Ουκρανία: Ο πόλεμος που χάνεται.


Ουκρανία: Ο πόλεμος που χάνεται.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έγινε η απαρχή ενός πολέμου ο οποίος φαινόταν από την αρχή ότι θα είναι μακρύς.

Η συστράτευση της Δύσης στο πλευρό της Ουκρανίας είχε έναν βασικό στόχο. Την προστασία της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας και κυρίως του δικαιώματος μιας ανεξάρτητης χώρας στην καρδιά της Ευρώπης να αποφασίζει ελευθέρα για τις τύχες της.

Ο πόλεμος αυτός εξελίχθηκε σε έναν αγώνα της Δύσης για να αποκρουστεί ένας επικίνδυνος ιστορικός αναθεωρητισμός, σε έναν αγώνα της δημοκρατίας εναντίον του αυταρχισμού, της φιλελεύθερης κοινωνίας απέναντι στον σκοταδιστικό οπισθοδρομισμό.

Στο πλευρό της Ουκρανίας βρέθηκαν όχι μόνο οι κυβερνήσεις αλλά και οι λαοί της Ευρώπης που έχουν πληρώσει ακριβά το τίμημα ιστορικών τυχοδιωκτισμών στην διάρκεια του 20 αιώνα.

Όμως η μάχη της Ουκρανίας εξελίσσεται εντελώς διαφορετικά. Οι ΗΠΑ και οι στενοί σύμμαχοι τους στην Ευρώπη, Βρετανία, Βαλτικές χώρες, Πολωνία θεωρούν ότι μπορεί στις στέπες της Ουκρανίας να παρθεί η ρεβάνς για το γεγονός ότι ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος άφησε τη Σοβιετική Ένωση δυνατή και κυρίαρχη στην μισή σχεδόν Ευρώπη, επιβάλλοντας σε μεγάλο μέρος της Ηπείρου μας ένα καθεστώς που κράτησε δεκαετίες πίσω τις χώρες και του λαούς του Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Γεννήθηκε ο πειρασμός να χρησιμοποιηθεί η ρωσική επιθετικότητα εναντίον της Ουκρανίας προκειμένου να γυρίσει δια της βίας η Ρωσία πίσω στα σύνορα της, να εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια επιρροής πέραν των συνόρων της και κυρίως να βγει έξω από το παγκόσμιο παιγνίδι, όπου η μεγάλη αναδυόμενη απειλή είναι η Κίνα.

Και σε αυτό το παιγνίδι βασικός συντελεστής είναι η αποδυνάμωση και αποκαθήλωση του Β.Πούτιν.

Δυσάρεστη διαπίστωση των μηνών του Πολέμου είναι ότι τελικά η Δύση δεν είναι όλος ο κόσμος, ούτε ο κόσμος όλος είναι η Δύση. Και αυτό φάνηκε από τις λίγες άλλες χώρες που ακολούθησαν το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε..

Η Δύση είναι προφανές ότι δεν προτίθεται να προσφέρει τους εξοπλισμούς που θα μπορούσαν ίσως να ενισχύσουν την Ουκρανία ώστε να αντιπαρατεθεί σε μια ευθεία πολεμική σύγκρουση με τη Ρωσία, γνωρίζοντας ότι τότε θα μπορούσε να εγκλωβισθεί σε μια απευθείας αναμέτρηση ΝΑΤΟ-Ρωσίας με καταστροφικές συνέπειες για όλους.

Και έτσι επιλέγει να συντηρεί την Ουκρανία ώστε να αμύνεται όσο μπορεί και χωρίς να έχει πια δυνατότητα να επιδιώξει δια των όπλων την απελευθέρωση των εδαφών που έχει καταλάβει η Ρωσία στην Ανατολική και Νότια Ουκρανία, διαμορφώνοντας τετελεσμένα επί του εδάφους.

