Ένας θανατηφόρος μύκητας απειλεί τη βιοποικιλότητα του Παναμά.
Ένας θανατηφόρος μύκητας
απειλεί τη βιοποικιλότητα του Παναμά.
Τα τροπικά φίδια αντιμέτωπα με την εξαφάνιση.
Με ολοένα και αυξανόμενο ρυθμό αμέτρητα είδη ζώων και φυτών οδεύουν στην εξαφάνιση σύμφωνα με νέα επιστημονικά δεδομένα που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με τη σημαντική απώλεια της βιοποικιλότητας. Το ερευνητικό ενδιαφέρον στράφηκε πρόσφατα στους πληθυσμούς των τροπικών φιδιών του Παναμά, τα αποτελέσματα όμως θεωρείται ότι αφορούν πολύ περισσότερα είδη. Ενώ στην πλειονότητα των περιπτώσεων η βιοποικιλότητα μειώνεται εξαιτίας της άμεσης και καταστροφικής επίδρασης της ανθρώπινης δραστηριότητας στο περιβάλλον, αυτή τη φορά φαίνεται πως η κυρίαρχη αιτία είναι η εμφάνιση και εξάπλωση ενός θανατηφόρου μύκητα.
Ερευνητική ομάδα από τις ΗΠΑ και τον Παναμά με επικεφαλής την Karen Lips, καθηγήτρια στο Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Maryland, κατέγραψαν για πρώτη φορά την επίπτωση της συρρίκνωσης των αμφίβιων λόγω της προσβολής τους από τον μύκητα σε άλλα είδη και συγκεκριμένα στα τροπικά φίδια σε μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Science» στις 14 Φεβρουαρίου.
Batrachochytrium dendrobatidis:
Μια θανάσιμη απειλή για τα αμφίβια
Πρόκειται για έναν μύκητα που προσβάλλει τα αμφίβια προκαλώντας τη νόσο Chytridiomycosis, η οποία καταστρέφει το δέρμα τους και τα οδηγεί εντέλει στον θάνατο. Συγκεκριμένα, έχει ενοχοποιηθεί για τη δραματική μείωση και την εξαφάνιση τουλάχιστον 500 ειδών βατράχων και σαλαμάνδρων και θεωρείται από πολλούς επιστήμονες ως ο πιο επιβλαβής παθογόνος μικροοργανισμός για τη βιοποικιλότητα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο μύκητας παρατηρήθηκε αρχικά στους βατράχους της Ασίας τη δεκαετία του ’80, αλλά γρήγορα εξαπλώθηκε σχεδόν σε όλες τις ηπείρους προκαλώντας ραγδαία συρρίκνωση στους πληθυσμούς των βατράχων και άλλων αμφίβιων. Η μόλυνση από τον μύκητα δεν οδηγεί πάντα σε νόσο ή σε θάνατο, ενώ φαίνεται ότι το περιβάλλον, και συγκεκριμένα η θερμοκρασία, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση της ασθένειας. Η κλιματική κρίση ενδέχεται να επηρεάσει τη διασπορά του μύκητα, ο οποίος, σύμφωνα με προγνωστικά μοντέλα, θα επεκταθεί ακόμα περισσότερο στο βόρειο ημισφαίριο.
Παρά το γεγονός ότι η επίδραση στα αμφίβια έχει καταγραφεί και θεωρείται ιδιαίτερα κρίσιμη, η επίπτωση της πανδημίας σε άλλα είδη που βρίσκονται σε άμεση αλληλεπίδραση με τα είδη των αμφιβίων δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί. Επομένως, δεν είναι ακόμα γνωστό το πώς διαταράσσει τα οικοσυστήματα των περιοχών ούτε σε ποιο βαθμό.
Τα τροπικά φίδια του Παναμά παραλαμβάνουν
τη θλιβερή σκυτάλη
Η επιδημία έπληξε τη Νότια Αμερική στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και έφτασε στο τροπικό δάσος του Παναμά El Copé το 2004, όπου αποδεκάτισε περίπου το 75% του πληθυσμού των βατράχων. Η ερευνητική ομάδα με επικεφαλής την Karen Lips μελετούσε για πολλά χρόνια τη βιοποικιλότητα του δάσους που αποτελεί προστατευόμενη περιοχή και έχει συλλέξει δεδομένα από το 1997. Οι επιστήμονες επικεντρώθηκαν στην άγρια πανίδα και συγκεκριμένα στα φίδια που ζουν σε περιοχή του Παναμά, στο Parque Nacional Omar Torrijos Herrera. Αξιοποιώντας όλο αυτό το υλικό που συσσωρεύτηκε με την πάροδο των ετών, πριν και μετά την επέλαση του μύκητα, κατέληξαν για πρώτη φορά σε συμπεράσματα που αφορούν άλλα είδη του οικοσυστήματος, εκτός από τα αμφίβια που πλήττονται άμεσα.
