Η δημιουργία χωρίς... Δημιουργό.


1.
Η δημιουργία χωρίς... Δημιουργό.

Παρά τον εικονοκλαστικό ζήλο που έχουν επιδείξει τα λαμπρότερα μυαλά του είδους μας -φιλόσοφοι, επιστήμονες, κοινωνιολόγοι- ενάντια στις λεγόμενες θεολογικές ψευδαισθήσεις, παρά τον συστηματικό και δικαιολογημένο πόλεμο ενάντια στις σκοταδιστικές θεοκρατικές-εκκλησιαστικές αντιλήψεις του παρελθόντος και παρά την πανίσχυρη επιστημονική «εκκοσμίκευση» της ανθρώπινης κατάστασης, η ανάγκη για υπερβατικές και θρησκευτικές εμπειρίες φαίνεται πως εξακολουθεί να αποτελεί ανεξάλειπτο χαρακτηριστικό της ζωής και της σκέψης των σύγχρονων ανθρώπων.

Γιατί η θρησκευτική πίστη είναι ένα διαχρονικό και πανταχού παρόν ανθρωπολογικό φαινόμενο; Μήπως οι πιστοί σε κάποια θρησκεία ζουν καλύτερα, περισσότερο ή και υγιέστερα από τους άθεους; Είμαστε πραγματικά ελεύθεροι να επιλέγουμε το αν θα πιστεύουμε ή όχι σε κάποια θεότητα;

Και η σύγχρονη επιστήμη πώς αντιμετωπίζει αυτή τη μαζική συμπεριφορά; Είναι άραγε σε θέση να εξηγήσει το γιατί η πλειονότητα των ανθρώπων εξακολουθεί να υποκύπτει στον πειρασμό των θρησκευτικών, υπερφυσικών και απόκοσμων «εξηγήσεων»; Με τέτοια «ενοχλητικά» αλλά, δυστυχώς, επίκαιρα ερωτήματα αποφασίσαμε να γιορτάσουμε τη Μεγάλη Εβδομάδα.

'Εχουν περάσει πάνω από τρεις αιώνες απρόσκοπτης εξέλιξης της επιστημονικής σκέψης, η οποία οδήγησε σε εντυπωσιακή αύξηση των γνώσεών μας για τον φυσικό κόσμο και τον άνθρωπο.

Εντούτοις, ακόμη και σήμερα, πάνω από το 90% του παγκόσμιου πληθυσμού δηλώνει ότι εξακολουθεί να πιστεύει στην ύπαρξη κάποιας υπερφυσικής δημιουργικής δύναμης, ενώ πάνω από το 50% από αυτούς αποκαλεί αυτή τη δύναμη «Θεό».

Είναι προφανές ότι οι θρησκείες επινοήθηκαν και υπάρχουν επειδή επιτελούν κάποια θεμελιώδη κοινωνική και, ενδεχομένως, μια ψυχοθεραπευτική λειτουργία. Ναι, αλλά ποια ακριβώς;

Η κατανόηση των προϋποθέσεων όσο και των αναγκών που εκδηλώνονται ως πίστη σε κάποια θρησκεία δεν μπορεί να εξαρτάται μόνο από «εξωγενείς» ιστορικούς-κοινωνιολογικούς παράγοντες.

Ετσι, για παράδειγμα, η επίκληση εξωγενών αιτιακών παραγόντων -ιστορικών, κοινωνικών ή και υπερφυσικών- αφήνει αναπάντητο το πιο αποφασιστικό ίσως ερώτημα: γιατί η θρησκευτική πίστη στο υπερβατικό αποτελεί ένα καθολικό και διαχρονικό ανθρωπολογικό φαινόμενο;

Η ανάγκη μας για «πίστη» σχετίζεται άμεσα και εξαρτάται από τα ιδιαίτερα βιολογικά χαρακτηριστικά μας ως είδους και, ειδικότερα, από τα εγγενή φυσικά όρια ή περιορισμούς του ανθρώπινου νου. Χαρακτηριστικά του ανθρώπινου νου που, ενώ δεν σχεδιάστηκαν από κανέναν πάνσοφο Δημιουργό, προϋπάρχουν και από κοινού με την ιστορία διαμορφώνουν τις συγκεκριμένες εκδηλώσεις των δήθεν θρησκευτικών αναγκών μας.

Χριστιανισμός, Δευτέρα Παρουσία


Θεολογική αποτοξίνωση

Αν δεχτούμε, συμφωνώντας με τον Μαρξ, ότι «η θρησκεία είναι το όπιο των λαών», τότε οφείλουμε να διαπιστώσουμε, αντικειμενικότατα, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν και εξακολουθούν να είναι «οπιομανείς του υπερφυσικού». Μήπως τελικά η θρησκευτική πίστη, εκτός από τις εμφανείς κοινωνικές ή πολιτισμικές λειτουργίες της, εξυπηρετεί και κάποιες βαθύτερες βιολογικές και άρα εξελικτικές μας ανάγκες;

Ενάμιση αιώνα μετά τη διατύπωση της θεωρίας της εξέλιξης από τον Δαρβίνο, έχει μεγάλο ενδιαφέρον να κατανοήσουμε το πώς αυτή η επιστημονική θεωρία επηρέασε -και επηρεάζει!- τις πανίσχυρες θρησκευτικές προκαταλήψεις των ανθρώπων. Και με ποιες πανούργες μεθοδεύσεις οι σύγχρονοι «δημιουργιστές» επιχειρούν να αντιδράσουν στα θανάσιμα πλήγματα που δέχονται από την επιστημονική έρευνα οι θεοκρατικές «εξηγήσεις» τους;

