Σκέψεις για την πολιτισμική ανασυγκρότηση της χώρας.
Θα σας εκθέσω μερικές σκέψεις μου σχετικά με το πολιτισμικό απόθεμα της χώρας μας και τις δημιουργικές δυνάμεις που μας απομένουν μετά την καταστροφική κρίση που έπληξε τον τόπο και ακόμη διαρκεί. Ήδη με τη χρησιμοποίηση του όρου απόθεμα ξεπροβάλλει δυσοίωνο ένα πρόβλημα. Ένα απόθεμα πόρων, αξιών και δυνάμεων για να λειτουργεί πραγματικά ως τέτοιο προϋποθέτει ότι υπάρχει μια θέληση και μια ανάγκη ανθρώπινη που προσφεύγει σ’ αυτό και ζητά ενίσχυση. Πρέπει να υπάρχει από τη μεριά εκείνου ο οποίος δοκιμάζεται μια κίνηση συνειδητή προς τις διαθέσιμες εφεδρείες, ώστε αυτές οι εφεδρείες να δράσουν τονωτικά.
Κι εδώ ακριβώς προβάλλει η δυσκολία: είναι μια από τις κύριες συνέπειες των κρίσεων –που ποτέ δεν περιορίζονται στον οικονομικό τομέα– να παραλύει η θέληση, πιο συγκεκριμένα, να τραυματίζεται η ικανότητα των πληγέντων να επιλέγουν. Τι τους χρειάζεται πιο πολύ; Τι είναι πρωτεύον και τι δευτερεύον; Τι να αφήσουν στην άκρη και τι να επιδιώξουν με επιμονή; Όλα αυτά μοιάζουν περίπου μάταια. Σε μια πτώχευση εκείνο ακριβώς που κυριαρχεί είναι η εντύπωση πως σχεδόν εκλείπουν τα περιθώρια επιλογών: ό,τι έχεις να κάνεις το ορίζουν οι περιστάσεις και πίσω από τις περιστάσεις διακρίνεται εύκολα η βούληση κάποιων άλλων, αυτών που έχουν τη δύναμη να επωφεληθούν εις βάρος σου.
Υπό τέτοιες συνθήκες το να μιλά κανείς για πολιτισμική ανασυγκρότηση ηχεί παράδοξο, εφόσον πολιτισμός χωρίς την αυτενέργεια των δημιουργών δεν νοείται. Ο δημιουργός έχει εξ ορισμού να προκρίνει και να αποκλείσει, να θέσει όρια ο ίδιος στον εαυτό του, να ασκηθεί εφαρμόζοντας μια ορισμένη οικονομία στα μέσα που διαθέτει. Η δημιουργία γεννιέται πάντα μέσα στους περιορισμούς, είναι μια πράξη εκούσια στους κόλπους της αναγκαιότητας. Αν, αντιθέτως, οι περιορισμοί επιβληθούν απ’ έξω, τα πράγματα αλλάζουν πολύ. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για μια συμφορά του κράτους που θίγει τις τύχες καθενός, κι όχι ειδικά των επίδοξων δημιουργών. Τότε οι στερήσεις και η δυστυχία εκτός από το να πιέζουν υλικά τους πολίτες φαίνεται ότι και τους ταπεινώνουν. Είναι σαν να τους λένε ότι οι όποιες αποφάσεις τους δεν έχουν στο εξής κανένα βάρος· το αν εξαθλιωθούν περαιτέρω ή θα κρατηθούν σε μια υποφερτή κατάσταση, δεν εξαρτάται καθόλου από τι σκέπτονται και το αν θα δράσουν. Το θέμα είναι εάν και πώς θα αντιδράσει σ’ έναν τέτοιο υποβιβασμό ένα άτομο ή ένας λαός.
