Το τριπλό πλήγμα – Σε ζόμπι εξελίσσεται η ελληνική οικονομία.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:
(1) Οικονομικές συνέπειες της πανδημίας 
(2) Η διπλή θηλιά δημόσιου και ιδιωτικού χρέους πνίγει την ελληνική οικονομία
 


''Το τριπλό πλήγμα – Σε ζόμπι εξελίσσεται η ελληνική οικονομία''. 

Από την εποχή των Μνημονίων, η ελληνική οικονομία ήταν υποχρεωμένη μέχρι το 2022 να παράγει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ και στη συνέχεια, μέχρι το 2060, 2,2%. Η πανδημία ανέστειλε την εκπλήρωση αυτής της ελληνικής υποχρέωσης, όπως και άλλες γενικές δημοσιονομικές υποχρεώσεις όλων των κρατών-μελών. Η "ανάσα" αυτή, ωστόσο, είναι πανάκριβη, αφού τα lockdown έχουν γονατίσει όλες τις ευρωπαϊκές οικονομίες.

Αυτό ισχύει περισσότερο για την ελληνική, η οποία είναι ευάλωτη. Οι πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης είναι αναμφίβολα σημαντικοί και υπό προϋποθέσεις μπορούν να λειτουργήσουν ως ευκαιρία. Υπάρχουν, όμως, μεγάλες αμφιβολίες για την ικανότητα της κυβέρνησης και του κράτους ευρύτερα να διοχετεύσει τους πόρους εκεί που πραγματικά θα τροφοδοτήσουν μία αναπτυξιακή δυναμική. Είναι πολύ πιθανό το ενδεχόμενο να διοχετευθούν σε λάθος κατεύθυνση είτε λόγω των οδηγιών της ΕΕ, που είναι προσαρμοσμένες στις γερμανικές εξαγωγικές ανάγκες, είτε λόγω της διαπλοκής με εγχώριους ολιγάρχες.

Οι δεσμεύσεις, όμως, θα επιστρέψουν όταν η πανδημία θα έχει υποχωρήσει. Και θα βρουν την οικονομία στα γόνατα. Ειδικά τη μικρομεσαία θάλασσα που αποτελεί τον κορμό της ελληνικής κοινωνίας. Μετά τα μαζικά λουκέτα που προκάλεσε η μνημονιακή περίοδος ο κορονοϊός αναμένεται να εξοντώσει και δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες χιλιάδων μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ειδικά στους κλάδους της εστίασης και του λιανεμπορίου, οι οποίοι συγκριτικά επλήγησαν περισσότερο.

Η έλλειψη ρευστότητας είχε καταντήσει ενδημικό φαινόμενο από τη μνημονιακή εποχή και επιτάθηκε από την αφαίμαξη που είχε επιβάλει η κυβέρνηση Τσίπρα ειδικά στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα μεταξύ των άλλων και για να χρηματοδοτήσει την επιδοματική πολιτική της προς τα φτωχά στρώματα. Τα lockdown θα είναι η χαριστική βολή για πολλές τέτοιες επιχειρήσεις, αλλά θα μετατρέψει και πολλές ακόμα σε ζόμπι, με την έννοια ότι δεν θα τους αφήσει περιθώρια να ξανασταθούν στα πόδια τους.

Στο χείλος του γκρεμού

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΕ, το 2019 το 22,2% των Ελλήνων επιβίωνε σε συνθήκες ένδειας. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των φορολογουμένων προς το δημόσιο αυξάνονταν με υψηλό ρυθμό. Σ' αυτό πρέπει να προσθέσουμε και τις αυξανόμενες ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες. Τα κόκκινα δάνεια έχουν πλέον καταστεί καρκίνος για το τραπεζικό σύστημα.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ένας μεγάλος αριθμός νοικοκυριών και επιχειρήσεων αδυνατεί να ανταποκριθεί στις κάθε είδους υποχρεώσεις τους. Οι κατασχέσεις καταθέσεων σε λογαριασμούς και η δρομολόγηση των πλειστηριασμών ακίνητης περιουσίας ήταν ισχυρότατο μέσο πίεσης προς τους οφειλέτες. Το γεγονός ότι τελικώς πραγματοποιούνταν και κατασχέσεις και πλειστηριασμοί είναι η ατράνταχτη απόδειξη ότι ολοένα και περισσότεροι πολίτες έπεφταν στον γκρεμό και δεν ήταν κακοπληρωτές. Το γεγονός ότι υπάρχουν και τέτοιοι δεν σημαίνει πως θα μετατρέψουμε την εξαίρεση σε κανόνα.