Η σύγκρουση των εξελικτικών ιδεών με τις «αιώνιες», ως εξ αποκαλύψεως, θρησκευτικές αλήθειες θα έπρεπε να θεωρείται, σήμερα, όχι μόνο ιστορικά ξεπερασμένη αλλά και εντελώς στείρα γνωσιακά: αφενός, γιατί αποκλείει κάθε προσπάθεια διαλόγου μεταξύ της «εκκοσμικευτικής» επιστήμης και της «υπερβατικής» θρησκείας και, αφετέρου, γιατί μας εμποδίζει να κατανοήσουμε τα βαθύτερα αίτια της επίμονης ανάγκης μας για υπερβατικές ή θρησκευτικές εξηγήσεις.

Αραγε, η εμφάνιση κάθε μορφής ζωής πάνω στη Γη, των ανθρώπων μη εξαιρουμένων, είναι το αξιοθαύμαστο προϊόν ενός πάνσοφου και νοήμονος σχεδιασμού ή, αντίθετα, προέκυψε αποκλειστικά από φυσικές διεργασίες;

Για την κατανόηση κάθε μεγάλου εξελικτικού βήματος, κατά τη διάρκεια των 4,7 δισεκατομμυρίων χρόνων της γήινης βιολογικής ιστορίας, είναι όντως απαραίτητη η επίκληση ενός Υπέρτατου Αρχιτέκτονα ή, αντίθετα, η «τυφλή» φυσική επιλογή αποτελεί την αναγκαία και συνήθως επαρκή επιστημονική εξήγηση;

Ανάλογα με το πώς απαντά κανείς σε αυτό το θεμελιώδες ερώτημα κατατάσσεται αυτομάτως σε ένα από τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, των «δημιουργιστών» ή των «εξελικτιστών».

Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η ιδέα της βιολογικής «εξέλιξης» δεν επινοήθηκε από τον Δαρβίνο· διάφοροι σημαντικοί στοχαστές πριν από αυτόν είχαν διατυπώσει, λιγότερο ή περισσότερο ρητά, την υπόθεση ότι τα έμβια όντα μεταμορφώνονται στη διάρκεια του χρόνου.

Για παράδειγμα, ο Αναξίμανδρος (610-540 π.Χ.) πρότεινε μια πολύ ευφάνταστη εξελικτική ανθρωπογονία, σύμφωνα με την οποία οι πρώτοι άνθρωποι δημιουργήθηκαν από ιχθυόμορφα πλάσματα. Αλλά και άλλοι προσωκρατικοί φιλόσοφοι είχαν προτείνει ανάλογες εικασίες για τη φυσική προέλευση και τις συνεχείς μεταμορφώσεις των πρώτων μορφών ζωής.

Αυτές οι πρώτες προσπάθειες των προσωκρατικών φυσικών φιλοσόφων να διατυπώσουν κάποια εύλογη εξήγηση για την εμφάνιση της ζωής, παρά την απλοϊκότητά τους, είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: επέμεναν στην «αυθόρμητη γένεση» και όχι στη «δημιουργία» της ζωής από κάποια πάνσοφη θεότητα, όπως αργότερα θα υποστηρίξει ο Πλάτων στον «Τίμαιο».

Η ιδέα της ύπαρξης ενός πάνσοφου Δημιουργού που έχει προσχεδιάσει τα πάντα θα αποτελέσει, κατά την αρχαιότητα, την ταφόπλακα για τις πρώιμες εξελικτικές ιδέες των προσωκρατικών.

Μάλιστα, μετά την επικράτηση του χριστιανισμού στη Δύση, ακόμη και η ιδέα ενός αυθόρμητα εξελισσόμενου Σύμπαντος, το οποίο λειτουργεί σύμφωνα με αυστηρούς και απαραβίαστους φυσικούς νόμους, θα εγκαταλειφθεί οριστικά για πολλούς αιώνες.

Μόνο κατά τον 17ο αιώνα, η νέα φυσική φιλοσοφία θα αρχίσει δειλά δειλά να ανατρέπει αυτή την αμετάβλητη στον χρόνο εικόνα της Φύσης.

Πρώτοι οι αστρονόμοι θα δείξουν ότι η Γη δεν είναι η κορωνίδα της δημιουργίας του Σύμπαντος, αλλά ένας μικρός πλανήτης που περιστρέφεται γύρω από τον Ηλιο.

Εναν αιώνα μετά, οι γεωλόγοι θα αρχίσουν να ανασυγκροτούν την ιστορία της Γης και θα κατανοήσουν ότι η ηλικία της είναι πολύ μεγαλύτερη από όσο πίστευε η Εκκλησία: όχι 4.000 χρόνια, αλλά πάνω από 168.000 χρόνια. Σήμερα, γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι η πραγματική ηλικία της Γης είναι ακόμη πιο μεγάλη: σχηματίστηκε πριν από 5 δισεκατομμύρια χρόνια.

Ενα άλλο μεγάλο πλήγμα στο βιβλικό παραμύθι της ζωής ήταν η ανακάλυψη, από τους νεωτερικούς εξερευνητές του πλανήτη, παντελώς άγνωστων φυτών και ζώων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσαν μέχρι τότε οι δυτικοί φυσιοδίφες· ζώα και φυτά που ασφαλώς δεν υπήρχαν στην... Κιβωτό του Νώε.