Και έτσι διαμορφώνεται ένα σκηνικό διαρκούς σύγκρουσης που δεν θα έχει τελικό καθαρό νικητή. Ούτε η Ρωσία θα μπορέσει να καταλάβει σημαντικά περισσότερα εδάφη της Ουκρανίας όπως ίσως επιθυμούσε, αλλά ούτε η Ουκρανία μπορεί να κερδίσει το χαμένο έδαφος.

Όμως η σύγκρουση αυτή πλέον παίρνει άλλες διαστάσεις καθώς η προσπάθεια της Δύσης με την καθοδήγηση των ΗΠΑ και την απουσία ισχυρής ευρωπαϊκής ηγεσίας, να τιθασεύσει και καθυποτάξει τη Ρωσία μέσω των κυρώσεων, απειλεί όχι μόνο την απονομιμοποήση εντός των ευρωπαϊκών κοινωνιών της στήριξης που προσφέρεται στην Ουκρανία, αλλά και με μια βαθιά διαλυτική κρίση στο εσωτερικό της Ευρώπης που θα αποσυνθέσει ακόμη περισσότερο το ιδιαίτερα ευαίσθητο και ευάλωτο σε πιέσεις ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Η αγριότητα της ρωσικής επίθεσης και η με απροκάλυπτο τρόπο επίδειξη του επεκτατικού αναθεωρητισμού της Ρωσίας οδήγησε ακόμη και τις πιο ανοικτές στις σχέσεις με τη Ρωσία, ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να συνταχθούν με τη σκληρή γραμμή.

Και τώρα πλέον η Ε.Ε. βρίσκεται αντιμετώπιση με την πιο βαθιά ίσως κρίση των τελευταίων δεκαετιών καθώς ο πληθωρισμός, η επερχόμενη ύφεση, τα θηριώδη ελλείμματα και κυρίως ο τρόμος του ενεργειακού μπλακ άουτ, έρχονται να προστεθούν στα τεράστια βάρη που προκάλεσε η πανδημία.

Οι κοινωνικές εκρήξεις δεν βρίσκονται μακριά για κοινωνίες που βλέπουν τα τελευταία χρόνια να συρρικνώνεται η ευημερία που χαρακτήριζε την Ευρώπη, με μια Γηραιά Ήπειρο που χάνει το τρένο της παγκοσμιοποίησης, που μένει πίσω στην τεχνολογική επανάσταση, στην έρευνα στην καινοτομία και πλέον δεν μπορεί όχι απλώς να διατηρήσει το κοινωνικό κράτος αλλά θα δυσκολευθεί να ανταποκριθεί σε βασικές ανάγκες των πολιτών της.

Το κλίμα γίνεται ακόμη πιο βαρύ, καθώς η πανδημία είναι κάτι που ήρθε από το άγνωστο, αλλά η επερχόμενη κρίση είναι αποτέλεσμα λανθασμένων εκτιμήσεων των ευρωπαϊκών ηγεσιών για την αποτελεσματικότητα και τις παράπλευρες συνέπειες της τυφλής σύγκρουσης μέσω των κυρώσεων με τη Μόσχα.

Η προοπτική συμβιβασμού με την επίτευξη εκεχειρίας και την έναρξη διαπραγματεύσεων για την τύχη των περιοχών που έχουν καταληφθεί από τη Ρωσία φαίνεται μακριά. Και απομακρύνεται όλο και περισσότερο καθώς η Ουκρανική ηγεσία θεωρεί ότι δεν πρέπει να χάσει την ευκαιρία για μια μέχρι τέλους αντιπαράθεσης με τη Ρωσία, και φυσικά δεν μπορεί να υποχωρήσει όταν η Δύση στέκεται στο πλευρό της στηρίζοντας τους όρους που θέτει.

