Η γερμανική σάλπιγγα και η άβυσσος.


Σε άλλους καιρούς ήταν κοινή η πεποίθηση ότι οι άνθρωποι υπάρχουν για να προσβλέπουν σε κάτι που δεν εξαντλείται στα δεδομένα της πραγματικότητας. Αρκεί να μην παραβασίζονται στις προσβλέψεις τους. Αυτό φρονούσαν οι Αρχαίοι Έλληνες, το ίδιο και οι Ρωμαίοι.

Με την Αναγέννηση, ωστόσο, επέρχεται μια αλλαγή, κι αυτή είναι που μας ενδιαφέρει  περισσότερο σήμερα. Μαζί με την επιθυμία να αναδείξει ο άνθρωπος ό,τι πιο γόνιμο κρύβει μέσα του, αναπτύχθηκε τότε και η επίγνωση ότι αντίκρυ του ορθώνεται μια αλλόκοτη θεότητα, που ούτε να την ελέγξει μπορεί, ούτε καν να την κατανοήσει καλά. Είναι η Τύχη.
Κατά την περίοδο εκείνη είναι συχνή η απεικόνιση ενός συμβόλου που δείχνει μια γαλέρα να θαλασσοδέρνεται. Πάνω της βρίσκεται ο κυβερνήτης, κρατώντας γερά το τιμόνι. Ο δυνατός άνεμος είναι η μοίρα. Μπορεί ο άνεμος να δυναμώσει ξαφνικά ακόμη περισσότερο ή μπορεί ν’ αλλάξει κατεύθυνση.
Απέναντι σ’ αυτά τα ενδεχόμενα ο κυβερνήτης το μόνο που έχει είναι το μυαλό και τα χέρια του. Είναι σε θέση να προσδιορίσει τον πλου του σκάφους κάτω από τους περιορισμούς, στους οποίους βρίσκεται. Σε τι ελπίζει λοιπόν; Στο ότι οι δυνάμεις που ξέρει ότι έχει, δεν θα τον εγκαταλείψουν. Άρα, κατά κάποιον τρόπο γνωρίζει ότι, όπως  συνέβη και άλλες φορές, τα ανακλαστικά του θα λειτουργήσουν, οι γνώσεις του θα  εφαρμοστούν, η ψυχραιμία του θα αποδώσει καρπούς.
Για να ελπίζει συνεπώς κανείς, θα πρέπει να έχει μια κάποια ιδέα για τις δυνατότητες του εαυτού του. Απλό να το λέμε, αλλά δύσκολο να το πραγματώνουμε. Γιατί τον εαυτό μας πρέπει να τον παρατηρούμε «απ’ έξω», να τον βλέπουμε μέσα σε όσα κάνει, για να μπορούμε να συμπεράνουμε τι φόντα διαθέτει. Κι αυτό δεν γίνεται πάντα, και δεν  γίνεται σε όλους τους λαούς.

Οι πραγματιστές, οι σκεπτικιστές και οι πεσσιμιστές

Οι Αμερικανοί, πρώτα απ’ όλα, είχαν παραδοσιακά την ευχέρεια να βλέπουν τον εαυτό τους μέσα από τον παραγωγικό τους ζήλο. Οι οικοδομές και τα μηχανήματα που παρήγαγαν, τους έδιναν το μέτρο για την αξία που είχαν οι ίδιοι. Θεωρούσαν ότι αξίζουν ως κατασκευαστές της ζωής και του κόσμου. Η ελπίδα τους ήταν ότι δεν θα στερέψει ποτέ η ικανότητά τους να μετασχηματίζουν την ύλη και να γεννοβολάνε αντικείμενα.
Στη άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι Ευρωπαίοι πίστευαν σε μια ικανότητά τους πολύ διαφορετική απ’ αυτή των  Αμερικανών. Είχαν από αιώνες εξασκηθεί στην τέχνη να αναλογίζονται τι κάνουν. Επιθυμούσαν, έπρατταν, πάνω απ’ όλα, όμως, έβαζαν τους κανόνες με τους οποίους θα έκριναν και θα διόρθωναν τις επιλογές τους. Η Ευρώπη είχε μάθει να ξανασκέφτεται όσα είχε ήδη πράξει. Την είχαν διδάξει σ’ αυτό ο Αριστοτέλης, ο Ντεκάρτ και ο Χιουμ, η ελληνική ακριβολογία, η γαλλική λεπτότητα, η εγγλέζικη σύνεση.
Το πράγμα άρχισε να χαλάει όταν στον ορίζοντα εμφανίστηκε ο γερμανικός πεσσιμισμός .  Από τους καυστικούς αφορισμούς του Σοπενάουερ και του Νίτσε και κυρίως από τις χειρουργικές διατυπώσεις του Χέγκελ, η ήδη ηλικιωμένη Ευρώπη επληροφορείτο πως η χαρά της ζωής δεν είναι μια υπόθεση που την αφορά. Και το καλύτερο που της μένει είναι να το πάρει απόφαση πως η Ιστορία δεν είναι τόπος για την ανθρώπινη ευτυχία.
Επίσης, δεν είχε νόημα να επανεξετάζει διαρκώς τα συμβαίνοντα, αφού αυτά κινούνται ανεξάρτητα από τι  αυτή πρεσβεύει ή επιθυμεί. Προς τα κάπου οδηγείται ο κόσμος (πιθανόν και προς το μηδέν), όμως εμείς δεν το ξέρουμε. Πρέπει να μας απελπίζει αυτό; Ναι, αλλά ακριβώς γι’ αυτό καλούμαστε να ενεργήσουμε με τη σκληρότητα και την τυφλότητα των  απελπισμένων.

Γιατί οι Βόρειοι μισούν τη χαρά του Νότου

Η γερμανική σάλπιγγα κηρύσσει τη δράση, χωρίς  ελπίδα. Μόνο και μόνο για να έχει εκείνος που δρα την ικανοποίηση ότι ευθυγραμμίζεται με ένα σκοτεινό, ανεξιχνίαστο νόμο που ρυθμίζει τα πάντα. Μέχρι να  αφήσει τα πάντα κάποια στιγμή να καταρρεύσουν και να βυθιστούν στην άβυσσο.
Κατά κάποιον τρόπο, η γερμανική ψυχή μεθάει με την ιδέα ότι μη μπορώντας να ενεργήσει αλλιώς, επισπεύδει το τέλος του κόσμου. Πώς να ταιριάξει, λοιπόν, αυτή η ορμή που δεν ξέρει να χαμογελάει, με την αξίωση των μεσογειακών λαών να γεύονται ανεπιφύλακτα τη ζωή;
Μοιάζει πολύ δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο. Το βόρειο πνεύμα περιφρονεί το νότιο και την ίδια στιγμή το ζηλεύει. Εξοργίζεται τόσο πολύ που το ζηλεύει, που θέλει να το τιμωρήσει. Και η πιο αποτελεσματική τιμωρία φαίνεται πως είναι να μεταστρέψει τη φύση του, να αλλάξει με το ζόρι τον μεσογειακό φωνακλά σε σιωπηλό εργάτη που μοχθεί μονότονα.
Τουλάχιστον, οι  Αμερικανοί δείχνουν να το απολαμβάνουν που αναλώνονται στη δουλειά, ελπίζοντας στην επιτυχία. Ενώ οι Ευρωπαίοι, κάτω από την πίεση της Γερμανίας, οδηγούνται στον ίδιο δρόμο, αλλά χωρίς να πιστεύουν ότι στο τέρμα θα  έρθει η ανταμοιβή. Αυτό είναι ο μεγαλύτερος παραλογισμός στην καρδιά της πάλαι ποτέ λογικής Ευρώπης.
Να  της ορίζουν να πορεύεται με κλειστά τα μάτια, να περπατάει αμέτρητα χιλιόμετρα και να της ζητούν, για πρώτη φορά στην ιστορία της, αυτού του είδους την άδοξη πορεία να τη θέλει, να τη θέλει πολύ. Και να λέει και ευχαριστώ, επειδή της δόθηκε κάτι που μοιάζει με σκοπό.
(Σημείωση: Στην εικόνα εξωφύλλου απεικονίζεται Γερμανική Στρατιωτική Σάλπιγγα Anton Heinzmann που χρησιμοποιούσε ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913. Πηγή: warmuseum.gr)
 [O Βασίλης Καραποστόλης γεννήθηκε στην Αθήνα και είναι καθηγητής Πολιτισµού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήµιο Αθηνών. Παράλληλα µε τις µελέτες και τα δοκίµιά του για τα ήθη στον σύγχρονο κόσµο, δηµοσιεύονται από το 1995 και λογοτεχνικά έργα του. Από τις Εκδόσεις Πατάκη έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία του Χορεύοντας µόνη της (2004), Το χάρισµα (2008), Διχασµός και εξιλέωση (2010), Η εποχή της όρεξης (2012) και Η ζωή σαν τιµολόγιο (2014).]
26/5/2017