Ο οικονομικός πόλεμος του Τραμπ και η ευρωπαϊκή σκακιέρα.




Οι περισσότεροι σήμερα έχουν ξεχάσει την οικονομική κρίση του 2008. Ωστόσο τα αίτια που την προκάλεσαν δεν έχουν εκλείψει. Σε θεμελιώδες επίπεδο η κύρια ανισορροπία είναι ότι ζούμε σε έναν κόσμο, όπου υπάρχουν κατ’ εξοχήν πλεονασματικές χώρες, όπως η Γερμανία και η Κίνα, και κατ’ εξοχήν ελλειμματικές χώρες, όπως οι ΗΠΑ. Σε αυτή τη διαπίστωση στηρίζει την πολιτική του για την επιβολή δασμών ο πρόεδρος Τραμπ.

Σε μεγάλο βαθμό αίτιο και αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι τα περίφημα δίδυμα ελλείμματα των ΗΠΑ, δηλαδή το δημοσιονομικό έλλειμμα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Για περισσότερες από δύο δεκαετίες αυτά τα ελλείμματα καλύπτονται ουσιαστικά με το συνεχές τύπωμα δολαρίων από την Κεντρική Τράπεζα. Πρόκειται για μια μη διατηρήσιμη πρακτική, η οποία φουσκώνει συνεχώς το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ και υπονομεύει το δολάριο.

Όπως είναι προφανές, καμία άλλη χώρα δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, διότι το αντίτιμο θα ήταν η συνεχής υποτίμηση του νομίσματός της και ο υψηλός πληθωρισμός. Οι ΗΠΑ όμως μπορούν, διότι έχουν το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και τις ισχυρότερες ένοπλες δυνάμεις. Όμως ακόμη και οι ΗΠΑ δεν μπορούν να τυπώνουν χρήμα για πάντα.

Στο παραπάνω πλαίσιο, βασικός στόχος της προεδρίας Τραμπ είναι να ελεγχθούν τα δίδυμα ελλείμματα των ΗΠΑ. Για να το πετύχει αυτό η κυβέρνηση Τραμπ, σκοπεύει να κάνει δύο πράγματα:

Πρώτον, να τονώσει την εγχώρια οικονομική δραστηριότητα με κρατικές επενδύσεις που θα χρηματοδοτηθούν με νέο χρέος (κατά τη συνταγή του Κέυνς).

Δεύτερον, να μειώσει με δραστικό τρόπο το εμπορικό έλλειμμα, λαμβάνοντας μέτρα προστατευτισμού. Αυτό το δεύτερο σκέλος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να λειτουργήσει το πρώτο, διότι διαφορετικά τα εισοδήματα που θα αποκτήσουν οι Αμερικανοί από μια πολιτική τόνωσης της οικονομίας θα διαρρεύσουν σε αγορές ξένων προϊόντων.

Επανεξέταση στρατηγικών

Τα παραπάνω με απλά λόγια σημαίνουν ότι οι ΗΠΑ θα ξεκινήσουν
 έναν παγκόσμιο   οικονομικό   πόλεμο,  στο  πλαίσιο του  οποίου  θα επαναδιαπραγματευτούν το σύνολο των εμπορικών τους σχέσεων με τον υπόλοιπο κόσμο. Παράλληλα θα υποχρεώσουν χώρες όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία να πληρώνουν στο εξής περισσότερα για την ασφάλειά τους, την οποία μεταπολεμικά οι ΗΠΑ τους την παρείχαν περίπου δωρεάν. Τα πλεονεκτήματα των ΗΠΑ σε αυτή την αντιπαράθεση είναι η πολιτικοστρατιωτική τους ισχύς και βεβαίως το γεγονός ότι είναι ο μεγαλύτερος πελάτης των εξαγωγικών χωρών.

