Προς το παρόν δεν υπάρχει κανένα ελληνικό οικονομικό «θαύμα».

 

Προς το παρόν δεν υπάρχει κανένα ελληνικό οικονομικό «θαύμα».

Μήπως σήμερα ζούμε το νέο 2005;

Οι διθύραμβοι που ακούστηκαν πρόσφατα, από τον διεθνή οικονομικό τύπο, για το ελληνικό οικονομικό  “θαύμα” και για την Ελλάδα ως οικονομική “πρωταθλήτρια” χώρα του 2023, είναι παντελώς άστοχοι και μόνο επικίνδυνη σύγχυση μπορούν να δημιουργήσουν στο πνεύμα των Ελλήνων πολιτών.  Σε αντίθεση με τους διθυράμβους αυτούς η πικρή αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει, προς το παρόν τουλάχιστον, κανένα ελληνικό οικονομικό “θαύμα” και πως στην πραγματικότητα  οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία και για την χώρα παραμένουν δυσοίωνες.

Ένα μεγάλο μέρος της παρανόησης προκύπτει από το γεγονός πως, παρά την τραγική χρεοκοπία της προηγούμενης δεκαετίας, πολύ λίγοι έχουν καταλάβει πως “συμπεριφέρεται” η ελληνική οικονομία ως μέλος μίας πολύ ευρύτερης από την ίδια νομισματικής ένωσης. Το γεγονός είναι πως πέρα από ένα μικρό ποσοστό ανάπτυξης που οφείλεται στην αυτόνομη αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, (και καθρεφτίστηκε στην αύξηση των εξαγωγών), το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της μεγέθυνσης των τριών τελευταίων ετών δεν είναι παρά απ’ ευθείας μεταγραφή του αυξημένου δημοσιονομικού ελλείμματος (του μεγαλύτερου στην ευρωζώνη στην περίοδο της πανδημίας, μαζί με εκείνα της Γαλλίας και της Ισπανίας), σε τεχνητά διογκωμένο ΑΕΠ συν την αύξηση των εισπράξεων ταξιδιωτικού συναλλάγματος συν την ανάκτηση του ΑΕΠ που χάθηκε από την αδράνεια των εγκλεισμών της πανδημίας. Και το δημόσιο χρέος παραμένει ένας μεγάλος κίνδυνος.

(Όσο για την επιλογή του καλού περιοδικού Economist να αναγορεύσει την ελληνική οικονομία σε παγκόσμια “πρωταθλήτρια” κυρίως λόγω της ανόδου του χρηματιστηρίου της, αφού προφανώς θεωρεί τον ΟΠΑΠ κάτι αντίστοιχο της Alphabet, ενώ ξεχνά πως η κεφαλαιοποίησή του είναι λιγότερο από το ½  του ΑΕΠ, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, για παράδειγμα, όπου είναι 200%, μόνο χαριτωμένα σχόλια μπορεί να κάνει κανείς. Και να θυμηθεί την επίσκεψη του τότε προέδρου των ΗΠΑ  Clinton στην Αθήνα, το 1999, όπου, μεταξύ άλλων, στον λόγο του, είχε εκφράσει τον θαυμασμό του για τα επιτεύγματα της ελληνικής οικονομίας που εκφραζόταν κυρίως μέσα από την δυναμική ανάπτυξη του ελληνικού χρηματιστηρίου!).

Το δημόσιο χρέος παραμένει ένας κίνδυνος

Όλοι βέβαια γνωρίζουν πως το δημόσιο χρέος, τόσο το φανερό όσο και το κρυφό, τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί σε απόλυτους αριθμούς. Πλην όμως αυτό δε φαίνεται να ανησυχεί κανέναν. Από όλες τις έγκυρες πηγές ακούμε ότι δεν είναι σοβαρό πρόβλημα πως το χρέος, σαν απόλυτο μέγεθος, αυξάνεται σταθερά διότι εκείνο που έχει πραγματική σημασία είναι το γεγονός ότι το ονομαστικό ΑΕΠ, και λόγω του πληθωρισμού και λόγω της ανάπτυξης, αυξάνεται ταχύτερα με αποτέλεσμα το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ να μειώνεται. Αυτό, εκ πρώτης όψεως και γενικά, είναι μία πολύ καλή σκέψη, αλλά όχι απαραίτητα σε μία χώρα σαν την Ελλάδα.

