Η επανατοπικοποίηση δεν αποτελεί πλέον επιλογή αλλά προϋπόθεση επιβίωσης
Η επανατοπικοποίηση δεν αποτελεί πλέον επιλογή
αλλά προϋπόθεση επιβίωσης.
Για τους οικονομολόγους Μαξίμ Κομπ, Ζενεβιέβ Αζάμ, Τομά Κουτρό και τον κοινωνιολόγο Κριστόφ Αγκιτόν, «η ιστορία δεν έχει γραφτεί» και υπάρχουν ακόμα τρόποι να μετατοπίσουμε την παγκοσμιοποίηση προς την πλευρά της μείωσης των ανισοτήτων, εξηγούν, σε ένα φόρουμ του Monde.
Μετάφραση: Χριστίνα Σταματοπούλου
Σε λιγότερο από δύο μήνες, η πανδημία που οφείλεται στον κορονοϊό αλλάζει ήδη τα δεδομένα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Η συνεχής επέκταση των αλυσίδων εφοδιασμού και του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια, καθώς και η λειτουργία τους με τη μέθοδο της κατά παραγγελία παραγωγής, χωρίς διατήρηση αποθεμάτων, θεωρούνται πλέον πηγές κινδύνου που είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν και να δικαιολογηθούν.
Η φαρμακοβιομηχανία, η οποία έχει μετεγκαταστήσει ολόκληρα τμήματα του παραγωγικού μηχανισμού της, σε σημείο που το 80% των δραστικών ουσιών των φαρμάκων να εισάγεται τώρα από την Κίνα και την Ινδία, σε σύγκριση με το 20% πριν από τριάντα χρόνια, αναφέρεται ως παράδειγμα των τομέων που πρέπει να επανατοπικοποιηθούν. Αυτός ο όρος «επανατοπικοποίηση» ακούγεται πλέον σε όλες τις συζητήσεις, ακόμα και εκείνων που δεν σταμάτησαν εδώ και χρόνια να εργάζονται για την εμβάθυνση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στο όνομα της μείωσης του κόστους.
Ακόμα και αν δεν αμφισβητήσουμε το ίδιο το περιεχόμενο των επενδυτικών και παραγωγικών επιλογών, δεν θα πρέπει, άραγε, να προσθέσουμε στη σχέση ανταγωνιστικότητα-κόστος, η οποία καθοδηγεί τις επιλογές των επενδυτών εδώ και χρόνια, το αποκλειστικό κριτήριο της σχέσης «ανταγωνιστικότητα-ρίσκο», όπως πλέον επισημαίνεται; Ή μήπως θα πρέπει να αμφισβητήσουμε το ίδιο το περιεχόμενο αυτών των παραγωγικών επιλογών, του τρόπου χρηματοδότησής τους, του αποτυπώματός τους επάνω στον πλανήτη και της ποιότητας των θέσεων εργασίας που παρέχουν;
Το σύμπτωμα ενός από-διοργανωμένου κόσμου
Οι εκκλήσεις για επανατοπικοποίηση και αναζωογόνηση της οικονομίας δεν μπορούν, στην πραγματικότητα, να αποκρύψουν τον εγγενώς μη βιώσιμο χαρακτήρα του παγκόσμιου παραγωγικού συστήματος: στην έκθεση «Προοπτικές παγκόσμιων πόρων για το 2060», ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) εκτιμά ότι η εξαγωγή φυσικών πόρων θα πρέπει να αυξηθεί κατά 111% (150% για τα μέταλλα και 135% για τα ορυκτά) προκειμένου να συντηρηθεί μια παγκόσμια ετήσια ανάπτυξη της τάξης του 2,8% έως το 2060. Ακόμα και αν επανατοπικοποιηθεί και αναπροσαντολιστεί στην κατεύθυνση αναθεωρημένων μορφών προστατευτισμού, ένα τέτοιο οικονομικό μοντέλο δεν παύει να είναι μη βιώσιμο και ανεπιθύμητο.
Πράγματι, η κρίση του κορονοϊού εμφανίζεται ως το σύμπτωμα ενός απο-διοργανωμένου κόσμου που δεν μπορεί παρά να ευνοεί τον πολλαπλασιασμό ανεξέλεγκτων γεγονότων που παίρνουν μια διάσταση συστημικής αποσταθεροποίησης. Χωρίς να αποτελεί τη βαθύτερη αιτία –η οποία συνίσταται στην έξαρση των ανισοτήτων και στη χρηματο-πιστωτική φούσκα που διογκώνεται από τις Κεντρικές Τράπεζες επί δέκα χρόνια– ο κορωνοϊός βάζει φωτιά σε μια δραματικά ασταθή παγκόσμια οικονομία. Τι πρόκειται να συμβεί όταν οι κλιματικές απορρυθμίσεις και η οικολογική κατάρρευση, όπως τεκμηριώνεται από τους επιστήμονες, θα παραγάγουν πλήρως τις συνέπειές τους, δηλαδή αύριο και το αργότερο μεθαύριο;
Το γεγονός ότι έχει ανατεθεί αποκλειστικά στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στις πολυεθνικές εταιρείες το μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας και της χρηματοδότησής της και ότι το μείζον κριτήριο των οικονομικών επιλογών έχει καταστεί η βραχυπρόθεσμη οικονομική αποδοτικότητα, λειτουργεί ως παράγων επιδείνωσης και επιτάχυνσης σε δυσμενείς καταστάσεις όπως μια υγειονομική κρίση. Επιπλέον, μια δεκαπλασιασμένη οικονομική ευθραυστότητα, το κοινωνικό, οικολογικό και δημοσιονομικό ντάμπινγκ, όπως έχει οργανωθεί μετά από τρεις δεκαετίες συμφωνιών απελευθέρωσης του εμπορίου και των επενδύσεων, μείωσε σαφώς τις ικανότητες αντίστασης και την ανθεκτικότητα των οικονομικών, κοινωνικών αλλά και των υγειονομικών συστημάτων μας, όπως διαπιστώνουμε σήμερα.