Αξίζει εδώ να θυμηθούμε την προειδοποίηση του Περικλή όταν απευθύνεται στους συμπολίτες του που χειμάζονται από τον λοιμό, στα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου. Τους λέει ότι «αίσχιον δε έχοντας αφαιρεθήναι ή κτωμένους ατυχήσαι» (είναι μεγαλύτερη ντροπή να αφήνεις να σου αφαιρούν αυτό που έχεις από το να μην αποκτάς αυτό που επιδιώκεις). Κρατώντας το στο νου μας αυτό, ας σκεφτούμε τη δική μας κατάσταση σήμερα. Το κρίσιμο ερώτημα είναι: τι είναι στ’ αλήθεια αυτό που «έχουμε»; Ή καλύτερα: τι είναι αυτό που θέλουμε να «έχουμε» και να είναι τόσο σίγουρο μέσα μας ώστε να είναι δύσκολο ή αδύνατο να μας το στερήσουν; Το ερώτημα αυτό μας φέρνει κατ’ ευθείαν στο ζήτημα του πολιτισμικού αποθέματος.
Αν ξεκινήσουμε από την καθόλα εύλογη παραδοχή ότι σε περιόδους κλονισμού μιας κοινωνίας θα ήταν ευεργετικό να υπάρχουν κάποια σταθερά αντερείσματα για την κοινή συνείδηση, παρατηρούμε ότι, παραδόξως, στη σύγχρονη Ελλάδα, τη συνεχώς ταρασσόμενη λίγο ως πολύ, ό,τι μοιάζει ανθεκτικό στον χρόνο φαντάζει μέσα στους κύκλους πολλών καλλιτεχνών και λογίων, σαν υστέρηση, σαν δεσμευτικό κατάλοιπο που τάχα εμποδίζει την ελευθερία των κινήσεών τους, τη φαντασία, τους πειραματισμούς Εξετάζοντας πιο προσεκτικά αυτή την άποψη, βλέπει κανείς πόσες υπεκφυγές και πόση υποκρισία κρύβει. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την εκδήλωση μιας έπαρσης, γεννημένης από την πιο χοντροκομμένη επιπολαιότητα. Επαίρονται διάφοροι απέναντι στο παρελθόν, ωσάν οι ίδιοι να ξεπετάχτηκαν από το μηδέν –κι ακόμη χειρότερο· ωσάν ο κόσμος μέσα στον οποίο κυκλοφορούν και χρησιμοποιούν τα κατασκευάσματά του, να μην έχει προέλευση, να μην έχει ίχνη από τη δράση προηγούμενων γενεών.
Το φαινόμενο βέβαια δεν σας είναι άγνωστο. Στέκομαι όμως περισσότερο σ’ αυτό γιατί αποτελεί στην επέκτασή του ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην ανασύνταξη των εθνικών πολιτισμικών δυνάμεων. Είναι ένα εμπόδιο εσωτερικό, προϊόν μιας εξέλιξης που στον διεθνή χώρο πήρε τα φιγουράτα ονόματα της μετα-νεωτερικότητας ή της αποδόμησης και κατέληξε να είναι, τόσο στις κεντρικές δυτικές χώρες όσο και στις περιφερειακές, μια ακόμη μόδα, μια μόδα όμως που δεν χαριεντίζεται μόνο, αλλά θέλει και να επιτίθεται, όποτε μπορεί. Ο αντίπαλός της είναι η ίδια η παράδοση, η έννοια της καθ’ εαυτήν. Παλιά ιστορία θα πείτε. Όμως σήμερα, υπό το κράτος της δυσπραγίας στην οποία περιήλθε η χώρα, με δεδομένο ότι οι κινήσεις προς τα εμπρός μοιάζουν τυφλές αν δεν προηγηθεί μια