Η Τουρκία, η Ελλάδα και τα όρια του εκδυτικισμού.


Η ​Ελλάδα, το πρώτο ανεξάρτητο μετα-οθωμανικό κράτος, έγινε πρότυπο για τις υπόλοιπες εθνοκατασκευές. Το ελλαδικό έδαφος και το ελληνικό έθνος διαμορφώθηκαν κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό «βεστφαλιανό» πρότυπο. Η Συνθήκη της Λωζάννης, η συμβολική απόληξη της τεκτονικής αυτής διαδικασίας, κατέχει κομβικό ρόλο, ως αφετηρία, και για την τουρκική εθνογένεση.

Κανένα κράτος από όσα προέκυψαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν υπέστη ταχύτερο και περισσότερο ριζοσπαστικό εκδυτικισμό από την Τουρκία: αλλαγή του αλφαβήτου και της γλώσσας, τροποποίηση της ενδυμασίας, παρέμβαση στις σχέσεις των φύλων, κατάργηση του χαλιφάτου, «δημιουργική» ιστοριογραφία και, κυρίως, διαχωρισμός θρησκείας και πολιτικής. Ο Κεμάλ προσάρμοσε τη γαλλική laïcité στις τουρκικές συνθήκες, στην τουρκική laiklik. Επέβαλε τη μετάβαση από τα οθωμανικά μιλέτια και τη μουσουλμανική οικουμενική κοινότητα, την ούμα, σε μια τουρκική νεωτερική εθνική οντότητα, οροθετημένη από το έδαφος της Ανατολίας.

Ταυτοχρόνως, η Τουρκία επέλεξε την ουδετερότητα, τον αυταρχισμό και την οικονομική αυτάρκεια. Η επιλογή αυτή δεν ήταν μόνον το τίμημα για τις δύσκολες εσωτερικές ανακατατάξεις, αλλά και η ευθυγράμμιση με τα κυρίαρχα ιδεολογικά ρεύματα του Μεσοπολέμου. Η Δύση, φιλελεύθερη ή αυταρχική, θεώρησε τότε ότι «Η Αγκυρα είναι στην Ευρώπη», όπως τιτλοφόρησε σχετικό άρθρο ένας επιφανής Γάλλος ακροδεξιός δημοσιογράφος, το οποίο δημοσιεύθηκε το 1943. Μεγάλη απόσταση χωρίζει το δημοσίευμα αυτό από τις θέσεις της σημερινής γαλλικής Ακροδεξιάς.

Κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν, η Τουρκία δεν έμεινε αναλλοίωτη. Μετά τον πόλεμο εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ, εισήγαγε δημοκρατικούς θεσμούς και, κατόπιν, ανοίχτηκε στην παγκόσμια οικονομία. Εμενε όμως σταθερή η laiklik, η θεμελιακή αρχή του κεμαλισμού. Με την αρχή του 21ου αιώνα, η προϊούσα γήρανση του κεμαλισμού εισήγαγε την Τουρκία σε μια περίοδο με γεωπολιτικές και γεωπολιτισμικές ανακατατάξεις. Ετσι, ο Ισλαμισμός εκλήθη να αντικαταστήσει τον κεμαλισμό, ως στοιχείο συνοχής ενός πληθυσμού ο οποίος, παρά τους διωγμούς και τις εθνοκαθάρσεις, παραμένει ετερογενής. Η ιδεολογική αυτή ανατροπή έθεσε σε αμφισβήτηση όλες τις παραμέτρους της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Αναβίωσαν παλαιές αντιφάσεις, επί παραδείγματι μεταξύ σουνιτών και αλεβιτών· οξύνθηκαν οι μεταγενέστερες, όπως το κουρδικό ζήτημα· διευρύνθηκε η διαφορά ανάμεσα στα εξευρωπαϊσμένα παράλια και τις μεγάλες πόλεις ως προς το παραδοσιακό εσωτερικό της χώρας.

