνα, αλλά ίσως, από την άλλη, η μοναξιά σας να ήταν και μεγαλύτερη, γιατί η συντροφιά σας θα ήταν απλά ένα τραπεζάκι και τίποτα παρα- πάνω.    

 Κύριε Ρόρρη, θα ήθελα να μου πείτε τι χρώμα έχουν οι δυο γραβάτες που έχετε. 

Η μια γραβάτα μου είναι μπεζ, γιατί το καλοκαιρινό κοστούμι μου είναι μπεζ, και η άλλη γραβάτα μου είναι γκρι, γιατί το χειμερινό κοστούμι μου είναι γκρι. 

Ο Γιώργος Ρόρρης είναι 30 περίπου ετών κι έχει ύψος 1,89. Τα πινέλα του είναι φτιαγμένα από τσιμέντο (2/4), αίμα (1/4) και κολόνια (1/4), ενώ οι τρίχες τους είναι από κομμένες τρίχες επαρχιακών και συνοικιακών, αντρικών και παιδικών κουρείων. Καπνίζει κρυφά 2 τσιγάρα κάθε βράδυ, πίνοντας πόσιμο νερό από το ψυγείο. Τα μαλλιά του το καλοκαίρι είναι γκρι και τον χειμώνα μπεζ. Φοράει ένα μαύρο, πλαστικό ρολόι που περνάει απαρατήρητο. 

 ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΥΘΥΜΗ ΦΙΛΙΠΠΟΥ 
28.9.2011 

http://www.lifo.gr/mag/columns/4242




Συζήτηση με τον Γιώργο Ρόρρη