Πολλά είναι τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, λοιπόν, που βρίσκονταν στο χείλος του γκρεμού. Εξαντλούσαν όλα τα περιθώρια για να ανταποκρίνονται με τα δόντια στις υποχρεώσεις τους, αλλά αρκετά δεν τα κατάφερναν. Την ίδια ώρα, μεγάλες υγιείς επιχειρήσεις εγκατέλειπαν την Ελλάδα σε αναζήτηση φτηνότερης χρηματοδότησης, αλλά και για να αποφύγουν τις επιπτώσεις από την αβεβαιότητα, η οποία συνέχιζε να αιωρείται πάνω από την ελληνική οικονομία. Αβεβαιότητα, η οποία λειτουργούσε ως πρόσθετο αντικίνητρο για νέες άμεσες ξένες παραγωγικές επενδύσεις, αλλά και για επιχειρηματικές πρωτοβουλίες από νέους επιστήμονες.

Η αλλαγή κυβέρνησης

Η κυβερνητική αλλαγή τον Ιούλιο 2019 δεν άλλαξε ουσιαστικά την κατάσταση παρά την αντίθετη ρητορική της "γαλάζιας" κυβέρνησης. Μέχρι να ενσκήψει ο κορονοϊός, ο Μητσοτάκης βρισκόταν στο τιμόνι της χώρας για περίπου οκτώ μήνες. Ο χρόνος δεν είναι μεγάλος, αλλά ούτε και μικρός. Το σημαντικό είναι ότι δεν είχαν καν διαφανεί σ' αυτό το διάστημα σημάδια ότι η οικονομία εισέρχεται σε φάση ανάκαμψης π.χ. με την έλευση άμεσων ξένων επενδύσεων.

Το πρώτο lockdown, λοιπόν, έπληξε μία οικονομία, η οποία συνέχιζε να σέρνεται. Το πλήγμα ήταν μεγάλο, αλλά επικαλύφθηκε από το γεγονός ότι η Ελλάδα τα πήγε πολύ καλά στο επίπεδο της αντιμετώπισης της πανδημίας. Με τον αέρα αυτό η κυβέρνηση "άνοιξε" τα σύνορα το καλοκαίρι, ενώ η πολύ καλή εικόνα της Ελλάδας διεθνώς επέτρεπε μία πιο στοχευμένη τουριστική πολιτική, με σκοπό την προσέλκυση υψηλού εισοδηματικού επιπέδου επισκεπτών.

Τελικώς, τα έσοδα από τον τουρισμό το 2020 ήταν ένα κλάσμα των εσόδων του 2019. Έστω και έτσι κατά κανόνα οι τουριστικές επιχειρήσεις απέφυγαν την κατάρρευση. Το τίμημα, όμως, ήταν πολύ βαρύ. Οι ξένοι τουρίστες και οι ξένοι εργάτες στη βόρεια Ελλάδα, σε συνδυασμό με το γενικότερο κλίμα χαλάρωσης, τροφοδότησαν το φονικό δεύτερο κύμα της πανδημίας και το δεύτερο lockdown.

Ο σκοτεινός ορίζοντας

Αυτό επιδείνωσε σε δραματικό βαθμό την κατάσταση των ήδη βαριά καταπονημένων επιχειρήσεων, ειδικά των μικρομεσαίων, οι οποίες δεν είχαν τη δυνατότητα να ανταγωνισθούν τις μεγάλες στο ηλεκτρονικό εμπόριο. Ταυτοχρόνως, επιδείνωσε σε δραματικό βαθμό και την κατάσταση των εργαζομένων ειδικά στους κλάδους που έχουν πληγεί περισσότερο. Είναι δεδομένο ότι όταν θα αρχίσουμε να βγαίνουμε από το τούνελ της πανδημίας (υπολογίζεται γύρω στο Πάσχα) το ΑΕΠ θα έχει συρρικνωθεί και η ανεργία θα έχει εκτοξευθεί, με αποτέλεσμα μία νέα φουρνιά μικρομεσαίων νοικοκυριών να έχει πέσει στον γκρεμό.