Όσοι το ισχυρίζονται, παρά τις καλές τους προθέσεις, φαίνεται πως έχουν ασθενή μνήμη και θα πρέπει να τους απευθύνει κάποιος το ερώτημα εάν θυμούνται να έχει ξαναγίνει ποτέ κάτι τέτοιο στην πρόσφατη ιστορία της χώρας και ιδιαίτερα μετά την είσοδο στην ευρωζώνη. Θα πρέπει, δηλαδή, να ερωτηθούν μήπως και στην περίοδο πριν από το 2010, πάλι δεν είχαμε κανένα πρόβλημα αφού μπορεί μεν το χρέος να αυξανόταν και τότε ως απόλυτο μέγεθος πλην όμως, και τότε, η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ ήταν ταχύτερη. Έτσι ώστε οι κ.κ.  Αλογοσκούφης και Παπαθανασίου να μπορούν με άνεση, και αξιοπρέπεια, να δανείζονται στις διεθνείς αγορές όσα  επιθυμούσαν.

Αν, τότε λοιπόν, συνέβαινε κάτι τέτοιο, (που, δυστυχώς, συνέβαινε), σήμερα μάλλον, αντί να είμαστε τόσο ευτυχείς για την μείωση του ποσοστού το χρέους ως προς το ΑΕΠ θα έπρεπε να ανησυχούμε μήπως ζούμε στο νέο 2005 βαδίζοντας προς το νέο 2010. Διότι σε μία περίπτωση κρίσης που δεν είναι καθόλου απίθανη υπό τις σημερινές συνθήκες ανισορροπίας των θεμελιωδών παραμέτρων της παγκόσμιας, (καθώς και της ελληνικής), οικονομίας, αν οι επενδυτές αποκτήσουν και πάλι το αίσθημα της αποστροφής του κινδύνου  για δανεισμό σε υπερχρεωμένες χώρες τότε  η εθνική οικονομία θα μπορούσε να βρεθεί ξανά σε αδιέξοδο όσον αφορά την δυνατότητα αναχρηματοδότησης του χρέους της. Δεν υπάρχει κανένας κανόνας που να λέει ότι μία χώρα που το χρέος της ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε από το 200% στο 170% ή στο 150% δεν μπορεί να χρεοκοπήσει εάν οι συνθήκες που την αφορούν καταστούν δυσμενείς.

Βέβαια εδώ και πάλι κάποιοι θα απαντήσουν ότι η Ελλάδα δεν έχει τίποτα να φοβάται επί του παρόντος διότι αφ’ ενός μεν έχει το μακρύτερης ωρίμανσης χρέος στην ευρωζώνη, αφ’ ετέρου δε το μεγαλύτερο ποσοστό του χρέους της (70%) δεν αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην αγορά αλλά  διακρατείται από τους  θεσμικούς εταίρους, και ως εκ τούτου  δεν υπάρχει κίνδυνος να βρεθεί ξανά η χώρα στην κατάσταση που βρέθηκε το 2010.

Μόνο που αυτό δεν είναι παρηγοριά, και αν αποτελεί την μόνη απάντηση που έχουμε σε ένα υπαρκτό πρόβλημα επιδείνωσης των μεγεθών της οικονομίας μας όπως είναι η διόγκωση του χρέους ως απόλυτου μεγέθους τότε τα πράγματα δεν είναι καλά. Διότι η χώρα έχει ετήσιες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες περίπου 15 δισεκατομμυρίων ευρώ, και αυτές πρέπει να τις εξυπηρετεί από την αγορά. Σε ένα ενδεχόμενο “ατύχημα”, ακόμη και αν μας διατηρήσουν  στην ζωή οι θεσμικοί εταίροι μας, αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις σε όλες τις πτυχές της οικονομικής δραστηριότητας. (με πρώτη επίπτωση, για παράδειγμα, το κόστος χρηματοδότησης της ιδιωτικής οικονομίας και, παρεπόμενα, τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας).