Εν όψει αυτών των εξελίξεων, αναδιατάσσονται οι ισορροπίες στην Ευρώπη και φυσικά οι στρατηγικές των επί μέρους ευρωπαϊκών δυνάμεων. Στην πρώτη γραμμή βρίσκεται η Γαλλία, η οποία παραμένει ένας γεωπολιτικός παίκτης. Έχοντας υστερήσει έναντι της Γερμανίας σε όρους ανταγωνιστικότητας, επιδιώκει αφ’ ενός να διατηρήσει μια επαφή με τις αγγλοσαξονικές δυνάμεις (ΗΠΑ, Βρετανία) και αφ’ ετέρου να χαλιναγωγήσει τη γερμανική οικονομική ισχύ. Για να επιτύχει αυτό τον δεύτερο στόχο, προβάλλει ως αίτημα την περαιτέρω ενοποίηση της Ευρώπης.

Σε αυτό το πλαίσιο προτείνει τη δημιουργία κοινής Ευρωπαϊκής Οικονομικής πολιτικής με κοινό Υπουργό Οικονομικών. Στόχος είναι έτσι να ελέγξει έμμεσα τη Γερμανία, καθιερώνοντας ένα πλαίσιο ομογενοποίησης των οικονομικών πολιτικών. Σαν αντάλλαγμα προσφέρει τη στρατιωτική της ισχύ, καθώς πλέον η Γαλλία είναι η μόνη πυρηνική δύναμη της ΕΕ μετά την αποχώρηση της Βρετανίας. Παράλληλα η Γαλλία δεν παραλείπει να προωθεί την εδραίωση της επιρροής της στη Μεσόγειο, την οποία παγίως θεωρεί προνομιακό της χώρο. 

Η άλλη σημαντική χώρα της Ευρώπης, η Ιταλία, στην παρούσα φάση βρίσκεται σε αρκετά δυσμενή οικονομική κατάσταση: Το χρέος της φτάνει το 133% του ΑΕΠ, ενώ το κόστος εξυπηρέτησής του προσεγγίζει το 4%. Με τις τράπεζες της να έχουν πολύ υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων και την οικονομία της πρακτικά σε στασιμότητα από την είσοδό της στο ευρώ, η Ιταλία αντιμετωπίζει σήμερα και ένα δύσκολο εσωτερικό πολιτικό τοπίο. Κύριο στοιχείο του είναι ότι σταδιακά εδραιώνονται οι αντισυστημικές και ευρωσκεπτικιστικές ομάδες. Όλα αυτά δημιουργούν ένα ιδιαίτερα προβληματικό πλαίσιο παραμονής της στο ευρώ, η οποία μεσοπρόθεσμα πιθανώς θα τεθεί σε δοκιμασία.

Μια άλλη χώρα που θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπ’ όψιν είναι η Πολωνία. Είναι από τις χώρες που εντάχθηκαν πρόσφατα στην ΕΕ, έχει αξιόλογο μέγεθος και διάθεση να παίξει πρωτεύοντα ρόλο, και διαθέτει ισχυρά «αντισώματα» κατά της Γερμανίας και κυρίως κατά της Ρωσίας (μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο απέσπασε εδάφη από την πρώτη και έχασε εδάφη από την ΕΣΣΔ, προκάτοχο της δεύτερης). Δεδομένου λοιπόν ότι η Πολωνία έχει όλα τα φόντα να είναι ένας ιμάντας μετάδοσης της αμερικανικής πολιτικής στην Ευρώπη, η σημασία της είναι πρωτίστως πολιτική.

Στις παραπάνω συνθήκες βασικό ζητούμενο είναι η διαμόρφωση της γερμανικής στρατηγικής. Θα επιμείνει άραγε η Γερμανία να αξιοποιεί την ΕΕ ως εργαλείο για να μεγιστοποιεί τα βραχυπρόθεσμα εθνικά της οφέλη ή θα αναλάβει έναν πιο ηγετικό ρόλο μοιραζόμενη μέρος των επιτυχιών της με τους εταίρους της; Όσο κι αν θέλει να αποφύγει κάτι τέτοιο, ίσως για πρώτη φορά είναι υποχρεωμένη να αναζητήσει συνεργασίες, αν θέλει να έχει κάποιες ελπίδες έναντι της αγγλοσαξωνικής πίεσης. Η ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς – με την ευρεία έννοια – είναι άλλωστε η μόνη εναλλακτική επιλογή για τη διοχέτευση της παραγωγής της μετά τις απώλειες εξαγωγών εκτός ΕΕ τις οποίες αναπόφευκτα θα έχει.