Αυτή είναι η πραγματική εικόνα για τουλάχιστον για το πρώτο εξάμηνο του 2021 και καμία προπαγανδιστική ρητορική δεν μπορεί να την αλλάξει. Η επιβολή των εξοντωτικών μέτρων λιτότητας όλα τα προηγούμενα χρόνια το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να σταθεροποιήσει την ελληνική οικονομία σε πολύ χαμηλό επίπεδο, τόσο χαμηλό που δεν μπορούσε να στηρίξει την στοιχειωδώς αξιοπρεπή διαβίωση των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων.

Η νέα κατακόρυφη πτώση του ΑΕΠ λόγω πανδημίας, μετά από την αθροιστική συρρίκνωσή του κατά 25% στα χρόνια των Μνημονίων, συνιστά δεύτερο συνεχόμενο βαρύ πλήγμα για την ελληνική οικονομία. Και επειδή δεν φαίνονται σημάδια πως από το καλοκαίρι του 2021 και μετά θα προκύψει ένα κύμα άμεσων ξένων επενδύσεων, το πιθανότερο είναι ότι η αναμενόμενη ανοδική κίνηση του ΑΕΠ μετά την έξοδο από το τούνελ της πανδημίας θα είναι πολύ κατώτερη της προηγηθείσας δεύτερης πτώσης.

Η ελληνική οικονομία μετατρέπεται σε ζόμπι

Αυτό μπορεί να μετατρέψει ολόκληρη την ελληνική οικονομία σε ζόμπι, δεδομένου ότι θα κληθεί να επιστρέψει στην παραγωγή υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, που εκ των πραγμάτων θα αφυδατώνουν για άλλους λόγους πλέον την αφυδατωμένη πραγματική οικονομία. Εκτός κι αν η κυβέρνηση διαψεύσει τις αρνητικές προβλέψεις και χειρισθεί τους κοινοτικούς πόρους κατά τρόπο που αλλάξει το πλαίσιο, εντός του οποίου κινείται παραδοσιακά η ελληνική οικονομία.

Ο μόνος τρόπος για να μπορέσει η Ελλάδα να ξανασταθεί στα πόδια της και με κάποιον τρόπο να ανταποκριθεί στο υπέρογκο δημόσιο χρέος της είναι να τεθεί σε τροχιά δυναμικής ανάπτυξης. Προϋπόθεση γι’ αυτό δεν είναι μόνο η διάλυση του κλίματος αβεβαιότητας, που σκοτώνει την οικονομία, και η δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για μεγάλες παραγωγικές επενδύσεις.

Οι επενδυτές δεν ενδιαφέρονται μόνο για χαμηλό κόστος εργασίας και για περικοπή των εργασιακών δικαιωμάτων. Αυτά, άλλωστε, έχουν σε μεγάλο βαθμό ήδη συντελεστεί. Στην περίπτωση της Ελλάδας ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για μία σειρά άλλους παράγοντες, όπως είναι ο καθαρός οικονομικός ορίζοντας, οι σταθεροί κανόνες, η συρρίκνωση των γραφειοκρατικών διαδικασιών και η μείωση της φορολογίας.

Θα ήταν παράλειψη εάν δεν προσθέσουμε πως η δαμόκλειος σπάθη του χρέους λειτουργεί εμμέσως πλην σαφώς απαγορευτικά για την πραγματοποίηση σοβαρών άμεσων ξένων επενδύσεων. Αυτό σημαίνει πως χωρίς μία νέα γενναία ρύθμιση από την Ευρωζώνη, η Ελλάδα θα είναι καταδικασμένη να φυτοζωεί. Τα σημαντικότερα διεθνή οικονομικά ινστιτούτα συγκλίνουν στη θέση ότι το κούρεμα (όχι μόνο η αναδιάρθρωση) του ελληνικού χρέους είναι όρος για ανάκαμψη.

Λυγερός Σταύρος

Ο Σταύρος Λυγερός έχει εργασθεί σε εφημερίδες (για 23 χρόνια στην Καθημερινή), ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Σήμερα είναι πολιτικός-διπλωματικός σχολιαστής στον τηλεοπτικό σταθμό OPEN και διευθυντής του ιστότοπου SLpress.gr. Συγγραφέας 16 βιβλίων. Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973.

https://slpress.gr/oikonomia/to-triplo-pligma-se-zompi-exelissetai-i-elliniki-oikonomia/?fbclid=IwAR1bg6Pi2R8lEKmS6fxQCji9DDWR5hoZ4Mb_3cxYXD5nrwGVH-fgcyJjweQ

28 Δεκεμβρίου 2020 


        ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ         



 
1.
Οικονομικές συνέπειες της πανδημίας.
 