Το κυριότερο, όμως, είναι πως κάτι τέτοιο μπορεί να μην συμβεί μετά από 2 μήνες. Αν σήμερα ζούμε στο νέο 2005 και δεν το έχουμε κατανοήσει, αυτό μπορεί να συμβεί στο νέο 2010, μετά από 3 ή 5 χρόνια, που οι ετήσιες χρηματοδοτικές μας ανάγκες θα είναι πάνω από  20 δισεκατομμύρια ευρώ. Τότε, λοιπόν, μπορεί και πάλι να πέσουμε από τα σύννεφα και να αναρωτιόμαστε ξανά πώς γίνεται αυτό το πράγμα ενώ το καράβι έπλεε με αίθριο καιρό ξαφνικά να βυθιστεί στα ανοιχτά κάποιας κατηραμένης νήσου.

Εάν το ποσοστό του χρέους ως προς το ΑΕΠ ήταν 60 ή 70%, τότε πραγματικά θα είχε μικρή σημασία ότι το απόλυτο μέγεθός του θα αυξανόταν, την στιγμή που η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ θα ήταν ταχύτερη. Όμως στην Ελλάδα του στρατοσφαιρικού σε απόλυτους αριθμούς χρέους, η περαιτέρω αύξησή του κυοφορεί μεγάλους κινδύνους, μεσοπρόθεσμα, και πρέπει να σταματήσει. Και εκείνο, βέβαια, που μπορεί να μας γλυτώσει από έναν τέτοιον κίνδυνο δεν είναι τίποτα άλλο παρά η μεταμνημονιακή μας υποχρέωση για αυξημένα πρωτογενή πλεονάσματα.

Βραχυχρονίως η αύξηση του ΑΕΠ μπορεί να είναι εικονική

Η Ελλάδα δεν είχε ποτέ δυνατότητα δημιουργίας πραγματικού εισοδήματος 242 δισεκατομμυρίων ευρώ, όπως αυτό μετρήθηκε στατιστικά το 2008. Το γεγονός ότι υπάρχουν πάρα πολλοί σε υπεύθυνες θέσεις για την οικονομική πολιτική ή για την διαμόρφωση των αντιλήψεων του κοινού, οι οποίοι συνεχίζουν να αναφέρονται στα 242 δισεκατομμύρια ευρώ ως ΑΕΠ του 2008 και να τα συγκρίνουν με κάποιες άλλες χρονικές στιγμές είναι απλά τραγικό. Αυτό, πάνω από όλα δείχνει πως δεν έχουν καταλάβει τίποτα για το τί συνέβη στην Ελλάδα στην δεκαετία της κρίσης άλλα και στη δεκαετία που προετοίμασε την κρίση. Πράγμα που σημαίνει πως ίσως δεν καταλαβαίνουν και τι γίνεται σήμερα καθώς και τι μπορεί να γίνει στο μέλλον.

Αυτή η άγνοια της πραγματικότητας συσχετίζεται άμεσα και με το γεγονός ότι μπορεί ξαφνικά το ίδιο ονομαστικό χρέος από 150% του ΑΕΠ να ξαναγίνει 170%, και όλοι να πέσουν από τα σύννεφα, ή και με το ότι, εξ ίσου ξαφνικά, μία οικονομία που είναι η “ταχύτερα αναπτυσσόμενη στην ευρωζώνη” μπορεί να βρεθεί σε στασιμότητα ή και σε συρρίκνωση και να μην ξέρουμε ποιόν να κατηγορήσουμε γι’ αυτό. Ο λόγος είναι πως το μετρούμενο ΑΕΠ μίας “μικρής ανοικτής οικονομίας” της ευρωζώνης που ακολουθεί ιδιαίτερα επεκτατικές οικονομικές πολιτικές, (με “τόνωση της ζήτησης”), συνήθως εμφανίζεται διογκωμένο στατιστικά, σε σχέση με το πραγματικό του μέγεθος.

