Ελεγκτικό Συνέδριο:Γνωμοδότηση. Επιστημονική Επιτροπή Βουλής:Έκθεση για τη μεταρρύθµιση ασφαλιστικού- συνταξιοδοτικού συστήματος


Σύμφωνα με το άρ. 73 παρ. 2 Συντάγματος, «νομοσχέδια που αναφέρονται στην απονομή σύνταξης και στις προϋποθέσεις της υποβάλλονται μόνο από τον Υπουργό Οικονομικών ύστερα από γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου».

Η διατύπωση γνώμης από το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι μεν μη δεσμευτική, ωστόσο σε μεγάλο βαθμό προκαταλαμβάνει την κατασταλτική περί (αντι)συνταγματικότητας κρίση του δικαστή μετά την ψήφιση του σχετικού νόμου.

Το νομοσχέδιο Κατρούγκαλου («Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού συστήματος») εξετάστηκε στο πλαίσιο της (απλής) γνωμοδοτικής αρμοδιότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου κι έδωσε την κατάλληλη αφορμή για μια σειρά από ουσιώδεις προβληματισμούς σχετικά με τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης.

Πρώτον, ενόψει της αρχής της ισονομίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, ο νόμος Κατρούγκαλου καθιερώνει ένα Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης που «λειτουργεί με ενιαίους κανόνες για όλους χωρίς διακρίσεις». Παρά τον γοητευτικό διακηρυκτικό στόχο της μεταρρύθμισης, τίθεται το ζήτημα αν μπορούν να υπαχθούν στο ίδιο ασφαλιστικό καθεστώς μισθωτοί του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι διέπονται από διαφορετικό εργασιακό καθεστώς.

Η ουσιαστική-αναλογική ισότητα δεν εξαντλείται στην τυπική ισότητα όλων ενώπιον του νόμου, αλλά εγγυάται την «ίση μεταχείριση των όμοιων περιπτώσεων και την άνιση των ανόμοιων».

Το Ελεγκτικό Συνέδριο εγείρει ζήτημα μη συνταγματικότητας της υπαγωγής όλων των κατηγοριών εργαζομένων στο ίδιο ασφαλιστικό φορέα, ωστόσο καταλήγει, κατά την ταπεινή μου γνώμη, στο ορθό συμπέρασμα μέσα από εσφαλμένο δικαιολογητικό συλλογισμό. Επιχειρεί να θεμελιώσει την εξαίρεση του ασφαλιστικού καθεστώτος των δημοσίων υπαλλήλων στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της μονιμότητας (άρ. 103 Συντ.) και των δικαστικών λειτουργών στα εχέγγυα προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας που εγγυώνται τα άρ. 87 και 98 Συντ.

Κατά τη γνώμη μου, το μείζον θέμα είναι να αναδειχθεί και να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά ο δυσμενής χαρακτήρας του εργασιακού καθεστώτος στον ιδιωτικό τομέα (ομαδικές απολύσεις, ατομικές συμβάσεις εργασίας κ.τ.λ.) και όχι να αναπαραχθεί θεσμικά ο προνομιακός χαρακτήρας του υπαγόμενου στο διοικητικό δίκαιο μόνιμου προσωπικού του δημόσιου τομέα.

Η καταπολέμηση του κοινωνικού αυτοματισμού και του συνακόλουθου προς τα κάτω εξισωτισμού των κοινωνικών δικαιωμάτων περνάει μέσα από ένα (προνοιακού χαρακτήρα) δίχτυ ασφαλείας ιδίως για τους επισφαλώς εργαζομένους, τους μισθωτούς σκλάβους του 21ου αιώνα.

Η υπαγωγή στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης όλων των υπαλλήλων-λειτουργών του Δημοσίου (τακτικών και μετακλητών), των τακτικών και μετακλητών υπαλλήλων της Βουλής, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. α' και β' βαθμίδας, των ιερέων και των υπαλλήλων των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του Πυροσβεστικού Σώματος συνιστά αναμφισβήτητα θετική εξέλιξη, εναρμονιζόμενη με τη συνταγματική απαίτηση για ισότητα στα δημόσια βάρη (άρ. 4 παρ. 5 Συντ.).

Ωστόσο, η εισαγωγή εξαιρέσεων για τις τιμητικές-προσωπικές συντάξεις (π.χ. πολεμική σύνταξη, βουλευτές, αιρετά όργανα Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού) αναιρεί εκ βάθρων ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης με ενιαίους κανόνες για όλους χωρίς διακρίσεις. Πράγματι, στις παραπάνω κατηγορίες προσώπων η απονομή σύνταξης δεν συναρτάται κατά κανένα τρόπο με παροχή υπηρεσίας ή χρόνο ασφάλισης, άρα εκ πρώτης όψεως δικαιολογείται η διαφορετική μεταχείριση, όμως αν δεχθούμε κάθε τέτοια εξαίρεση δεν θα προκύψει ποτέ στην πραγματικότητα ένα Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης.

Άλλο ένα προβληματικό σημείο που έρχεται σε αντίφαση με την απόπειρα ενοποίησης κι εναρμόνισης των ποικίλων, άναρχων και άνισων, ασφαλιστικών καθεστώτων είναι η αναπαραγωγή της διαφοροποίησης σε παλαιούς και νέους συνταξιούχους με χρονική αφετηρία την ψήφιση του υπό κρίση νόμου.

Έτσι, όπως ορθά επισημαίνει το Ελεγκτικό Συνέδριο, είναι πολύ πιθανό να εμφανισθεί και πάλι το νοσηρό φαινόμενο «εργαζόμενοι με τα ίδια χρόνια υπηρεσίας, τον ίδιο βαθμό, τον ίδιο μισθό ενεργείας να λαμβάνουν διαφορετικές συντάξεις, η διαφορά των οποίων μπορεί να φθάνει μέχρι και στο 35%, γεγονός που αντίκειται στις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας που επιβάλλουν την ίση μεταχείριση των ομοίων και την αναλογική συνεισφορά στα δημοσιονομικά βάρη».

Η κατοχύρωση βασικής Εθνικής Σύνταξης, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, εγγυάται το δημόσιο, καθολικό και αναδιανεμητικό χαρακτήρα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Η χρηματοδότηση του αναδιανεμητικού σκέλους της σύνταξης απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό φιλοδοξεί να εξασφαλίσει ένα «αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, όσο το δυνατό εγγύτερα προς εκείνο που είχε ο ασφαλισμένος κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου».

Πάντως, η διατήρηση ενός επιπέδου διαβίωσης ουσιωδώς ομοίου με αυτό που είχε ο ασφαλισμένος κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου δεν συνεπάγεται sine qua non ότι διασφαλίζεται η αξιοπρεπής διαβίωση με όρους Existenzminimum.

Η πλήρωση των υλικών όρων της αξιοπρεπούς διαβίωσης, ενόψει του άρ. 2 παρ. 1 Συντ., «δεν περιορίζεται στην εξασφάλιση των όρων της φυσικής υπόστασης του ανθρώπου (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά καλύπτει και τη συμμετοχή του συνταξιούχου στην κοινωνική ζωή της χώρας κατά τρόπο που δεν αφίσταται ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου» (βλ. Hartz IV Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, ΣτΕ Ολομ. 2190/2015).

Η ύπαρξη προϋποθέσεων για την καταβολή της βασικής εθνικής σύνταξης (15 έτη ασφάλισης για τη μερική και 20 έτη ασφάλισης για την πλήρη) εγείρει ζήτημα σε σχέση με το άρ. 2 παρ. 1 Συντ., καθώς η αξιοπρεπής διαβίωση εξαρτάται από την υπαγωγή στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης, κάτι που είναι λίαν αβέβαιο σε συνθήκες καλπάζουσας ανεργίας και επισφαλούς-«μαύρης» εργασίας. Το ποσό της βασικής εθνικής σύνταξης καθορίζεται καταρχήν στα 384 ευρώ, χωρίς να αποκλείεται η αναπροσαρμογή του στο μέλλον.

Η παντελής ασάφεια ως προς τους όρους και το πρόσημο (θετικό ή αρνητικό) της αναπροσαρμογής (π.χ. δεν υπάρχει πρόβλεψη για μεταβολή του ΑΕΠ ή για συσχέτιση με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) φαίνεται να μην εναρμονίζεται επαρκώς με τον -αναδιανεμητικού χαρακτήρα- πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση (άρ. 22 παρ. 5 Συντ.).

Ως προς το ανταποδοτικό σκέλος της σύνταξης, το οποίο προσδιορίζεται βάσει των καταβεβλημένων εισφορών και του ποσοστού αναπλήρωσης, σύμφωνα με το νόμο Κατρούγκαλου, το Κράτος υπέχει πλήρη εγγυητική υποχρέωση για το σύνολο των ασφαλιστικών παροχών.

Στο αμέσως επόμενο εδάφιο ,πάντως, ο νόμος προβλέπει ότι «ειδικές διατάξεις σχετικές με την κρατική χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης καταργούνται». Όπως εύστοχα παρατηρεί το Ελεγκτικό Συνέδριο στη γνωμοδότησή του, «η πλήρης διακοπή της δυνατότητας της κρατικής χρηματοδότησης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης θέτει ζήτημα συμβατότητας με το άρ. 22 παρ. 5 Συντ.».

Εξάλλου, η «ρήτρα μηδενικού ελλείμματος» στις επικουρικές συντάξεις, δηλαδή η πλήρης απόρριψη του αναδιανεμητικού χαρακτήρα στις (καταρχήν, αλλά όχι απόλυτα ανταποδοτικές) επικουρικές συντάξεις κρίθηκε αντιβαίνουσα προς το Σύνταγμα ήδη από την ΣτΕ Ολομ. 2287/2015.

Ως προς τις συντάξεις αναπηρίας, ο περιορισμός του ρυθμιστικού βεληνεκούς της πλήρους εθνικής σύνταξης μόνο σε συνταξιούχους με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω είναι επίσης προβληματικός. Η χορήγηση μόνο του 75% της πλήρους σύνταξης στους συνταξιούχους με ποσοστό αναπηρίας 67%-79,99% και του 50% της πλήρους σύνταξης στους συνταξιούχους με ποσοστό αναπηρίας 50%-66,99% εισάγει αδικαιολόγητη εξαίρεση σε βάρος ασφαλισμένων ευρισκόμενων σε ιδιαίτερα σοβαρή κατάσταση, ανάλογη ολικής ανικανότητας προς εργασία, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στη γνωμοδοτική του κρίση το Ελεγκτικό Συνέδριο.

Η καταχρηστική πρακτική των «μαϊμού» αναπηρικών συντάξεων ασφαλώς και δεν αντιμετωπίζεται με την περιστολή των κοινωνικών δικαιωμάτων των (πραγματικά) ευπαθών ομάδων του κοινωνικού συνόλου, καθώς οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε υποβάθμιση του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρ. 25 παρ. 1 Συντ.).

Η καθιέρωση ανώτατου ορίου καταβολής ατομικής μηνιαίας σύνταξης, ανερχόμενης στο εξαπλάσιο του πλήρους ποσού της εθνικής σύνταξης, μπορεί να μην κρίθηκε αντιβαίνουσα προς το Σύνταγμα από το Ελεγκτικό Συνέδριο, αλλά εμφανίζει δυσχέρειες. Ενδεχομένως να εξυπηρετεί τους αναδιανεμητικούς σκοπούς του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης, ωστόσο μπορεί να φτάσει στο σημείο να θίξει την κατ’ αρχήν ανταποδοτικότητα στη σχέση εισφορών-παροχών, ιδίως σε περιπτώσεις εργαζομένων που κατέβαλαν ιδιαίτερα μεγάλες εισφορές για εκτεταμένο χρονικό διάστημα.

Από εκεί και πέρα, το Ελεγκτικό Συνέδριο, σε συνέχεια προηγούμενων γνωμοδοτήσεων και δικαιοδοτικών του κρίσεων, ανέδειξε την έλλειψη αναλογιστικής μελέτης σε κύρια παθογένεια του νέου νομοσχεδίου. Η απουσία αναλογιστικής μελέτης έχει ως συνέπεια την ανεπαρκή τεκμηρίωση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος και την ελλιπή αιτιολόγηση της αδυναμίας θεσμοθέτησης ηπιότερων εναλλακτικών μέτρων, ενόψει της αρχής της αναλογικότητας (άρ. 25 παρ. 1 Συντ.) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρ. 4 παρ. 5 Συντ.).

Στο ίδιο μήκος κύματος, το Ελεγκτικό Συνέδριο επισημαίνει τη δομική ασάφεια της συγκρότησης του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ). Η απροσδιοριστία των ρυθμίσεων αφορά ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων, όπως τη νομική μορφή του ΕΦΚΑ, τον τρόπο οργάνωσής του, τις αρμοδιότητές του και το βαθμό λειτουργικής και οικονομικής εξάρτησης από το Δημόσιο.