H διεθνής οικονομία, ήδη από το 2007, βρίσκεται σε στασιμότητα και η πανδημία την επιδείνωσε μειώνοντας τον ρυθμό μεγέθυνσης των αναπτυγμένων οικονομιών στο -5,8%, η μέγιστη μείωση του ΑΕΠ μεταπολεμικά. Η πανδημία θα μείνει στην οικονομική ιστορία, αφενός για την επιδείνωση της ύφεσης, αφετέρου επειδή θα αποτελέσει καταλύτη και επιταχυντή εξελίξεων που ήδη άρχισαν να φαίνονται στους εργασιακούς χώρους και στις κοινωνικές σχέσεις γενικότερα.

Η πανδημία έχει ήδη συμβάλει στην υιοθέτηση καινοτομιών που διαφορετικά θα απαιτούσαν πολύ περισσότερο χρόνο. Οι καινοτομίες αυτές, αν και εκ πρώτης όψεως φαίνονται αμελητέες και πρόσκαιρες, εντούτοις φέρνουν μεγάλες αλλαγές στην εργασιακή διαδικασία, τον εργασιακό χώρο, τόπο και τρόπο συναλλαγών, μεταξύ άλλων. Οι καινοτομίες αυτές, που σχετίζονται κυρίως με τις τηλεπικοινωνίες, ουσιαστικά μειώνουν το κόστος παραγωγής, μέσω της απαξίωσης του κεφαλαίου και της εργασίας, π.χ. οι επιχειρήσεις χρειάζονται λιγότερες κτιριακές εγκαταστάσεις και μειώνουν γενικότερα το λειτουργικό τους κόστος, ενώ ο μισθός πρακτικά μειώνεται καθώς ο εργάσιμος χρόνος στην κατ’ οίκον εργασία μπορεί να αυξηθεί υπέρμετρα πολύ χωρίς να περιορίζεται θεσμικά. Επιπλέον, οι νέες τεχνολογίες, βραχυχρόνια τουλάχιστον, αυξάνουν την ανεργία.

Η «επιλογή» των νέων καινοτομιών είναι αναγκαστική λόγω μείωσης του κόστους και γι’ αυτό όχι μόνο θα μείνουν αλλά και θα εξελιχθούν περαιτέρω. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι βέβαιο ότι δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν όλες οι επιχειρήσεις στις απαιτήσεις της εποχής και αναπόφευκτα αρκετές, οι λιγότερο ανταγωνιστικές, είτε θα βγουν εντελώς εκτός αγοράς είτε θα γίνουν στόχος χαμηλού κόστους απορρόφησής τους από όσες επιβιώσουν.

Υπάρχουν βεβαίως και επιχειρήσεις, όχι πολλές, οι οποίες περνούν μια πολύ προσοδοφόρα περίοδο, όπως οι φαρμακευτικές, των ταχυμεταφορών καθώς και αυτές του Διαδικτύου, οι γνωστές ως FAANG (Facebook, Amazon, Apple, Netflix, Google), οι οποίες ευνοούνται από την τηλεργασία και ευδοκιμούν υπό συνθήκες πανδημίας. Στον αντίποδα, οι αεροπορικές, τουριστικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν υποστεί ένα άνευ προηγουμένου πλήγμα, που μόνο με κρατική βοήθεια θα μπορέσουν να επιβιώσουν.

Εσχάτως, άλλες επιχειρήσεις, όπως π.χ. οι εμπορικές, ανασυντάσσονται και με διαδικτυακές πλατφόρμες επιχειρούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της νέας εποχής. Στις ημέρες μας όλοι αναδιοργανώνονται και στο τέλος της πανδημίας, που δεν είναι μακριά, αυτό που θα προκύψει θα είναι μια μεταμορφωμένη κοινωνία με περαιτέρω διεύρυνση των ανισοτήτων σε εθνικό αλλά και περιφερειακό επίπεδο (οι υπερχρεωμένες χώρες του Νότου με αυτές του Βορρά). Πράγματι, η υιοθέτηση τεχνολογιών, που υποκαθιστούν ακόμα περισσότερο την εργασία με κεφάλαιο, αυξάνει την ανεργία και την υποαπασχόληση και αναπόφευκτα οδηγεί στη φτωχοποίηση μεγάλων μερίδων του πληθυσμού.