Ας κάνουν όσοι αμφιβάλλουν γι αυτό μία πνευματική άσκηση για το πως θα είχε κινηθεί η οικονομία της χώρας τα έτη 2021 και 2022, όπου σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ υπήρξε αντίστοιχα αύξηση του ΑΕΠ κατά 8,4 % και 5,9%, υποθέτοντας όμως πως η Ελλάδα αντί να είναι χώρα-μέλος της ευρωζώνης, είχε ένα δικό της εθνικό νόμισμα, (ας πούμε το τάλαντο), και αυτό ήταν ένα νόμισμα ελεύθερα κυμαινόμενο. Με 6,8% και 9,7% έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών για το 2021 και 2022 αντίστοιχα, (αλλά και με σχεδόν 10% πληθωρισμό για το 2022), θα ήταν άραγε η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, υπολογιζόμενη σε ευρώ ή δολλάρια, ίδια με αυτήν που “μετρήθηκε” στην Ελλάδα-μέλος της ΟΝΕ; Φυσικά δεν θα ήταν διότι με τέτοια τρομερά ελλείμματα το εθνικό νόμισμα θα είχε υποτιμηθεί εξαιρετικά πολύ- κάτι λιγότερο από όσο υποτιμάται τα τελευταία χρόνια η λίρα της Τουρκίας, ίσως, αλλά πολύ. Αποτέλεσμα αυτού θα ήταν πώς σε διεθνείς μονάδες, σε ευρώ ή σε δολάρια, το ΑΕΠ θα ήταν χαμηλότερο από ότι εμφανίζεται σήμερα. Και, συνεπώς, γεννάται το ερώτημα: ποιά από τις δύο περιπτώσεις θα ήταν πιό κοντά στην πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας; Η «ανάπτυξη» που είχαμε με το ευρώ ή η σχετική στασιμότητα που θα είχαμε με το εθνικό, και κυμαινόμενο, νόμισμά μας;

Όταν το ΑΕΠ διογκώνεται εικονικά μέσω υπερκατανάλωσης, τότε στην συνέχεια “διορθώνεται” πραγματικά.

Πριν από το 2010, λόγω του υπερδανεισμού και της υπερκατανάλωσης, το ΑΕΠ διογκωνόταν τεχνητά μέσα από την δημιουργία αυξημένων τιμών σε ορισμένα αγαθά κυρίως στα ακίνητα και στις υπηρεσίες αλλά και στις δαπάνες και στις υποχρεώσεις του Δημοσίου. Μόνο που οι τιμές αυτές δεν είχαν καμία σχέση με τον πραγματικό πλούτο που μπορούσε να παραχθεί στην χώρα. Το διεθνές αντίκρυσμα του εγχώριου παραγωγικού δυναμικού, (του τομέως των “διεθνώς εμπορευσίμων” αγαθών και υπηρεσιών) δεν ήταν τόσο ισχυρό ώστε να μπορεί να υποστηρίξει σταθερά και διαχρονικά ένα τέτοιο επίπεδο, εσωτερικών τιμών, στους τομείς που παίρνουν την αξία τους από την εσωτερική ζήτηση και μόνο (οι τομείς των “διεθνώς μη εμπορευσίμων” αγαθών και υπηρεσιών).