Το μελανό σημείο της γνωμοδότησης του Ελεγκτικού Συνεδρίου εντοπίζεται στην εγκατάλειψη της τάσης αξιοποίησης του χρέους κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, το οποίο είχε βρει πεδίο εφαρμογής στην πρόσφατη νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Συμβουλίου της Επικρατείας για την (αντι)συνταγματικότητα περικοπών στις συνταξιοδοτικές παροχές. Η μη επίκληση του άρ. 25 παρ. 4 Συντ. έχει ως αρνητική συνέπεια να μην αναδεικνύεται η αλληλεγγύη στις τρεις διαστάσεις της.

Στην ενδο-γενεακή της διάσταση, ως δίκαιος καταμερισμός των βαρών μεταξύ των μελών της εκάστοτε ασφαλιστικής κοινότητας (π.χ. αντισυνταγματικότητα οριζόντιων περικοπών με επιβάρυνση των ίδιων κατηγοριών ασφαλισμένων).

Στη δια-γενεακή της εκδοχή, ως διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος χάριν των επόμενων γενεών (π.χ. συνταγματικότητα περιορισμών στην απόλαυση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος προς όφελος της μέλλουσας ασφαλιστικής κοινότητας).

Και, στην αναδιανεμητική της μορφή, ως επιταγή του κοινωνικού κράτους δικαίου για άμβλυνση των κοινωνικών και οικονομικών αντιθέσεων και ανισοτήτων (π.χ. εξασφάλιση εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης του ασφαλιστικού συστήματος μέσω της φορολογίας, αναγόρευση της κοινωνικής ασφάλισης σε μηχανισμό αναδιανομής μεταξύ των ευπορότερων και των ασθενέστερων μελών του κοινωνικού συνόλου). Δίχως το διακριτό φωτισμό του χρέους αλληλεγγύης, η κρίση περί (αντι)συνταγματικότητας μιας ασφαλιστικής μεταρρύθμισης περιορίζεται σε μάχη οπισθοφυλακής για διατήρηση του μη βιώσιμου status quo και δεν λαμβάνει το χαρακτήρα ενός διαρκούς αγώνα για προοδευτική βελτίωση του συστήματος κοινωνικής προστασίας, ιδίως ενόψει της απαίτησης για διαγενεακή δικαιοσύνη.

Last but not least, το Ελεγκτικό Συνέδριο εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τους «ασφυκτικούς χρονικούς περιορισμούς», μέσα στους οποίους άσκησε τη γνωμοδοτική του αρμοδιότητα λόγω του κατεπείγοντος χαρακτήρα του νομοσχεδίου. Πρόκειται για συμβολική κίνηση με αποδέκτες τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, ώστε να διαφανεί ότι το μνημονιακό κράτος έκτακτης ανάγκης βλάπτει σοβαρά τη δημοκρατική διαβούλευση.

Πάντως, η δικαστική εξουσία δεν είναι άμοιρη ευθυνών για την εξόχως προβληματική τροπή που έχει προσλάβει η νομοθέτηση στην Ελλάδα της κρίσης. Η ανάγκη μείωσης του δημόσιου χρέους και η πάση θυσία αντιμετώπιση της οξείας δημοσιονομικής κρίσης αναγορεύθηκαν συχνά-πυκνά σε (υπέρτερο και επιτακτικό) δημόσιο συμφέρον και χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον από τη νομολογία των εθνικών και υπερεθνικών δικαστηρίων ως δικαιολογητικοί λόγοι περιστολής των δικαιωμάτων και υπονόμευσης του δημοκρατικού κράτους δικαίου.

Κάλλιο αργά παρά ποτέ μεν, πολύ αργά για δάκρυα δε…


Θωμάς Ψήμμας,
 δικηγόρος, ΜΔΕ Ιστορίας, Φιλοσοφίας & Κοινωνιολογίας του Δικαίου (ΑΠΘ)

http://www.efsyn.gr/arthro/gnomodotisi-toy-elegktikoy-synedrioy-gia-asfalistiko

8/5/2016








ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ 
ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ
ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ

«Ενιαίο Σύστηµα Κοινωνικής Ασφάλειας - Μεταρρύθµιση ασφαλιστικού-
συνταξιοδοτικού συστήµατος - Ρυθµίσεις φορολογίας εισοδήµατος και τυχερών παιγνίων και άλλες διατάξεις»

Ι. Γενικές Παρατηρήσεις

Α.

 Το υπό συζήτηση και ψήφιση νοµοσχέδιο, όπως διαµορφώθηκε κατά
την κοινή συνεδρίαση των Διαρκών Επιτροπών Κοινωνικών Υποθέσεων και
Οικονοµικών Υποθέσεων, αποτελείται από δύο Μέρη και 115 άρθρα.
Με τις διατάξεις του Μέρους Α΄ που περιλαµβάνει 11 Κεφάλαια και 112
άρθρα, επιχειρείται «η πλήρης αναµόρφωση του συστήµατος Κοινωνικής Α-
σφάλισης», µε στόχο «την αντιµετώπιση όλων των δοµικών (…) παθογενει-
ών του συστήµατος, σε συνθήκες γενικευµένης κρίσης και πρόσθετων µνη-
µονιακών υποχρεώσεων» (Αιτιολογική Έκθεση επί του Νσχ, σελ. 1 και 3).
Ειδικότερα, κατά την Αιτιολογική Έκθεση, επιδιώκεται:
- Η διοικητική αποτελεσµατικότητα του συστήµατος Κοινωνικής Ασφάλι-
σης, µε τη δηµιουργία Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, στον οποίο ε-
ντάσσονται οι υφιστάµενοι οργανισµοί κύριας ασφάλισης.
- Η ισονοµία, µε τη θέσπιση ενιαίων κανόνων για όλους τους ασφαλισµέ-
νους και µε τον ανακαθορισµό των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων.
- Η εξασφάλιση επαρκούς αναπλήρωσης εισοδήµατος «για τους µακρο-
χρόνια ανέργους, όσους εργάζονται µε [άτυπες] µορφές εργασίας ή αµείβο-
νται µε χαµηλούς µισθούς», µε τη θέσπιση «εθνικής σύνταξης».
- Η διασφάλιση της βιωσιµότητας του συστήµατος, της διαγενεακής ισό-
τητας και της δίκαιης κατανοµής των θυσιών.

- Η εξασφάλιση στους συνταξιούχους αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης
που δεν απέχει ουσιωδώς από αυτό που είχαν κατά τη διάρκεια του εργα-
σιακού τους βίου.
Στο πλαίσιο αυτό προβλέπεται, ιδίως, ότι από την ηµεροµηνία έναρξης ι-
σχύος του νόµου, η κύρια σύνταξη υπολογίζεται ως το άθροισµα της «εθνι-
κής σύνταξης» και της «ανταποδοτικής σύνταξης». Η εθνική σύνταξη δεν
χρηµατοδοτείται από ασφαλιστικές εισφορές, αλλά απευθείας από τον κρα-
τικό προϋπολογισµό, το δε ανταποδοτικό µέρος της σύνταξης υπολογίζεται
βάσει των αποδοχών επί των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές και συγκεκρι-
µένου ποσοστού αναπλήρωσης εισοδήµατος (άρθρο 2).
Η εθνική σύνταξη καταβάλλεται από τον συνιστώµενο Ενιαίο Φορέα Κοι-
νωνικής Ασφάλισης (εφεξής, Ε.Φ.Κ.Α.) «σε όλους, όσοι θεµελιώνουν δικαί-
ωµα σύνταξης», κατά τις οικείες διατάξεις, σε περίπτωση δε σώρευσης συ-
ντάξεων, χορηγείται µία εθνική σύνταξη. Για την πρώτη εφαρµογή του προ-
τεινόµενων διατάξεων, η εθνική σύνταξη ορίζεται σε τριακόσια ογδόντα
τέσσερα (384) ευρώ µηνιαίως και καταβάλλεται ακέραια, εφόσον έχουν συ-
µπληρωθεί τουλάχιστον 20 έτη ασφάλισης. Το ποσό της εθνικής σύνταξης
βαίνει µειούµενο κατά 2% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται των 20
ετών, εφόσον έχουν συµπληρωθεί τουλάχιστον 15 έτη ασφάλισης (άρθρο
7).
Εν συνεχεία, ορίζεται ότι οι ασφαλισµένοι που θεµελιώνουν δικαίωµα κύ-
ριας σύνταξης, δικαιούνται ανταποδοτικό µέρος σύνταξης, που υπολογίζε-
ται βάσει των συντάξιµων αποδοχών τους, του χρόνου ασφάλισής τους και
των κατ’ έτος ποσοστών αναπλήρωσης εισοδήµατος από συντάξιµες αποδο-
χές, δηλαδή από τον µέσο όρο των µηνιαίων αποδοχών του ασφαλισµένου
καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού βίου του (άρθρα 8 και 28). Ειδικά για
τους αυτοαπασχολουµένους, λαµβάνονται υπόψη οι ασφαλιστικές κατηγο-
ρίες βάσει των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές καθ’ όλον τον χρόνο ασφά-
λισης του εργαζοµένου, έως το 2016, και, από το 2017 και µετά, το εισόδη-
µα που θα υπόκειται σε εισφορές, καθ’ όλη την υπόλοιπη διάρκεια του εργα-
σιακού βίου τους (άρθρο 27).
Περαιτέρω, προστατεύονται οι ήδη καταβαλλόµενες συντάξεις (άρθρο 14)
και ρυθµίζονται: η παράλληλη ασφάλιση, µε καταβολή των εισφορών που
προβλέπονται «για κάθε αναληφθείσα επαγγελµατική δραστηριότητα» (άρ-
θρα 17 και 36), η ανάληψη, από συνταξιούχο, εργασίας ή δραστηριότητας ή
η απόκτηση, εκ µέρους του, ιδιότητας που υπάγεται στην ασφάλιση του
Ε.Φ.Κ.Α. (άρθρο 20), η εφάπαξ παροχή (άρθρο 35), οι εν γένει ασφαλιστικές
εισφορές (άρθρα 38 έως 46) και το µηνιαίο µέρισµα που χορηγείται από το
Μετοχικό Ταµείο Πολιτικών Υπαλλήλων (Μ.Τ.Π.Υ., άρθρο 48), καθώς και η
οργάνωση και λειτουργία του Ε.Φ.Κ.Α. (Κεφάλαιο Ε΄, άρθρα 51 έως 73). 

Εξ άλλου, συνιστάται, στο Ενιαίο Ταµείο Επικουρικής Ασφάλισης
(Ε.Τ.Ε.Α.), που µετονοµάζεται σε Ενιαίο Ταµείο Επικουρικής Ασφάλισης και
Εφάπαξ Παροχών (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), κλάδος εφάπαξ παροχών, στον οποίο ε-
ντάσσονται επιµέρους Ταµεία, Κλάδοι και Λογαριασµοί πρόνοιας, ρυθµίζο-
νται ζητήµατα υπαγωγής στην εν λόγω ασφάλιση, καθώς και οργάνωσης και
λειτουργίας του νέου φορέα (άρθρα 74 έως 85), και ιδρύεται ν.π.ι.δ. υπό την
επωνυµία Ταµείο Μηχανικών Εργοληπτών Δηµοσίων Έργων (Τ.Μ.Ε.Δ.Ε.),
στο οποίο µεταφέρονται οι αρµοδιότητες της Διεύθυνσης Δ΄ Εγγυοδοσίας
και Πιστοδοσίας του Τοµέα Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. του πρώην Ενιαίου Ταµείου Ανε-
ξάρτητα Απασχολούµενων (Ε.Τ.Α.Α., άρθρα 86 έως 89).
Τέλος, ανακαθορίζονται τα εισοδηµατικά κριτήρια χορήγησης του Επιδό-
µατος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (Ε.Κ.Α.Σ.) που καταργείται
την 1-1-2020 (άρθρο 92), θεσπίζεται Επίδοµα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανα-
σφάλιστων Υπερηλίκων και καθορίζονται τα κριτήρια χορήγησής του (άρθρο
93), και προβλέπεται, για τους ελεύθερους επαγγελµατίες, µειωµένες, εν
σχέσει προς τα θεσπιζόµενα, µηνιαίες ασφαλιστικές εισφορές, κατά την πε-
ρίοδο από 1.1.2017 έως 31.12.2020 (άρθρο 98).
Το Μέρος Β΄ περιλαµβάνει ρυθµίσεις φορολογίας εισοδήµατος φυσικών
προσώπων (άρθρο 113) και φορολογίας κερδών από τυχερά παίγνια (άρθρο
114), ενώ µε το άρθρο 115 ορίζεται η έναρξη ισχύος του νοµοσχεδίου.

Β. 

