Οι όψεις της λατινικής κυριαρχίας.
Σε γενικές γραμμές, η οργάνωση των λατινικών κτίσεων είχε ως πρότυπο εξουσίας της Μεσαιωνικής Δύσης το φεουδαλικό σύστημα. Αυτό, ωστόσο, δεν σήμαινε ότι το προσάρμοζε με θρησκευτική ευλάβεια και απαρέγκλιτα σε όλες τις κτήσεις της.
Η ισοπεδωτική αυτή αντίληψη βόλεψε τον 19o αιώνα την κυρίαρχη ελληνική ιστοριογραφία και ενσωματώθηκε στη λαϊκή κουλτούρα εδραιώνοντας έναν βαθύ αντιδυτικισμό του οποίου τον απόηχο βιώνουμε ως τις μέρες μας, αρνούμενοι να αποδεχθούμε δίχως ήξεις αφήξεις την ευρωπαϊκή μας ταυτότητα χωρίς ιδιότυπες παρεκκλίσεις. Κατά τον ίδιο τρόπο διατηρείται απαξιωτικά ζωντανή στη λαϊκή συνείδηση η περίοδος της Φραγκοκρατίας, την οποία ερμηνεύουμε ως παρακμιακό φαινόμενο της βυζαντινής περιόδου.
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι οι βυζαντινές περιοχές που είχε παραμελήσει η κεντρική εξουσία, γνώρισαν κατά τη διάρκεια της λατινοκρατίας μια σχετική ανάπτυξη – τουλάχιστον κατά τον πρώτο αιώνα της κατάκτησής τους, όπως για παράδειγμα η Πελοπόννησος και η Κύπρος. Σύμφωνα με τους ιστορικούς της περιόδου, από την μελέτη των πηγών προκύπτει ότι κατά τη σχετική περίοδο υπήρξε μια ενδιαφέρουσα οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα στα αστικά κέντρα της φραγκοκρατούμενης Πελοποννήσου καθώς παρατηρείται, κυρίως από τον 14ο αιώνα, εμπορευματοποίηση της παραγωγής και ανταλλαγές με χρήματα.
Παρόμοια ανάπτυξη – και συνεπώς ευημερία – σημειώνεται και στην Κύπρο (1197-1374) επί Λουιζιάν, οι οποίοι διαδέχτηκαν το προσωποπαγές βυζαντινό καθέτως του Ισαάκιου Δούκα Κομνηνού μετά την εμβόλιμη κατοχή του Άγγλου βασιλιά Ριχάρδου Λεοντόκαρδου.
Μια άλλη, ιδιαιτέρα σοβαρή παράμετρος της εποχής της λατινοκρατίας σχετίζεται με την εισαγωγή στον ελλαδικό χώρο των τεχνολογικών εξελίξεων της περιόδου εκείνης. Η εξελιγμένη τεχνογνωσία της Δύσης σε παραγωγικές τεχνικές και μεθόδους έγινε κτήμα του ελληνικού πληθυσμού και εφαρμόστηκε ευρέως και με επιτυχία από τους γηγενείς. Ταυτόχρονα μεταγλωτίστηκαν στην καθομιλουμένη της εποχής βασικά νομικά κείμενα των Λατίνων (οι περίφημες Ασσίζες) που διευκόλυναν την κατανόηση των νόμων από τους απλούς ανθρώπους ώστε να έχουν γνώση του νομικού περιεχομένου των υποθέσεών τους.
Πολύ σημαντική είναι και η πολιτισμική επιρροή που άσκησαν με τη μεταφορά της δυτικής ιπποτικής λογοτεχνίας στον Ανατολικό Κόσμο, εμπλουτίζοντας έτσι με νέα στοιχεία τον ελληνικό δημώδη λόγο, λαϊκό και έντεχνο.
Να σημειώσουμε εδώ ότι το διοικητικό σύστημα των κατά τόπους δυτικών κτήσεων, αλλά και το κοινωνικό καθεστώς που επέβαλλαν στους εγχώριους πληθυσμούς, διέφερε από περιοχή σε περιοχή. Αυτό συνέβαινε κατά κύριο λόγο επειδή υπήρχαν ποικίλης προέλευσης δυτικοί κατακτητές. Για παράδειγμα, ένας διακριτός διαχωρισμός αφορούσε στην οργάνωση του ναυτικού κράτους της Βενετίας και των επικεφαλής της Δ΄ Σταυροφορίας Φράγκων φεουδαρχών. Και οι δυο αυτές δυνάμεις είχαν κατακτήσει ηπειρωτικές και νησιωτικές περιοχές στο κέντρο και την περιφέρεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι κατακτήσεις αυτές είχαν πολλούς και διαφορετικούς δυτικούς διεκδικητές. Φράγκοι, διάφορα ιπποτικά τάγματα, ιταλικές οικογένειες, μισθοφορικές εταιρίες που μερικές εξ αυτών λειτουργούσαν και ως τοποτηρητές διαφόρων βασιλέων της Δύσης – όπως αυτά της Νεαπόλεως και της Βαρκελώνης – και τέλος διάφορα θρησκευτικά τάγματα, όπως οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη της Μάλτας, και θρησκευτικές αδελφότητες, διάσπαρτες σε διάφορα νησιά των Κυκλάδων.