Δαρβίνος


Αν ο Θεός υπάρχει, γιατί δημιούργησε τον Δαρβίνο;

Πράγματι, η αξιοπιστία των βιβλικών αφηγήσεων θα αρχίσει να κλονίζεται σοβαρά μόνο κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, χάρη στη συστηματική μελέτη των απολιθωμάτων, η οποία αποκάλυψε ένα απέραντο βασίλειο από εντελώς άγνωστα «προϊστορικά» ζώα και φυτά, που είχαν εξαφανιστεί πριν από πολλούς αιώνες.

Η πρώτη αντίδραση και η καλύτερη εξήγηση που σκέφτηκαν οι φυσιοδίφες της εποχής ήταν να περιγράψουν τα απολιθώματα των εξαφανισμένων ζώων είτε ως ατυχήματα της φύσης (lusus naturae) είτε ως θλιβερά απομεινάρια του μεγάλου βιβλικού Κατακλυσμού.

Μια άλλη, εντελώς παλαβή, «εξήγηση» ήταν ότι αυτά τα αινιγματικά απολιθώματα ζώων είχαν τοποθετηθεί επίτηδες από τον Θεό, για να θέσει σε δοκιμασία την πίστη των ανθρώπων!

Πάντως, η εντυπωσιακή αύξηση των γνώσεων για τον φυσικό και τον έμβιο κόσμο δεν οδήγησε τους τότε απολογητές της θρησκείας να εγκαταλείψουν τις εμφανώς λανθασμένες απόψεις τους σχετικά με τη δομή και τη λειτουργία του φυσικού κόσμου.

Αντιθέτως, τους ανάγκασε να καταφύγουν σε έναν «διαβολικό» ελιγμό: να χρησιμοποιήσουν τις ανακαλύψεις της επιστήμης για να επιβεβαιώσουν την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός Πάνσοφου Δημιουργού, ο οποίος υποτίθεται ότι εγγυάται όχι μόνο την εύρυθμη λειτουργία του φυσικού κόσμου αλλά και την ανωτερότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Αυτό το καινοφανές και «επιστημονικά ανανεωμένο» κίνημα θρησκευτικού φονταμενταλισμού υποστήριζε ότι η πιο ασφαλής οδός για τη γνώση και τη διάδοση των έργων του Θεού δεν ήταν η επιβολή των εξ αποκαλύψεως αληθειών του αλλά η συνειδητοποίηση των πανάγαθων σχεδίων Του μέσα από την επιστημονική κατανόηση της τελειότητας και της αρμονίας της Φύσης. Και η προσπάθεια να παντρέψουν τη νέα επιστημονική γνώση με τα θεολογικά μυστήρια ονομάστηκε «Φυσική Θεολογία».

Σύμφωνα με τους φυσικούς θεολόγους, η επιστήμη όχι μόνο δεν είναι αντίπαλος της θρησκείας, αλλά αντιθέτως, με το να αποκαλύπτει η επιστήμη τη βαθύτερη νομοτέλεια και την αρμονία του φυσικού κόσμου μας προσφέρει την καλύτερη δυνατή απόδειξη της σοφίας και της παντοδυναμίας του Πλάστη!

Η πρώτη πλήρης και σαφής διατύπωση αυτού του θεολογικού επιχειρήματος για τον «σκόπιμο σχεδιασμό» όλων των πολύπλοκων φυσικών δομών -από τους πλανήτες μέχρι το μάτι που τους παρατηρεί- διατυπώθηκε το 1802, στο βιβλίο «Φυσική Θεολογία» (Natural theology) του Αγγλικανού ιερέα και φυσιοδίφη William Paley.

Στο βιβλίο αυτό διατυπώνεται ρητά το επιχείρημα του Θεού-τεχνουργού: αν κάποιος έβρισκε θαμμένο σε ένα βουνό ένα πολύπλοκο μηχάνημα, π.χ. ένα ρολόι, μελετώντας το θα κατέληγε αναγκαστικά στο συμπέρασμα ότι κάποιος ωρολογοποιός το είχε κατασκευάσει, γιατί τα διάφορα περίπλοκα μέρη του (γρανάζια, ελατήρια) είχαν εμφανώς τοποθετηθεί σκόπιμα και όχι τυχαία, για να επιτελούν κάποιο σκοπό.

Εφαρμόζοντας το ίδιο σκεπτικό στη μελέτη των ζωντανών οργανισμών, ο Paley διατείνεται ότι αν μελετήσει κανείς λεπτομερώς τη δομή και τη λειτουργία των επιμέρους οργάνων ενός οργανισμού, θα οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να δημιουργήθηκαν τυχαία, αλλά αποτελούν το έργο ενός πάνσοφου και πανάγαθου σχεδιαστή, ο οποίος προφανώς δεν μπορεί να είναι άλλος από τον Θεό!

Το πρόβλημα με το επιχείρημα του «σκόπιμου σχεδιασμού» είναι ότι διαπράττει το λογικό σφάλμα της «λήψης του ζητουμένου», θεωρεί δηλαδή ως δεδομένο αυτό που πρέπει να αποδείξει. Και επιπλέον, δεν επιβεβαιώνεται από τις επιστημονικές παρατηρήσεις: δεν υπάρχει καμία βιολογική δομή και κανένας οργανισμός που να λειτουργούν «τέλεια». Συνεπώς ο υποθετικός Δημιουργός τους δεν μπορεί να θεωρείται τέλειος και πάνσοφος!