Το νοµοσχέδιο, κατ’ εφαρµογή του άρθρου 73 παρ. 2 του Συντάγµατος,
συνοδεύεται από γνωµοδότηση της Ολοµέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου
της 20ης Απριλίου 2016, στην οποία διατυπώνονται επισηµάνσεις στις επι-
µέρους διατάξεις του Α΄ και Β΄ Μέρους του νοµοσχεδίου. Σηµειώνεται ότι
στη νοµοθεσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (άρθρο 16 του Κώδικα Νόµων για
το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε µε το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013)
προβλέπεται ότι η γνωµοδότησή του είναι αναγκαία για κάθε είδους θέµατα
απονοµής συντάξεων που βαρύνουν τον προϋπολογισµό του Δηµοσίου, για
την περίπτωση απονοµής τους από τους ΟΤΑ ή άλλα ΝΠΔΔ. Σχετικώς µε την
ερµηνεία της διάταξης του άρθρου 73 παρ. 2 του Συντάγµατος, το Ελεγκτι-
κό Συνέδριο (ΕλΣ Ολ 69/1989, ΕΕΕΔ 1989, σελ. 612) έχει αποφανθεί ότι «ό-
πως προκύπτει από την γενικότητα και την φραστική ευρύτητα του κειµένου
της συνταγµατικής συντάξεως (νοµοσχέδια αναφερόµενα οπωσδήποτε εις
την απονοµήν συντάξεως και τας προϋποθέσεις ταύτης), αυτή δεν αναφέ-
ρεται µόνο στις περιπτώσεις απονοµής συντάξεως σε πρόσωπα που παρέ-
χουν τις υπηρεσίες τους στο Δηµόσιο και τα ΝΠΔΔ µε την ιδιότητα του τα-
κτικού υπαλλήλου, αλλά καλύπτει και κάθε άλλη περίπτωση συνταξιοδοτή-
σεως από τους αυτούς φορείς», εφόσον διέπονται από το ίδιο νοµικό καθε-
στώς, βάσει ιδιαίτερων νοµοθετηµάτων τα οποία παραπέµπουν στις διατά- 
ξεις περί των δηµοσίων υπαλλήλων είτε επαναλαµβάνουν κατά βάση τις δια-
τάξεις αυτές. Κατά πάγια δε νοµολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. εν-
δεικτικώς, ΕλΣ Ολ 983/1998), «η θεσπιζόµενη γνωµοδοτική αρµοδιότητα αυ-
τού κατά την διαδικασία ψηφίσεως συνταξιοδοτικών νόµων είναι εξαιρετι-
κής φύσεως και ιδιαίτερης σηµασίας, γιατί προνοεί για την διαφώτιση της
Βουλής κατά την ψήφιση των ειδικών αυτών νόµων και την προφύλαξή της
από την θέσπιση διατάξεων που αντιβαίνουν σε βασικούς κανόνες της κεί-
µενης συνταξιοδοτικής νοµοθεσίας ή που δηµιουργούν προνόµια για ορι-
σµένη κατηγορία συνταξιούχων». (Για τις γνωµοδοτικές αρµοδιότητες του
Ελεγκτικού Συνεδρίου βλ., ενδεικτικώς, Απ. Γέροντα, Δηµοσιονοµικό Δίκαιο,
2005, σελ. 192 επ.).

Γ. 

Όπως έχει επισηµανθεί και σε παλαιότερες εκθέσεις της Επιστηµονικής
Υπηρεσίας της Βουλής [βλ., ενδεικτικώς, Εκθέσεις της Επιστηµονικής Υπη-
ρεσίας της Βουλής της 5.7.2010 επί του Νσχ «Νέο ασφαλιστικό σύστηµα και
συναφείς διατάξεις, ρυθµίσεις στις εργασιακές σχέσεις», της 13.12.2010 ε-
πί του Νσχ «Επείγοντα µέτρα εφαρµογής του προγράµµατος στήριξης της
ελληνικής οικονοµίας», της 28.6.2011 επί του Νσχ «Επείγοντα µέτρα εφαρ-
µογής µεσοπρόθεσµου πλαισίου δηµοσιονοµικής στρατηγικής 2012-2015»,
της 17.10.2011 επί του Νσχ «Συνταξιοδοτικές ρυθµίσεις, ενιαίο µισθολόγιο-
βαθµολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρµογής του Με-
σοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής 2012-2015», της
6.11.2012 επί του Νσχ «Έγκριση Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής
Στρατηγικής 2013−2016 – Επείγοντα Μέτρα Εφαρµογής του ν. 4046/2012
και του Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής 2013–2016,
και της 12.1.2013 επί του Νσχ Συνταξιοδοτικές ρυθµίσεις, τροποποιήσεις
του ν. 4093/2012, κύρωση της Πράξης Νοµοθετικού Περιεχοµένου «Έγκριση
των Σχεδίων των Συµβάσεων Τροποποίησης της Κύριας Σύµβασης Χρηµατο-
δοτικής Διευκόλυνσης µεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταµείου Χρηµατοπιστωτικής
Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.) (…) και άλλες διατάξεις, της 15.7.2015 επί του Νσχ
«Επείγουσες ρυθµίσεις για τη διαπραγµάτευση και σύναψη συµφωνίας µε
τον Ευρωπαϊκό Μηχανισµό Στήριξης (Ε.Μ.Σ.).], η κρατική µέριµνα για την
κοινωνική ασφάλιση των εργαζοµένων, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο
22 παρ. 5 του Συντάγµατος, θεµελιώνει αντίστοιχο κοινωνικό δικαίωµα (στη
θεωρία γίνεται λόγος και για σχετική θεσµική εγγύηση ή συνταγµατική ε-
ντολή, βλ., λ.χ., Γ. Λεβέντη, Τα κοινωνικά δικαιώµατα του πολίτη, ΤοΣ, 1976,
σελ. 172). Όπως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 22 παρ. 5 του Συ-
ντάγµατος, επιφυλάσσεται στον κοινό νοµοθέτη η ευχέρεια να ρυθµίζει τα
θέµατα που αναφέρονται στην οργάνωση και λειτουργία του θεσµού της
κοινωνικής ασφάλισης των εργαζοµένων, στο πλαίσιο των κανόνων που τί- 
θενται από τις εν γένει συνταγµατικές διατάξεις, ιδίως περί ισότητας, προ-
στασίας της οικογένειας και της υγείας, εδραίωσης της κοινωνικής ειρήνης
και σεβασµού της αξίας του ανθρώπου (άρθρα 2, 4 και 21 Συντάγµατος. Βλ.,
ενδεικτικώς, ΣτΕ 2747/1981, ΕΔΚΑ 1982, σελ. 271. Πρβλ. Κ. Κρεµαλή, Δί-
καιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, 1985, σελ. 38, επ., Α. Πετρόγλου, Η συνταγ-
µατική προστασία της Κοινωνικής Ασφαλίσεως, ΕΔΚΑ 1976, σελ. 690 επ.).
Ο ασφαλιστικός δεσµός αποτελεί µεν τη βάση θεµελίωσης του σχετικού
δικαιώµατος και η σχέση κρατήσεων-παροχών πρέπει να γίνεται γενικώς σε-
βαστή (ΣτΕ 3152/1992, Ε.Δ.Κ.Α. 1994, σελ. 145), η αρχή της ανταποδοτικό-
τητας, όµως, ως αρχή της αναλογίας µεταξύ ασφαλιστικών εισφορών και α-
σφαλιστικών παροχών, «δεν αποτελεί συνταγµατικώς κατοχυρωµένο κανό-
να», υπό την έννοια της απόλυτης αναλογίας εισφορών και παροχών (βλ.,
ενδεικτικώς, ΣτΕ 724-725/2010, ΣτΕ 157/2009 ΔιΔικ 2010, σελ. 354, ΣτΕ
2535/2008, ΔιΔικ 2009, σελ. 1234, ΣτΕ 1022/2005, ΕΔΚΑ 2005 σελ. 654).
Δύναται, κατά συνέπεια, να καµφθεί νοµοθετικώς, είτε όταν για την κάλυψη
του κεφαλαίου συνεισφέρουν, εκτός από τις ασφαλιστικές κρατήσεις, και
κοινωνικοί πόροι ή το Δηµόσιο (ΣτΕ 136/1989, ΤοΣ 1989, σελ. 681), είτε, κατ’
εφαρµογή της αρχής της κοινωνικής αλληλεγγύης, για να ενισχυθούν, πε-
ραιτέρω, υστερούντες εισοδηµατικώς ασφαλισµένοι (βλ. ΣτΕ 3096/2001,
ΤοΣ 2001, σελ. 128).

Εξ άλλου, ο κοινός νοµοθέτης δεν κωλύεται να προβαίνει σε ρυθµίσεις
του ύψους των συντάξεων κατόπιν στάθµισης των υφιστάµενων συνθηκών
(ΣτΕ 1166/1989, ΕλλΔνη 1991, σελ. 397, ΣτΕ 2535/2008, ΔιΔικ 2009, σελ.
1234), µπορεί δε να µειώνει τις συντάξιµες αποδοχές, χωρίς να προσβάλλει
κεκτηµένο δικαίωµα του συνταξιούχου (ΕλΣ 236/1991, ΔιΔικ 1991, σελ.
702), προκειµένου «να επιτύχει την εξυγίανση του ασφαλιστικού συστήµα-
τος της Χώρας, εξυπηρετώντας µε τον τρόπο αυτό το δηµόσιο συµφέρον
(ΣτΕ 2522/2008 και 1613/2007)». Δεν κωλύεται, τέλος, να µεταβάλλει για το
µέλλον το σύστηµα συνταξιοδότησης κατηγοριών ασφαλισµένων, ιδίως δε
το ύψος των ασφαλιστικών παροχών, µε γνώµονα την εξυπηρέτηση του γε-
νικότερου συµφέροντος, υπό το φως των εκάστοτε βιοτικών αναγκών που
επικρατούν και των οικονοµικών δυνατοτήτων των ασφαλιστικών οργανι-
σµών (Πρβλ. ΣτΕ Ολ 542/1999, 615/1991, 3552/1990, 3984/1987 κ.ά.).
Βασικό, πάντως, περιεχόµενο της κοινωνικής ασφάλισης «αποτελεί η, έ-
ναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισµένου από την επέλευ-
ση κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία κλπ.) οι οποίοι αναιρούν την ικανό-
τητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι), και, συνακόλουθα, τείνουν
να υποβαθµίσουν τις συνθήκες διαβιώσεώς του. (…). Εφ’ όσον επέλθει ο α-
σφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισµένος παύει να καταβάλλει εισφορές και 
αποκτά, κατ’ αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγή-
σει παροχή, η οποία, χωρίς να απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβλη-
θείσες εισφορές του ή να αντισταθµίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήµα-
τός του, πρέπει να είναι ικανή να του εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο
διαβιώσεως, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κα-
τά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Πέραν του ανωτέρω δηµοσίου σκο-
πού, µέσω του θεσµού της κοινωνικής ασφαλίσεως, εκδηλώνεται –όπως και
µέσω της κοινωνικής πρόνοιας– η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοι-
νωνική πολιτική, ειδικότερα δε, αναδιανοµή εισοδήµατος µε σκοπό την άµ-
βλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν κατο-
χυρώνεται συνταγµατικώς στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (α-
µιγής ανταποδοτικότητα) µεταξύ εισφορών και παροχών (ΣτΕ 3487/2008
Ολ. κ.ά.), επιτρέπονται δε η θέσπιση ανώτατου ορίου παροχών, η απονοµή
συντάξεως επί εργατικού ατυχήµατος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή
η µη χορήγηση συντάξεως, παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση µη
θεµελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώµατος». Έτσι, εν όψει, «ιδιαιτέρως,
του προπεριγραφέντος δηµοσίου σκοπού (διασφάλιση στους εργαζοµένους
ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως εγγύς εκείνου που είχαν κατά τον ερ-
γασιακό τους βίο), δικαιολογείται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγµα-
τος, η κατοχύρωση από το νοµοθέτη της κοινωνικής ασφαλίσεως ως υπο-
χρεωτικής (µε θέσπιση υποχρεώσεως καταβολής ασφαλιστικών εισφορών)
και, εντεύθεν, η παροχή αυτής αποκλειστικώς από το κράτος ή από νοµικά
πρόσωπα δηµοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολ., 2690,
2692/1993 Ολ., 3096-3101/2001 Ολ.)».