Σημαντικό ρόλο σε όλα αυτά θα παίξει η αλματώδης αύξηση του χρέους, ιδιωτικού (νοικοκυριών και επιχειρήσεων με μια νέα γενιά «κόκκινων» δανείων) και δημόσιου. Η διεύρυνση των ανισοτήτων και η αύξηση του χρέους θα είναι οι μεγάλες προκλήσεις που θα προκύψουν και δεν αφορούν μόνο χώρες όπως η Ελλάδα, αλλά και πολλές άλλες, μεταξύ των οποίων και οι ΗΠΑ. Ηδη η Ιταλία έχει βολιδοσκοπήσει για πιθανή ευνοϊκή ρύθμιση δανείων που έχει συνάψει λόγω κορονοϊού και οι G7 σχεδιάζουν συζητήσεις σχετικές με το χρέος. Αναγνωρίζεται πλέον ότι δεν μπορεί να υπάρξει εθνική λύση και εκ των πραγμάτων θα αναζητηθούν διεθνείς συνεργασίες σε μια προοπτική εξομάλυνσης των ανισοτήτων και γενναίου κουρέματος του χρέους.

Η πανδημία ανέδειξε την αδυναμία γενικότερα της αγοράς και του ιδιωτικού τομέα να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις μεγάλων προκλήσεων. Δεν ήταν ο ιδιωτικός τομέας και η αγορά, που τόσο υμνήθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά ο δημόσιος τομέας και η δημόσια Υγεία, που τόσο έχει επικριθεί στο παρελθόν, που δίνουν τη λύση. Οι εξελίξεις στο θέμα του εμβολιασμού και των φαρμάκων γενικότερα ήταν αποτέλεσμα της δημόσιας χρηματοδότησης αλλά και -κάτι που είναι εξίσου πολύ σημαντικό- της διεθνούς συνεργασίας.

Οι εξελίξεις αυτές διδάσκουν ότι στο μέλλον θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή και σημασία στον ρόλο του Δημοσίου και στις διεθνείς συνεργασίες σε σειρά αλληλένδετων ζητημάτων. Η πανδημία μάς έχει διδάξει ότι ο ρόλος του δημόσιου τομέα θα πρέπει να είναι καθοριστικός στην αντιμετώπιση μεγάλων ζητημάτων ξεκινώντας από την υγεία, προχωρώντας στο περιβάλλον, στην ενίσχυση της βασικής έρευνας αλλά και σε φλέγοντα ζητήματα, όπως τη διεύρυνση των ανισοτήτων εθνικών και περιφερειακών, του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, μεταξύ άλλων.

Σε μια προσπάθεια αποτίμησης της κατάστασης και μελλοντικής πρόβλεψης, το 2020 θα έχουμε υποστεί ως χώρα μια μεγάλη πτώση στο ΑΕΠ στο -9,5% (χειρότερες αναμένονται οι επιδόσεις των άλλων χωρών του Νότου, σύμφωνα με το ΔΝΤ). Ωστόσο οι πανδημίες, όπως π.χ. του 1918 (κυρίως στις ΗΠΑ), με το τέλος τους συνοδεύονται από ένα κλίμα αισιοδοξίας που αναμένεται να επαναφέρει και την ελληνική οικονομία στα προ της πανδημίας επίπεδα εντός διετίας. Το σενάριο αυτό εξαρτάται εν πολλοίς από τις εξελίξεις στο Ταμείο Ανάκαμψης και τον αποτελεσματικό σχεδιασμό προκειμένου να απορροφηθεί η προβλεπόμενη χρηματοδότηση. Ωστόσο η ελληνική οικονομία παρουσίαζε ισχνούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης πριν από την πανδημία και δεν υπάρχει κάτι προς το παρόν που να υποστηρίζει ότι η μακροχρόνια διεθνής ύφεση έχει ολοκληρωθεί ή ότι η Ελλάδα θα αποτελέσει εξαίρεση.