Αποδομήθηκε το δίκτυο συμμαχιών της Τουρκίας, με βασική απώλεια τη σχέση με το Ισραήλ. Η απομάκρυνση από τη Δύση έχει αναγκάσει την Τουρκία να προβεί σε επικίνδυνες ευκαιριακές συγκλίσεις με τους ιστορικούς της εχθρούς, το Ιράν και τη Ρωσία. Ως αποτέλεσμα των εσωτερικών και εξωτερικών αυτών αντιφάσεων, η γείτων βρίσκεται σε περιδίνηση. Επανέρχεται το φάσμα της Συνθήκης των Σεβρών, δηλαδή η βαλκανοποίηση της Μικράς Ασίας. Το πραξικόπημα του 2016 ανέδειξε και τον κίνδυνο ενός εμφυλίου πολέμου.

Στην εθνικιστική του κατασκευή, ο Μουσταφά Κεμάλ δεν επεδίωξε επαρκή σύνθεση ανάμεσα στα νεωτερικά και τα παραδοσιακά στοιχεία. Δεν μπορούσε να μιμηθεί πλήρως τους Ρωμιούς· δεν υπήρχε περιθώριο να ισχυριστεί ότι η κυρίαρχη θρησκεία του πληθυσμού, δηλαδή το Ισλάμ, λειτουργούσε ως πόλος αντίστασης απέναντι στη δαιμονοποιούμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Τουρκία δεν μπόρεσε, επομένως, να αξιοποιήσει τον νομιμοποιητικό ρόλο της θρησκευτικής παράδοσης, ώστε να ισχυροποιήσει τη νεωτερική της πορεία. Το έλλειμμα αυτό κατέστησε εύθραυστο το οικοδόμημα του Μουσταφά Κεμάλ και το εξέθεσε στην εκδικητική επάνοδο του περιθωριοποιημένου θρησκευτικού παράγοντα.

Το διαζύγιο ανάμεσα στην εθνοκρατική υπόσταση και τη θρησκευτική παράδοση ενδεχομένως εξηγεί τη σημερινή δομική κρίση της Τουρκίας. Αντιθέτως η Ελλάδα, με την εκκλησιαστική αυτοκεφαλία και χάρη στο αφήγημα για τον επαναστατικό αντι-οθωμανικό ρόλο του ορθοδόξου κλήρου, κατόρθωσε να συνθέσει το παλαιό με το νέο.

Η σημερινή ένταση γύρω από την ουκρανική αυτοκεφαλία, η οποία κλονίζει τις σχέσεις Κωνσταντινουπόλεως και Μόσχας, αποδεικνύει ακόμη μία φορά τον δομικό ρόλο της θρησκευτικής παράδοσης στην εθνογενετική διαδικασία: δεν νοείται ουκρανικό κράτος-έθνος χωρίς ουκρανική εκκλησία.

Για τη διαχείριση των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας στην Ελλάδα χρειάζεται κατ’αρχήν να κατανοηθούν οι βαθύτερες γεωπολιτικές και γεωπολιτισμικές διεργασίες. Οι λαοί δεν αντιδρούν πολιτικά με τα κριτήρια κάποιων εξευρωπαϊσμένων ελίτ. Οταν αγνοούνται τα βαθύτερα ρεύματα, οδηγούμαστε σε δυσάρεστες αφυπνίσεις – Brexit, Trump, Ακροδεξιά... Στον επικίνδυνο κόσμο μας, αδέξιοι και επιπόλαιοι χειρισμοί κινητοποιούν ανεξέλεγκτες διαδικασίες και αδόκητες εξελίξεις.

Το κληροδοτημένο πλεονέκτημα, η σύνθεση της θρησκευτικής παράδοσης με την ευρωπαϊκή νεωτερικότητα, με όλους τους συνεπαγομένους συμβιβασμούς, μας επιτρέπει να ελπίζουμε ότι θα αποφύγουμε περιπέτειες, όπως αυτές που βιώνει ή πρόκειται να γνωρίσει η Τουρκία. Εκτός αν, όπως στο εγγύς παρελθόν με το γλωσσικό ζήτημα, επικρατήσουν οι εντόπιοι ζηλωτές του κεμαλισμού.