Σε κάθε περίπτωση, «η κρατική µέριµνα για την υποχρεωτική κοινωνική α-
σφάλιση (κύρια και επικουρική) δεν εξαντλείται στην ίδρυση από το κράτος
των οικείων δηµοσίων φορέων, στον ορισµό των διοικούντων αυτούς οργά-
νων, στην άσκηση εποπτείας της δραστηριότητάς τους και της διαχειρίσεως
της περιουσίας τους και στη θέσπιση των σχετικών κανόνων, αλλά περιλαµ-
βάνει και τη µέριµνα για την προστασία του ασφαλιστικού τους κεφαλαίου,
δηλαδή για τη βιωσιµότητά τους χάριν και των εποµένων γενεών, µέριµνα η
οποία εκδηλώνεται, µεταξύ άλλων, µε τη θέσπιση ρυθµίσεων για την προ-
στασία και την αξιοποίηση της περιουσίας τους και την επωφελή διαχείριση
των αποθεµατικών τους, µε τον καθορισµό εκάστοτε των οικείων συνταξιο-
δοτικών προϋποθέσεων, µε την πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, και, κυρίως,
µε την απ’ ευθείας συµµετοχή στην χρηµατοδότηση των εν λόγω φορέων
µέσω του κρατικού προϋπολογισµού. Και τούτο διότι, εφ’ όσον καθιερώνει
υποχρέωση των εργαζοµένων και των εργοδοτών τους να καταβάλλουν α-
σφαλιστικές εισφορές, το κράτος, ως εγγυητής, οφείλει να διασφαλίζει την 
επάρκεια των παροχών και τη βιωσιµότητα των οικείων ασφαλιστικών οργα-
νισµών (η οποία, κατά τα ανωτέρω, δεν συναρτάται, αποκλειστικώς ή προε-
χόντως, µε το ύψος των εισφορών), φέρει δε την κύρια ευθύνη για την κά-
λυψη των ελλειµµάτων τους (βλ. γνωµοδότηση Ολοµέλειας Ελεγκτικού Συ-
νεδρίου 24.6.2010). (…) Το ύψος της κρατικής συµµετοχής στη χρηµατοδό-
τηση των φορέων της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως –συµµετοχής
η οποία πρέπει να είναι επαρκής για την εξυπηρέτηση των προεκτεθέντων
συνταγµατικώς επιβεβληµένων σκοπών (επάρκεια παροχών προς διασφάλι-
ση ικανοποιητικού κατά τα ανωτέρω επιπέδου διαβιώσεως και διασφάλιση
της βιωσιµότητας του οικείου ασφαλιστικού φορέα)– προσδιορίζεται εκά-
στοτε από τον κρατικό προϋπολογισµό, λαµβανοµένων υπ’ όψιν και των δια-
τάξεων του Κώδικα Δηµοσίου Λογιστικού (…)». Βλ., σχετικώς, πρόσφατη
νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας [ΣτΕ(Ολ) 2287/2015, σκ. 7 και
επ., ΔΕΝ 2015, σελ. 753 επ. Παρόµοιες οι ΣτΕ(Ολ) 2288-2290/2015].

Εξ άλλου, όταν ο νοµοθέτης επιχειρεί µεταρρύθµιση του συστήµατος κοι-
νωνικής ασφάλισης που κατατείνει στον εκ νέου υπολογισµό των συντάξε-
ων, τόσο των ήδη συνταξιούχων όσο και των µελλοντικών δικαιούχων, οφεί-
λει να προβαίνει προηγουµένως «σε εµπεριστατωµένη µελέτη, προκειµένου
να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκµηριωµένα ότι η λήψη των συγκεκριµέ-
νων µέτρων [είναι] συµβατή µε τις σχετικές συνταγµατικές δεσµεύσεις, τις
απορρέουσες, µεταξύ άλλων, από το θεσµό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις
αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας
του ανθρώπου. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της µελέτης αυτής, [οφείλει], κατ’
αρχάς, ο νοµοθέτης να προβεί σε συνολική εκτίµηση των παραγόντων που
προκάλεσαν το πρόβληµα το οποίο επικαλείται ως προς τη βιωσιµότητα των
ασφαλιστικών οργανισµών (και, µάλιστα, ενός εκάστου εξ αυτών, εν όψει
της διοικητικής και οικονοµικής του αυτοτέλειας), και, εν όψει των παραγό-
ντων αυτών –όπως είναι η µείωση της αξίας, µέσω του PSI (ν. 4050/2012),
των διαθεσίµων κεφαλαίων των εν λόγω οργανισµών, (…) κυρίως δε, η πα-
ρατεινόµενη ύφεση και η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας, στις οποίες
ουσιωδώς συµβάλλει η πτώση του βιοτικού επιπέδου µεγάλων κατηγοριών
του πληθυσµού συνεπεία µέτρων αντίστοιχων µε τα επίδικα (µειώσεις συ-
ντάξεων και µισθών) ή φορολογικών επιβαρύνσεων– να κρίνει για την προ-
σφορότητα των επίδικων αυτών µέτρων. Τούτο δε εν όψει και της διαπιστώ-
σεώς του ότι τα αντίστοιχα µέτρα που είχε λάβει µέχρι [τώρα] (µειώσεις συ-
ντάξεων και µισθών) δεν [έχουν] αποδώσει τα αναµενόµενα και ότι η οικο-
νοµική ύφεση είχε ενταθεί µε ρυθµούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές
προβλέψεις. Ακόµη δε (…), ο νοµοθέτης [πρέπει] περαιτέρω να µελετήσει
και να αποφανθεί αιτιολογηµένα για την αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας 
την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και
τα µειονεκτήµατα της καθεµιάς για τους επιδιωκόµενους δηµόσιους σκο-
πούς (δηµοσιονοµική προσαρµογή, βιωσιµότητα των ασφαλιστικών οργανι-
σµών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 Συντ., επιπέδου ζω-
ής των ασφαλισµένων). Τέλος, εφ’ όσον, πάντως, κατόπιν των ανωτέρω, ο
νοµοθέτης [επιλέξει], να προβεί σε συγκεκριµένες περικοπές συντάξεων (ε-
πιλογή, κατ’ αρχήν, δικαστικώς ανέλεγκτη), [οφείλει] προηγουµένως να εξε-
τάσει µε τρόπο επιστηµονικό και δικαστικά ελέγξιµο, αν οι επιπτώσεις των
περικοπών τούτων στο βιοτικό επίπεδο των θιγοµένων, αθροιζόµενες µε τις
επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά µέτρα αντιµετώπισης της κρίσης
(όπως οι αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόµενες µε
τις ευρύτερες κοινωνικοοικονοµικές συνθήκες της διανυόµενης έκτακτης
περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας, ανερ-
γία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδηµα, έκταση και περιεχόµενο
δανειοληπτικών υποχρεώσεων), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη µείωση του επιπέ-
δου ζωής των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά, κατά τα
προεκτεθέντα, τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού τους δικαιώµατος».
[ΣτΕ(Ολ) 2287/2015, όπ. π., σκ. 24).

Δ. 

Επισηµαίνεται, περαιτέρω, ότι και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωµά-
των του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) αναγνωρίζει στα συµβαλλόµενα κράτη ένα ευ-
ρύ περιθώριο εκτίµησης όσον αφορά στη διαµόρφωση του συστήµατος κοι-
νωνικής ασφάλισης, λαµβανοµένων υπόψη τόσο των οικονοµικών δεδοµέ-
νων όσο και των ιδιαιτεροτήτων της εκάστοτε χώρας (Ε.Δ.Δ.Α., 8.12.2009,
Muñoz Díaz κατά Ισπανίας, αριθµ. 49151/07, 8.12.2009, Wieczorek κατά Πο-
λωνίας αριθµ. 18176/05).

Ε.

 Εξ άλλου, περιορισµός που τείνει σε αποστέρηση προστατευόµενου α-
πό το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. περιου-
σιακού αγαθού, είναι ανεκτός µόνον για λόγους δηµόσιας ωφέλειας και υπό
τους όρους που προβλέπονται από τον νόµο και τις γενικές αρχές του διε-
θνούς δικαίου, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται µε ειδική αιτιολογία. Απαι-
τείται, εποµένως, ως λόγος θέσπισης τέτοιων περιορισµών, η ύπαρξη ορι-
σµένης δηµόσιας ωφέλειας, η οποία είναι αναγκαίο να αναφέρεται ρητώς
στο κείµενο του νόµου ή την αιτιολογική του έκθεση και να δικαιολογεί ειδι-
κώς την εξαίρεση από τον κανόνα της προστασίας της περιουσίας (ΕλΣ
1562/2005, ΕΔΔΔΔ 2005, σελ. 822), λαµβανοµένων υπόψη των συνταγµατι-
κώς κατοχυρωµένων και δικαστικώς εκτιµώµενων αρχών της ισότητας, της
αναλογικότητας και της προστατευόµενης εµπιστοσύνης του διοικουµένου
(Βλ. ΕλΣ Ολ 510, 1939/2009, ΕΔΚΑ 2009, σελ. 429, 581, ΣτΕ [Ολ] 668/2012,
σκ. 35, όπ.π.). Η εκτίµηση δε του νοµοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δη-
µοσίου συµφέροντος επιβάλλοντος τον περιορισµό περιουσιακού δικαιώµα-
τος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέ-
τηση του δηµόσιου αυτού συµφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έ-
λεγχο (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. αποφάσεις James και λοιποί κατά Ηνωµένου Βασιλεί-
ου, της 21.2.1986, Νο 8793/79, Pressos Compania Naviera S.A. και λοιποί κα-
τά Βελγίου, της 20.11.1995, Saarinen κατά Φινλανδίας, της 28.1.2003, Κλιά-
φας και λοιποί κατά Ελλάδος, της 8.7.2004, σκέψη 25, Adrejeva κατά Λετο-
νίας, της 18.2.2009).
Ως προς τις κοινωνικές παροχές, το Ε.Δ.Δ.Α. δέχεται παγίως (βλ. Αγγ.
Στεργίου, «Η προστασία των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών ως περιου-
σιακών δικαιωµάτων», σε: Τα συνταγµατικά όρια νοµοθετικής µεταβολής
της κοινωνικής ασφάλισης, 2009, σελ. 1 επ., καθώς και Στ. Κτιστάκη, «Οι κοι-
νωνικές παροχές υπό το πρίσµα της Ε.Σ.Δ.Α.», ΘΠΔΔ, 2009, σελ. 657 επ.,
καθώς και ανωτέρω ΣτΕ [Ολ] 668/2012, σκ. 34, όπ.π.), ότι:
- στην έννοια της περιουσίας του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρω-
τοκόλλου περιλαµβάνονται και απαιτήσεις για κοινωνικοασφαλιστικές εν
γένει παροχές (Ε.Δ.Δ.Α. υποθ. Vesna Hasani κατά Κροατίας, αποφ. της
30.9.2010, Ε.Δ.Δ.Α., υπόθ. Αντωνακοπούλου κ.α., απόφ. 14.12.99, υπόθ. Γε-
ωργιάδης, απόφ. 28.3.2000, υπόθ. Gaygusuz, απόφ. 16.9.1996, ΕΔΚΑ 1997,
σελ.11, Ε.Δ.Δ.Α. Υποθ. Αζίνας, απόφ. 20.6.02, ΕΔΚΑ 2002, σελ. 896, υποθ.
Αποστολάκης, απόφ. 22.10.2009, ΕΔΚΑ 2009, σελ. 689), καθώς και η αξίωση
για καταβολή προβλεπόµενων από τη νοµοθεσία του συµβαλλοµένου κρά-
τους µέλους αποδοχών, εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόµενες για την κα-
ταβολή τους προϋποθέσεις (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Kechko κατά Ουκρανίας, απόφ. της
8.2.2006, Vilho Eskelinen και λοιποί κατά Φινλανδίας, απόφ. της 19.4.2007).
- το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου δεν εγγυάται στους α-
σφαλισµένους δικαίωµα σε ορισµένο ποσό σύνταξης ή µισθού (Ε.Δ.Δ.Α., υ-
πόθ. Andrejeva κατά Λετονίας, απόφ. Της 18.2.2009, Ε.Δ.Δ.Α., υπόθ. Λαδάς,
απόφ. 21.2.2008, υπόθ. Asmundsson, απόφ. 12.10.2004, ΕΔΚΑ 2005, σελ.
97, υπόθ. Domalewski, απόφ. 15.6.1999).
- επί επεµβάσεων στο συνταξιοδοτικό δικαίωµα πρέπει να διατηρείται δί-
καιη ισορροπία µεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συµφέροντος της κοι-
νότητας και της ανάγκης προστασίας των θεµελιωδών δικαιωµάτων του α-
τόµου (Ε.Δ.Δ.Α. υπόθ. Asmundsson, όπ. π.), και ότι
- δίκαιη ισορροπία εξασφαλίζεται όταν οι περικοπές αποδοχών, συντάξε-
ων κ.λπ. είναι «εύλογες», δηλαδή δεν καταργούν πλήρως το δικαίωµα και,
µάλιστα, δεν οδηγούν σε πτώση του βιοτικού επιπέδου που θα συνιστούσε
προσβολή της αξιοπρέπειας των δικαιούχων, κατά παράβαση του άρθρου 3
της Ε.Σ.Δ.Α. (Ε.Δ.Δ.Α., υπόθ. Moskal, απόφ. 15.9.2009, υπόθ. Budina, απόφ. 
18.6.2009, υπόθ. Asmundssοn, απόφ. 30.3.2005 και υπόθ. Larioshina, απόφ.
23.4.2002).
Από τη συνολική, εποµένως, θεώρηση της νοµολογίας του Ευρωπαϊκού
Δικαστηρίου των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου (βλ., σχετικώς, και Αθ. Πετρό-
γλου, «Μνηµόνιο, Κοινωνικοασφαλιστική µεταρρύθµιση και περικοπές συ-
ντάξεων», ΕΔΚΑ, 2010, σελ. 1) προκύπτει ότι, προκειµένου να εξετάσει την
τήρηση της ως άνω δίκαιης ισορροπίας, το Ε.Δ.Δ.Α. θέτει κριτήρια τα οποία
επικεντρώνονται, ευλόγως, κατά κύριο λόγο στον βαθµό προσβολής των θε-
µελιωδών ατοµικών δικαιωµάτων και όχι τόσο στον βαθµό προσβολής του
δηµόσιου συµφέροντος.
Ο τρόπος και η έκταση της στέρησης της σύνταξης (πλήρης ή µερική), η ύ-
παρξη ή όχι άλλων µέσων διαβίωσης, η διατήρηση ή όχι του δικαιώµατος
στην υγειονοµική περίθαλψη αποτελούν, κατά τη νοµολογία του Ε.Δ.Δ.Α.,
τα κριτήρια για την τήρηση ή µη δίκαιης ισορροπίας µεταξύ της προσβολής
αγαθού που προστατεύεται από την Ε.Σ.Δ.Α. και του δηµοσίου συµφέρο-
ντος.
Έτσι, επί πλήρους και αυτοδίκαιης στέρησης της σύνταξης, το Ε.Δ.Δ.Α. α-
ποφαίνεται ότι διαταράσσεται η ως άνω δίκαιη ισορροπία και, ως εκ τούτου,
συντρέχει παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
της Ε.Σ.Δ.Α. (Ε.Δ.Δ.Α. υπόθ. Αποστολάκης, όπ. π., σελ. 689 και υπόθ. Asmundsson,
όπ. π., σελ. 97).
Αντιθέτως, επί µερικής στέρησης, το Ε.Δ.Δ.Α. έκρινε ότι δεν είναι αντίθε-
τη προς την Ε.Σ.Δ.Α. διάταξη που προβλέπει µείωση της σύνταξης. Ειδικό-
τερα, η απόφαση µείωσης της σύνταξης, η οποία ελήφθη µε προσοχή και
συνοδεύθηκε από εκτεταµένες διαδικαστικές εγγυήσεις, δεν µπορεί να θε-
ωρηθεί ότι διαταράσσει τη δίκαιη ισορροπία µεταξύ των ατοµικών δικαιωµά-
των και του συµφέροντος του κοινωνικού συνόλου (βλ. Ε.Δ.Δ.Α, υπόθ. Banfield,
απόφ. 18.10.2005, σε: Κυπριανού Πάνου, «Η απώλεια της συντάξεως
ως συνέπεια πειθαρχικού ή ποινικού κολασµού και οι πρόσφατες νοµολογια-
κές εξελίξεις των ελληνικών δικαστηρίων και του Ε.Δ.Δ.Α.», ΕΔΚΑ 2009,
σελ. 673 επ.).