Πριν από 150 χρόνια, στις 24 Νοεμβρίου του 1859, ο Κάρολος Δαρβίνος εξέθεσε αναλυτικά στο βιβλίο του «Περί της καταγωγής των ειδών μέσω της φυσικής επιλογής» πολλά επιχειρήματα και παρατηρήσεις που καταρρίπτουν την εντελώς αβάσιμη θεολογική εικασία περί «ευφυούς σχεδιασμού» των βιολογικών οργανισμών.

Στο περίφημο αυτό βιβλίο ο πατέρας της σύγχρονης εξελικτικής θεωρίας υποστηρίζει την ακριβώς αντίθετη άποψη: ο βασικός μηχανισμός για την ανάδυση και την εξέλιξη της βιολογικής πολυπλοκότητας είναι η φυσική επιλογή.

Με αφετηρία μια σειρά από καλά τεκμηριωμένες υποθέσεις, όπως: 1. οι φυσικοί πόροι σε ένα δεδομένο περιβάλλον είναι περιορισμένοι· 2. τα άτομα ενός πληθυσμού διαφέρουν μεταξύ τους· 3. τα βασικά χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν τα άτομα ενός πληθυσμού είναι κληρονομήσιμα, ο Δαρβίνος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αν οι πόροι του περιβάλλοντος είναι περιορισμένοι και τα άτομα ενός πληθυσμού διαφέρουν μεταξύ τους, τότε στον «αγώνα για την ύπαρξη» η επιβίωση δεν είναι καθόλου τυχαία, αλλά εξαρτάται από κάποια ιδιαίτερα βιολογικά χαρακτηριστικά που επιτρέπουν σε ορισμένα άτομα να είναι καλύτερα προσαρμοσμένα στο δεδομένο περιβάλλον.

Αυτόν τον μηχανισμό διαφορικής επιβίωσης μέσα σε έναν πληθυσμό ο Δαρβίνος τον αποκάλεσε «φυσική επιλογή», γιατί, μολονότι δεν διαθέτει καθόλου βούληση ή συνείδηση, μπορεί τελικά να «επιλέγει» ποια άτομα είναι καλύτερα προσαρμοσμένα για να επιβιώσουν και να αναπαραχθούν στο περιβάλλον τους.

Η εικόνα της ζωής που προκύπτει από το έργο του Δαρβίνου είναι όχι μόνο καινοφανής, αλλά και βαθύτατα επαναστατική. Εκεί που ένας προδαρβινικός φυσιοδίφης έβλεπε μόνο φυσική αρμονία, σταθερότητα και σκόπιμο σχεδιασμό, ένας δαρβινιστής βλέπει προσαρμοστικά χαρακτηριστικά και διαρκή αγώνα για την επιβίωση και την αναπαραγωγή, δηλαδή μια φυσική διαδικασία που οδηγεί αναπόφευκτα στη διαρκή εξέλιξη των ειδών.

Ενώ για τον προδαρβινικό τρόπο σκέψης η βιοποικιλότητα και η ποικιλομορφία μεταξύ των ατόμων του ίδιου είδους ήταν ένα επουσιώδες και δευτερεύουσας σημασίας γεγονός, το οποίο καθόλου δεν έθιγε την προδιαγεγραμμένη από τον Θεό αρμονία, για έναν εξελικτιστή αυτή η μεγάλη ποικιλομορφία αποτελεί τη βασική προϋπόθεση της εξέλιξης.

Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα, 150 χρόνια μετά τη δημοσίευση των ιδεών του Δαρβίνου, οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι η βιολογική εξέλιξη είναι απλώς μια θεωρία και όχι ένα καλά επιβεβαιωμένο φυσικό φαινόμενο.

Γιατί όμως η αποδοχή της συγκεκριμένης επιστημονικής εξήγησης του φαινομένου της ζωής συνάντησε και εξακολουθεί να συναντά απίστευτες αντιστάσεις;

Πού βασίζονται οι οπαδοί του «Ευφυούς Σχεδιασμού» (Intelligent Design), μιας σύγχρονης εκδοχής της Φυσικής Θεολογίας, όταν απαιτούν να διδάσκονται στα σχολεία της Αμερικής και της Ευρώπης οι αναπόδεικτες θεολογικές πεποιθήσεις τους;

Για την προσπάθεια αυτών των νεοσκοταδιστών να εμφανίζουν ως αναφαίρετο δημοκρατικό τους δικαίωμα (!) το παράλογο αίτημά τους να θεωρείται ως εξίσου εύλογη και επιστημονικά τεκμηριωμένη η άποψη ότι ο Θεός παρεμβαίνει σκοπίμως και προσανατολίζει τελεολογικά όλες τις εξελικτικές διεργασίες, θα πούμε πολύ περισσότερα στα επόμενα άρθρα μας.

 Σπύρος Μανουσέλης

ΜΗΧΑΝΕΣ ΤΟΥ ΝΟΥ
 8/4/2017

2.
Η δολοφονία του Αδάμ από τον Δαρβίνο 

Η εξελικτική θεωρία είναι, σήμερα, το πανίσχυρο και εμπειρικά επιβεβαιωμένο θεωρητικό πλαίσιο της σύγχρονης βιολογικής σκέψης, δεδομένου ότι μας επιτρέπει να κατανοούμε επιστημονικά σχεδόν όλες τις εκδηλώσεις των ζωικών φαινομένων πάνω στη Γη: από την προέλευση της ζωής μέχρι την ανάδυση του ανθρώπινου νου.