Και από την άλλη πλευρά και η Μόσχα όσο συνεχίζει να αιμοδοτείται και από την ίδια την Ευρώπη άλλα και από τις νέες αγορές των υδρογονανθράκων της, μπαίνει στον πειρασμό για μια σε βάθος χρόνου αντιπαράθεση με την Ευρώπη, έναν αγώνα για το ποιος θα γονατίσει πρώτος. Και αυτή είναι η πιο επικίνδυνη φάση στην οποία έχουμε ήδη εισέλθει.

Πιστεύει κανείς όμως ότι ακόμη κι αν ο Πούτιν ανατραπεί, η Ρωσία θα εξαφανισθεί από το προσκήνιο; Ότι ξαφνικά θα εξευρωπαϊστεί και θα μετατραπεί σε μια χώρα «συστημική»; Ότι θα τιθασευτεί ο ρωσικός εθνικισμός; Η πιστεύει κανείς ότι μπορεί να υπάρξει ασφάλεια και ευημερία στην Ευρώπη χωρίς να υπάρξει μια καθαρή σχέση με τη Ρωσία;

Οι φωνές της λογικής έχουν υποχωρήσει (εάν υπήρχαν βεβαίως τέτοιες φωνές στην Μόσχα) η αντιπαράθεση θα συνεχιστεί με ολέθριες συνέπειες τις οποίες πληρώνουν οι Ουκρανοί πολίτες, οι Ευρωπαίοι αλλά και οι Ρώσοι πολίτες αλλά και εκατομμύρια άνθρωποι σε φτωχές κυρίως χώρες που κινδυνεύουν από την πείνα.

Το δίλημμα πλέον μεταξύ του κινδύνου της αποδοχής τελικά του ρωσικού επεκτατισμού, και της Ειρήνης με επίτευξης νέας ισορροπίας με τη Ρωσία, γίνεται οδυνηρό.

Με την Ευρώπη να χάνει σταδιακά και τα ελάχιστα πατήματα που είχε ώστε πραγματικά να αποτελεί μια παγκόσμια δύναμη και οικονομική και πολιτική και την παγκόσμια αποσταθεροποίηση να αποτελεί τη νέα κανονικότητα.

Και ο πόλεμος της Ουκρανίας δείχνει να μετατρέπεται πια σε έναν πόλεμο που χάνει το νόημα του και όλο περισσότερο μοιάζει με έναν πόλεμο που τελικά δεν θα κερδηθεί.

Νίκος Μελέτης

https://www.liberal.gr/world/oukrania-o-polemos-pou-chanetai/457309

27 Ιουνίου 2022

        ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ        


 

 
Νόαμ Τσόμσκι: Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη δεν ενδιαφέρονται για τη διπλωματία – Η Ουάσινγκτον προκάλεσε τη ρωσική εισβολή.

O Αμερικάνος φιλόσοφος, γλωσσολόγος και πολιτικός συντακτης υπενθύμισε σε συνέντευξή του στην αμερικανική έκδοση του The Nation, ότι το 2014 οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ άρχισαν να εξοπλίζουν την Ουκρανία , να διεξάγουν κοινές ασκήσεις και να λαμβάνουν μέτρα για την ενσωμάτωση της χώρας στη συμμαχία. «Φυσικά, όλα αυτά έγιναν εσκεμμένα με σκοπό την πρόκληση», η οποία -κατά τον ίδιο- συναντήθηκε με τη «βλακεία του Κρεμλίνου» να ξεκινήσει την επίθεση.