ΣΤ. 

Τέλος, πρέπει να σηµειωθεί ότι, ειδικώς ως προς συγκεκριµένες κατη-
γορίες ασφαλισµένων (αυτοαπασχολουµένους και ελεύθερους επαγγελµα-
τίες), η επιβολή εισφοράς κύριας σύνταξης, επικουρικής ασφάλισης, υγειο-
νοµικής περίθαλψης και εφάπαξ παροχής, µε συντελεστή άνω του 35% επί
του εισοδήµατος τους, σε συνδυασµό µε τις θεσπιζόµενες, διά του άρθρου
113 του παρόντος, νέες κλίµακες συντελεστών φόρου εισοδήµατος και ει-
σφοράς αλληλεγγύης, άγει, σε ορισµένες περιπτώσεις, σε υπέρµετρη µείω-
ση του εισοδήµατός τους και θίγει το, κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγ-
µατος, δικαίωµα συµµετοχής τους στην κοινωνική και οικονοµική ζωή της
χώρας, έστω και αν, προσωρινώς, για τη µεταβατική περίοδο από 1.1.2017 έ-
ως 31.12.2020, προβλέπονται, ειδικώς για τους ελεύθερους επαγγελµατίες,
µειωµένες ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες, κατά το ποσό της έκπτωσης,
θα καταβληθούν σε µεταγενέστερο χρόνο.

ΙΙ. Παρατηρήσεις επί των άρθρων

1. Επί του άρθρου 4

Κατά το προς ψήφιση άρθρο, «1α. Από 1.1.2017 οι τακτικοί και µετακλητοί
υπάλληλοι και λειτουργοί του Δηµοσίου, οι τακτικοί και µετακλητοί υπάλλη-
λοι της Βουλής, των Ν.Π.Δ.Δ. και των ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθµίδας, οι ιερείς και
οι υπάλληλοι των εκκλησιαστικών νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου, κα-
θώς και τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάµεων, των Σωµάτων Ασφαλείας και
του Πυροσβεστικού Σώµατος, από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόµου
υπάγονται για κύρια σύνταξη στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς
του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.) που συστήνεται µε τις
διατάξεις του άρθρου 51 και οι συντάξεις τους κανονίζονται και καταβάλλο-
νται µε βάση τις ρυθµίσεις του παρόντος και τις λοιπές µεταβατικές διατά-
ξεις».
Σηµειώνεται, κατ’ αρχάς, ότι στη φράση «τακτικοί και µετακλητοί υπάλλη-
λοι της Βουλής», πρέπει να προστεθούν οι λέξεις «και λειτουργοί» πριν από
τις λέξεις «της Βουλής».
Επισηµαίνεται, περαιτέρω, ότι το ιδιαίτερο υπηρεσιακό καθεστώς των ως
άνω δηµοσίων υπαλλήλων και λειτουργών, όπως αυτό ρυθµίζεται, ιδίως, µε
τα άρθρα 103 και 87 του Συντάγµατος, δεν αποκλείει την υπαγωγή τους σε,
κοινό µε τους λοιπούς εργαζόµενους, φορέα, υποχρεωτικής κατ’ άρθρο 22
παρ. 5 του Συντάγµατος, Κοινωνικής Ασφάλισης, ενόψει και της καθολικό-
τητας του σχετικού κοινωνικού δικαιώµατος (βλ. αντίθετη άποψη πλειοψη-
φίας της γνωµοδοτικής Ολοµέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Πρακτικά
1ης Ειδ.Συνεδ./20.4.2016).
Ειδικότερα, δεν προκύπτει από τις ανωτέρω συνταγµατικές διατάξεις υ-
παγωγή των εν λόγω εργαζοµένων σε ιδιαίτερο «ασφαλιστικό καθεστώς –
το οποίο τελεί σε συνάρτηση της θέσης που κατέχουν και ως εκ τούτου α-
ποτελεί σύστηµα επαγγελµατικής ασφάλισης– [διακρινόµενο] από το σύ-
στηµα κοινωνικής ασφάλισης που κατοχυρώνεται ως κοινωνικό δικαίωµα
στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγµατος» (βλ. ανωτέρω γνωµοδότηση της Ο-
λοµέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου).
Εξ άλλου, η προτεινόµενη υπαγωγή των δηµοσίων υπαλλήλων και λει-
τουργών στον Ε.Φ.Κ.Α. ουδόλως θίγει την, κατ’ άρθρο 98 του Συντάγµατος,
δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κριτήριο της οποίας είναι η ιδιότητα
του δηµοσίου υπαλλήλου και όχι ο φορέας ασφάλισής του.

2. Επί του άρθρου 6

Με τις προτεινόµενες διατάξεις προβλέπονται µεταβατικές διατάξεις για
τους ασφαλισµένους του Δηµοσίου στο νέο συνταξιοδοτικό καθεστώς.
Έτσι, κατά την προτεινόµενη διάταξη, οι συντάξεις όσων αποχωρούν από
την υπηρεσία, υποβάλλοντας ταυτόχρονα και αίτηση συνταξιοδότησης, µέ-
χρι την ηµεροµηνία έναρξης ισχύος του υπό ψήφιση νόµου, υπολογίζονται
συµφώνως προς τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νοµοθεσίας του Δηµοσί-
ου που ίσχυαν κατά την 31.12.2014 –µε τον περιορισµό ως προς το ανώτατο
όριο σύνταξης– µε εξαίρεση όσους δεν πληρούν, κατά την ίδια ηµεροµηνία,
τις προϋποθέσεις άµεσης καταβολής της σύνταξής τους, οι οποίοι υπάγο-
νται στις διατάξεις του υπό ψήφιση νόµου.
Περαιτέρω, οι συντάξεις όσων αποχωρούν, από την ηµεροµηνία έναρξης
ισχύος του υπό ψήφιση νόµου, προσδιορίζονται κατά τα οριζόµενα στις δια-
τάξεις του. Σε όσα από τα ανωτέρω πρόσωπα αποχωρούν από την έναρξη ι-
σχύος του υπό ψήφιση νόµου και εντός του έτους 2016, σε περίπτωση κατά
την οποία το ακαθάριστο ποσό της προσδιοριζόµενης σύνταξης υπολείπεται
κατά ποσοστό άνω του 20%, του ποσού της σύνταξης που θα ελάµβαναν µε
βάση τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νοµοθεσίας του Δηµοσίου όπως αυ-
τές ίσχυαν κατά την 31.12.2014, το ήµισυ της διαφοράς αυτής καταβάλλεται
ως προσωπική διαφορά, ενώ για όσους αποχωρήσουν εντός του έτους 2017
ή εντός του έτους 2018, η, κατά τα ανωτέρω, προσωπική διαφορά, ανέρχε-
ται στο ένα τρίτο (1/3) της διαφοράς και στο ένα τέταρτο (1/4) αυτής, αντι-
στοίχως.
Επισηµαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι νοµοθετική ρύθµιση για σταδιακή µετάβαση
σε νέο συνταξιοδοτικό καθεστώς είναι συµβατή προς την αρχή της δικαιο-
λογηµένης εµπιστοσύνης του ασφαλισµένου, έκφανση της οποίας αποτε-
λεί, στο πεδίο του δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης, η αρχή της προστα-
σίας του κεκτηµένου ασφαλιστικού δικαιώµατος (βλ. Στ. Κτιστάκη, Η επί-
δραση της οικονοµικής κρίσης στα κοινωνικά δικαιώµατα, Ε.Δ.Κ.Α., 2012,
σελ. 481, ιδίως σελ. 494. Για την έννοια της «ώριµης προσδοκίας» στο δί-
καιο της κοινωνικής ασφάλισης βλ., ενδεικτικώς, Ολ. Αγγελοπούλου, Τα νέα
όρια ηλικίας του ν. 3863/2010. Η προστασία «θεµελιωµένων δικαιωµάτων»
και ώριµων προσδοκιών από το Σύνταγµα και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρό-
σθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., Ε.Δ.Κ.Α. 2010, σελ. 908.).
Συναφώς προς την διαφορετική µεταχείριση ασφαλισµένων βάσει του
χρόνου έκδοσης του σχετικού νόµου, το Συµβούλιο της Επικρατείας έχει
κρίνει ότι ούτε ο κοινός νοµοθέτης, ούτε η κατ’ εξουσιοδότηση νόµου κανο-
νιστικώς δρώσα διοίκηση εµποδίζονται από τα άρθρα 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5
του Συντάγµατος να µεταβάλλουν για το µέλλον το σύστηµα συνταξιοδότη-
σης σε κατηγορίες ασφαλισµένων, θεσπίζοντας αυστηρότερες σε σχέση µε
το προηγούµενο καθεστώς προϋποθέσεις για απονοµή σύνταξης, «καθώς α-
πό τις διατάξεις αυτές δεν θεσπίζεται υποχρέωση του κοινού νοµοθέτη και
της Διοικήσεως να προβλέψουν, (…), µεταβατικές διατάξεις, οι οποίες θα
κατελάµβαναν τους ασφαλισµένους εκείνους που θεµελίωσαν δικαίωµα για
ασφαλιστική παροχή, συνέχισαν όµως να εργάζονται, ή που θα θεµελίωναν
στο άµεσο µέλλον το δικαίωµα τούτο. Συνεπώς, ο χρόνος αποχωρήσεως α-
πό την υπηρεσία αποτελεί παράγοντα αρκούντως αντικειµενικό που δικαιο-
λογεί τη διαφορετική µεταχείριση» (ΣτΕ [Ολ] 3487/2008, Ε.Δ.Κ.Α. 2009,
σελ. 34, ΣτΕ 1689/2009). Βλ., αντίθετη άποψη, στον σχετικό προβληµατισµό
της γνωµοδοτικής Ολοµέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπ. παρ.