Ωστόσο, όπως θα δούμε, η δαρβινική θεωρία της εξέλιξης δεν έμεινε αμετάβλητη στον ενάμιση αιώνα που πέρασε από την αρχική διατύπωσή της.

Οπως κάθε γόνιμη επιστημονική θεωρία, έπρεπε διαρκώς να διευρύνεται και να αλλάζει ώστε να καταφέρνει να εξηγεί τα νέα επιστημονικά δεδομένα που, συνήθως, η ίδια έφερε στο φως.

Για να κατανοήσουμε όμως το γιατί η αποδοχή της εξελικτικής θεωρίας συνάντησε και εξακολουθεί να συναντά απίστευτες αντιστάσεις ή ποιες ακριβώς επιστημονικές ιδέες πολεμάνε οι οπαδοί του δημιουργισμού και του «Ευφυούς Σχεδιασμού» (Intelligent Design) θα χρειαστεί να παρουσιάσουμε τη σημασία της δαρβινικής επανάστασης.

Οσο για τις σκοταδιστικές προσπάθειες των δημιουργιστών θα πούμε πολύ περισσότερα στο επόμενο άρθρό μας.

---------------------------------------------

Καμιά επιστημονική εξήγηση δεν θεωρείται, σήμερα, επαρκής αν δεν καταφέρνει να εξηγήσει την προέλευση και την πορεία στον χρόνο, δηλαδή την εξέλιξη των φαινομένων που μελετά.

Από τη βιολογία μέχρι την ιατρική και από τη μικροφυσική μέχρι την κοσμολογία, καμία επιστημονική θεωρία δεν μπορεί να θεωρηθεί πλήρης αν, παράλληλα με τη στατική περιγραφή, δεν μας προσφέρει και μια εξελικτική-ιστορική εξήγηση της προέλευσης και της δυναμικής των φαινομένων που περιγράφει.

Ομως, η σχεδόν καθολική υιοθέτηση των εξελικτικών εξηγήσεων από τις σύγχρονες επιστήμες δεν ήταν πάντοτε εξίσου προφανής και αυταπόδεικτη.

Ακόμη και στα μέσα του εικοστού αιώνα, το κυρίαρχο πρότυπο επιστημονικής εξήγησης π.χ. στη Φυσική ήταν νομοτελειακό και άχρονο: αντικειμενικές θεωρούνταν μόνο οι επιστημονικές θεωρίες που βασίζονταν ή, τουλάχιστον, επιχειρούσαν να περιγράψουν «αιώνιες αλήθειες»: αφηρημένες μαθηματικές-φυσικές οντότητες που ήταν αμετάβλητες στον χρόνο και είναι ανεξάρτητες από κάθε παρατηρητή.

Αυτό το πρότυπο επιστημονικής εξήγησης από τη σκοπιά της αιωνιότητας θα αρχίσει να κλονίζεται μετά την τεκμηρίωση της εξελικτικής θεωρίας και ειδικότερα μετά την ανακάλυψη από τον Δαρβίνο του βασικού εξελικτικού μηχανισμού: της «φυσικής επιλογής».

Η επιστημονική ιδέα της εξέλιξης επέφερε αδιαμφισβήτητα μια κοσμογονική αλλαγή προοπτικής στην ανθρώπινη σκέψη.

Σήμερα όλοι αναγνωρίζουμε παντού εξελικτικές διεργασίες: από τα αστέρια, τους πλανήτες και τους γαλαξίες μέχρι τα φυτά, τα ζώα αλλά και τις ανθρώπινες κοινωνίες και ιδέες, όλα αλλάζουν αδιάκοπα μέσα στον χρόνο, τα πάντα εξελίσσονται ή εξαφανίζονται.

Εξάλλου και το ίδιο το Σύμπαν, όπως υποστηρίζει η σύγχρονη κοσμολογία, εξελίσσεται συνεχώς με εκρηκτικούς ρυθμούς.

Την εποχή του Δαρβίνου, δηλαδή μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, η έννοια της «εξέλιξης» είχε μια διαφορετική σημασία από τη σημερινή.

Αναφερόταν περισσότερο σε σκοτεινές θεωρίες προδιαμόρφωσης των έμβιων όντων και συνήθως ταυτιζόταν με ό,τι σήμερα θα ονομάζαμε «εμβρυακή ανάπτυξη».

Με άλλα λόγια, «εξέλιξη» θεωρούσαν την προδιαγεγραμμένη χωρικά και χρονικά εκδίπλωση και ανάπτυξη του εμβρύου κατά την κύηση.



Η δαρβίνεια επανάσταση

Ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «εξέλιξη» με τη σύγχρονη σημασία του, δηλαδή ως τη μεταμόρφωση των έμβιων οργανισμών στον χρόνο, ήταν ο Τσαρλς Λάιελ (Charles Lyell, 1797-1875), διάσημος Βρετανός γεωλόγος και μέντορας του Δαρβίνου.

Ο ίδιος ο Δαρβίνος, πάντως, σπανιότατα χρησιμοποιούσε τη μάλλον σκοτεινή, εκείνη την εποχή, και ιδιαίτερα βεβαρημένη με μεταφυσικές προκαταλήψεις έννοια.

Ισως γι’ αυτό στα βιβλία του προτιμούσε να μιλά για «καταγωγή μέσω τροποποιήσεων».