ανασκόπηση, το να αγνοείται, να παραμελείται ή να αποκηρύσσεται η κληρονομιά των αιώνων μέσα στους οποίους ο τόπος μας απέκτησε τη φυσιογνωμία του, ισοδυναμεί με πράξη παραίτησης από τη δυνατότητα να ευρεθεί το πώς το κατώτερο σ’ ένα λαό μπορεί να επηρεασθεί θετικά από το ανώτερο. Δεν είναι μακριά η τάση αυτή από την πνευματική αυτοκτονία. Όταν παρατηρούν τα σχετικά συμπτώματα οι ξένοι απορούν, πράγμα που συμβαίνει πολύ σπανιότερα στους αυτόχθονες. Τους παραξενεύει, και δικαιολογημένα, το γεγονός ότι οι Έλληνες, μολονότι περιβάλλονται από τόσα έργα άξια θαυμασμού, από τόσα στοιχεία μεγαλοσύνης, δυσκολεύονται να συνάψουν μαζί τους σχέσεις που θα τους εξύψωναν. Δεν αποκαθηλώνουν το μνημειώδες, όχι, εκεί δεν φθάνουν, δεν είναι ποτέ τόσο βλάσφημοι ούτε και τόσο ριζοσπάστες. Αχρηστεύουν όμως τα υψηλά επιτεύγματα, με το να περνούν δίπλα τους αδιάφορα, σίγουροι ότι τα αρχαία τεκμήρια είναι εκεί, βουβά και νεκρά, ενώ η δουλειά των συγχρόνων υποτίθεται πως είναι άλλη: να ζήσουν και να ζήσουν με ό,τι έχουν. Μα γιατί να μην περιληφθούν και τα αρχαία αυτά σε ό,τι έχουν, ποιος ο λόγος; Ο λόγος είναι η άγνοια, η μόδα και ας προστεθεί και η χαρακτηριστική, δυστυχώς, δυσκολία μας να στέλνουμε τη σκέψη μας μακριά, προς ένα εθνικό πεπρωμένο, έναν προορισμό.
Η δυσκολία αυτή να σχεδιαστεί ακόμη και στοιχειωδώς, το μέλλον αγγίζει μερικές φορές το όριο του σκανδάλου. Ένα μόνο παράδειγμα θα αναφέρω, που είναι αρκετά διαφωτιστικό. Πριν από ένα χρόνο περίπου, όταν ανακηρύχθηκε η πόλη της Ελευσίνας πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης για το έτος 2021, η εκπρόσωπος της ομάδας σχεδιασμού των σχετικών εκδηλώσεων από τον Δήμο ρωτήθηκε από δημοσιογράφους, τι θέση θα είχε στο πρόγραμμα το θέμα των Μυστηρίων που τελούνταν στην πόλη τους κατά τους αρχαίους χρόνους. Η απάντηση δόθηκε χωρίς κανένα ενδοιασμό: η υπεύθυνη δήλωσε ότι τα Μυστήρια δεν θα τους απασχολήσουν και ότι στο κέντρο του προγράμματός τους είναι η ανάδειξη της πολυπολιτισμικότητας! Όπως καταλαβαίνετε, το περιστατικό δεν μπορεί να καταχωριστεί απλώς στην ανεκδοτολογία και τα ευτράπελα της απαιδευσίας. Αν γίνουν πράξη οι υπερφίαλες αυτές δηλώσεις, η Ευρώπη, μετά από δύο χρόνια, θα δει μια μικρή και ταλαιπωρημένη πόλη, να προβάλλει ως –έμβλημα δικό της και ταυτόχρονα ευρωπαϊκό– την αντιμετώπιση των φυλετικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, ζήτημα που θα μπορούσε, φυσικά, να τεθεί πολύ πιο αδρά σ’ ένα προάστιο του Λονδίνου, του Παρισιού ή του Βερολίνου.