Όλη η σταδιακή αύξηση του ΑΕΠ έως τα 242 δισεκατομμύρια ευρώ, στην κορύφωση της πορείας, ήταν αποτέλεσμα της κατανάλωσης που δημιουργούσε ο παροξυστικός εξωτερικός υπερδανεισμός, και έχουμε υπολογίσει πως εάν η Ελλάδα το 2008 είχε την μέση καταναλωτική ροπή των υπολοίπων χωρών της ευρωζώνης, τότε το συνολικό ΑΕΠ της, για να μπορεί να υποστηρίξει αυτό το επίπεδο κατανάλωσης θα έπρεπε να είναι περίπου 320 δισεκατομμύρια ευρώ. Είναι η άμεση κατανάλωση όλων σχεδόν των δανεικών που δημιουργούσε τις εκτός ισορροπίας διογκώσεις των τομέων που δεν είχαν διεθνή ανταγωνισμό και, συνεπώς, την λογιστική οφθαλμαπάτη του ΑΕΠ των 242 δισεκατομμυρίων (βλ. Ανατέμνοντας την Κρίση, 2015, Εκδόσεις Παπαζήση).

Το ότι κάτι αντίστοιχο, δηλαδή “εκτός ισορροπίας” αύξηση του ΑΕΠ μπορεί, εν μέρει, να παρατηρείται και σήμερα το αντιλαμβάνεται καλύτερα κάποιος αν σκεφτεί το εξής: εάν είχαμε στην οικονομία του ταλάντου  έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών για το έτος 2022 που θα έφτανε περίπου το 10% του ΑΕΠ, (όπως συνέβη στην πραγματική ελληνική οικονομία του ευρώ), το οποίο, σε μεγάλο βαθμό θα το είχαμε χρηματοδοτήσει με το αντίστοιχο πρωτογενές έλλειμμα του 4,5%, του 2021, και δεδομένου πως θα ήταν σαφές πως τα συγκεκριμένα ελλείμματα θα επέφεραν μείωση του καθαρού πλούτου της χώρας, (national net wealth),  η πρώτη άμεση επίπτωση θα ήταν η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, (κυρίως έναντι του ευρώ και του δολλαρίου).

Επειδή όμως η ελληνική οικονομία είναι μέλος της ευρωζώνης, και το ευρώ, είναι το σταθερό και αμετάλλαχτο μέτρο των εθνικών μας λογαριασμών, εκείνο που συνέβη, λογιστικά, (παρά την πραγματική μείωση του national net wealth εξ αιτίας του θηριώδους ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) είναι το εξής: ναι μεν οι  εισαγωγές λογιστικά αφαιρούνται από το ΑΕΠ αλλά, όταν εισάγονται στο κύκλωμα της ελληνικής οικονομίας για να αναλωθούν δημιουργούν αυξημένη προστιθέμενη αξία στο λιανικό και στο χονδρικό εμπόριο και -καταληκτικά- αύξηση του ΑΕΠ!  Για να διατηρείς, όμως, αυτήν την συνολική προστιθέμενη αξία στους συγκεκριμένους κλάδους σταθερή, αν όχι και αυξανόμενη, θα πρέπει να έχεις κάθε χρόνο κατανάλωση 10% τουλάχιστον περισσότερο από τις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας. Μέσω του ανάλογου δανεισμού. Και αυτό απλά δεν μπορεί να γίνει!

Εκεί εντοπίζεται το  βασικό πρόβλημα από την συμμετοχή μίας πολύ “μικρής ανοικτής οικονομίας” σαν την Ελλάδα στην ευρωζώνη. Ναι μεν κάθε αύξηση του πραγματικού πλούτου λόγω βελτίωσης της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας μεταφράζεται σε αυξημένο ΑΕΠ. Αυτό είναι κάτι πολύ θετικό και δεν μπορεί να το εμποδίσει κανένας όταν και αν συμβαίνει. Πλην όμως υπάρχει και κάτι άλλο που δεν είναι τόσο πολύ θετικό και έχει συμβεί, και συμβαίνει κατά κόρον, στην ελληνική περίπτωση. Αυτό είναι το ότι κάθε αυξημένη δαπάνη, αν δεν προέρχεται από ανάπτυξη του παραγωγικού δυναμικού, διογκώνει το ΑΕΠ εκτός ισορροπίας-σε μία πρώτη περίοδο τουλάχιστον. Συμβαίνει έτσι διότι το ευρώ είναι απλά ένα numeraire που ουδόλως επηρεάζεται από το πως έχει χρηματοδοτηθεί η συγκεκριμένη αύξηση της δαπάνης.