Εν τούτοις, παρά τις δικαιολογημένες επιφυλάξεις για χρήση της έννοιας της εξέλιξης, ο Δαρβίνος υπήρξε ο πραγματικός θεμελιωτής της σύγχρονης εξελικτικής σκέψης.

Πριν από περίπου 150 χρόνια, στις 24 Νοεμβρίου του 1859, θα εκθέσει δημόσια τη νέα θεωρία του στο περίφημο βιβλίο του «Περί της προέλευσης των ειδών μέσω της φυσικής επιλογής».

Εργο θεμελιώδες και θεμελιωτικό της σύγχρονης σκέψης, «Η προέλευση των ειδών» είναι αναμφίβολα ένα από τα πιο διάσημα επιστημονικά βιβλία όλων των εποχών.

Το νέο εξελικτικό επιχείρημα που πρότεινε ο Δαρβίνος σε αυτό, καθώς και στα μετέπειτα βιβλία του, βασίζεται σε μια σειρά από καλά επιβεβαιωμένες υποθέσεις:

1) Οι φυσικοί πόροι σε ένα δεδομένο περιβάλλον είναι περιορισμένοι.

2) Ολα τα άτομα ενός πληθυσμού διαφέρουν μεταξύ τους· υπάρχει δηλαδή μεγάλη ποικιλομορφία μεταξύ των ατόμων που ανήκουν στο ίδιο είδος. Και

3) τα βασικά χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν τα άτομα ενός πληθυσμού είναι κληρονομήσιμα.

Μολονότι ο Δαρβίνος δεν γνώριζε τίποτα για τις αιτίες αυτής της γενετικής ποικιλομορφίας ούτε και τον μηχανισμό κληρονομικότητας.

Αν οι τρεις παραπάνω υποθέσεις είναι σωστές, τότε καταλήγει κανείς εύλογα στο συμπέρασμα ότι: αφού οι πόροι του περιβάλλοντος είναι περιορισμένοι και τα άτομα ενός πληθυσμού διαφέρουν μεταξύ τους, τότε η επιβίωση στον «αγώνα για την ύπαρξη» δεν είναι καθόλου τυχαία, αλλά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από κάποια εγγενή και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που επιτρέπουν στα άτομα να προσαρμόζονται καλύτερα στο δεδομένο περιβάλλον.

Αυτόν τον αυτόματο μηχανισμό διαφορικής επιβίωσης ορισμένων ατόμων ενός πληθυσμού ο Δαρβίνος τον ονόμασε «φυσική επιλογή» και, όπως έδειξαν όλες οι μετέπειτα έρευνες, πρόκειται όντως για τον βασικό και, ενίοτε, τον μοναδικό κινητήριο μηχανισμό κάθε βιολογικής εξέλιξης.

Η νέα εικόνα της φύσης που εισηγείται το έργο του Δαρβίνου είναι όχι μόνο καινοφανής, αλλά και βαθύτατα επαναστατική.

Εκεί όπου ένας προδαρβινικός φυσιοδίφης έβλεπε μόνο φυσική αρμονία και αμεταβλητότητα, ένας δαρβινιστής βλέπει τον «ανήλεο» αγώνα των οργανισμών για την επιβίωση και την προσαρμογή σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, κάτι που αναπόφευκτα οδηγεί στην εξέλιξη των ειδών.

Εκεί που η ποικιλομορφία μεταξύ των ατόμων του ίδιου είδους εξηγούνταν ως ένα τυχαίο γεγονός που καθόλου δεν έθιγε την προδιαγεγραμμένη αρμονία -από τον Θεό ή τη Φύση, αδιάφορο- ένας εξελικτιστής έβλεπε σε αυτή την ποικιλομορφία τη βασική προϋπόθεση κάθε εξελικτικής διαδικασίας.

Τα όρια μεταξύ των διαφορετικών ειδών δεν θεωρούνται πλέον αιώνια και αμετάβλητα, δηλαδή θεϊκά προδιαγεγραμμένα, αλλά, αντίθετα, το προϊόν της φυσικής ιστορίας· της ιστορίας των αμοιβαίων και πολύπλοκων αλληλεπιδράσεων μεταξύ διαφορετικών οργανισμών, καθώς και μεταξύ των οργανισμών και του περιβάλλοντός τους.

Εχοντας απολέσει οριστικά την αιωνιότητα και την αμεταβλητότητά τους, οι ζωντανοί οργανισμοί μπορούν, πλέον, να συνδιαμορφώνουν ενεργητικά το εντυπωσιακό παιχνίδι της ζωής στον πλανήτη μας.

Τίποτα πια στη φύση δεν μπορεί να θεωρείται προϊόν σχεδιασμού από έναν πάνσοφο Δημιουργό, ούτε καν ο άνθρωπος.

Η δολοφονία του Αδάμ είχε πλέον συντελεστεί οριστικά και αμετάκλητα!



Η νεο-δαρβινική σύνθεση

Η πρώτη έκδοση της «Καταγωγής των ειδών» έγινε στο Λονδίνο την Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 1859, και από την πρώτη ημέρα πουλήθηκαν αμέσως και τα 1.250 αντίτυπα της πρώτης έκδοσης.

Γεγονός που υποδηλώνει όχι μόνο το μεγάλο ενδιαφέρον για το θέμα του βιβλίου αλλά κυρίως την αναμονή αυτής της έκδοσης από τους πολιτιστικούς κύκλους της Αγγλίας.