 Γιώργος Πρεβελάκης,
καθηγητής Γεωπολιτικής στη Σορβόννη (Paris I).       

21/10/2018   


              ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ                



  Για να καταστείλει την εξέγερση, η αστυνομία είχε βάλει μπροστά από τους χιλιάδες άνδρες που επιχειρούσαν τις αύρες, να κυνηγούν και να καταβρέχουν με τεράστια πίεση τους διαδηλωτές που έτρεχαν στον μεγάλο εμπορικό πεζόδρομο Ιστικλάλ | AP Photo/Thanassis Stavrakis


 Η Τουρκία «τρώει» τα πιο λαμπρά παιδιά της:
 τη «γενιά του Γκεζί».

Ενός... κακού (Ερντογάν) μύρια έπονται. Κι έτσι, έπειτα από μία «σκοτεινή» απόπειρα πραξικοπήματος και μία πολύ μακρά κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ένα εξαιρετικά αμφιλεγόμενο συνταγματικό δημοψήφισμα για την εγκαθίδρυση ενός προεδρικού συστήματος α λα τούρκα, μία διαρκή κρίση -θεσμική, οικονομική και διπλωματική-, την πλήρη κατάλυση του κράτους δικαίου και ένα σερί εξίσου επίμαχων εκλογικών νικών του ισλαμοσυντηρητικού και νεοεθνικιστικού κατεστημένου, επήλθε μοιραία και το brain drain.

Το καταδεικνύουν πια τα τελευταία επίσημα στατιστικά στοιχεία. Ο αριθμός των Τούρκων που μόνο μέσα στο 2017 αποφάσισαν να ρίξουν μαύρη πέτρα πίσω τους και να μεταναστεύσουν για «οικονομικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς και πολιτιστικούς» λόγους αυξήθηκε κατά 42,5% σε ετήσια βάση. Κοντολογίς, 253.640 εμιγκρέδες...

Εξ αυτών, το 57% προέρχεται από μεγάλες πόλεις (Κωνσταντινούπολη, Αγκυρα, Αττάλεια, Προύσα και Σμύρνη). Το δε 42% είναι ηλικίας 25-34 ετών: το παρόν και το μέλλον μαζί της χώρας και ίσως ό,τι καλύτερο είχε να επιδείξει η «γενιά του Γκεζί»: των μεγάλων, συλλογικών -αρχικά περιβαλλοντικών και μετέπειτα αντικυβερνητικών- διαδηλώσεων του 2013, που η τότε κυβέρνηση Ερντογάν τις έπνιξε, με άγρια καταστολή, στο αίμα.

«Είναι οι δημοκράτες, οι κοσμικοί, οι διανοούμενοι, πολλοί εργάτες δεξιοτήτων υψηλής ποιότητας και λαμπροί φοιτητές που εγκαταλείπουν την Τουρκία», υπογραμμίζει ο ειδησεογραφικός ιστότοπος Ahval. «Κι έτσι, η χώρα οδηγείται σε απώλεια πολύτιμου ανθρώπινου δυναμικού».


Μπορεί οι πάνοπλοι αστυνομικοί να είχαν πνίξει την πλατεία Ταξίμ και το πάρκο Γκεζί με χημικά, όμως οι πιτσιρικάδες διαδηλωτές δεν το έβαλαν ποτέ κάτω | AP Photo

Αυτοί που φεύγουν 

«Οσοι τότε κατέβηκαν -με διάφορα κίνητρα- στον δρόμο για να διαδηλώσουν στο Γκεζί, σήμερα φεύγουν από τη χώρα, γιατί δεν τους έχει απομείνει καμία δημοκρατική οδός για να εκφράσουν την αγανάκτησή τους», εξηγεί στον ιστότοπο Al Monitor ο Σερτζάν Τσελεμπί, ιδρυτής της ΜΚΟ «Oy ve Ötesi»: μιας πρωτοβουλίας πολιτών εμπνευσμένης από το Γκεζί και επικεντρωμένης στην ακεραιότητα των εκλογών. «Κι αφού ο δρόμος δεν είναι πια μια εναλλακτική, το εξωτερικό έγινε “ο δρόμος”»...