 Ο Αναστάσιος Λαυρέντζος κατέχει πτυχίο Φυσικής και διπλώματα μεταπτυχιακής ειδίκευσης (MSc) στα Οικονομικά Μαθηματικά και στη Θεωρητική Φυσική. Έχει εργαστεί ως διευθυντικό στέλεχος στον τομέα Διαχείρισης Κινδύνων σε μεγάλους ελληνικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Στο πλαίσιο αυτό έχει επισκεφτεί πολλές βαλκανικές χώρες (Τουρκία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία). Συνεργάζεται με διεθνείς ελεγκτικούς οίκους ως συμβουλος επιχειρήσεων και διδάσκει Διαχείριση Κινδύνων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει γράψει τα βιβλία: «Η Θράκη στο μεταίχμιο» και «Σιωπηρή Άλωση - Το Δημογραφικό και το Μεταναστευτικό πρόβλημα της Ελλάδας».


12 Απριλίου 2018



      ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ      




1.
Αξιολογώντας τον κίνδυνο ενός εμπορικού πολέμου.
  
Επιδιώκοντας να υλοποιήσει τις προεκλογικές εξαγγελίες του, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει προκαλέσει τις μεγαλύτερες εντάσεις των τελευταίων δεκαετιών στο παγκόσμιο εμπόριο. Δικαιολογημένα επικρατεί νευρικότητα στις αγορές. Με την επιβολή δασμών στις εισαγωγές επιβραδύνεται η οικονομική ανάπτυξη και αυξάνεται ο πληθωρισμός. Ανατροπές στην εφοδιαστική αλυσίδα θα αναγκάσουν, επίσης, τις εταιρείες να ματαιώσουν τις επενδύσεις που είχαν σχεδιάσει. Προς το παρόν, η εμπορική διαμάχη μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας δεν αναμένεται να προκαλέσει σοβαρό πλήγμα στο παγκόσμιο εμπόριο, αλλά το επενδυτικό κλίμα αναμένεται να εξασθενήσει. Ισχυρότερο πλήγμα, πιθανότατα, να προκληθεί στις διπλωματικές σχέσεις των κρατών και στη διεθνή επιρροή των ΗΠΑ. Αλλά αυτές οι εντάσεις δεν αναμένεται να τερματίσουν την ανοδική αγορά των μετοχών. Τελικά θα υπερισχύσει ο οικονομικός ορθολογισμός σε έναν κόσμο που ο ένας εξαρτάται από τον άλλον.

Σε θέματα παγκόσμιου εμπορίου, η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι μια παγκόσμια δύναμη που μπορεί να δράσει με λογική και σύνεση. Συγκριτικά με τις υπόλοιπες ισχυρότερες δυνάμεις στο παγκόσμιο εμπόριο –τις ΗΠΑ και την Κίνα–, η Ε.Ε. δεν έχει μια ατζέντα που καθορίζεται τόσο από την πολιτική, όσο από την πρακτική της οικονομίας.

Είναι πολύ πιθανό η Ε.Ε. να ακολουθήσει μετριοπαθή στάση απέναντι στις ΗΠΑ, προσπαθώντας να αποκλιμακώσει τις διαμάχες με την Ουάσιγκτον. Δηλαδή θα προτιμήσει να αντιδράσει προσεκτικά με στοχευμένα αντίποινα στις εισαγωγές της. Θεωρούμε πως η Ε.Ε. θα καταφέρει να επιτύχει μόνιμη εξαίρεση από τους δασμούς χάλυβα και αλουμινίου των ΗΠΑ, αντί του προσωρινού καθεστώτος που ισχύει μέχρι τις αρχές Μαΐου.