3. Επί του άρθρου 12 παρ. 4

Με την προτεινόµενη ρύθµιση καθορίζεται το ποσοστό σύνταξης που δι-
καιούται ο επιζών σύζυγος ή τα τέκνα του θανόντος συνταξιούχου ή ασφα-
λισµένου (50% και 25% αντιστοίχως ή 25% και 50% για ορφανό τέκνο και α-
πό τους δύο γονείς, αναλόγως ως προς το αν δικαιούται σύνταξης από τον
ένα ή και τους δύο γονείς).
Επισηµαίνεται, εν προκειµένω, ότι η υπέρµετρη µείωση στη σύνταξη των
προσώπων αυτών που επιφέρει ο προτεινόµενος επανακαθορισµός των πο-
σοστών εν σχέσει προς το ποσό που δικαιούνται κατ’ εφαρµογή των ισχυου-
σών διατάξεων του άρθρου 18 του π.δ. 169/2007, εγείρει προβληµατισµό ως
προς τη συµβατότητα της προτεινόµενης ρύθµισης σχετικά µε την κατοχυ-
ρωµένη στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγµατος προστασία της οικογένειας,
αλλά και το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγµατος, στο οποίο κατοχυρώνεται το
δικαίωµα αξιοπρεπούς διαβίωσης του ανθρώπου. Βλ., σχετικώς, Πρακτικά
Ολ. Ελ. Συν. 1ης Ειδ. Συν. της 20.4.2016.

4. Επί του άρθρου 13

Με την διάταξη του προτεινόµενου άρθρου καθορίζονται τα ανώτατα πο-
σά συντάξεων που θα καταβάλλονται µέχρι την ολοκλήρωση του προγράµ-
µατος προσαρµογής. Έτσι, στην παράγραφο 1 ορίζεται ότι µέχρι 31.12.2018
αναστέλλεται η καταβολή κάθε ατοµικής µηνιαίας σύνταξης των προσώπων
που είχαν ήδη καταστεί συνταξιούχοι µέχρι την έναρξη ισχύος του νοµο-
σχεδίου, κατά το µέρος που υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ, ενώ
συµφώνως προς την παράγραφο 2 «κατά την ίδια περίοδο, το άθροισα του 
καθαρού ποσού των συντάξεων των παραπάνω προσώπων, που δικαιούται
κάθε συνταξιούχος από οποιαδήποτε αιτία από το Δηµόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. ή οποι-
ονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης δεν µπορεί
να υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ».
Όπως προαναφέρθηκε, το ύψος των συνταξιοδοτικών παροχών δεν απο-
τελεί σταθερό ποσό, αλλά δύναται να µεταβάλλεται είτε επί τα βελτίω είτε
επί τα χείρω, αναλόγως προς τις εκάστοτε οικονοµικές συνθήκες και συµ-
φώνως προς τα αντικειµενικά κριτήρια, τα οποία εξειδικεύει ο νοµοθέτης, ε-
ντός των ορίων της ευρείας εξουσίας που αυτός διαθέτει (πρβλ. ΣτΕ Ολ.
2288/2015 σκ. 10). Εξ άλλου, συµφώνως προς πάγια νοµολογία του Συµβου-
λίου της Επικρατείας, «ο κοινός νοµοθέτης και η κατ’ εξουσιοδότηση αυτού
κανονιστικώς δρώσα διοίκηση δεν εµποδίζονται να µεταβάλλουν το σύστη-
µα συνταξιοδοτήσεως κατηγοριών ασφαλισµένων, ιδίως δε το ύψος των α-
σφαλιστικών παροχών και µε µείωση αυτών για τον εφεξής χρόνο, µείωση
που µπορεί να πραγµατοποιηθεί και κατά προοδευτική κλίµακα σε βάρος
των υψηλότερων παροχών ή µε τη θέσπιση ανώτατου ορίου των παροχών
που ήδη χορηγούνται, κατά τρόπον ώστε να προκύπτει µεγαλύτερη, σε ανα-
λογία µε τη σύνταξη που θα χορηγηθεί, οικονοµική επιβάρυνση εκείνων από
τους ασφαλισµένους οι οποίοι έχουν καταβάλει περισσότερες εισφορές»
(ΣτΕ 2499/2004 και 892/2009).
Άλλωστε, και βάσει της νοµολογίας του Ε.Δ.Δ.Α., δεν κατοχυρώνεται ρη-
τώς δικαίωµα σε µισθό ή σύνταξη συγκεκριµένου ύψους, υπό τις προϋποθέ-
σεις, βεβαίως, που θέτει το Δικαστήριο, και οι οποίες αναφέρθηκαν ανωτέ-
ρω( βλ. υπό 1.Ε. τις εκεί ενδεικτικώς αναφερόµενες αποφάσεις του
Ε.Δ.Δ.Α.), µε αποτέλεσµα να µην αποκλείεται, κατ’ αρχάς, διαφοροποίηση
του ύψους συνταξιοδοτικής παροχής αναλόγως προς τις εκάστοτε επικρα-
τούσες συνθήκες.
Υπό το φως, εποµένως, τόσο της πρόσφατης νοµολογίας του Συµβουλίου
της Επικρατείας όσο και της ανωτέρω νοµολογίας του Ε.Δ.Δ.Α., πρέπει να
σταθµισθεί αν οι προτεινόµενες ειδικότερες ρυθµίσεις, οι οποίες θέτουν α-
νώτατα όρια στο ποσό καταβολής µίας ή περισσοτέρων συντάξεων, διατα-
ράσσουν τη δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υφίσταται µεταξύ αφενός της
προσβολής της σύνταξης ως περιουσιακού αγαθού, το οποίο προστατεύεται
από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., και α-
φετέρου του δηµόσιου συµφέροντος, καθώς και αν αυτές οι περικοπές οδη-
γούν σε πτώση του βιοτικού επιπέδου των συνταξιούχων και µισθωτών τέ-
τοια, που θα συνιστούσε προσβολή της αξιοπρέπειάς τους.

5. Επί του άρθρου 20 παρ. 1 και 2

Κατά την παρ. 1 της προς ψήφιση διάταξης, «Στους εξ ιδίου δικαιώµατος
συνταξιούχους του Δηµοσίου, καθώς και όλων των φορέων, ταµείων, κλά-
δων ή λογαριασµών που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α., οι οποίοι αναλαµβά-
νουν εργασία ή αποκτούν ιδιότητα ή δραστηριότητα υποχρεωτικώς υπακτέα
στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α., οι ακαθάριστες συντάξεις κύριες και επικουρι-
κές καταβάλλονται µειωµένες σε ποσοστό 60% για όσο χρόνο απασχολού-
νται ή διατηρούν την ιδιότητα ή την δραστηριότητα. Για το διάστηµα αυτό
καταβάλλονται οι ασφαλιστικές εισφορές για τον απασχολούµενο συνταξι-
ούχο, κατά τα ειδικότερα προβλεπόµενα στις οικείες διατάξεις του παρό-
ντος νόµου». Εξ άλλου, κατά την παρ. 2 «[ε]ιδικά στην περίπτωση που οι συ-
νταξιούχοι της παραγράφου 1 αναλαµβάνουν εργασία ή αποκτούν δραστη-
ριότητα σε φορείς της γενικής Κυβέρνησης, η καταβολή της σύνταξής ή των
συντάξεών τους, κύριων και επικουρικών αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρ-
κεί η παροχή της εργασίας τους ή των υπηρεσιών τους ή η δραστηριότητά
τους».
Επισηµαίνεται ότι η δυσµενέστερη, και µάλιστα κατά πλήρη στέρηση συ-
νταξιοδοτικής παροχής, µεταχείριση συνταξιούχων που αναλαµβάνουν ερ-
γασία ή αποκτούν δραστηριότητα σε φορείς της γενικής Κυβέρνησης, εν
σχέσει προς τους συνταξιούχους που αναλαµβάνουν εργασία ή αποκτούν ι-
διότητα ή δραστηριότητα, υπακτέα στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α., υποχρεωτι-
κώς εκτός φορέων γενικής Κυβέρνησης, παρίσταται ανεπαρκώς αιτιολογη-
µένη και προσκρούει τόσο στη συνταγµατικώς κατοχυρωµένη αρχή της ισό-
τητας όσο και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της
Ε.Σ.Δ.Α. (βλ., ανωτέρω Γενικές Παρατηρήσεις, Ι.Δ).

6. Επί του άρθρου 23 παρ. 6

Κατά την προτεινόµενη ρύθµιση, «[α]ν για οποιονδήποτε λόγο παρακρατή-
θηκαν εσφαλµένα, µειωµένες ασφαλιστικές εισφορές για κύρια σύνταξη υ-
πέρ Δηµοσίου, το επιπλέον οφειλόµενο ποσό καταβάλλεται µε παρακράτη-
ση από τις καταβαλλόµενες τακτικές αποδοχές, σε µηνιαίες ισόποσες δό-
σεις η κάθε µία από τις οποίες ανέρχεται στο 1/6 των αποδοχών αυτών. Αν ο
υπάλληλος ή ο στρατιωτικός αποχωρεί λόγω συνταξιοδότησης, τυχόν ενα-
ποµείναν οφειλόµενο ποσό παρακρατείται, σύµφωνα µε τα ανωτέρω, από τη
σύνταξή του µετά από σχετική ενηµέρωση της αρµόδιας Διεύθυνσης Συντά-
ξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.)».
Επισηµαίνεται ότι ως προς το συναφές ζήτηµα της ανάκλησης παράνοµων
ατοµικών διοικητικών πράξεων βάσει της αρχής της νοµιµότητας, η εν λόγω
ανάκληση επιτρέπεται ελευθέρως, ανεξαρτήτως από το εάν έχουν απορ- 
ρεύσει από αυτές δικαιώµατα των διοικουµένων, εντός, όµως, εύλογου χρό-
νου από της έκδοσής τους (ΣτΕ 1334/2009, ΣτΕ 2904/2008), ήτοι, εντός, κα-
ταρχήν, πενταετίας από την έκδοσή τους (άρθρο µόνο του α.ν. 261/1968).
Πάντως, τυχόν υπέρβαση του εύλογου χρόνου ανάκλησης διοικητικής πρά-
ξης κρίνεται από το αρµόδιο δικαστήριο κατά περίπτωση (βλ. ΣτΕ
1051/2008, ΣτΕ 227/2006, καθώς και Επ. Σπηλιωτόπουλο, Εγχειρίδιο Διοικη-
τικού Δικαίου, 2011, σελ. 186).
Μετά την παρέλευση του εύλογου χρόνου, δεν επιτρέπεται η ανάκληση
των παράνοµων επωφελών ατοµικών πράξεων, των πράξεων, δηλαδή, από
τις οποίες οι καλόπιστοι διοικούµενοι απέκτησαν δικαιώµατα, εκτός αν: α)
το διοικητικό όργανο παρασύρθηκε στην έκδοση της πράξης από απατηλή ε-
νέργεια του διοικουµένου που ωφελείται από την πράξη (ΣτΕ 3866/1988,
312/1994, β) υπάρχουν υπέρτεροι λόγοι δηµοσίου συµφέροντος (ΣτΕ
2403/1997, 3904/2008, και γ) η ανάκληση γίνεται για λόγους συµµόρφωσης
προς το περιεχόµενο απόφασης του ΣτΕ ή διοικητικού δικαστηρίου (βλ.,
σχετικώς, ΣτΕ 759/1987, καθώς και Επ. Σπηλιωτόπουλο, όπ. π., σελ. 187).
Συναφώς, µάλιστα, έχει κριθεί (βλ., ΣτΕ 1358/2011, ΣτΕ 1334/2009) ότι δεν
είναι επιτρεπτή η, µετά πάροδο εύλογου χρόνου από την έκδοσή τους, ανά-
κληση ευνοϊκών για τους ασφαλισµένους πράξεων των ασφαλιστικών οργα-
νισµών, έστω και παρανόµων, από τις οποίες αυτοί απέκτησαν καλοπίστως
δικαιώµατα, υπό τη βασική προϋπόθεση ότι οι ευνοϊκές αυτές πράξεις εκδό-
θηκαν, χωρίς να υπάρχει κακόπιστη συµπεριφορά, ενέργεια ή παράλειψη
του ασφαλισµένου έναντι του ασφαλιστικού οργανισµού.
Υπό το φως των ανωτέρω, και συµφώνως προς νοµολογία επί συναφών
ζητηµάτων, µετά την πάροδο εύλογου χρόνου, δεν είναι επιτρεπτή η αναζή-
τηση ασφαλιστικών εισφορών, έστω και αν κατά το χρόνο παρακράτησής
τους δεν συνέτρεχαν οι προβλεπόµενες κατά περίπτωση προϋποθέσεις –ή
δεν τηρήθηκε η νόµιµη διαδικασία–, υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι η εν
λόγω παρακράτηση µειωµένων ασφαλιστικών εισφορών έλαβε χώρα, χωρίς
να υπάρχει κακόπιστη συµπεριφορά, ενέργεια ή παράλειψη, του υπαλλήλου.