«Εμείς (οι ΗΠΑ) παίζουμε ένα παιχνίδι όπου διακυβεύονται οι ζωές των Ουκρανών και η ίδια η ύπαρξη του πολιτισμού, προκειμένου να αποδυναμώσουμε τη Ρωσία και να βεβαιωθούμε ότι έχει υποφέρει αρκετά. Δεν υπάρχουν ηθικοί λόγοι για κάτι τέτοιο», κατέληξε ο Τσόμσκι, τονίζοντας ότι οι ΗΠΑ και η Ευρώπη δεν ενδιαφέρονται για τη διπλωματία

«Αποδέχθηκε μια συμφωνία κυρίων, η οποία δεν είναι τόσο ασυνήθιστη στη διπλωματία. Με χειραψία. Επιπλέον, το να την έχει σε χαρτί δεν θα είχε καμία απολύτως διαφορά. Συνθήκες που είναι σε χαρτί σκίζονται συνεχώς. Αυτό που έχει σημασία είναι η καλή πίστη. Και στην πραγματικότητα, ο Μπους, ο πρεσβυτερος, τίμησε ρητά τη συμφωνία. Προχώρησε ακόμη και στην καθιέρωση μιας εταιρικής σχέσης ειρήνης, η οποία θα φιλοξενούσε τις χώρες της Ευρασίας. Το ΝΑΤΟ δεν θα διαλυόταν, αλλά θα περιθωριοποιούνταν. Χώρες όπως το Τατζικιστάν, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να ενταχθούν χωρίς να είναι επίσημα μέρος του ΝΑΤΟ. Και ο Γκορμπατσόφ το ενέκρινε αυτό. Θα ήταν ένα βήμα προς τη δημιουργία αυτού που αποκαλούσε κοινό ευρωπαϊκό σπίτι χωρίς στρατιωτικές συμμαχίες», σχολίασε ο Τσόμσκι, αναφέροντας πως αυτό άρχισε να αλλάζει επί της διακυβέρνησης Κλίντον.

«Ο Κλίντον τα πρώτα δύο χρόνια του το τήρησε επίσης. Αυτό που λένε οι ειδικοί είναι ότι περίπου το 1994, ο Κλίντον άρχισε, όπως έλεγαν, τις διστομίες. Στους Ρώσους έλεγε: Ναι, θα τηρήσουμε τη συμφωνία. Στην πολωνική κοινότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες εθνοτικές μειονότητες, έλεγε: Μην ανησυχείτε, θα σας ενσωματώσουμε στο ΝΑΤΟ. Περίπου το 1996–1997, ο Κλίντον το είπε πολύ ρητά στον φίλο του Ρώσο Πρόεδρο Μπόρις Γέλτσιν, τον οποίο είχε βοηθήσει να κερδίσει τις εκλογές του 1996. Είπε στον Γέλτσιν: Μην πιέζετε τόσο πολύ σε αυτή την υπόθεση του ΝΑΤΟ. Θα επεκταθούμε, αλλά το χρειάζομαι λόγω της εθνικής ψήφου στις Ηνωμένες Πολιτείες», σημείωσε, οπότε «το 1997, ο Κλίντον κάλεσε τις λεγόμενες χώρες του Βίσεγκραντ – Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Ρουμανία – να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ. Αυτό δεν άρεσε στους Ρώσους, αλλά δεν έκαναν μεγάλη φασαρία. Στη συνέχεια προσχώρησαν οι χώρες της Βαλτικής, και πάλι το ίδιο πράγμα. Το 2008, ο δεύτερος Μπους, ο οποίος ήταν αρκετά διαφορετικός από τον πρώτο, κάλεσε τη Γεωργία και την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ. Κάθε Αμερικανός διπλωμάτης καταλάβαινε πολύ καλά ότι η Γεωργία και η Ουκρανία ήταν κόκκινες γραμμές για τη Ρωσία. Θα ανεχτούν την επέκταση αλλού, αλλά αυτές βρίσκονται στη γεωστρατηγική τους καρδιά και δεν πρόκειται να ανεχτούν την επέκταση εκεί».