Τα υπό μελέτη φίδια του τροπικού δάσους έχουν ως κύρια πηγή τροφής τα βατράχια. Παρά τη μεγάλη ποικιλότητα που εμφανίζουν, δεν είναι επαρκώς μελετημένα διότι είναι δύσκολο να εντοπιστούν μέσα στο δάσος. Όπως αναφέρουν οι ίδιοι οι ερευνητές, από τα 36 είδη φιδιών που κατέγραψαν κατά την περίοδο 13 ετών, 12 είδη παρατηρήθηκαν μόνο μία φορά. Επομένως, η καταγραφή του απόλυτου αριθμού των φιδιών είναι πρακτικά ανέφικτη και για τον λόγο αυτό οι επιστήμονες επιστράτευσαν πολύπλοκα μαθηματικά μοντέλα για να προβλέψουν με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια τη μείωση του αριθμού των ειδών σε συνάρτηση με τη μείωση του πληθυσμού των βατράχων με δεδομένο ότι οι υπόλοιπες περιβαλλοντικές συνθήκες στην προστατευόμενη περιοχή παρέμειναν σταθερές.
Σύμφωνα τους ερευνητές, τόσο ο αριθμός των διαφορετικών ειδών των φιδιών όσο και το μέγεθος του σώματός τους επηρεάζεται σημαντικά από τη μείωση των βατράχων της περιοχής. Ορισμένα είδη, όπως τα φίδια Sibon argus, που απαιτούν μεγαλύτερες ποσότητες αυγών βατράχων σε σχέση με άλλα λιγότερο απαιτητικά είδη για να καλύψουν τις διατροφικές τους ανάγκες, φαίνεται να επηρεάζονται περισσότερο. Λίγα είδη παρέμειναν ανεπηρέαστα σε αριθμό ή/και βελτίωσαν τη σωματική τους κατάσταση.
Οικοσυστήματα: Πολύπλοκες σχέσεις και λεπτές ισορροπίες
Η συρρίκνωση τόσο των διαφορετικών ειδών όσο και του πληθυσμού σε κάθε είδος των βατράχων και των φιδιών αναμένεται να επηρεάσει και πολλά άλλα είδη που εξαρτώνται από αυτά. Άλλοι θηρευτές των αμφιβίων αλλά και των φιδιών θα έρθουν αντιμέτωποι με την έλλειψη τροφής και τελικά όλο το οικοσύστημα θα διαταραχθεί. Αντίστοιχες μεταβολές θα εμφανιστούν -αν δεν το έχουν κάνει ήδη- και σε άλλες περιοχές του πλανήτη στις οποίες έχει εξαπλωθεί ο μύκητας.
Ενθαρρυντικό ωστόσο είναι το γεγονός ότι ορισμένα είδη φαίνονται ανεπηρέαστα. Συγκεκριμένα, κάποια είδη φιδιών στράφηκαν προς άλλες πηγές τροφής ενώ άλλα ανταγωνιστικά είδη ερπετών που δεν τρέφονται με αμφίβια ευνοήθηκαν από τη συρρίκνωση των πληθυσμών των φιδιών. Τα ευρήματα αυτά αναδεικνύουν την πολυπλοκότητα των σχέσεων των οργανισμών μέσα στα οικοσυστήματα και την ανάγκη για συστηματική μελέτη του συνόλου των αλληλεπιδράσεων που λαμβάνουν χώρα σ’ αυτά.
M.T.
Πηγές:
1. Elise F. Zipkin, Graziella V. DiRenzo, Julie M. Ray, Sam Rossman, Karen R. Lips. Tropical snake diversity collapses after widespread amphibian loss. Science 14 Feb 2020: Vol. 367, Issue 6479, pp. 814-816
9 Μαρτίου 2020