7. Επί του άρθρου 39 (σε συνδυασµό µε το άρθρο 38 παρ. 1 έως 3)

Με τις παραγράφους 1 έως 3 του άρθρου 38 ορίζεται, µεταξύ άλλων, ότι
«το συνολικό ποσοστό εισφοράς κύριας σύνταξης ασφαλισµένου µισθωτού
και εργοδότη ορίζεται σε 20% επί των πάσης φύσεως αποδοχών των εργα-
ζοµένων (…) και κατανέµεται κατά 6,67% σε βάρος των ασφαλισµένων και
κατά 13,33% σε βάρος των εργοδοτών…», ότι «το ανώτατο όριο ασφαλι-
στέων αποδοχών για τον υπολογισµό της µηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς
των µισθωτών και των εργοδοτών, συνίσταται στο δεκαπλάσιο του ποσού 
που αντιστοιχεί στον εκάστοτε προβλεπόµενο κατώτατο βασικό µισθό άγα-
µου µισθωτού άνω των 25 ετών», καθώς και ότι «υπόχρεος για την καταβο-
λή της εργοδοτικής εισφοράς είναι οποιοδήποτε πρόσωπο, φυσικό ή νοµικό,
για λογαριασµό του οποίου οι ασφαλισµένοι του παρόντος άρθρου παρέ-
χουν τις υπηρεσίες τους περιοδικά έναντι παροχής».
Με τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως 3 του προτεινόµενου άρθρου 39,
που αφορά στις εισφορές αυτοαπασχολουµένων και ελεύθερων επαγγελ-
µατιών, ορίζεται, µεταξύ άλλων, ότι «από 1.1.2017, το ποσοστό της µηνιαίας
ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης, που καταβάλλουν
τα πρόσωπα (…), τα οποία υπάγονται ή θα υπάγονταν σύµφωνα µε τις γενι-
κές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν ως την έναρξη ισχύος
του παρόντος νόµου, στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε, ανέρχεται µηνιαίως σε
ποσοστό 20%», ότι «τα ως άνω ποσοστά υπολογίζονται επί του µηνιαίου ει-
σοδήµατος, όπως αυτό καθορίζεται µε βάση το καθαρό φορολογητέο απο-
τέλεσµα, από την άσκηση [της] δραστηριότητά[ς] τους κατά το προηγούµε-
νο φορολογικό έτος», ότι «η µηνιαία ελάχιστη βάση υπολογισµού επί της ο-
ποίας υπολογίζεται το εκάστοτε προβλεπόµενο ποσοστό εισφοράς καθορί-
ζεται µε βάση το ποσό που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό µισθό άγαµου
µισθωτού άνω των 25 ετών», καθώς και ότι «ως προς το ανώτατο όριο α-
σφαλιστέου µηνιαίου εισοδήµατος εφαρµόζεται σε κάθε περίπτωση η διάτα-
ξη της παρ. 2 του άρθρου 38». Συµφώνως προς την Αιτιολογική Έκθεση επί
του εν λόγω άρθρου, «κατ' αυτόν τον τρόπο, εξασφαλίζονται ενιαίοι (…) κα-
νόνες για όλες τις κατηγορίες των ασφαλισµένων του Ε.Φ.Κ.Α. και τα βάρη
κατανέµονται κατά δίκαιο τρόπο ανάλογα µε τις δυνάµεις του εκάστοτε α-
σφαλισµένου».
Παρατηρείται, εν προκειµένω, ότι για τους µισθωτούς εργαζοµένους, η α-
σφαλιστική εισφορά (20%) που αναλογεί στις αποδοχές τους βαρύνει αυ-
τούς µόνο κατά το 1/3, και συγκεκριµένως σε ποσοστό 6,67%, δεδοµένου ό-
τι η, σε ποσοστό 13,33% επί των καταβαλλόµενων αποδοχών, εισφορά του
εργοδότη δεν αποτελεί µέρος των αποδοχών/εισοδηµάτων του εργαζοµέ-
νου, δεν βαρύνει τον εργαζόµενο, και µόνος υπόχρεος για την καταβολή
της είναι ο εργοδότης, δηλαδή πρόσωπο διαφορετικό από τον ασφαλισµέ-
νο. Αντιθέτως, για τους αυτοαπασχολουµένους και τους ελεύθερους επαγ-
γελµατίες δεν έχει περιληφθεί αντίστοιχη ρύθµιση, η οποία θα προέβλεπε,
αναλόγως, ότι τα 2/3 των ασφαλιστικών εισφορών τους βαρύνουν κατά νό-
µο τους πελάτες/αντισυµβαλλοµένους τους. Κατά συνέπεια, η επιβολή ει-
σφοράς κύριας σύνταξης µε συντελεστή 20% επί του εισοδήµατος της ανω-
τέρω κατηγορίας ασφαλισµένων εισάγει, κατά παράβαση της συνταγµατι-
κώς κατοχυρωµένης αρχής της ισότητας [αλλά, κατ’ αποτέλεσµα, και της 
αρχής ανταποδοτικότητας των εισφορών], δυσµενή διάκριση σε βάρος τους,
εν σχέσει προς την εισφορά που καταβάλλουν οι µισθωτοί εργαζόµενοι η ο-
ποία, κατά τα προαναφερθέντα, ανέρχεται σε ποσοστό 6,67% επί του εισο-
δήµατος (αποδοχών) τους, καθότι άγει σε τριπλάσια επιβάρυνση του εισο-
δήµατος των αυτοαπασχολουµένων και ελεύθερων επαγγελµατιών για την
καταβολή της ίδιας συνταξιοδοτικής παροχής.
Περαιτέρω, ενόψει της διατύπωσης της παραγράφου 2, η οποία αναφέρει
ότι η ασφαλιστική εισφορά «καθορίζεται µε βάση το καθαρό φορολογητέο
αποτέλεσµα, από την άσκηση [της] δραστηριότητά[ς] τους κατά το προηγού-
µενο φορολογικό έτος», επισηµαίνεται ότι δεν είναι σαφές αν η ασφαλιστι-
κή εισφορά θα εκπίπτει από το ακαθάριστο εισόδηµα των αυτοαπασχολου-
µένων και ελεύθερων επαγγελµατιών κατά τον προσδιορισµό του αναλο-
γούντος φόρου εισοδήµατος.

8. Επί των άρθρων 51 έως 53

Με τις προτεινόµενες διατάξεις συνιστάται νοµικό πρόσωπο δηµοσίου δι-
καίου (Ν.Π.Δ.Δ.) υπό την επωνυµία «Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλι-
σης», το οποίο τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνι-
κής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και λειτουργεί, από 1.1.2017,
ως φορέας κύριας κοινωνικής ασφάλισης, στον οποίο εντάσσονται αυτοδι-
καίως οι υφιστάµενοι, σήµερα, φορείς κοινωνικής ασφάλισης.
Όπως προαναφέρθηκε, οι σχέσεις της κοινωνικής ασφάλισης ρυθµίζονται
από τον νοµοθέτη ελευθέρως, µε γνώµονα αφενός την προαγωγή της κοι-
νωνικής ασφάλισης των εργαζοµένων (ΣτΕ Ολ 2973/1991, ΕΔΚΑ, 1992, σελ.
186), αφετέρου την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου (ΣτΕ
2983/1989, ΕΔΚΑ 1992, σελ. 93), ώστε να µην τίθενται σε κίνδυνο οι µελλο-
ντικές ασφαλιστικές παροχές. Ως προς δε τη µορφή του ασφαλιστικού φο-
ρέα, «(η) µόνη δέσµευση που επιβάλλει το Σύνταγµα (…), εκεί όπου ο νόµος
καθιερώνει την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση και θεσπίζει την υποχρεω-
τική καταβολή ασφαλιστικής εισφοράς, είναι η παροχή της κοινωνικής α-
σφάλισης είτε από µόνο το Κράτος, είτε από νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δι-
καίου» (ΣτΕ Ολ 3100/2001, ΝοΒ 2002, σελ. 235, 2692/1993, ΤοΣ 1994, σελ.
895).
Σχετικώς µε τις συγχωνεύσεις φορέων κοινωνικής ασφάλισης, έχει κριθεί
συναφώς (ΣτΕ Ολ 3096-3101/2001, βλ. και Ξ. Κοντιάδη, Οι συνταγµατικές
δεσµεύσεις της ασφαλιστικής µεταρρύθµισης σύµφωνα µε το άρθρο 22 παρ.
5 του Συντάγµατος, ΕΔΚΑ 2001, σελ. 102) ότι δεν αντίκειται στο άρθρο 22
παρ. 5 του Συντάγµατος η κατάργηση υγιούς και αυτοδιοικούµενου ειδικού
ασφαλιστικού οργανισµού και η σύσταση νέου οργανισµού που δεν διοικεί- 
ται από εκπροσώπους των ασφαλισµένων και των συνταξιούχων, αλλά από
εκπροσώπους του κράτους, ούτε η ενιαία αντιµετώπιση ασφαλισµένων και
συνταξιούχων που τελούσαν υπό διαφορετικές συνθήκες, µετά την ενοποί-
ηση ταµείων εύρωστων µε ταµεία µη βιώσιµα. Ειδικώς δε ως προς την περι-
ουσία των ενοποιούµενων αυτών ασφαλιστικών φορέων, το ΣτΕ δέχθηκε, µε
τις προαναφερόµενες αποφάσεις, ότι δεν αντίκειται στο άρθρο 17 παρ. 1
του Συντάγµατος ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
της Ευρωπαϊκής Σύµβασης για την Προστασία των Δικαιωµάτων του Ανθρώ-
που και των Θεµελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), η χωρίς αποζηµίωση αφαί-
ρεση της περιουσίας των ασφαλιστικών αυτών οργανισµών που έχει σχηµα-
τισθεί από εισφορές των ασφαλισµένων. Βλ., όµως, και αντίθετη άποψη, σε
Π. Παπαρρηγοπούλου - Πεχλιβανίδη, Επικουρικές Συντάξεις, Ε.Δ.Κ.Α. 2012,
σελ. 19, κατά την οποία η ενίσχυση των υπολειπόµενων σε βιωσιµότητα ε-
νοποιούµενων ασφαλιστικών οργανισµών, δεν επιτρέπεται να πραγµατοποι-
είται σε βάρος της περιουσίας βιώσιµων Ν.Π.Δ.Δ. και των ασφαλισµένων
τους, καθότι η µεταβίβαση της περιουσίας τους σε άλλο Ν.Π.Δ.Δ. αντίκειται
στο άρθρο 17 του Συντάγµατος και στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της
Ε.Σ.Δ.Α., ιδίως στο µέτρο που χρηµατοδοτεί και τους ασφαλισµένους που
δεν έχουν συµβάλει στον σχηµατισµό της.

9. Επί των άρθρων 74 έως 85

Με τις προτεινόµενες διατάξεις τροποποιούνται σχετικές µε το Ενιαίο Τα-
µείο Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.) διατάξεις του ν. 4052/2012. Το
Ε.Τ.Ε.Α. µετονοµάζεται, εφεξής σε «Ενιαίο Ταµείο Επικουρικής Ασφάλισης
και Εφάπαξ Παροχών» (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), και τροποποιούνται, αντιστοίχως, ο
σκοπός, η διάρθρωση, η διοίκηση και η εν γένει λειτουργία του. Προς τον
σκοπό αυτό, συνιστώνται δύο (2) κλάδοι, οι οποίοι λειτουργούν µε οικονοµι-
κή και λογιστική αυτοτέλεια, και, συγκεκριµένως: α) ο κλάδος επικουρικής
ασφάλισης και β) ο κλάδος εφάπαξ παροχών, στους οποίους παρακολου-
θούνται αυτοτελώς οι εισφορές και οι παροχές ανά κλάδο. Μεταξύ των σκο-
πών του περιλαµβάνεται πλέον και η καταβολή εφάπαξ παροχών στους δι-
καιούχους ασφαλισµένους.
Επισηµαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι το ν.π.δ.δ. υπό την επωνυµία «Ενιαίο Τα-
µείο Επικουρικής Ασφάλισης» (Ε.Τ.Ε.Α.) συνεστήθη µε τον ν. 4052/2012, υ-
πό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης προς
τον σκοπό, συµφώνως προς την παρ. 2 του άρθρου 35 του ν. 4052/2012, κατ’
αρχάς, της παροχής «µηνιαίας επικουρικής σύνταξης λόγω γήρατος, αναπη-
ρίας και θανάτου στους εργαζοµένους στον ιδιωτικό, τον δηµόσιο και τον
ευρύτερο δηµόσιο τοµέα, τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλει-
ας, καθώς και στα µέλη των οικογενειών τους». 
Το Ε.Τ.Ε.Α. συνεστήθη, εποµένως, ως φορέας «υποχρεωτικής κοινωνικής
ασφαλίσεως και, εν όψει τούτου, ως ν.π.δ.δ., τουλάχιστον ως προς τον κλά-
δο, εφεξής, της επικουρικής ασφάλισης, (…) συµβάλλ[ει]–διά της χορηγή-
σεως παροχών συµπληρωµατικών («επί πλέον» […]) εν σχέσει προς τις χο-
ρηγούµενες από τα Ταµεία υποχρεωτικής κύριας ασφαλίσεως– στην επίτευ-
ξη του προεκτεθέντος, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγµατος, δηµοσίου
σκοπού, στην διασφάλιση δηλαδή υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητι-
κού επιπέδου διαβιώσεως, κατά το δυνατόν εγγύς εκείνου το οποίο είχαν
αυτοί κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου». Βλ., σχετικώς, την ανω-
τέρω αναφερόµενη πρόσφατη νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας
[ΣτΕ(Ολ) 2287 -2290/2015].