Η απαίτηση για μια επανατοπικοποίηση των δραστηριοτήτων
Όπως και οι απαντήσεις για την αντιμετώπιση των κλιματολογικών απορρυθμίσεων, έτσι και τα υγειονομικά, οικονομικά και κοινωνικά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού πρέπει να στηρίζονται σε μια υποχρεωτική διεθνή αλληλεγγύη. Αντίθετα, διαπιστώνουμε μια πληθώρα εθνικών μέτρων, για να μην πούμε εθνικιστικών, συχνά αντιφατικών μεταξύ τους, που συνίστανται στο να οργανωθεί ο ανταγωνισμός για την πρόσβαση σε ιατρικό εξοπλισμό (μάσκες, εξετάσεις ανίχνευσης του ιού, αναπνευστήρες) ενώ τονίζεται ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύει ο Κινέζος ή ο Ιταλός γείτονας ή οι απαντήσεις που προέρχονται από άλλες χώρες.
Η απαίτηση για επανατοπικοποίηση των δραστηριοτήτων ώστε να μειωθεί το οικολογικό μας αποτύπωμα και να δημιουργηθούν μόνιμες και ποιοτικές θέσεις εργασίας, επιστρατεύοντας τη διεθνή συνεργασία και αλληλεγγύη, θα πρέπει να καθοδηγεί τις διαρθρωτικές επιλογές που πρέπει να γίνουν τις εβδομάδες που έρχονται. Η επανατοπικοποίηση δεν αποτελεί πλέον μία επιλογή, αλλά την προϋπόθεση για την επιβίωση των οικονομικών και κοινωνικών συστημάτων μας, αλλά και των πληθυσμών. Είναι καιρός να μειώσουμε τις ροές κεφαλαίων και αγαθών και να περιορίσουμε τον ρόλο των τοξικών για τη βιόσφαιρα τομέων (ορυκτά καύσιμα, χημεία και αγρο-βιομηχανία, ηλεκτρονικά κ.λπ.).
Ξεχνώντας τον έναν από τους όρους της εξίσωσης είναι σα να οξύνουμε τις διάφορες πηγές παγκόσμιας αποσταθεροποίησης που εμφανίζονται σήμερα μπροστά μας: οικολογική κατάσταση έκτακτης ανάγκης, μεταναστευτικές ροές, πόλεμοι και γεωπολιτικές εντάσεις, επίταση των αυταρχισμών, επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου, δανεισμοί και χρηματοπιστωτικές αγορές εκτός ελέγχου, υγειονομικές κρίσεις, όλα αυτά αποτελούν αλληλεξαρτώμενες διαστάσεις της παγκοσμιοποίησης στις οποίες πρέπει να προσπαθήσουμε να ανταποκριθούμε από κοινού.
Οι απαραίτητες δημόσιες ρυθμίσεις
Οι δυνάμεις πυρόσβεσης το γνωρίζουν αυτό καλά: όταν εξαπλώνεται η πυρκαγιά, πρέπει να προσπαθούμε ασταμάτητα να περιορίσουμε την επέκτασή της, αλλά και, ταυτόχρονα, να διασφαλίσουμε ότι δεν θα μπορέσει να αναζωπυρωθεί, από δευτερεύουσες εστίες και δυσμενείς εξωτερικές συνθήκες. Ενώ τα τραπεζικά λόμπι δεν έχουν σταματήσει να ροκανίζουν τα ήδη ανεπαρκή συστήματα πρόληψης κινδύνων, που τέθηκαν σε εφαρμογή μετά την κρίση του 2008, σήμερα εκμεταλλεύονται την τρέχουσα κρίση για να ξαναρχίσουν την υπονομευτική τους δράση. Τη στιγμή μάλιστα που εκείνες που θα έπρεπε να ενισχυθούν είναι οι δημόσιες ρυθμίσεις γιατί αυτές μας επιτρέπουν να πλέουμε στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Η ιστορία δεν έχει γραφτεί οριστικά. Είναι γεμάτη από περιόδους κατά τις οποίες απρόβλεπτα γεγονότα, πόλεμοι, πολιτικοί κραδασμοί ή κοινωνικά κινήματα επιτάχυναν διαδικασίες εν εξελίξει ή επέτρεψαν απρόβλεπτες αλλαγές. Είναι δική μας, συλλογική ευθύνη να οδηγήσουμε τον κόσμο προς την πλευρά της αλληλεγγύης, της βιωσιμότητας, της μείωσης των ανισοτήτων, με δυο λόγια, προς έναν κόσμο βιώσιμο και επιθυμητό. Αυτό θα απαιτήσει από τις κοινωνίες μας να πάρουν την εξουσία από τα χέρια των επιχειρηματικών βαρόνων, των τεχνολάγνων και των πολιτικών εκπροσώπων τους.
Υπογράφουν: Maxime Combes, Geneviève Azam, Thomas Coutrot, οικονομολόγοι, και ο Christophe Aguiton, κοινωνιολόγος. Όλοι είναι μέλη της γαλλικής Attac.
11 Απριλίου 2020