Παρότι εκτιμάται ότι η Ε.Ε. θα ενεργήσει με σύνεση και λογική, δεν σημαίνει πως θα επιδείξει αδυναμία σε μια σοβαρή εμπορική αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ. Οι αγορές εργασίας είναι ισχυρές στις χώρες που βρίσκονται στον πυρήνα της Ευρώπης και εξαρτώνται από το παγκόσμιο εμπόριο. Στις χώρες αυτές συγκαταλέγονται η Γερμανία, η Ολλανδία και το Βέλγιο. Ανασχετικό ρόλο στην ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας, όμως, παίζει η έλλειψη του κατάλληλου εργατικού δυναμικού και όχι οι εξαγωγές που είναι μεγάλες. Ως αποτέλεσμα, η Ε.Ε. θα στρεφόταν εναντίον των ΗΠΑ αν κρινόταν κάτι τέτοιο αναγκαίο, ανεβάζοντας τους τόνους στις σχέσεις τους, αντί να παίξει έναν πιο συγκαταβατικό ρόλο.

Το 2,6% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης προέρχεται από εξαγωγές στις ΗΠΑ και το 1,5% από εξαγωγές στην Κίνα. Αν η σημερινή εμπορική αντιπαράθεση περιοριστεί μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, τότε οι άμεσες επιπτώσεις στην Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη θα είναι περιορισμένες. Αν οι ΗΠΑ επιβάλουν υψηλούς δασμούς σε εισαγωγές από την Κίνα, οι κινεζικές εταιρείες μπορεί να κατευθύνουν τα προϊόντα που θίγονται στις αγορές της Ευρωζώνης ή της Ε.Ε. Τα οφέλη από αυτήν την αλλαγή στη ροή των εμπορικών συναλλαγών θα είναι περισσότερα από τη ζημία που μπορεί να υποστούν ορισμένοι Ευρωπαίοι παραγωγοί από την είσοδο ανταγωνιστικότερων κινεζικών προϊόντων.

Μεγαλύτερο πλήγμα μπορεί να υποστεί η Ευρώπη εξαιτίας της αποδυνάμωσης της εμπιστοσύνης στην οικονομία. Οι αλλεπάλληλες απειλές του κ. Τραμπ μέσω μηνυμάτων στο Twitter έχουν προκαλέσει μεγαλύτερες επιπτώσεις στην Ε.Ε. απ’ ό,τι στις ΗΠΑ. Πολλές επιχειρήσεις στην Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη είναι περισσότερο εξωστρεφείς απ’ ό,τι οι ανταγωνιστές τους στις ΗΠΑ. Τέλος, οι συνέπειες που μπορεί να υποστούν οι αμερικανικές επιχειρήσεις λόγω των μέτρων προστατευτισμού της Ουάσιγκτον θα είναι λιγότερες συγκριτικά με τα οφέλη που προκύπτουν από τη μείωση της φορολογίας των ΗΠΑ.

 Holger Schmieding,
 επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg Bank.

http://www.kathimerini.gr/958545/article/oikonomia/die8nhs-oikonomia/a3iologwntas-ton-kindyno-enos-emporikoy-polemoy


12/4/2018


2.
Η σινοαμερικανική κόντρα και ο ρόλος των Γερμανών. 

Ο εμπορικός πόλεμος τον οποίο ξεκίνησε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ εγκυμονεί κινδύνους παράπλευρων απωλειών, τις οποίες θα προκαλέσει στις ΗΠΑ η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία.

Τόσο η BMW όσο και η Daimler εξάγουν στην Κίνα εντυπωσιακό αριθμό αυτοκινήτων τους που έχουν παραχθεί στις ΗΠΑ. Αν ο Τραμπ υλοποιήσει τις απειλές του περί επιβολής δασμών, θα μπορούσαν να περιορίσουν την παραγωγή τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Για να κρατήσει θέσεις εργασίας στην Αμερική και όχι να τις χάσει, μάλλον ο Τραμπ πρέπει να δεχθεί τον νέο κλάδο ελαίας που του τείνει το Πεκίνο. Το τελευταίο επεισόδιο στο σίριαλ του εμπορικού πολέμου ανάμεσα στην Κίνα και στις ΗΠΑ ήταν χθες η υπόσχεση του Κινέζου προέδρου Σι Τζιπίνγκ να μειώσει φέτος τους δασμούς ύψους 25% στα αυτοκίνητα.