Είναι φυσικό ότι όλο αυτό το παρδαλό πάνθεον των κατακτητών επέβαλε στους τόπους εξουσίας του, δηλαδή στη Ρωμανία όπως ονόμαζαν οι Δυτικοί τις βυζαντινές κτήσεις, τις γνώριμες σε αυτό διοικητικές πρακτικές του τόπου του, προκειμένου να κυβερνήσει.
Κατά συνέπεια, άλλη ήταν η εξουσία που βασιζόταν στην τυπική φεουδαρχική εξάρτηση των υποτελών από τον Λατίνο άρχοντα, άλλη η αποικιακού τύπου οργάνωση διοίκησης των κτήσεων από την Βενετία, και άλλου είδους διακυβέρνηση απαιτούσε η προσωποπαγής διεύθυνση κρατιδίων από τις ηγεμονικές οικογένειες. Από την άλλη, το συντροφικό πνεύμα και η τελετουργική εθιμοταξία ήταν η συνεκτική ύλη που καθόριζε την άσκηση εξουσίας των διαφόρων Ταγμάτων και Εταιρειών.
Πρέπει να τονιστεί ότι η άσκηση εξουσίας στις λατινοκρατούμενες βυζαντινές περιοχές διέφερε και ως προς τις περιόδους, μια και οι κατακτήσεις αυτές ήταν μακροχρόνιες και, όπως είναι φυσικό, άλλαζαν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους από εποχή σε εποχή. Δεν διακρίνονταν δηλαδή από μια παγιωμένη άσκηση διοίκησης. Έτσι παρατηρούνται πολλές διακυμάνσεις και εσωτερικές αλλαγές. Πρόκειται για ένα μεγάλο διάστημα που εκτείνεται από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204, μέχρι και την οριστική υποταγή της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669.
Μια άλλη βασική παράμετρος όσον αφορά στις μεταβολές που συντελέστηκαν εντός του λατινικού συστήματος στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, ήταν οι αλλαγές που προήλθαν ως αποτέλεσμα της σταδιακής διάλυσης των βυζαντινών κτίσεων. Η Α΄ Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, η ανασύσταση της Αυτοκρατορίας το 1261 και η μοιραία Β’ άλωση το 1453 αποτελούν ορόσημα. Σε αυτή την περίοδο διαμορφώνονται μεσοδιαστήματα λατινικής κυριαρχίας που διαφέρουν αρκετά η μια από την άλλη και οδηγούν στη βαθμιαία συρρίκνωσή της, με κάποια υπολείμματα να περιορίζονται στα Επτάνησα για ακόμα έναν αιώνα.
Για την ακρίβεια η πρώτη λατινική κυριαρχία από το 1204 έως το 1261 υπήρξε καθολική και σχετικά ομοιόμορφη και συντονιζόμενη. Η δεύτερη λατινική κυριαρχία που επεκτείνεται από το 1261 έως το 1453 χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλομορφία, διασπαστικές τάσεις και ανακατατάξεις συμμαχιών. Τέλος, η τρίτη φάση από την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης απ’ τους Οθωμανούς έως και την τουρκική κατάκτηση της Κρήτης το 1669 είναι εκείνη που περισσότερο από όλες κατευθύνεται από τον οθωμανικό κίνδυνο και πρωταγωνιστεί στην αναχαίτισή του.
Όλες αυτές οι περίοδοι κατάκτησης βυζαντινών περιοχών από τους Λατίνους είχαν, όπως είναι φυσικό, τον ανάλογο αντίκτυπό τους στη μοίρα των ντόπιων υποδούλων. Επίσης, καθοριστικός υπήρξε και ο παράγων μεταχείρισης των ντόπιων πληθυσμών από τους Λατίνους κατακτητές έτσι ώστε οποιαδήποτε συνολική θεώρηση των ιστορικών σχέσεων του ελληνορθόδοξου στοιχείου με τους Δυτικούς κατακτητές δεν είναι δυνατόν να μην λάβει υπόψη τις επί μέρους επισημάνσεις που σχετίζονται με μια μακροχρόνια κατάκτηση, που επηρέαζε για αιώνες την καθημερινότητα των υποδούλων της λατινικής κυριαρχίας.
Δημοσιεύτηκε στο ''ΠΟΝΤΙΚΙ'', τεύχος 2001 στις 27-12-2017
3/1/2018