Βλέπουμε με πόση ελαφρότητα είναι δυνατόν μια κακή Διοίκηση να υποβιβάσει ένα μεγάλο πολιτισμό και να το θεωρήσει μάλιστα αυτό σαν μια ακόμη από τις τόσες καινοτομίες για τις οποίες χτυπάνε σήμερα όλα τα τύμπανα. Ωστόσο, από την άλλη μεριά η φασαρία των τυμπάνων δεν εμποδίζει κάποιους ξένους να ερευνούν και να αξιοποιούν τους θησαυρούς τους οποίους οι ντόπιοι τους κατατάσσουν στα αζήτητα. Την ίδια περίοδο που η Ελευσίνα καταστρώνει προγράμματα για τους μετανάστες, το Πανεπιστήμιο του Yale παράγει και διανέμει ανά τον πλανήτη ειδικές σειρές στο διαδίκτυο με θέμα τους «Έλληνες Ήρωες». Η ανταπόκριση του μορφωμένου κοινού διεθνώς είναι τεράστια, οι συνδρομές των χρηστών αυξάνονται ραγδαία, τα σχόλια πληθαίνουν επίσης και, εννοείται, με τα χρήματα που εισπράττονται προχωρούν γρηγορότερα και σε ευρύτερα πεδία τόσο οι ανασκαφές σε διάφορα μέρη όσο και οι σχετικές μελέτες.
Ας μην προχωρήσουμε όμως περισσότερο σε τέτοιες συγκρίσεις. Ανέφερα το περιστατικό μόνο και μόνο για να δείξω πως η κρίση και οι δυσκολίες που ενέσκηψαν δεν έχουν ακόμη συνταράξει τις τάξεις των ιθυνόντων, έτσι ώστε να εμφανιστούν εγκαίρως τα σημάδια κάποιας εγρήγορσης, κάποιας θέλησης για ενέργειες διορθωτικές. Στο μεταξύ η αποδυνάμωση του εθνικού οργανισμού συνεχίζεται. Το μυαλό μπορεί μεν να πασχίζει να βρει μια λύση, τα χέρια μπορεί να θέλουν να ξεκουνηθούν, όμως αν λείπει η αίσθηση ότι μυαλό, χέρια, καρδιά και κορμί αποτελούν ένα όλο, τότε από έλλειψη συντονισμού η προσπάθεια ζωογόνησης θα αποτύχει. Απαιτείται λοιπόν μια αίσθηση ενότητας με την οποία πιστοποιείται πως ό,τι ζωντανό υπήρξε συνδέεται με ό,τι ζωντανό υπάρχει. Ο πολιτισμός δεν είναι άλλο απ’ αυτόν τον δεσμό που ανανεώνεται συνεχώς. Όχι, ασφαλώς, αυτομάτως. Χρειάζεται συνειδητή προσπάθεια, μεθόδευση και δεν θα διστάσω να πω μια πολιτική που θα ξέρει τα μέσα της και τους σκοπούς της. Για μας, για την Ελλάδα, εκεί όπου βρίσκεται σήμερα, αυτή η πολιτική καλείται να πάει πολύ βαθύτερα απ’ αυτό που θα ονομάζαμε διεθνές γόητρο· θα ήταν, πρέπει να είναι, μια εθνική πολιτική αναγέννησης.
Πώς θα γινόταν εφικτό κάτι τέτοιο; Μπορούμε, στο πλαίσιο της σημερινής μας συζήτησης, να θέσουμε τουλάχιστον κάποια ζητήματα αρχής. Το πρώτο είναι να αναγνωρίσουμε πως γενικά κάτι στρεβλό υπάρχει στον τρόπο με τον οποίο οι νεώτεροι πλησιάζουν το παρελθόν και όσα αυτό περικλείνει. Εξαιτίας της διάχυτης μικρολογίας που τους περιβάλλει, από τη διαφήμιση, από τα μέσα ενημέρωσης, από τις φτηνές φωνασκίες των πολιτικών, από όλα τα ψιλολογήματα μέσα στα οποία βουλιάζει η κάθε ημέρα –εξαιτίας όλων αυτών, είναι δύσκολο η συνείδηση των νέων να σκαρφαλώσει προς το υψηλό, όπως φανερώνεται μέσα στον φιλοσοφικό και ποιητικό λόγο, στην αρχιτεκτονική, στη γλυπτική. Το τοποθετημένο στο βάθρο του άγαλμα μένει ασάλευτο και οι μαθητές, οι φοιτητές, οι νέοι ίσα-ίσα που το περιεργάζονται για λίγο σε μια επίσκεψη στο μουσείο, κι ύστερα θα φύγουν για να παρασυρθούν από τις κινούμενες εικόνες στα tablet και να αποκτήσουν την αίσθηση ότι τρέχουν προς τα κάπου μαζί τους.