«Μιλάμε για μία παραγωγική γενιά, που έχει πραγματικά εξοπλιστεί με την επιστήμη και την τεχνολογία και είναι ικανή να προετοιμάσει τη χώρα για ένα νέο μέλλον, προσδίδοντας προστιθέμενη αξία», σχολιάζει. Ωστόσο «έχουν πια απογοητευτεί τόσο από την κυβέρνηση όσο και από την αντιπολίτευση».

Ενας από αυτούς είναι και ο 34χρονος Τζ. Κ., που προτιμά να κρατήσει την ανωνυμία του, αφηγούμενος την προσωπική του ιστορία στον επιφανή Τούρκο δημοσιογράφο Καντρί Γκιουρσέλ (πρώην αρθρογράφο της «Τζουμχουριέτ», ο οποίος καταδικάστηκε μαζί με άλλους συναδέλφους του τον περασμένο Απρίλιο για «στήριξη της τρομοκρατίας»).

«Κατά τις διαδηλώσεις του Γκεζί, ήμουν στον δρόμο σχεδόν κάθε βράδυ, από τη δεύτερη ημέρα των κινητοποιήσεων έως την τελευταία επέμβαση της αστυνομίας», λέει από την Πολωνία όπου μετανάστευσε προ 16μήνου και σήμερα εργάζεται ως σύμβουλος εκπαίδευσης.

Πριν φύγει από την Τουρκία, εξιστορεί, «οι ΜΚΟ στις οποίες εργαζόμουν έκλεισαν κι έπειτα είχα αναλάβει συντονιστής διεθνούς προγράμματος ενός πανεπιστημίου. Στον έναν χρόνο της θητείας μου, αυτό που μου ανέθεταν κυρίως ήταν να μεταφράζω στα αγγλικά άρθρα καθηγητών. Επίσης, με ρωτούσαν συνεχώς για τη θρησκεία. Το ότι δεν προσευχόμουν πέντε φορές την ημέρα είχε αρχίσει να μου δημιουργεί πρόβλημα. Ενιωσα ότι δεν θα είχα ποτέ μία καλύτερη ζωή λόγω του επαγγέλματός μου, όσο σκληρά κι αν εργαζόμουν. Πέραν αυτού, στενοί φίλοι μου είχαν ήδη αρχίσει να φεύγουν ένας ένας από τη χώρα».

Τον ίδιο δρόμο ετοιμάζεται να πάρει η 26χρονη κοινωνική επιχειρηματίας Ετζέ Αλτουνμαράλ. Εχοντας σπουδάσει οικονομικά στο Λονδίνο «επέστρεψα στην Κωνσταντινούπολη στις 31 Μαΐου του 2013», αφηγείται, «την πρώτη ημέρα των διαδηλώσεων στο Γκεζί. Ενιωσα τότε ότι συντελείται μία αλλαγή. Σήμερα, ωστόσο, δεν θεωρώ ότι έχει κάτι να μου προσφέρει η Τουρκία. Δεν πιστεύω ότι ο κόσμος που συναναστρέφομαι μπορεί να με πάει μπροστά. Γι’ αυτό φεύγω, για να είμαι ο εαυτός μου και να μεγαλώσω την επιχείρησή μου», λέει στον Γκιουρσέλ, καθώς πακετάρει τις βαλίτσες της με προορισμό και πάλι το Λονδίνο.