Η διεθνής οικονομία αναμένεται να συνεχίσει και μετά το 2023 στους αναιμικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης καθώς οι υφιστάμενες καινοτομίες (οι τελευταίες της εμφάνισης του Διαδικτύου το 1982), παρότι αλλάζουν πολλά στην κοινωνία, δεν υπόσχονται κάτι το εντελώς διαφορετικό παρά μόνο ότι μπορεί να λειτουργήσουν καταλυτικά για την εμφάνιση νέων καινοτομιών που θα αφήσουν εποχή, όπως πρόσφατα το Διαδίκτυο και παλαιότερα ο ηλεκτρισμός, το αυτοκίνητο κ.ά. Μια τέτοια προοπτική μπορεί να προκύψει μόνο μέσω δημόσιας χρηματοδότησης της βασικής έρευνας και της διεθνούς συνεργασίας, μόνο τότε θα έχουν τεθεί οι βάσεις και οι προϋποθέσεις οικονομικής άνθησης με διάρκεια.

Λευτέρης Τσουλφίδης 
 Καθηγητής Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας


8/1/2021



2.
''Η διπλή θηλιά δημόσιου και ιδιωτικού χρέους πνίγει την ελληνική οικονομία'', Μελάς Κώστας,10/1/2021.

Στην ανακοίνωση που ακολούθησε τον κυβερνητικό ανασχηματισμό διαβάσαμε ότι αυτός «σηματοδοτεί ένα νέο ξεκίνημα». Επίδης, διαβάσαμε ότι «οι όποιες αλλαγές αποκρυσταλλώνουν τις προτεραιότητες του επόμενου χρονικού διαστήματος, αλλά και την προσπάθεια για υπέρβαση καθυστερήσεων». Αφού αφήσουμε κατά μέρος τις υπερβάσεις των καθυστερήσεων, που αποτελούν μόνιμη κατάσταση όλων των κυβερνητικών προγραμμάτων από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους, ας μείνουμε στις προτεραιότητες για την οικονομία του επόμενου χρονικού διαστήματος.

Τα προβλήματα στην ελληνική οικονομία είναι πολλά και δύσκολο να επιλυθούν και καθόλου δεν πρέπει να χαμογελούν με αυταρέσκεια οι κυβερνητικοί παράγοντες. Η εναπόθεση των ελπίδων για επίλυση των προβλημάτων στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης δεν ανταποκρίνεται στη σκληρή πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας. Σε αυτό το άρθρο θα ασχοληθούμε με δύο από τα πλέον σοβαρά προβλήματα που ταλανίζουν την οικονομία και υπό μιάν έννοια αποτελούν υπαρκτούς περιορισμούς για την εξέλιξή της. Πρόκειται για τα μεγέθη του δημοσίου και ιδιωτικού χρέους.

Το 2020, εκτός των άλλων αρνητικών επιδόσεων στο σύνολο των μακροοικονομικών μεγεθών, έκλεισε με δημόσιο χρέος ύψους 338 δισ. ευρώ (περίπου 208% του ΑΕΠ) και με ιδιωτικό χρέος πάνω από 240 δισ. ευρώ ή 148,0% του ΑΕΠ. Υπόψιν ότι στο ποσό αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται οι αγνώστου ύψους οφειλές μεταξύ ιδιωτών.

Η βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους εξαρτάται, κατ’ αρχάς, από την τήρηση των συμφωνιών από τους Ευρωπαίους δανειστές. Από το επιτόκιο δανεισμού προκειμένου να αναχρηματοδοτούνται οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας και γι' αυτό η νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι ουσιαστική. Επίσης η βιωσιμότητα του χρέους μας εξαρτάται από τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ.

Όλα αυτά συνοψίζονται στο παρακάτω απόσπασμα της Έκθεσης της Τραπέζης της Ελλάδος (Ενδιάμεση Έκθεση για την Νομισματική Πολιτική, Δεκέμβριος 2020, σ. 128-131) όπου αναφέρεται: «Η ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους υπόκειται σε μεγάλες αβεβαιότητες, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της υγειονομικής κρίσης. Αρνητικές επισφάλειες σχετίζονται κυρίως με τα εξής:
(...)

  Διαβάστε ΟΛΟΚΛΗΡΟ το άρθρο ΕΔΩ:





      ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ-ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