Συνεπώς, χωρίς διακύμανση, δηλαδή χωρίς υποτιμητικές ή ανατιμητικές πιέσεις από την αγορά, δεν μπορεί να λειτουργήσει “διορθωτικά” για τις σχετικές τιμές στο εσωτερικό της οικονομίας. Μόνο που, αυτό ακριβώς το στοιχείο, δηλαδή η συνεχής τάση των σχετικών τιμών στο εσωτερικό μίας οικονομίας προς την διαμόρφωση “τιμών ισορροπίας”, είναι εκείνο που αποτελεί την πρώτη απαραίτητη προϋπόθεση της αναπτυξιακής δυναμικής. Στην περίπτωση, λοιπόν, που η νομισματική μονάδα λειτουργεί απλά σαν numeraire, εκείνο που επηρεάζεται, σε μεγάλο βαθμό, και με καταστρεπτικό τρόπο για την ανάπτυξη τις περισσότερες φορές είναι οι σχετικές τιμές, ανάμεσα σε διάφορες ομάδες προϊόντων στο εσωτερικό της “μικρής ανοικτής οικονομίας”.

Ως εκ τούτου, για να έχουμε τις αναγκαίες, τουλάχιστον, (καθ΄ ότι όχι και ικανές) συνθήκες πραγματικής ανάπτυξης, αλλά επίσης και για να είμαστε ασφαλείς και να ξέρουμε πού περίπου πηγαίνει η χώρα και να μην είναι αναπόφευκτες μεγάλες “διορθώσεις” με τη μορφή κρίσεων υπάρχει μόνο ένας χρυσός κανόνας ο οποίος τυγχάνει και πολύ επίκαιρος τώρα που επανέρχεται η ανάγκη της δημοσιονομικής πειθαρχίας και δεν θα επιτρέπονται έκτακτες δαπάνες: η χώρα να έχει ισοσκελισμένους ή πλεονασματικούς προϋπολογισμούς δηλαδή πρωτογενή πλεονάσματα ίσα ή μεγαλύτερα από τις ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους. Μόνο τότε θα ξέρουμε ότι η μετρούμενη ανάπτυξη του ΑΕΠ, -αν υπάρχει βεβαίως-, θα είναι πραγματική και όχι συγκυριακή που πρόκειται να “διορθωθεί” στο εγγύς μέλλον με μία κρίση.

Είναι ευτύχημα πως οι μεταμνημονιακές υποχρεώσεις μας θα μας επιβάλλουν να ακολουθήσουμε τα επόμενα έτη την “ορθή” δημοσιονομική πολιτική. Το δυστύχημα, είναι, όμως πως με την παρούσα “ενδογενή” αναπτυξιακή δυναμική οι προοπτικές δεν είναι για περισσότερο από 1-1,5% μέσο όρο ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ. Και αυτό δεν είναι αρκετό. Η χώρα για να είμαστε βέβαιοι πως θα διατηρηθεί σε κατάσταση βιωσιμότητας και θα παραδοθεί ακέραια στις επόμενες γενεές χρειάζεται τουλάχιστον μία υπερδεκαετή πορεία με ρυθμούς ανάπτυξης 4 με 5%. Δυστυχώς, προς το παρόν, δεν φαίνεται κανένα τέτοιο ελληνικό οικονομικό “θαύμα” στον ορίζοντα.

Ο Δημήτρης Α. Ιωάννου και Χρήστος Α. Ιωάννου
είναι οικονομολόγοι


https://www.ot.gr/2024/01/10/apopseis/experts/pros-to-paron-den-yparxei-kanena-elliniko-oikonomiko-thayma/


10-1-2023


                ΣΧΕΤΙΚΑ   ΑΡΘΡΑ           

 

Ελληνική οικονομία:
Αρκετοί καλοί δείκτες, πολλά δομικά προβλήματα.

   
Βιώνουμε μια δραματική αναδιάταξη του διεθνούς πολιτικοοικονομικού συστήματος και είναι σημαντικό να μην χαθεί η σπάνια ιστορικά ευκαιρία που προσφέρεται.

Η Ετήσια Έκθεση 2023 του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας της Ελλάδας1 πέραν πάσης αμφιβολίας χαρακτηρίζεται από την επιστημονική της αρτιότητα2. Συνοπτικά μιλώντας για τη «μεγάλη εικόνα της χώρας» αυτό που αναδύεται είναι πως πολλά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας εξελίσσονται καλά: αύξηση ΑΕΠ/κεφαλή, μείωση ανεργίας, ΑΞΕ, χρέος/ΑΕΠ, επενδυτική βαθμίδα, αύξηση της παραγωγικότητας, αυξημένες επιδόσεις στην Ε&Α, σε επιστημονικές δημοσιεύσεις και γενικότερα στο επίπεδο της παρεχόμενης πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.

Όμως ο πυρήνας της οικονομίας δυστυχώς αντιμετωπίζει βαθιά δομικά προβλήματα3 με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων όχι μόνο να μην μπορεί να συγκλίνει με την ΕΕ, αλλά η απόκλισή της σήμερα να είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με το 2010, πριν από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης. Η χώρα βαδίζει χωρίς ιδιαίτερες ενδείξεις βελτίωσης σε μια σειρά από μεγέθη και δείκτες4, όπως το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος, που (παρά την κάποια υποχώρηση, περισσότερο ποσοστιαία ως προς το ΑΕΠ και όχι σε πραγματικούς όρους), παραμένουν σε ανησυχητικά επίπεδα και στα διεθνή όρια (ιδίως το δημόσιο, αλλά και τα μη εξυπηρετούμενα τραπεζικά δάνεια παρά τον περιορισμό τους).

Επίσης τα ελλείμματα στα ισοζύγια πληρωμών και στο εμπορικό έχουν λάβει διαστάσεις εκτροπής. Οι επενδύσεις παρά τη μικρή βελτίωσή τους παραμένουν χαμηλές και μάλιστα εξακολουθούν να συγκεντρώνονται στους παραδοσιακούς τομείς χαμηλής προστιθέμενης αξίας (τουρισμός, κατασκευές κ.λπ.), όπου βεβαίως και οι αμοιβές και η αντίστοιχη παραγωγικότητα πραγματοποιούν χαμηλές πτήσεις.

Οι ΞΑΕ5 παρά την αύξησή τους εξακολουθούν να επικεντρώνονται στις ίδιες παραδοσιακές κατευθύνσεις. Συνήθως δεν πρόκειται για νέες επενδύσεις αλλά για εξαγορά υφιστάμενων μεγάλων κερδοφόρων επιχειρήσεων (τα ασημικά του στέμματος), με κύριο στόχο τη σε βραχυ-μεσοχρόνιο ορίζοντα άντληση κερδών και όχι την ανάπτυξή τους με νέες και καινοτομικές ιδίως επενδύσεις, όπως πριν μερικούς μήνες σημείωσε και ο πρώην πρωθυπουργός κ. Σημίτης.

Οι τραπεζικές χρηματοδοτήσεις παραμένουν επίσης καθηλωμένες και απουσιάζουν κεφάλαια που θα ριψοκινδυνεύσουν στην ανάπτυξη νεοφυών και καινοτομικών εταιρειών.

Τέλος, το Ταμείο Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας, όπως ορθώς επισημαίνεται στην Έκθεση, έχει προσανατολιστεί στα γνωστά στατικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας (κατασκευές κ.λπ.), έχει πολύ χαμηλή απορρόφηση και τα δάνειά του κατευθύνονται σε ελάχιστες πολύ μεγάλες εταιρείες6. Έτσι, κινδυνεύει να αποτελέσει άλλη μια χαμένη ευκαιρία ευρωπαϊκής βοήθειας (μετά τα ΜΟΠ, τα ΚΠΣ και τα ΕΣΠΑ κ.λπ.) για να πραγματοποιηθούν σημαντικές τομές στην ελληνική οικονομία.