Ο Τσόμσκι θύμισε ότι «η εξέγερση του Μαϊντάν έλαβε χώρα το 2014, εκδιώκοντας τον φιλορώσο πρόεδρο, και η Ουκρανία κινήθηκε προς τη Δύση. Από το 2014, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ άρχισαν να δίνουν όπλα στην Ουκρανία – προηγμένα όπλα, στρατιωτική εκπαίδευση, κοινές στρατιωτικές ασκήσεις, κινήσεις για την ενσωμάτωση της Ουκρανίας στη στρατιωτική διοίκηση του ΝΑΤΟ. Δεν υπάρχει κανένα μυστικό σχετικά με αυτό. Ήταν αρκετά ανοιχτό. Πρόσφατα, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, καυχήθηκε γι’ αυτό. Είπε: Αυτό είναι που κάναμε από το 2014. Λοιπόν, φυσικά, αυτό είναι πολύ συνειδητά, άκρως προκλητικό. Ήξεραν ότι καταπατούσαν αυτό που κάθε Ρώσος ηγέτης θεωρούσε ως μια απαράδεκτη κίνηση. Η Γαλλία και η Γερμανία άσκησαν βέτο το 2008, αλλά υπό την πίεση των ΗΠΑ, το κράτησαν στην ημερήσια διάταξη. Και το ΝΑΤΟ, δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες, προχώρησε στην επιτάχυνση της de facto ενσωμάτωσης της Ουκρανίας στη στρατιωτική διοίκηση του ΝΑΤΟ».

Υπενθύμισε ότι «το 2019, ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι εξελέγη με συντριπτική πλειοψηφία -νομίζω περίπου το 70% των ψήφων- με μια ειρηνευτική πλατφόρμα, ένα σχέδιο για την εφαρμογή της ειρήνης με την Ανατολική Ουκρανία και τη Ρωσία, για τη διευθέτηση του προβλήματος. Άρχισε να προχωρά σε αυτό και, μάλιστα, προσπάθησε να πάει στο Ντονμπάς, την ανατολική περιοχή με ρωσικό προσανατολισμό, για να εφαρμόσει αυτό που ονομάζεται συμφωνία Μινσκ ΙΙ. Αυτό θα σήμαινε ένα είδος ομοσπονδιοποίησης της Ουκρανίας με έναν βαθμό αυτονομίας για το Ντονμπάς, κάτι που ήθελαν. Κάτι σαν την Ελβετία ή το Βέλγιο. Τον εμπόδισαν δεξιές πολιτοφυλακές, οι οποίες απείλησαν να τον δολοφονήσουν αν επέμενε στην προσπάθειά του», σημειώντας πως ο ίδιος «είναι ένας θαρραλέος άνθρωπος. Θα μπορούσε να είχε προχωρήσει αν είχε κάποια υποστήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι ΗΠΑ αρνήθηκαν. Καμία υποστήριξη, τίποτα, πράγμα που σήμαινε ότι τον άφησαν ξεκρέμαστο και αναγκάστηκε να κάνει πίσω. Οι ΗΠΑ είχαν την πρόθεση να ακολουθήσουν αυτή την πολιτική ενσωμάτωσης της Ουκρανίας βήμα προς βήμα στη στρατιωτική διοίκηση του ΝΑΤΟ. Αυτό επιταχύνθηκε περαιτέρω όταν εξελέγη ο πρόεδρος Μπάιντεν. Τον Σεπτέμβριο του 2021, μπορούσατε να το διαβάσετε στην ιστοσελίδα του Λευκού Οίκου… Ο Μπάιντεν ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα, μια κοινή δήλωση για την επιτάχυνση της διαδικασίας στρατιωτικής εκπαίδευσης, στρατιωτικών ασκήσεων, περισσότερων όπλων ως μέρος αυτού που η κυβέρνησή του ονόμασε “ενισχυμένο πρόγραμμα” προετοιμασίας για την ένταξη στο ΝΑΤΟ. Αυτά ήταν πριν την εισβολή. Ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν υπέγραψε αυτό που ονομαζόταν οδικός χάρτης, το οποίο ουσιαστικά επισημοποίησε και επέκτεινε αυτή τη συμφωνία. Εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ παραδέχτηκε ότι πριν από την εισβολή, οι ΗΠΑ αρνούνταν να συζητήσουν οποιεσδήποτε ρωσικές ανησυχίες για την ασφάλεια. Όλα αυτά είναι μέρος του παρασκηνίου.».

Ο Τσόμσκι επεσήμανε πως «αυτές οι σοβαρές προκλήσεις δεν παρέχουν καμία δικαιολογία γι’ αυτό. Αν ο Πούτιν ήταν πολιτικός άνδρας, αυτό που θα έκανε είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Θα είχε επιστρέψει στον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, θα είχε κατανοήσει τις δοκιμαστικές προτάσεις του και θα είχε προχωρήσει στην προσπάθεια να επιτύχει μια διευθέτηση με την Ευρώπη, να κάνει βήματα προς ένα κοινό ευρωπαϊκό σπίτι». Ωστόσο, «οι ΗΠΑ, φυσικά, ήταν πάντα αντίθετες σε αυτό. Αυτό πηγαίνει πολύ πίσω στην ιστορία του Ψυχρού Πολέμου στις πρωτοβουλίες του Γάλλου Προέδρου Ντε Γκωλ για τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης Ευρώπης. Στη φράση του ‘από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια’, ενσωματώνοντας τη Ρωσία με τη Δύση, που ήταν ένα πολύ φυσικό για εμπορικούς λόγους και προφανώς και για λόγους ασφαλείας. Έτσι, αν υπήρχαν πολιτικοί ανδρες μέσα στον στενό κύκλο του Πούτιν, θα είχαν κατανοήσει τις πρωτοβουλίες του Μακρόν και θα πειραματίζονταν για να δουν αν, στην πραγματικότητα, θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στην Ευρώπη και να αποτρέψουν την κρίση. Αντίθετα, αυτό που επέλεξε ήταν μια πολιτική που, από τη ρωσική σκοπιά, ήταν η απόλυτη ανοησία. Εκτός από την εγκληματικότητα της εισβολής, επέλεξε μια πολιτική που οδήγησε την Ευρώπη βαθιά στην τσέπη των Ηνωμένων Πολιτειών».

Σύμφωνα με τον ίδιο, υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να τελειώσει αυτό: η διπλωματία. «Τώρα, η διπλωματία, εξ ορισμού, σημαίνει ότι και οι δύο πλευρές την αποδέχονται. Δεν τους αρέσει, αλλά την αποδέχονται ως τη λιγότερο κακή επιλογή. Θα προσφέρει στον Πούτιν ένα είδος καταπακτής διαφυγής. Αυτή είναι μια πιθανότητα. Η άλλη είναι απλώς να το τραβήξουμε και να δούμε πόσο θα υποφέρουν όλοι, πόσοι Ουκρανοί θα πεθάνουν, πόσο θα υποφέρει η Ρωσία, πόσα εκατομμύρια άνθρωποι θα πεθάνουν από την πείνα στην Ασία και την Αφρική, πόσο θα προχωρήσουμε προς τη θέρμανση του περιβάλλοντος σε σημείο που δεν θα υπάρχει δυνατότητα για μια βιώσιμη ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτές είναι οι επιλογές. Λοιπόν, με σχεδόν 100% ομοφωνία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης θέλουν να επιλέξουν την επιλογή της μη-διπλωματίας. Είναι σαφές. Πρέπει να συνεχίσουμε να πληγώνουμε τη Ρωσία»


https://thepressproject.gr/noam-tsomski-oi-ipa-kai-i-evropi-den-endiaferontai-gia-ti-diplomatia-i-ouasingkton-prokalese-ti-rosiki-eisvoli/?fbclid=IwAR2MZUGu7FYMtsTtxrebDNyp3eKC89
MrRR1N5aGDl9pZfcgFAd9h6ipjuNo

27/6/2022






     ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ-ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