Χωρίς πυξίδα η Ευρώπη στις συμπληγάδες ΗΠΑ-Ρωσίας.

  Χωρίς πυξίδα η Ευρώπη 
στις συμπληγάδες ΗΠΑ-Ρωσίας.

Κάθε απόφαση θα ήταν θεμιτή, αν υπηρετείτο με συνέπεια, συνθήκη αναγκαία για την παραγωγή διεθνούς κύρους και αξιοπιστίας.

Προφανώς δεν  θα καινοτομούσαμε  υποστηρίζοντας ότι η Ευρώπη  –  ήτοι οι Ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις – δεν διαθέτουν στρατηγικό προσανατολισμό, αντάξιο  του   αποτυπώματός  τους στον πλανήτη. Για την ακρίβεια, οι δυνάμεις, που δεν διαθέτουν στρατηγικό προσανατολισμό, έχουν καθορίσει αποφασιστικά την πορεία της Ε.Ε. εξαιτίας του μεγέθους και της απολύτως μυωπικής ανάγνωσης της διεθνούς πολιτικής τόσο από τις ίδιες όσο και από τις υπόλοιπες, οι οποίες ενδεχομένως θέλουν αλλά δεν μπορούν.

Τονίστηκε σε προηγούμενο άρθρο του γράφοντος ότι βασικότατο πρόβλημα των Ευρωπαίων είναι η αποσύνδεση της πολιτικής από την οικονομία ή με άλλα λόγια, η προσήλωση στο οικονομικό κέρδος κατά την εποχή των «παχέων αγελάδων» χωρίς καμία μέριμνα για την – εξ ορισμού μακρόπνοου χαρακτήρα – γεωστρατηγική διάσταση. Δεν θα ήταν υπερβολή να επισημανθεί ότι τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. βρίσκονται σήμερα εγκλωβισμένα στις επιλογές των τελευταίων δεκαετιών, επιβάλλοντας κυρώσεις κατ’ ουσίαν στους… εαυτούς τους (!) προσδοκώντας να τιμωρήσουν την Ρωσία.

Στη διεθνή πολιτική, όπως και στη Δημοκρατία, δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Αν οι Ευρωπαίοι επιθυμούσαν να ενισχύσουν την ενεργειακή συνεργασία τους με τη Ρωσία, καλώς το έπραξαν. Όμως, αυτό προϋπέθετε διεύρυνση της στρατηγικής αυτονομίας τους, ενίσχυση της συνεργασίας ΝΑΤΟ και Ρωσίας και τουλάχιστον την ύπαρξη ενός ανοιχτού διπλωματικού διαύλου αδιάκοπης επικοινωνίας, συνεννόησης και κατανόησης. Η συγκεκριμένη λογική θα υπάκουε – έστω εν μέρει – στη συλλογιστική Ντε Γκωλ περί ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας από τα Ουράλια έως τη Λισσαβόνα, ενώ θα ανταποκρινόταν και στο μεταψυχροπολεμικά δημοφιλές αιτούμενο του οικονομικού ορθολογισμού.

Αν πάλι, επιθυμούσαν να διατηρήσουν αδιατάρακτο το ευρωατλαντικό πλαίσιο ασφαλείας, θέτοντας τη Ρωσία απέναντι και ακολουθώντας απολύτως τις αμερικανικές επιταγές, και πάλι καλώς έπραξαν. Ωστόσο, μια τέτοια απόφαση προϋπέθετε την πάση θυσία αποφυγή διεύρυνσης της ενεργειακής εξάρτησης από τη Ρωσία – ιδίως μέσω των αγωγών Nord Stream I & II – και την δημιουργία ενός μείγματος ενεργειακής ασφάλειας είτε με την εν γένει ελάχιστη συμμετοχή του φυσικού αερίου είτε με την εύρεση επαρκών εναλλακτικών ποσοτήτων. Εξάλλου, οι διακηρύξεις από πλευράς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί της ανάγκης διαφοροποίησης των εισαγωγών φυσικού αερίου ήταν πολλές ήδη από το 2006, αλλά η πρακτική ορισμένων κρατών-μελών παντελώς διαφορετική (βλ. Γερμανία και υπηρεσίες του πρώην Καγκελαρίου Σρέντερ προς την Gazprom).