10. Επί του άρθρου 104

Με την προτεινόµενη ρύθµιση αντικαθίσταται η παράγραφος 7 του άρθρου
27 του α.ν. 1846/1951 και ορίζεται ότι η επιστροφή των αχρεωστήτως κατα-
βληθεισών εισφορών θα γίνεται ατόκως. Επισηµαίνεται, συναφώς, ότι η ρύθ-
µιση του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984, η οποία ορίζει ότι το έντοκο της
επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων και δασµών αρχίζει µετά
την πάροδο εξαµήνου από την κοινοποίηση στην φορολογική αρχή της δικα-
στικής απόφασης που διατάζει την επιστροφή, έχει «ως συνέπεια την µη
προσήκουσα αποκατάσταση της περιουσιακής ζηµίας του αχρεωστήτως κα-
ταβαλόντος τον φόρο, η οποία προκλήθηκε από την διαγνωσθείσα ως εξαρ-
χής αχρεώστητη καταβολή του φόρου. Τούτο δε διότι η υποχρέωση καταβο-
λής τόκων, που εξ ορισµού έχουν ως σκοπό την αποκατάσταση της ζηµίας
από στέρηση περιουσιακών στοιχείων, περιορίζεται στο χρονικό διάστηµα
µετά την πάροδο εξαµήνου από την πρώτη του µήνα του εποµένου της κοι-
νοποιήσεως στην φορολογική αρχή της αποφάσεως του αρµοδίου δικαστη-
ρίου. Η ρύθµιση αυτή, που αφήνει ακάλυπτο µακρό χρονικό διάστηµα κατά
το οποίο ο φορολογούµενος υφίσταται µη νοµίµως περιουσιακή ζηµία και
του οποίου χρονικού διαστήµατος η διάρκεια εξαρτάται από γεγονότα που
ευρίσκονται εκτός του πεδίου επιρροής του, όπως είναι κυρίως ο χρόνος συ-
ζητήσεως της υποθέσεως και της δηµοσιεύσεως και κοινοποιήσεως της α-
ποφάσεως, είναι ασύµβατη τόσο µε το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγµατος πε-
ρί ισότητας των πολιτών ενώπιον των δηµοσίων βαρών, όσο και µε τα άρθρα
17 παρ.1 του Συντάγµατος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της
Ε.Σ.Δ.Α. περί προστασίας της ιδιοκτησίας και, κατ’ ακολουθίαν, ανίσχυρη»
(ΣτΕ 2191/2014 (Ολοµ.).
Περαιτέρω, καθ΄ ο µέρος η ρύθµιση καταλαµβάνει εκκρεµείς στα δικαστή-
ρια υποθέσεις, δεν βρίσκεται σε αρµονία ούτε προς το άρθρο 26 του Συ-
ντάγµατος.

11. Επί του άρθρου 113 παρ. 1, 2, 5 και 6

Συµφώνως προς το άρθρο 7 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήµατος (ν.
4172/2013), το καταρχήν φορολογητέο εισόδηµα διακρίνεται σε τέσσερις
κατηγορίες: (α) εισόδηµα από µισθωτή εργασία και συντάξεις, (β) εισόδηµα
από επιχειρηµατική δραστηριότητα, (γ) εισόδηµα από κεφάλαιο, και (δ) ει-
σόδηµα από υπεραξία µεταβίβασης κεφαλαίου. Με τις προτεινόµενες παρα-
γράφους 1, 2, 5 και 6 θεσπίζεται ενιαία κλίµακα φορολογικών συντελεστών,
από 22% έως 45%, για τα εισοδήµατα από µισθωτή εργασία και συντάξεις,
καθώς και από επιχειρηµατική δραστηριότητα. Ειδικώς ως προς το εισόδηµα
από αγροτική επιχειρηµατική δραστηριότητα, το οποίο συνιστά υποκατηγο-
ρία του εισοδήµατος από επιχειρηµατική δραστηριότητα, προβλέπεται ότι
φορολογείται µεν µε την ανωτέρω κλίµακα, αλλά αυτοτελώς εν σχέσει προς
τυχόν άλλα εισοδήµατα από άλλη επιχειρηµατική δραστηριότητα ή από µι-
σθωτή εργασία και συντάξεις. Περαιτέρω, για εισοδήµατα από µισθωτή ερ-
γασία και συντάξεις, και αγροτική επιχειρηµατική δραστηριότητα µέχρι του
ποσού των 220.000 ευρώ (αθροιστικώς), αντί της θέσπισης αφορολόγητου
ποσού εισοδήµατος, προβλέπεται µείωση του αναλογούντος φόρου µέχρι
2.000 ευρώ, η οποία είναι αντιστρόφως ανάλογη του ύψους των εισοδηµά-
των αυτών εφόσον υπερβαίνουν τα 20.000 ευρώ.
Εν προκειµένω, παρά την καταρχήν υπαγωγή του συνόλου των ανωτέρω
εισοδηµάτων στην ίδια κλίµακα φορολογικών συντελεστών, ανακύπτει ζήτη-
µα ως προς το αν η µη εφαρµογή της ανωτέρω µείωσης φόρου σε όλες τις
κατηγορίες εισοδηµάτων που φορολογούνται µε την ίδια κλίµακα φορολογι-
κών συντελεστών και, κυρίως, η εφαρµογή της ανωτέρω µείωσης φόρου σε
µία µόνο υποκατηγορία εισοδήµατος από επιχειρηµατική δραστηριότητα και,
συγκεκριµένως, στο εισόδηµα από αγροτική επιχειρηµατική δραστηριότητα,
συνάδει προς τις αρχές της καθολικότητας του φόρου και της φορολόγησης
βάσει της φοροδοτικής ικανότητας, υπό την έννοια ότι οι προτεινόµενες
ρυθµίσεις άγουν, τελικώς, σε διαφορετική φορολογική επιβάρυνση εισοδη-
µάτων του ίδιου ύψους και της ίδιας κατηγορίας (εισόδηµα από επιχειρηµα-
τική δραστηριότητα).
Εξ άλλου, ο ίδιος ανωτέρω προβληµατισµός ισχύει και ως προς τη ρύθµι-
ση για αυτοτελή φορολόγηση του εισοδήµατος από γεωργική επιχειρηµατι-
κή δραστηριότητα, εν αντιθέσει προς τη φορολόγηση του εισοδήµατος από
λοιπές επιχειρηµατικές δραστηριότητες, το οποίο συναθροίζεται, για τον υ-
πολογισµό του αναλογούντος φόρου, µε το τυχόν εισόδηµα από µισθωτή
εργασία και συντάξεις.
Επισηµαίνεται, συναφώς, ότι, κατά τη νοµολογία του Συµβουλίου της Επι-
κρατείας, ο κοινός νοµοθέτης διαθέτει ευρεία ευχέρεια να διαµορφώνει το 
κατάλληλο, κατά την εκτίµησή του, φορολογικό σύστηµα, χωρίς να αποκλεί-
εται η διαφορετική φορολογική µεταχείριση κατηγοριών φορολογουµένων,
πλην όµως η µεταχείριση αυτή δεν πρέπει να είναι αυθαίρετη, αλλά να στη-
ρίζεται σε γενικά και αντικειµενικά κριτήρια, ανταποκρινόµενα στις ιδιαίτε-
ρες συνθήκες υπό τις οποίες τελεί κάθε κατηγορία, υπό το φως και των εκά-
στοτε κοινωνικοοικονοµικών συνθηκών [βλ. ΣτΕ 2563/2015 (Ολοµ.),
1254/2014, 1685/2013 (Ολοµ.), 3931/2013, 2018/2012, 693/2011, 3485/2007,
2974/2001, 497/2000, 444/1995, 1135/1991].

12. Επί του άρθρου 113 παρ. 9

Με την προτεινόµενη παράγραφο 9 ενσωµατώνονται στον Κώδικα Φορο-
λογίας Εισοδήµατος, ως άρθρο 43Α, οι ρυθµίσεις του άρθρου 29 του ν.
3986/2011 περί ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, η οποία αποκτά έτσι µόνιµο
χαρακτήρα.
Με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του νέου άρθρου 43Α ορίζεται
ότι «Για την επιβολή της εισφοράς λαµβάνεται υπόψη το σύνολο του εισο-
δήµατος, όπως αυτό προκύπτει από την άθροιση των εισοδηµάτων από µι-
σθωτή εργασία και συντάξεις, από επιχειρηµατική δραστηριότητα, από κε-
φάλαιο, από υπεραξία µεταβίβασης κεφαλαίου, φορολογούµενο ή απαλλασ-
σόµενο, πραγµατικό ή τεκµαρτό». Παρατηρείται ότι θα ήταν νοµοτεχνικώς
αρτιότερο να διατυπωθεί ως εξής η ανωτέρω ρύθµιση: «Η εισφορά επιβάλ-
λεται επί του συνολικού, φορολογούµενου ή απαλλασσόµενου, εισοδήµα-
τος, κατά την έννοια του άρθρου 30 παρ. 3, καθώς και επί της τυχόν διαφο-
ράς µεταξύ του εισοδήµατος αυτού και του τεκµαρτώς προσδιοριζόµενου,
σύµφωνα µε τα άρθρα 31 έως και 34».
Επί της παραγράφου 2 παρατηρείται ότι η φράση «η αποζηµίωση για τη
λύση ή καταγγελία της εργασιακής σχέσης της περίπτωσης ε' της παρ. 3 του
άρθρου 12 και της περίπτωσης στ' της παρ. 1 του άρθρου 14» πρέπει να α-
ναδιατυπωθεί ως εξής: «η αποζηµίωση για τη λύση ή καταγγελία της εργα-
σιακής σχέσης της περίπτωσης ε' της παρ. 3 του άρθρου 12 και η εφάπαξ κα-
ταβαλλόµενη παροχή της περίπτωσης στ' της παρ. 1 του άρθρου 14». Επιση-
µαίνεται, επίσης, ότι, συµφώνως προς την περίπτωση 7β της υποπαραγρά-
φου Β.2. του τρίτου άρθρου του ν. 4254/2014, από την ισχύουσα σήµερα ει-
δική εισφορά αλληλεγγύης απαλλάσσονται το ενιαίο επίδοµα στήριξης τέ-
κνων της υποπαραγράφου ΙΑ.2. του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, κα-
θώς και το ειδικό επίδοµα τριτέκνων και πολυτέκνων του άρθρου 40 του ν.
4141/2013.
Επί της παραγράφου 3, η αναφορά στο «συνολικό καθαρό εισόδηµα της
προηγούµενης παραγράφου» πρέπει να τροποποιηθεί σε «συνολικό καθαρό
εισόδηµα της παραγράφου 1». 
Παρατηρείται, επίσης, ότι οι ρυθµίσεις της περίπτωσης β΄ της παραγρά-
φου 4 καθώς και της παραγράφου 8 παρίστανται περιττές, ενόψει της έντα-
ξης της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στο πεδίο εφαρµογής του Κώδικα
Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013) δυνάµει της παραγράφου 12 του
προτεινόµενου άρθρου 113 του νοµοσχεδίου. Ανεξαρτήτως αυτού, η νοµο-
θετική εξουσιοδότηση της παραγράφου 8 είναι συστηµατικώς ορθότερο να
δοθεί στον Γενικό Γραµµατέα Δηµοσίων Εσόδων, αντί του Υπουργού Οικο-
νοµικών στον οποίο δίδεται.
Σηµειώνεται, περαιτέρω, ότι θα ήταν νοµοτεχνικώς ορθότερο να εντα-
χθούν στο άρθρο 60 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήµατος οι ρυθµίσεις της
παραγράφου 6.
Επισηµαίνεται, τέλος, ότι η χρήση του όρου «βεβαίωση» στις παραγρά-
φους 2, 4, 5 και 8 είναι αδόκιµη υπό το καθεστώς του Κώδικα Φορολογικής
Διαδικασίας.

Αθήνα, 6 Μαΐου 2016

Οι εισηγητές

Δηµήτρης Κανελλόπουλος
Προϊστάµενος του Τµήµατος Διεθνών και Αµυντικών Μελετών
Ανδρέας Κούνδουρος
Προϊστάµενος του Τµήµατος Ευρωπαϊκών Μελετών
Γεώργιος Φωτόπουλος

Ειδικοί Επιστηµονικοί Συνεργάτες

Ο Προϊστάµενος του Α΄ Τµήµατος
Νοµοτεχνικής Επεξεργασίας
Ξενοφών Παπαρρηγόπουλος
Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστηµίου
Πελοποννήσου
Ο Προϊστάµενος της Β΄ Διεύθυνσης
Επιστηµονικών Μελετών
Αστέρης Πλιάκος
Καθηγητής του Οικονοµικού
Πανεπιστηµίου Αθηνών
Ο Πρόεδρος του Επιστηµονικού Συµβουλίου
Κώστας Μαυριάς
Οµότιµος Καθηγητής της Νοµικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών