Τα οικονομικά της Αρχαίας Ελλάδας…
Tου David Wharton*
… Κάτι σπουδαίο συνέβη στην κλασική Ελλάδα, αλλά δεν το γνωρίζαμε μέχρι προσφάτως. Παρά τις αντίξοες συνθήκες, οι Αρχαίοι Έλληνες δημιούργησαν μια επιτυχημένη τάξη επιχειρηματιών που διέπρεψαν και έγιναν πλούσιοι.
Οι Αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς δεν απεικόνιζαν, συνήθως, τον πολιτισμό τους με αυτό τον τρόπο. Ο Ηρόδοτος, ως γνωστόν, αντιπαρέβαλλε την Ελληνική λιτότητα με την Ανατολίτικη τρυφηλότητα σε μια συνάντηση που κατέγραψε (ή επινόησε) μεταξύ του Αθηναίου ποιητή και νομοθέτη Σόλωνα και του Κροίσου, του, ονομαστού για τον πλούτο του, βασιλιά της Λυδίας.
Ο Κροίσος έδειχνε τα πλούτη του στον Σόλωνα, και έπειτα τον ρώτησε ποιος είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Ο Σόλωνας του απάντησε ότι ο πιο ευτυχισμένος που έχει δει ήταν κάποιος ονόματι Τέλλος, ένας Αθηναίος μεσαίας τάξης, ο οποίος είχε την τύχη να δει όμορφα και καλά παιδιά και εγγόνια και να πεθάνει σε μεγάλη ηλικία, ηρωικά, στη μάχη.
Η έντονη αδιαφορία του Σόλωνα για τον πλούτο του Κροίσου έγινε αντιληπτή από τον οικοδεσπότη του, ο οποίος τον έδιωξε κακήν κακώς. Το γεγονός ότι ο Κροίσος έχασε αργότερα το βασίλειο και τα πλούτη του επιβεβαιώνει τη θεωρία του Ηροδότου ότι ο πλούτος είναι ασταθής και επικίνδυνος και ότι οι Έλληνες ήταν σε πολύ καλύτερη μοίρα επειδή δεν διέθεταν κάτι τέτοιο. Αυτή η θεωρία δεν αποτελεί καινοτομία του Ηροδότου, και εμφανίζεται συχνά ως μοτίβο στην Αρχαία Ελληνική ποίηση –όπως στον Αγαμέμνονα (στ. 772-780) του Αισχύλου:
Μα η Δίκη λάμπει στα φτωχά
κι άραχλα σπίτια
και του δικαίου το βίο τιμά,
ενώ απ’ τα χρυσοστόλιστα με αδικίες παλάτια
φεύγει και δε γυρνάει τα μάτια,
και πάει στα τιμημένα, δίχως να ψηφά,
την ψευτοφημισμένη δύναμη του πλούτου
κι όλα σε δίκιο τέλος κυβερνά
(μετάφραση Ι. Ν. Γρυπάρη, 1911).
Πολλοί σύγχρονοι μελετητές έχουν την τάση να παίρνουν τοις μετρητοίς τους αρχαίους Έλληνες όσον αφορά τη φτώχεια τους, αλλά ο Josiah Ober, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Κλασικών Σπουδών στο Stanford, διαφωνεί. Επισημαίνει ότι η σύγκριση μεταξύ Τέλλου και Κροίσου δεν βγάζει νόημα, καθώς ο Τέλλος ανήκε στη μεσαία τάξη και ο Κροίσος είναι βασιλιάς. Η σωστή σύγκριση θα ήταν μεταξύ της Αρχαίας Ελληνικής μεσαίας τάξης και των άλλων τάξεων.
Αυτές οι συγκρίσεις είναι δύσκολο να γίνουν από τους οικονομολόγους, αν και υπάρχουν τόσα πολλά δεδομένα. Τα οικονομικά δεδομένα σχετικά με τον αρχαίο κόσμο είναι πενιχρά. Εν τούτοις, έχουμε στη διάθεσή μας πληροφορίες για την οικονομία στα αρχαία χρόνια που δεν είχαμε μέχρι πρότινος, χάρη στη δουλειά ερευνητών από όλον τον κόσμο που είναι συγκεντρωμένη στον τόμο Inventory of Archaic and Classical Poleis (2005).