Αλλοι, όπως o Ιλκέρ Χεπκανέρ -που σήμερα κάνει διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης-, έχουν προ πολλού αποφασίσει ότι ο δρόμος της επιστροφής στα πάτρια δεν αποτελεί καν επιλογή. «Αποφάσισα ότι δεν θα επιστρέψω το 2016», λέει. «Η καταστολή στο Γκεζί ήταν ένας βασικός λόγος. Ακόμη και αυτοί που ψήφισα είναι σήμερα στη φυλακή. Είμαι ακαδημαϊκός και δεν θέλω μπελάδες με όσα γράφω. Ξέρω ότι δεν θα ζούσα τη ζωή που θέλω εάν επέστρεφα στην Τουρκία».

«Οι ιστορίες αυτών των νέων ανθρώπων», σχολιάζει ο Γκιουρσέλ, «είναι η περίληψη μιας Τουρκίας που γίνεται ολοένα και πιο εσωστρεφής και πιο φτωχή, με κάθε έννοια της λέξης, καθώς η πολιτική και η ιδεολογία έχουν αντικαταστήσει τα προσόντα με την αφοσίωση ως μέσο ανέλιξης, η μετριοκρατία έχει υπερισχύσει της αναζήτησης για δημιουργικότητα και ποιότητα και η ελευθερία της έκφρασης έχει οδυνηρά κατασταλεί».

«Και όσο οι συνέπειες της επιδεινούμενης οικονομίας θα γίνονται πιο αισθητές στο κόστος διαβίωσης και στην αγορά εργασίας», παρατηρεί ο διευθυντής της εταιρείας δημοσκοπήσεων Istanbul Economic Research, Τζαν Σελτζούκι, «τόσο μεγαλύτερο θα είναι το κίνητρο των νέων εργαζόμενων για να φύγουν»...


 Σήμερα στον ίδιο δρόμο, στην Ιστικλάλ, εκτός από δεκάδες λουκέτα σε μαγαζιά λόγω ανέχειας, υπάρχουν και πολλοί ζητιάνοι | AP Photo/Lefteris Pitarakis

Αυτοί που μένουν

Ηδη, έπειτα από έξι συναπτά τρίμηνα υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, η τουρκική οικονομία οδεύει με μαθηματική πλέον ακρίβεια προς τη στασιμότητα και τη συρρίκνωσή της.

«Το δείχνουν όλοι οι βασικοί δείκτες από τον Ιούλιο κι εντεύθεν», υπογραμμίζει ο Τούρκος οικονομολόγος και συγγραφέας Μουσταφά Σονμέζ.

Μπορεί η οικονομική δυσχέρεια να μην είχε ηχηρό πολιτικό αντίκτυπο στις κάλπες των βουλευτικών εκλογών του περασμένου Ιουνίου, όπου το AKP του Ερντογάν εξασφάλισε και πάλι την πρωτιά, παρατηρεί σε ανάλυσή του στο Al Monitor, «όμως η λαϊκή δυσαρέσκεια φουντώνει γρήγορα έκτοτε, εν μέσω ενός καλπάζοντος πληθωρισμού, πτωχεύσεων εταιρειών, της αδυναμίας αποπληρωμής δανείων και της αβεβαιότητας για το οικονομικό μέλλον της χώρας».

Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του Σεπτεμβρίου, εκτινάχθηκαν ο μεν ετήσιος πληθωρισμός στο 24,52% (ρεκόρ 15ετίας), ο δε πληθωρισμός τιμών παραγωγού στο 46%!

Μοιραία, και παρά τις διαβεβαιώσεις των εμπόρων ότι θα κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για περιορισμό των συνεπειών, το βάρος μετακυλίεται στις πλάτες των καταναλωτών. Ηδη πάντως για τους μισθωτούς -το 70% του εγχώριου εργατικού δυναμικού- αποδεικνύεται δυσβάστακτο.

