Το κλείσιμο της παγκόσμιας οικονομίας



Οι απανταχού ειδήμονες και υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θρηνούν για την άνοδο ενός νέου, εσωστρεφούς λαϊκισμού. Με πρωτοστάτες όπως ο Ντοναλντ Τραμπ και ο Νάιτζελ Φάρατζ, εκείνοι που έχουν αισθανθεί μόνο τις αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και όχι τα οφέλη της, ετοιμάζονται για σφοδρή αντεπίθεση. Η παγκόσμια ελίτ ανησυχεί ότι η όλη διαδικασία του ανοίγματος και της ενοποίησης του κόσμου μέσω του εμπορίου, των κεφαλαιακών ροών και της μετανάστευσης μπορεί σύντομα να αντιστραφεί.

Χάνουν την ουσία. Η υποστήριξη υπέρ του πιο ελεύθερου εμπορίου και του μεγαλύτερου ανοίγματος είχε στην πραγματικότητα αρχίσει να κλονίζεται πολύ πριν έρθουν στο προσκήνιο οικονομικοί εθνικιστές όπως ο Τραμπ και ο Φάρατζ. Οι ίδιες κυβερνήσεις που συγκαταλέγονται μεταξύ των μεγαλύτερων πρωταθλητών της παγκοσμιοποίησης, οπισθοχωρούν σταθερά από το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.

Οι δικαιολογίες τους ακούγονται αθώες και είναι πολλές: η προστασία των εθνικών βιομηχανιών και των εμβληματικών επιχειρήσεων, η εξασφάλιση των εξαγωγικών αγορών και του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος και πάνω από όλα, η στήριξη της απασχόλησης και των εισοδημάτων.

Παρά τις συχνά επαναλαμβανόμενες προειδοποιήσεις για την αποφυγή πολιτικών της δεκαετίας του '30 που μετακυλύουν τα οικονομικά προβλήματα σε άλλες χώρες, αυτές οι κυβερνήσεις άφησαν τις συνομιλίες για το παγκόσμιο εμπόριο -το λεγόμενο Γύρο της Ντόχα- να σταματήσουν κιόλας από το 2008. Χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, έχουν αντ' αυτού προωθήσει στενότερες διμερείς και τοπικές συμφωνίες στις οποίες δεν χρειάζεται να ικανοποιήσουν τόσα πολλά διαφορετικά μέρη εμπλεκόμενα στις διαπραγματεύσεις και μπορούν να συνεχίσουν να προστατεύουν τους κομβικούς τομείς τους. Αν αυτές τα σύμφωνα είναι καλύτερα από το τίποτα, τότε λίγο έως πολύ αποκλείουν την πιθανότητα μίας πιο φιλόδοξης πολυμερούς προσέγγισης.

Στο μεταξύ, από το 2009 έως το 2015, εισήχθησαν τρεις φορές περισσότερα μέτρα που κάνουν διακρίσεις στο εμπόριο σε σχέση με αυτά που το απελευθερώνουν. Μόνο τους πρώτους δέκα μήνες του 2015, στη βάση δεδομένων Global Trade Alert καταγράφηκαν 539 πρωτοβουλίες αυτού του είδους που υιοθετήθηκαν από κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο οι οποίες έβλαψαν ξένους επιχειρηματίες, επενδυτές, εργαζόμενους και κατόχους πνευματικής ιδιοκτησίας – αριθμός ρεκόρ.

Οι προσπάθειες για τον έλεγχο των εμπορικών ροών γίνονται όλο και πιο εκλεπτυσμένες. Οι κυβερνήσεις δεν επιβάλλουν πλέον δασμούς ή άλλα άτεχνα εμπόδια τα οποία θα παραβίαζαν τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Αντιθέτως χώρες από τις ΗΠΑ – με τις κρατικές στηρίξεις στην αυτοκινητοβιομηχανία - έως το Ηνωμένο Βασίλειο, την Κίνα, τη Βραζιλία, τον Καναδά και αρκετά μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν διοχετεύσει βοήθεια στις εγχώριες βιομηχανίες.

Οι κανόνες σύναψης κρατικών συμβάσεων – οι οποίες στην Κίνα για παράδειγμα απαγορεύουν την αγορά στρατηγικής και αμυντικής τεχνολογίας από το εξωτερικό – ευνοούν τους εγχώριους προμηθευτές, το ίδιο συμβαίνει και με τις εκστρατείες για την αγορά εγχώριων προϊόντων όπως αυτές που έχουν ξεκινήσει από το 2009 στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία.

Τα νέα πρότυπα για το περιβάλλον και την ασφάλεια εξυπηρετούν επίσης στην παρεμπόδιση ξένων προϊόντων. Η μακροχρόνια αντίσταση των ΗΠΑ στα μεξικανικά φορτηγά, που βασίζεται εν μέρει σε περιβαλλοντικές ανησυχίες και φόβους για την ασφάλεια, αποτελεί ένα έκδηλο παράδειγμα. Οι περιορισμοί που θέτουν σε ισχύ πολλές χώρες σε διάφορες εισαγωγές τροφίμων είναι άλλο ένα παράδειγμα.

Η χρηματοπιστωτική πολιτική έχει εξελιχθεί σε εμπορικό όπλο. Σε ΗΠΑ, Ευρώπη, Ηνωμένο Βασίλειο και Ιαπωνία, ο συνδυασμός των τεχνητά χαμηλών επιτοκίων, της ποσοτικής χαλάρωσης και της άμεσης παρέμβασης στις αγορές χρήματος και συναλλάγματος, έχει σιωπηρά βάλει στο στόχαστρο τα νομισματικά επίπεδα για την απόκτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Η υποτίμηση έχει μειώσει την αγοραστική δύναμη των ξένων επενδυτών που κατέχουν χρέος της υποτιμημένης χώρας.