Ο Ober επιστρατεύει τα δεδομένα, χρησιμοποιώντας την εντυπωσιακή κατανόηση των πολιτικών και οικονομικών θεωριών, ώστε να προβάλλει τη θέση πως στην Αρχαϊκή περίοδο άρχισε να αναπτύσσεται μια σημαντική μεσαία τάξη στην Αρχαία Ελλάδα και σύντομα ξεπέρασε όλες σχεδόν τις μεσαίες τάξεις άλλων αρχαίων κοινωνιών. Βέβαια, οι Αρχαίοι Έλληνες δεν θα εθεωρούντο πλούσιοι έχοντας υπ’ όψιν τα δεδομένα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης στη σύγχρονη εποχή∙ το υψηλό βιοτικό επίπεδο τους, όμως, ασυνήθιστο για εκείνη την περίοδο της ιστορίας, διήρκησε μέχρι και τους Ελληνιστικούς χρόνους, και οι σύγχρονοι Έλληνες δεν ξαναέφτασαν σε αυτά τα επίπεδα μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.
Αν αυτό ισχύει –και δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια αμφισβήτησης- πώς τα κατάφεραν; Πρόκειται για μια ασυνήθιστη κατάληξη ενός κατακερματισμένου συμπλέγματος πόλεων-κρατών που ούτε σκόπευαν ούτε είχαν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν μια αυτοκρατορία.
Η απάντηση του Ober βασίζεται στην εξελικτική βιολογία, την πληροφορική και τη θεωρία των παιγνίων –πράγμα ανατρεπτικό για τους ιστορικούς της Κλασικής περιόδου- αλλά και στις πιο παραδοσιακές επιστήμες της ιστορίας, της αρχαιολογίας, των πολιτικών επιστημών (με έμφαση στα Πολιτικά του Αριστοτέλη) και των οικονομικών. Σε ένα από τα πρώτα κεφάλαια παραλληλίζει τις πόλεις-κράτη με μυρμήγκια γύρω από μια λίμνη, όπου κάθε μυρμήγκι δεν έχει πολλές πληροφορίες για τις πρώτες ύλες ή τον σχεδιασμό αποικιών, αλλά κάθε αποικία ανεξάρτητων μυρμηγκιών αναπτύσσεται, καθώς επεξεργάζεται πληροφορίες αποτελεσματικά σε ένα αποκεντρωμένο, κατανεμημένο σύστημα.
Ο Ober προσπαθεί να μην πάει πολύ μακριά ως προς την αναλογία αυτή, αλλά απεικονίζει αποτελεσματικά ένα κεντρικό αξίωμα της διατριβής του: Η απουσία κεντρικού σχεδιασμού μεταξύ των Ελληνικών πόλεων-κρατών διευκόλυνε τις καινοτομίες που δημιούργησαν και επεξέτειναν την αξιοσημείωτη ευημερία τους. Πιστεύει, επίσης, πως ούτε εμείς ούτε και οι ίδιοι μπορούσαν να αντιληφθούν πώς έγινε αυτό μέχρι πρόσφατα –όχι μόνο επειδή δεν είχαμε τα δεδομένα, αλλά ούτε και τα κατάλληλα εργαλεία.
«Για να εξηγήσουμε τον κόσμο των Αρχαίων Ελληνικών πόλεων-κρατών, πρέπει να πάμε μπροστά ως προς τον χρόνο, πέρα από τη βιομηχανική εποχή, στον κόσμο των επιχειρήσεων βασισμένων στη γνώση που εμφανίζονται δειλά-δειλά. Είναι ευρέως κατανοητό πια ότι η ανταλλαγή και η ενσωμάτωση ποικίλων και διασκορπισμένων μορφών γνώσης είναι ένας βασικός παράγοντας για την επιτυχία των σύγχρονων οργανισμών που επιδιώκουν έναν σκοπό».
Από αυτήν την άποψη, οι παραδοσιακές αρχαίες κοινωνίες εμπόδιζαν την ελεύθερη ροή ζωτικών οικονομικών πληροφοριών διαπερνώντας τες μέσα από μια ελίτ που ήλεγχε τους χωρικούς βασιζόμενη στην θεοκρατική ιδεολογία και στη χρήση βίας. Αυτή η πολιτική κατάσταση ήταν τόσο συνηθισμένη τον αρχαίο κόσμο, ώστε κάποιοι ιστορικοί των οικονομικών την έχουν ονομάσει «φυσικό κράτος», στο οποίο οι πλείστοι ζούσαν στα όρια της φτώχειας και μια μικρή κυρίαρχη τάξη απομυζούσε όλον τον πλούτο. Σε τέτοιες κοινωνίες, ήταν σπάνιο να καινοτομήσει κάποιος: οι χωρικοί δεν είχαν σκοπό να αυξήσουν την αποτελεσματικότητά τους επειδή δεν θα τους ωφελούσε, και οι πλούσιοι ήδη είχαν παραπάνω από όσα χρειάζονταν.