Από τα συνολικά 19 εκατομμύρια που αριθμούν, μόνον τα 3 εκατομμύρια των δημοσίων υπαλλήλων διαθέτουν κάποιου είδους «μαξιλάρι» αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής (μαζί με τα περίπου 10 εκατομμύρια συνταξιούχους). Οσο για τους υπόλοιπους 16 εκατομμύρια μισθωτούς, εν προκειμένω στον ιδιωτικό τομέα, μένουν στον αέρα -πέρα ίσως από το μόλις 1 εκατομμύριο εξ αυτών, που είναι μέλη συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Στο μεσοδιάστημα, το 60% των μισθωτών αμείβονται με τον κατώτατο -το πολύ 1.600 τουρκικές λίρες μηνιαίως (κάτι περισσότερο από 230 ευρώ), την ώρα που ο μέσος όρος ενοικίου αγγίζει τις 1.000 λίρες, συμπεριλαμβανομένων σχετικών εισφορών.

Τη ζοφερή εικόνα συμπληρώνει το φάσμα της ανεργίας. Ο ρυθμός ανάπτυξης φθίνει τάχιστα στον κατασκευαστικό τομέα, στην αγροτική παραγωγή, στον τουρισμό και στην παροχή υπηρεσιών, όπου απασχολούνται κυρίως χαμηλόμισθοι, επισημαίνει ο Σονμέζ. «Ο μεγάλος φόβος είναι για το τέταρτο τρίμηνο του έτους», υπογραμμίζει, «οπότε αναμένονται μεγαλύτερη συρρίκνωση και απολύσεις».

Και σαν κερασάκι στην τούρτα είναι και τα «κόκκινα» δάνεια: υπενθύμιση της «χρυσής» -και όχι μακρινής- εποχής που οι τουρκικές τράπεζες μπορούσαν να δανείζονται φθηνά από το εξωτερικό και έδιναν αθρόα πίστωση στους καταναλωτές, κυρίως υπό τη μορφή πιστωτικών καρτών και καταναλωτικών δανείων.

Το αποτέλεσμα σήμερα είναι: υπερχρεωμένα τουρκικά νοικοκυριά, με αδυναμία αποπληρωμής των δανειακών υποχρεώσεών τους. Σύμφωνα με στοιχεία της Ενωσης Τουρκικών Τραπεζών, η επιβάρυνση των νοικοκυριών ανέρχεται συνολικά σε 567 δισ. τουρκικές λίρες (κοντά στα 81,5 δισ. ευρώ).

Τα 244 δισ. λιρών συνδέονται με δάνεια για την απόκτηση Ι.Χ. ή ακινήτου. Τα υπόλοιπα 323 δισ. αφορούν χρέη από πιστωτικές κάρτες και προσωπικά δάνεια, παραδοσιακή πελατεία των οποίων ήταν τα πιο χαμηλά βαλάντια...

«Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι ήδη κοντά στο 6% και οι δικαστικές προσφυγές πληθαίνουν», υπογραμμίζει ο Σονμέζ. «Τόσο για τους οφειλέτες όσο και για τις τράπεζες, το πρόβλημα αποπληρωμής κάνει ορατή την προοπτική κατασχέσεων, που σημαίνει ότι πολλοί μπορεί να χάσουν αυτοκίνητα και σπίτια».

Στο κάδρο, παρατηρεί, «είναι ομάδες που αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων του AKP. Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς πόσο θα διαρκέσει η πίστη τους στο κυβερνών κόμμα ή η υπομονή τους.

Οι δημοτικές εκλογές του Μαρτίου του 2019 πλησιάζουν εν τω μεταξύ» και τίθεται το βασικό ερώτημα, που πιθανόν να ταλανίζει και το μυαλό των ξενιτεμένων του Γκεζί: αυτή τη φορά, τουλάχιστον, «θα τιμωρήσουν άραγε το AKP στην κάλπη;».

  Μαργαρίτα Βεργολιά       

http://www.efsyn.gr/arthro/
i-toyrkia-troei-ta-pio-lampra-paidia-tis-ti-genia-toy-gkezi

21/10/2018