Και όπως σημειώνει, με κάποια υπερηφάνεια, ο Δαρβίνος στην «Αυτοβιογραφία» του, και τα επόμενα 3.000 αντίτυπα της δεύτερης έκδοσης εξαντλήθηκαν πολύ σύντομα.

Τα αμέσως επόμενα χρόνια το βιβλίο αυτό θα γνωρίσει πολλές επανεκδόσεις, θα μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες του κόσμου και όπου κυκλοφόρησε διαβάστηκε ως το μανιφέστο της νέας ριζοσπαστικής επιστημονικής-πολιτιστικής ανατροπής.

Πάντως, η ταχύτατη διάδοση των εξελικτικών ιδεών, κατά τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, δεν οφείλεται στην επιστημονική πληρότητα ή επάρκεια της νέας θεωρίας, αλλά πρέπει μάλλον να εξηγηθεί ως κοινωνικό φαινόμενο και ως ιστορική αναγκαιότητα που, την κατάλληλη στιγμή, ήρθε να καλύψει ο δαρβινισμός ως νέα κοσμοαντίληψη!

Πράγματι, πολλά ήταν τα αινιγματικά και άκρως ενοχλητικά ερωτήματα στα οποία η δαρβινική θεωρία δεν μπορούσε ή, ακριβέστερα, δεν ήταν ακόμη σε θέση να απαντήσει.

Για παράδειγμα, ο Δαρβίνος αγνοούσε παντελώς -όπως εξάλλου και όλοι οι βιολόγοι της εποχής του- με ποιο βιολογικό μηχανισμό παράγονται οι γενετικές αλλαγές και πώς αυτές κληρονομούνται στους απογόνους ώστε να δημιουργείται η αναγκαία ποικιλομορφία πάνω στην οποία δρα η φυσική επιλογή.

Επίσης, η εμμονή του Δαρβίνου στη θεωρία του περί βαθμιαίας εξέλιξης, η οποία πραγματοποιείται με μικρά εξελικτικά βηματάκια, δεν επιβεβαιωνόταν καθόλου από τις ανακαλύψεις της παλαιοντολογίας.

Ωστόσο, τα εξηγητικά κενά και οι πρόδηλες ανεπάρκειες της δαρβινικής θεωρίας δεν υποβαθμίζουν καθόλου, όπως κατά καιρούς υποστηρίζουν οι διάφοροι σκοταδιστές, την αξία της δαρβινικής επανάστασης.

Εξάλλου, δεν έχει εμφανιστεί ποτέ καμία μεγάλη επιστημονική θεωρία που να είναι ικανή να απαντά σε όλα μας τα ερωτήματα.

Συνεπώς, όποιος αναζητά πλήρεις και οριστικές «εξηγήσεις» για τα πάντα θα πρέπει μάλλον να στραφεί στη θεολογία και όχι στην επιστήμη.

Για πολλές δεκαετίες μετά τη διατύπωση των θεωριών του Δαρβίνου, η επιστήμη της Βιολογίας ταλανιζόταν από σφοδρότατες διαμάχες μεταξύ δαρβινιστών και αντιδαρβινιστών.

Η ανάπτυξη της νέας επιστήμης της Γενετικής, στις αρχές του εικοστού αιώνα, φάνηκε αρχικά πως διαψεύδει οριστικά τη δαρβινική θεωρία.

Η ανακάλυψη, μάλιστα, του μηχανισμού κληρονόμησης των διακριτών και σταθερών γενετικών «παραγόντων» που αργότερα ονομάστηκαν «γονίδια» θεωρήθηκε εσφαλμένα ότι ήταν η ταφόπλακα των δαρβινικών ιδεών!

Ισως γι’ αυτό ο Julian Huxley, επιφανής βιολόγος και εγγονός του μεγάλου δαρβινιστή Thomas Huxley, περιέγραψε την περίοδο 1900-1940 ως την πλήρη «έκλειψη του δαρβινισμού».

Πράγματι, εκείνη την περίοδο, η Βιολογία ήταν βαθύτατα διχασμένη σε δύο στρατόπεδα: τους εξελικτικούς βιολόγους και τους γενετιστές-βιοχημικούς, χωρίς καμία δυνατότητα επικοινωνίας -πόσο δε μάλλον συνεννόησης- ανάμεσα σε αυτές τις δύο τόσο διαφορετικές -θεωρητικά όσο και μεθοδολογικά- προσεγγίσεις των ζωικών φαινομένων.

Η κατάσταση ευτυχώς άρχισε να αλλάζει κατά τη δεκαετία του 1930, με την εμφάνιση μιας νέας γενιάς ερευνητών που κατανοούσαν σε βάθος τη γλώσσα τόσο της γενετικής όσο και της εξελικτικής βιολογίας.

Οι μεγάλοι πρωταγωνιστές της νέας γενετικής επανερμηνείας του δαρβινισμού ήταν ο ρωσικής καταγωγής Αμερικανός γενετιστής Τ. Dobzansky, ο γερμανικής καταγωγής Αμερικανός ζωολόγος Ε. Mayr, ο Βρετανός βιολόγος J. Huxley και ο Αμερικανός παλαιοντολόγος G. Simpson.

Αυτοί οι περίεργοι «γεφυροποιοί» κατάφεραν, μέσα σε μία δεκαετία, να ανατρέψουν πλήρως την κατάσταση. Με το πρωτοποριακό ερευνητικό τους έργο οι «νεοδαρβινιστές» απέδειξαν ότι η φυσική επιλογή δεν είναι μια αφηρημένη δύναμη εξελικτικής αλλαγής, της οποίας οι συνέπειες γίνονται ορατές μόνο έπειτα από πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα.

