Στον ρόλο ανάσχεσης της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν θα είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που ένα μέρος χρεώνεται το πολύπλευρο κόστος ανάσχεσης μιας αναθεωρητικής δύναμης.
Καθώς όμως οι προκλήσεις και τριβές αυξάνονται, αυξάνεται και ο πειρασμός των συμμάχων και φίλων της Άγκυρας να της επιδώσουν ένα καθαρό μήνυμα περί υπερβάσεως των ορίων. Το κόστος όμως αυτού του μηνύματος είναι ακριβό και ουδείς -τουλάχιστον εκ των στενών «συνεργατών» της -θέλει να διακινδυνεύσει μια ρήξη που μάλλον αναπόφευκτα θα τον θέσει εκτός του τουρκικού πελατολογίου. Διαφαίνεται λοιπόν μια επιθυμία τιμωρίας της τουρκικής «ύβρεως» αλλά ουδείς θέλει να επωμιστεί το κόστος της ενώ δεν γίνεται και λόγος για μια συλλογική αντίδραση, τουλάχιστον εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί της υπερδύναμης φαίνονται σφόδρα ενοχλημένοι με την τουρκική συμπεριφορά αλλά η δυναμική της στρατηγικής αναγκαιότητας αυτής της χώρας με την ακατανόητη προεδρική αβελτηρία δρουν ενισχυτικά της επιθετικότητας της Άγκυρας. Συγχρόνως προβάλλεται και ο ενισχυμένος κίνδυνος θερμού επεισοδίου μέχρι την εγκατάσταση (ή επανεγκατάσταση) του νέου ενοίκου στον Λευκό Οίκο.
Εξίσου όμως σημαντικός είναι και ο κίνδυνος μιας ενδεχόμενης δυτικής απόφασης (σημερινής ή αυριανής) περιορισμού των τουρκικών φιλοδοξιών, της τουρκικής επεκτατικότητας και του αποσταθεροποιητικού της ρόλου, με την εμπλοκή ενός τρίτου μέρους και ιδανική για την περίπτωση αυτή, είναι η χώρα μας.
Δεν θα είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που ένα μέρος χρεώνεται το πολύπλευρο κόστος ανάσχεσης μιας αναθεωρητικής δύναμης ενώ οι υπόλοιποι άμεσοι ενδιαφερόμενοι παρακολουθούν εκ του μακρόθεν (ενίοτε ενθαρρύνοντας), έτοιμοι να επιβάλλουν μια νέα συνθήκη πραγμάτων προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους λησμονώντας τις αρχικές διαβεβαιώσεις τους και ευθύνες.
Μια παρόμοια εξέλιξη –εκ μέρους μας δυναμικής τουρκικής ανάσχεσης υπό μια συλλογική εξωτερική ενθάρρυνση- ίσως θα φαίνονταν επιφανειακά ευνοϊκή για τα δικά μας συμφέροντα αλλά ελλοχεύουν μεγάλοι κίνδυνοι. Η έκβαση οποιασδήποτε στρατιωτικής σύγκρουσης αφενός είναι πάντα αβέβαια και αφετέρου εμπεριέχει σημαντικό κόστος για αμφότερες τις πλευρές χωρίς να υπάρχει η βεβαιότητα εγκαθίδρυσης μιας νέας σταθερής κατάστασης. Υφίσταται πάντα και το ενδεχόμενο (βεβαιότητα), ότι τα τρίτα μέρη θα επισφραγίσουν -μέσω νέων συνθηκών- τη νέα κατάσταση ισορροπίας που θα προκύψει με γνώμονα τους δικούς τους σχεδιασμούς, αναπροσαρμοσμένους στο αποτέλεσμα της σύγκρουσης, την οποία και θα παρακολουθούν ασφαλείς και εκ του μακρόθεν.
Συμπερασματικά, χρήσιμες και απαραίτητες όλες οι προσπάθειες συσφίξεως σχέσεων και συνεργασιών, στρατηγικών συμπλεύσεων ακόμη δε περισσότερο επωφελείς όλες αυτές που συνδέονται με την παντοειδή αύξηση της αμυντικής μας ισχύος. Ο αγώνας όμως θα δοθεί αποκλειστικά και μόνο από εμάς, ενώ οι υπόλοιποι θα σπεύσουν μάλλον πολύ αργά να επιβάλλουν (ή επικυρώσουν) την κατάπαυση του πυρός βάση των δικών τους συμφερόντων και της έκβασης της σύγκρουσης, οπότε «οὐαὶ τοῖς ἡττημένοις»! Δεν εκφράζω ουδεμία ηττοπάθεια, ούτε απογοήτευση για την αυτονόητη συμπεριφορά των τρίτων, εκφράζω απλώς την αγωνία για την εκ μέρους μας κατανόηση της ωμής πραγματικότητας και για την έγκαιρη προετοιμασία μας στηριζόμενοι κυρίως στην αρχή της «αυτοβοήθειας».
Αντιστράτηγος εα, Διευθυντής Μελετών ΕΛΙΣΜΕ.