Η κίνησή του μοιάζει σαν ειρηνευτική πρόταση μετά τις απειλές που εξαπέλυσαν οι δύο χώρες περί επιβολής υψηλότερων δασμών. Ανάμεσά τους και η προειδοποίηση της Κίνας ότι θα φτάσει συνολικά τους δασμούς στις εισαγωγές αμερικανικών αυτοκινήτων στο 50%. Δεδομένου ότι οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες εξάγουν στην Κίνα τόσα πολλά αυτοκίνητα που παράγονται σε μονάδες τους στην Αμερική, εκείνοι που θα πληγούν θα είναι όσοι Αμερικανοί εργάτες απασχολούνται σε αυτές τις μονάδες παραγωγής: οι 10.000 υπάλληλοι που απασχολεί η BMW σε μονάδα της στη Νότια Καρολίνα, στην οποία παρήχθησαν πέρυσι 370.000 οχήματα, δηλαδή το 15% της παγκόσμιας παραγωγής της. Το 1/4 από αυτήν την παραγωγή, κυρίως πολυτελή οχήματα ελεύθερου χρόνου, ιδιαιτέρως δημοφιλή στους Κινέζους, εξήχθησαν στην Κίνα.

Σε ό,τι αφορά την Daimler, τη βιομηχανία που ελέγχει τα αυτοκίνητα της Mercedes, έχει μονάδα παραγωγής στην Αλαμπάμα όπου απασχολούνται 3.700 άτομα. Το περασμένο έτος η μονάδα αυτή εξήγαγε σχεδόν 70.000 αυτοκίνητα στην Κίνα, σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών της Deutsche Bank. Ο λόγος είναι ότι το εργατικό κόστος είναι πολύ χαμηλότερο στην Αμερική από ό,τι στη Γερμανία όπου υπάρχει ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα. Επιπλέον, πολλές πολιτείες των ΗΠΑ προσέφεραν φορολογικά κίνητρα για να προσελκύσουν βιομηχανίες. Οι προσπάθειες αυτές όμως ενδέχεται να υπονομευθούν, εκτός κι αν ο Τραμπ εγκαταλείψει τη ρητορική του προστατευτισμού.

Η Deutsche Bank υπολογίζει πως το κόστος που θα επωμιστούν οι δύο αυτοκινητοβιομηχανίες, Daimler και BMW, σε περίπτωση επιβολής υψηλότερων δασμών, θα ανέλθει αθροιστικά σε 1,7 δισ. ευρώ. Αντί λοιπόν να προσπαθήσουν να το απορροφήσουν, οι δύο γερμανικές βιομηχανίες μάλλον θα προτιμήσουν να μεταφέρουν την παραγωγή τους εκτός Αμερικής. Πολλές ξένες αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν προ πολλού ιδρύσει μονάδες παραγωγής στην Κίνα, αφού δημιούργησαν κοινοπραξίες με κινεζικούς ομίλους. Πέρυσι το 70% των οχημάτων της Mercedes-Benz που πουλήθηκαν στην Κίνα είχαν παραχθεί στην επικράτειά της. Μέσα στο καλοκαίρι η BMW θα αρχίσει να παράγει στην Κίνα οχήματα της δημοφιλούς σειρά της X, γι’ αυτό και έχει ήδη δημιουργήσει κοινοπραξία με την εγχώρια Brilliance Automotive.

Ειρωνεία της τύχης. Μία από τις αρχικές καταγγελίες του Τραμπ ήταν πως ορισμένες χώρες αφαιρούν θέσεις εργασίας από τις ΗΠΑ και κλέβουν τεχνογνωσία. Ο κ. Σι έτεινε το χέρι στον Τραμπ προσφέροντας χαμηλότερους δασμούς. Αν θέλει να προστατεύσει τους Αμερικανούς εργαζομένους, πρέπει να το σφίξει.

LIAM PROUD, KAREN KWOK / REUTERS

http://www.kathimerini.gr/958378/article/epikairothta/politikh/h-sinoamerikanikh-kontra-kai-o-rolos-twn-germanwn


11/4/2018