Αντίθετα, έδειξαν ότι είναι ένα άμεσα παρατηρήσιμο και μετρήσιμο φυσικό φαινόμενο, το οποίο μπορεί κάλλιστα να μελετηθεί πειραματικά στα εργαστήρια των γενετιστών και, σήμερα, των μοριακών βιολόγων.

Ελπίζουμε αυτή η συνοπτική παρουσίασή μας να κατάφερε να αναδείξει τον πλούτο όσο και την εξαιρετικά δημιουργική επίδραση των εξελικτικών ιδεών στην ανθρώπινη σκέψη.

Μια επίδραση που δεν είναι γραμμική επιστημονικά ή προδιαγεγραμμένη κοινωνικά.

Αντίθετα, η εξέλιξη της εξελικτικής σκέψης είναι μια συνεχής διαφοροποίηση, που πραγματώνεται μέσα από ριζικές επιστημολογικές τομές, απρόσμενες εννοιολογικές μετατοπίσεις και βαθιές μεθοδολογικές διαφοροποιήσεις.

Ποιος μπορεί να προδιαγράψει τις εκπλήξεις που μας επιφυλάσσει η μελλοντική ανάπτυξη των σημερινών «αιρετικών» εξελικτικών απόψεων;


Τα πρώτα βήματα της εξελικτικής επιστήμης

1809: Δημοσιεύεται το έργο του Ζαν Μπατίστ Λαμάρκ «Ζωολογική φιλοσοφία». Σε αυτό ο μεγάλος Γάλλος φυσιοδίφης παρουσιάζει μια πρώτη σοβαρά τεκμηριωμένη εξελικτική περιγραφή του μετασχηματισμού και της τελειοποίησης των ζωικών ειδών. Την ίδια χρονιά γεννιέται στο Σρούσμπερι της Αγγλίας ο Κάρολος Δαρβίνος.
1831-1836: Ο νεαρός Δαρβίνος κάνει τον γύρο του κόσμου με το βρετανικό υδρογραφικό πλοίο «Μπιγκλ». Στο πενταετές αυτό ταξίδι θα συλλέξει όλα τα απαραίτητα στοιχεία που κατόπιν θα τον βοηθήσουν να τεκμηριώσει την επαναστατική θεωρία του περί εξέλιξης.
1836-1838: Αυτή την περίοδο ο Δαρβίνος υπερβαίνει τις προηγούμενες αμφιβολίες του και, όπως προκύπτει από τα σημειωματάριά του, τον Σεπτέμβριο του 1838 διατυπώνει ρητά την ιδέα του περί της φυσικής επιλογής ως βασικού μηχανισμού της εξέλιξης.
1859: Τον Ιούλιο του 1858 στη Λινναία Εταιρεία, έναν από τους πιο σημαντικούς συλλόγους φυσικής ιστορίας, θα παρουσιαστεί επίσημα η θεωρία της εξέλιξης μέσω της φυσικής επιλογής. Μια ανακάλυψη που τυπικά αποδόθηκε στον Κ. Δαρβίνο και τον Α. Wallace. Ομως ο Δαρβίνος είχε ανακαλύψει αυτή την ιδέα πολύ νωρίτερα από τον Αλφρεντ Γουάλας και έναν χρόνο μετά θα την παρουσιάσει ολοκληρωμένα στο βιβλίο του «Η καταγωγή των ειδών».
1865: Ο παντελώς άγνωστος Καθολικός μοναχός Gregor Mendel δημοσιεύει τις ανακαλύψεις του σχετικά με τους μηχανισμούς κληρονομικότητας. Το έργο του όμως θα αναγνωριστεί μόνο ύστερα από 35 χρόνια και έκτοτε θα θεωρηθεί ο πατέρας της επιστήμης της γενετικής. Η ειρωνεία είναι ότι σε αυτό βρίσκονται οι απαντήσεις σε πολλά αναπάντητα ερωτήματα του Δαρβίνου σχετικά με την κληρονομικότητα των γενετικών αλλαγών.
1871: Δημοσιεύεται το βιβλίο του Δαρβίνου «Η καταγωγή του ανθρώπου». Σε αυτό προτείνει την κοινή καταγωγή από έναν κοινό πρόγονο όλων των πρωτευόντων θηλαστικών (και του ανθρώπου). Παρά το τεράστιο σκάνδαλο που προκάλεσε η έκδοση αυτού του βιβλίου, οι απόψεις που περιέχει θα επηρεάσουν αποφασιστικά τις μετέπειτα παλαιοανθρωπολογικές έρευνες.
1935-1947: Η «Νέα Σύνθεση», δηλαδή η νεοδαρβινική θεωρία της εξέλιξης, καταφέρνει να ενοποιήσει σε ένα ισχυρό εξηγητικό σχήμα τις βασικές ιδέες του Δαρβίνου με τα δεδομένα της γενετικής των πληθυσμών. Αυτή η νέα στατιστική και γενετική προσέγγιση των εξελικτικών ιδεών θα οδηγήσει σε εκρηκτικές ανακαλύψεις.

Σπύρος Μανουσέλης

ΜΗΧΑΝΕΣ ΤΟΥ ΝΟΥ
22.04.2017

http://www.efsyn.gr/arthro/i-dolofonia-toy-adam-apo-ton-darvino