Η αστάθεια και οι δυνητικά αποσταθεροποιητικές εισροές έχουν ωθήσει χώρες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους όπως η Ελβετία, η Κίνα, η Βραζιλία, η Νότια Κορέα και η Ινδία, να περιορίσουν το κεφάλαιο σε κάποια μορφή του – κάτι που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει εγκρίνει σιωπηρά, αντιστρέφοντας χρόνια οικονομικής ορθοδοξίας. Διάφορα μέρη, συμπεριλαμβανομένου του Καναδά, του Χονγκ Κονγκ, της Σιγκαπούρης και της Αυστραλίας, έχουν εισάγει ειδικούς φόρους ή άλλους περιορισμούς στους ξένους αγοραστές ακινήτων.

Κράτη όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία με υψηλά επίπεδα χρέους έχουν προσπαθήσει να διοχετεύσουν κεφάλαια στην εγχώρια αγορά για να στηρίξουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και την οικονομική δραστηριότητα. Οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, οι χώρες τις ευρωζώνης και άλλοι έχουν χρησιμοποιήσεις κανονισμούς και πολιτικές πιέσεις για να ενθαρρύνουν τις τράπεζες και τους επενδυτές να υιοθετήσουν "πατριωτικούς” ισολογισμούς, αγοράζοντας εθνικά κρατικά ομόλογα ή θα δώσουν προτεραιότητα σε δάνεια προς εγχώριους δανειολήπτες. Σύμφωνα με την Standard and Poor's, οι τράπεζες έχουν διπλασιάσει την κατοχή του χρέος των χωρών τους από το 2008.

Οι υποκείμενοι παράγοντες πίσω από αυτές τις τάσεις είναι ξεκάθαροι. Σε ένα περιβάλλον χλιαρής οικονομικής ανάπτυξης, οι κυβερνήσεις έχουν καλούς λόγους να προσπαθήσουν να μεγιστοποιήσουν το δικό τους μερίδιο σε μία πίτα που συρρικνώνεται. Ταυτόχρονα, οι χώρες που είναι αντιμέτωπες με επώδυνες διαρθρωτικές προσαρμογές διστάζουν να υποστούν τον πόνο. Κράτη όπως η Κίνα, η Γερμανία και η Ιαπωνία αντιστέκονται στο να εγκαταλείψουν ένα οικονομικό μοντέλο που στηρίζεται στην προσανατολισμένη στις εξαγωγές ανάπτυξη, εντείνοντας τις πιέσεις στους εμπορικούς εταίρους τους.

Οι κυβερνήσεις έχουν απογοητευθεί με τον τρόπο που η παγκοσμιοποίηση υποσκάπτει την αποτελεσματικότητα των εθνικών πολιτικών τους: η δημοσιονομική επέκταση που είναι σχεδιασμένη για να στηρίξει την εγχώρια ζήτηση για παράδειγμα, μπορεί να διαχυθεί μέσω της χρηματοπιστωτικής διαρροής, ενισχύοντας τις εισαγωγές αντί να προωθήσει την εγχώρια δραστηριότητα. Οι ανταγωνιστές είναι σε θέσει να υπονομεύσουν τις εγχώριες φορολογικές πολιτικές, όπως έχουν δείξει οι προσπάθειες της Ιρλανδίας να δελεάσει εταιρείες όπως η Apple.

Όλα αυτά ίσχυαν πριν επιταχύνει η προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ και οι Βρετανοί ψηφίσουν την αποχώρησή τους από την Ε.Ε. Τώρα που οι αρχηγοί των μεγάλων κομμάτων στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν τοποθετήσει τον εαυτό τους ως πρωταθλητές των στερημένων, η αντίθεση στο εμπόριο και οι απειλές κατά της εθνικής οικονομικής κυριαρχίας, που κάποτε αποτελούσαν συγκεκαλυμμένες προσπάθειες κατά της παγκοσμιοποίησης έχουν απλώς αποκτήσει μία νέα νομιμοποίηση.

Η διαδικασία απειλεί να αποκτήσει ασταμάτητη ορμή. Ήδη η καχυποψία για τις παγκόσμιες εμπορικές συνομιλίες έχει εξαπλωθεί σε όλες τις εμπορικές συμφωνίες: Η Συνεργασία των δύο πλευρών του Ειρηνικού υπό τις ΗΠΑ κρατιέται μετά δυσκολίας στη ζωή, ενώ η διατλαντική συμφωνία φαίνεται να είναι θνησιγενής. Πολιτικές όπως τα αρνητικά επιτόκια θα απαιτήσουν προοδευτικά στενότερους ελέγχους για την αποτροπή της φυγής κεφαλαίων.

Οι κυβερνήσεις έχουν κάνει τεράστια ζημιά. Αν δεν μπορούν γρήγορα να ανακτήσουν το ανταγωνιστικό πνεύμα που επέδειξαν για την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης και να πείσουν τους ψηφοφόρους για την ικανότητά τους να εξασφαλίσουν μία πιο δίκαιη κατανομή των ωφελειών και του κόστους της παγκοσμιοποίησης – ένα δύσκολο έργο στην καλύτερη των περιπτώσεων – οι οικονομίες του αύριο σίγουρα θα είναι λιγότερο ανοικτές από τις σημερινές.


Του Satyajit Das*
  *Πρώην τραπεζίτης. Το 2014 το Bloomberg τον είχε συμπεριλάβει στη λίστα των 50 προσωπικοτήτων του χρηματοπιστωτικού κλάδου με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. 

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ME ''Bloomberg View'' 
http://www.capital.gr/bloomberg-view/3154195/to-kleisimo-tis-pagkosmias-oikonomias
 15/9/2016