Οι Αρχαίοι Έλληνες ξέφυγαν από αυτή την οικονομική καταβόθρα, για κάποιο διάστημα, εν μέρει λόγω ιστορικών συγκυριών, κλίματος, γεωγραφίας και πολιτισμού. Η κατάρρευση του Μυκηναϊκού ανακτορικού πολιτισμού στα τέλη της Εποχής του Χαλκού δημιούργησε ένα πολιτικό κενό που κανένας δεν έσπευσε να γεμίσει∙ το Μεσογειακό κλίμα ευνόησε την καλλιέργεια σταφυλιών, ελιών και σιτηρών, τα οποία εύκολα υφίστανται επεξεργασία και πωλούνται στη λεκάνη της Μεσογείου. Ο εκτεταμένος αποικισμός στην Αρχαϊκή περίοδο συνέβαλε στη διάδοση ενός κοινού Ελληνικού πολιτισμού και μιας κοινής Ελληνικής γλώσσας γύρω από αυτή τη «λίμνη», διευκολύνοντας την επικοινωνία και την αλληλεπίδραση μεταξύ 1.500 ανεξάρτητων πόλεων-κρατών.
Οι Αρχαίοι Έλληνες αξιοποίησαν αυτά τα πλεονεκτήματα μέσα από κυβερνήσεις που βασίζονταν στους πολίτες, τον ατέρμονο ανταγωνισμό και την καινοτομία. Κάθε ανεξάρτητη πόλη-κράτος είναι ένα δοκιμαστικό δοχείο πολιτικών πειραματισμών, και οι πληροφορίες σχετικά με τις υπόλοιπες πόλεις δεν διαδίδονταν εύκολα. Ανάμεσα στις σημαντικότερες καινοτομίες, λέει ο Ober, ήταν η δημοκρατία, όχι απαραίτητα επειδή ήταν δικαιότερο σύστημα (κάποιες φορές δεν ήταν), αλλά επειδή ήταν ένα αποτελεσματικότερο σύστημα συγκέντρωσης και επεξεργασίας πληροφοριών, κατανεμημένων μεταξύ των πολιτών, που ήταν απαραίτητες για την επιτυχία της πόλης-κράτους.
Αν και η δημοκρατία δεν ήταν πανταχού παρούσα σε όλες τις πόλεις-κράτη, πολλές από τις καινοτομίες που αφορούσαν τους πολίτες επεκτάθηκαν και σε λιγότερο δημοκρατικές πόλεις-κράτη, και κάποιες από αυτές άντεξαν και μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Άλλες συνθήκες απαραίτητες για την ευημερία ήταν η συντήρηση των «δίκαιων όρων» για τη διακυβέρνηση και το εμπόριο, όπως και οι προσπάθειες για τη μείωση του κόστους των συναλλαγών με την καθιέρωση ενός ισχυρού και σταθερού νομίσματος, κοινών μέτρων και σταθμών και δημόσιων υποδομών.
Οι ερευνητές των Κλασικών Σπουδών θα είναι εξοικειωμένοι με κάποιες από αυτές τις έννοιες, τις οποίες ο Ober άρχισε να παρουσιάζει στο Democracy and Knowledge: Innovation and Learning in Classical Athens (2008). Αλλά η εργασία του θα ενδιαφέρει κυρίως αυτούς που ασχολούνται με την ιστορία της πολιτικής οικονομίας ή θέλουν να μάθουν περισσότερα για τη σχέση μεταξύ της δημοκρατίας, της οικονομικής ανάπτυξης και της ευημερίας των ανθρώπων, είτε στις αρχαίες είτε στις σύγχρονες κοινωνίες.
Αν και δεν θα συνιστούσα το έργο The Rise and Fall of Classical Greece ως εισαγωγή στην Αρχαία Ελληνική ιστορία, θα προσφέρει πολλά σε έναν σοβαρό, κοινό αναγνώστη. Ένα από τα ελκυστικότερα πλεονεκτήματά του είναι η διεπιστημονική προσέγγιση, που αποτελεί καρπό των εκτεταμένων και αναγνωρισμένων συνεργασιών του Ober με ερευνητές από όλον τον κόσμο, όπως και με τους συναδέλφους του στο Stanford από διάφορα πεδία. Από αυτή την άποψη, δείχνει προς μια κατεύθυνση στην οποία πρέπει να κατευθυνθούν οι μελλοντικοί ερευνητές των ανθρωπιστικών επιστημών, αν θέλουν να προοδεύσουν.
*Ο David Wharton είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνα.
Γεωργία Μυστριώτη.
24 Οκτωβρίου 2016