Απαιτείτο μια διακριτή και σαφής στρατηγική συμπεριφορά και όχι η μετάθεση στις καλένδες ενός προβλήματος αβεβαιότητας για τις προθέσεις του άλλου, χάριν πρόσκαιρων οικονομικών κερδών είτε προσωπικών είτε της βαριάς βιομηχανίας. Ήταν σαφές ότι ο ηττημένος της τελευταίας μείζονος ανακατανομής ισχύος στο διεθνές σύστημα θα εργαλειοποιούσε κάθε διατιθέμενο στρατηγικό μέσο, προκειμένου να αντιστρέψει τα αρνητικά αποτελέσματα, όχι μόνο αυτής της ανακατανομής, αλλά και εκείνα που οι συνέπειές τους διαρκώς διευρύνονται σε όλη τη διάρκεια της μεταψυχροπολεμικής περιόδου.

Αν πάλι, όπως τονίσθηκε ανωτέρω, η πρόθεση των Ευρωπαίων ήταν να διευρύνουν την ενεργειακή συνεργασία τους με τη Ρωσία, τούτο θα έπρεπε να συντελεστεί κατόπιν της μέγιστης δυνατής στρατηγικής αυτονόμησής τους, προκειμένου να δύνανται να λειτουργούν μόνοι τους, να αποφασίζουν μόνοι τους και να δημιουργούν επίσης μόνοι τους τις προσήκουσες συνθήκες οικονομικής αλληλεξάρτησης, δίχως αλλογενείς στρατηγικές δεσμεύσεις.

Κάθε απόφαση θα ήταν θεμιτή, αν υπηρετείτο με συνέπεια, συνθήκη αναγκαία για την παραγωγή διεθνούς κύρους και αξιοπιστίας. Όμως, δεν συνέβη τίποτα από αυτά. Οι Ευρωπαίοι – και κυρίως οι Γερμανοί οι οποίοι παρασύρουν για μια ακόμη φορά την ήπειρο σε λανθασμένες επιλογές – προτίμησαν να κάνουν «δουλίτσες» με τους Ρώσους, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα την αμερικανική ασφάλεια και λησμονώντας ότι η εγκαθίδρυση της ευρωπαϊκής ισορροπίας ισχύος έχει εν πρώτοις στρατηγικές πτυχές.

Όσο καλλιεργούνταν οι ιστορικοί όροι του επόμενου γεωστρατηγικού ανταγωνισμού, η Ε.Ε. παρατηρούσε αφ’ υψηλού τέτοιου είδους ανταγωνισμούς και επέμενε είτε να μη θέλει να αντικρίσει την αμείλικτη πραγματικότητα είτε να ομφαλοσκοπεί, θεωρώντας απολύτως ασύνδετα ζητήματα τους αγωγούς φυσικού αερίου και την Κριμαία ή τις ευρωατλαντικές σχέσεις και το ρωσικό μονοπώλιο στις ευρωπαϊκές αγορές ενέργειας.

  Δρ. Μάρκος Τρούλης, Αρθρογράφος
Διεθνολόγος

Ο Δρ. Μάρκος Τρούλης διδάσκει Θεωρία Διεθνών Σχέσεων, Γεωπολιτική και Τουρκική Εξωτερική Πολιτική στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και στη Σχολή Εθνικής Ασφάλειας. Ολοκλήρωσε τις βασικές σπουδές του στις "Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές" στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο στις "Ευρωπαϊκές Σπουδές" από το London School of Economics (LSE), ενώ η διδακτορική διατριβή του διεξήχθη στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς υπό την επίβλεψη του Καθηγητή Παναγιώτη Ήφαιστου. Με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. υπήρξε Research Fellow του Κέντρου Στρατηγικών Σπουδών του Ισραήλ "BESA", ενώ έχει ολοκληρώσει δύο μεταδιδακτορικές έρευνες στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, λαμβάνοντας αριστείο από το Ι.Κ.Υ.. Είναι συγγραφέας επιστημονικών άρθρων σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, καθώς και των βιβλίων "Αμερικανοτουρκικές Σχέσεις", "Περί Τουρκίας" και "Τουρκική Στρατηγική στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία", ενώ έχει συγγράψει μαζί με τον Καθηγητή Ιωάννη Μάζη το βιβλίο "Τουρκική Στρατηγική στη Λιβύη" και με τον Καθηγητή Ιωάννη Μάζη και τη Δρ. Ξανθίππη Δωματιώτη το βιβλίο "Νεορεαλιστική Προσέγγιση Θεωρίας Διεθνών Σχέσεων και Συστημική Γεωπολιτική Ανάλυση", το οποίο έχει μεταφραστεί και στην αγγλική.

7/9/2022  

https://www.huffingtonpost.gr/