Είναι ανάγκη να ερμηνεύσουμε σωστά τα δεδομένα αυτά και να επιχειρήσουμε μια επέμβαση άκρως επείγουσα. Καιρός είναι να παραδεχθούμε πως το μεγαλείο δεν είναι δυνατόν σήμερα να εκπέμπει την ακτινοβολία του, αφού είναι τόσα τα φίλτρα που παρεμβάλλονται ανάμεσα σ’ αυτό και τους δέκτες του. Δεύτερο βήμα: επιβάλλεται να χρησιμοποιήσουμε τα καλύτερα διαθέσιμα αντίδοτα στο πλαίσιο αυτής της φιλτραρισμένης και παραζαλισμένης πραγματικότητας. Και δεν φαίνεται άλλο πιο πρόσφορο αντίδοτο από το να μελετηθεί και εφαρμοσθεί, κυρίως στην εκπαίδευση, η παρουσίαση του μεγαλείου όχι με τρόπο μεγαλόπρεπο, αλλά με τρόπο υποβλητικό. Εφόσον η διδαχή, η υπόδειξη, οι νουθεσίες σκοντάφτουν στην απροσεξία των νέων και στο πολυυμνημένο δικαίωμα που τους έδωσε η κοινωνία να μην υπακούουν σ’ αυτό που έρχεται «άνωθεν», η διαπαιδαγώγησή τους θα πρέπει να γίνει διαφορετικά. Δεν θα τους έλθει μια οδηγία από ψηλά, αλλά θα νιώσουν πως περιβάλλονται από όντα αινιγματικά, γοητευτικά, έτοιμα να συνομιλήσουν μαζί τους, εφόσον τα πλησιάσουν περισσότερο.
Είναι θέμα, πρώτα απ’ όλα των δασκάλων, των γονέων, των συγγραφέων και μελετητών το αν θα απευθυνθούν πειστικά και παραστατικά στους αμύητους. Εξαρτάται κατ’ αρχάς από το πόσο μέσα στη ψυχή των πρεσβυτέρων δίπλα στη κόπωση, εξακολουθεί να υπάρχει αρκετή ακόμη αγάπη για την πατρίδα τους, έστω θλιμμένη αγάπη. Γιατί μόνο χάρη σ’ αυτή θα μπορούσαν να δείξουν στις νέες γενιές ότι ένα επιτύμβιο του 3ου π.Χ. αιώνα, μια Ταναγραία του 1ου π.Χ. αιώνα, ένα ψηφιδωτό στον νάρθηκα της μονής του Οσίου Λουκά ή ένας ηπειρώτικος σκάρος μπορούν να τους εμπνεύσουν πιο άμεσα και πιο ανανεωτικά απ’ ό,τι ένα πλάσμα στις οθόνες, ιπτάμενο πάνω από το Τόκυο ή τη Νέα Υόρκη, αν είναι να πασχίσουν να δημιουργήσουν κάτι που να μετρά πραγματικά στη ζωή τους όσο και στη ζωή άλλων, σε άλλες χώρες. Να δείξουν στους νεώτερους πως το άνοιγμα στην οικουμένη δεν γίνεται αν δεν σκάψεις πρώτα το δικό σου χώμα, όπως σκάβει κανείς όχι για να θάψει ή να κρύψει, αλλά για να βρει κάτι που μαντεύει πως είναι φυλαγμένο γι’ αυτόν.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Η Αθήνα”, 1973)
είναι έργο του Αγήνορος Αστεριάδη.
Βασίλης Καραποστόλης
30/5/ 2019