  1. Τι πρέπει να γίνει για τη βελτίωση της παραγωγικότητας εργασίας

Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι οι αντίστοιχοι δείκτες παραγωγικότητας7 εργασίας, κεφαλαίου κ.λπ. να εμφανίζουν την ίδια πορεία, η οποία όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Έκθεση ούτε είναι από μόνη της ιδιαίτερα αξιόλογη, ούτε συγκρινόμενη με τις λοιπές χώρες της ΕΕ εμφανίζει στοιχεία έστω και αργής σύγκλισης. Συγκεκριμένα, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε κατά 0,3% ανά ώρα εργασίας και κατά 2% ανά απασχολούμενο. Όμως η ελληνική παραγωγικότητα της εργασίας είναι πολύ χαμηλότερη από αυτή της ΕΕ, καθώς σε απασχολούμενους βρίσκεται στο 61% μ.ό. ΕΕ27 και 55% μ.ό. ΕΑ19 και σε ώρες εργασίας στο 49% μ.ό. ΕΕ27 και στο 43% μ.ό. ΕΑ19. Μάλιστα, η διαφορά της παραγωγικότητας της εργασίας της ελληνικής οικονομίας με την ευρωπαϊκή παρέμεινε ουσιαστικά η ίδια κατά την περίοδο 2019-2023.

Τι χρειάζεται για να βελτιωθεί αυτή η εικόνα, για την οποία δεν ευθύνεται η εργασία, ως παραγωγικός συντελεστής, per se: αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου για να καλυφθεί το «επενδυτικό κενό». Στροφή σε παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας. Αύξηση της απασχόλησης καλά αμειβόμενου προσωπικού (ποιοτική/σταθερή εργασία) και όχι χαμηλές αμοιβές που λειτουργούν αποτρεπτικά για την πραγματοποίηση νέων επενδύσεων. Στήριξη ΜμΕ, ώστε να μεγαλώσουν και να γίνουν πιο ανταγωνιστικές. Πολιτικές που αφενός θα αυξήσουν τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας κυρίως των γυναικών (σήμερα είναι στο 60% της συμμετοχής των ανδρών) αφετέρου θα μειώσουν την ανεργία.

Επιπρόσθετα, δέον είναι οι μακροπρόθεσμες πολιτικές που αποσκοπούν στην αύξηση της παραγωγικότητας να επικεντρωθούν στον δευτερογενή τομέα που χαρακτηρίζεται από υψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας. Τέτοιες πολιτικές θα μπορούσαν να προωθήσουν την καινοτομία και την ανάπτυξη δεξιοτήτων στον δευτερογενή τομέα, συμβάλλοντας τελικά στη συνολική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας σε παγκόσμια κλίμακα.

Δεδομένης της σημαντικής εξάρτησης των εξαγωγικών κλάδων από τις εισαγωγές και ότι τα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά προέρχονται κυρίως από το δευτερογενή τομέα, είναι απαραίτητο να εφαρμοστεί μια πολιτική με στόχο τη μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές και την ενίσχυση του δευτερογενή τομέα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την υποκατάσταση των εισαγόμενων αγαθών με εγχώρια παραγόμενα προϊόντα, προωθώντας έτσι την εγχώρια αλυσίδα αξίας και ενισχύοντας την εγχώρια οικονομία. Με τον τρόπο αυτό, η ελληνική οικονομία μπορεί να μειώσει σταδιακά την εξάρτησή της από τις εισαγωγές, να βελτιώσει το εμπορικό της ισοζύγιο και τελικά να ενισχύσει την οικονομική της ανθεκτικότητα, ενώ ταυτόχρονα θα δημιουργούνταν περισσότερες θέσεις εργασίας.

Τέλος, με δεδομένο πως οι δημόσιες επενδυτικές δαπάνες επιφέρουν σχετικά υψηλή παραγωγικότητα της εργασίας και χαμηλούς δείκτες εξάρτησης από τις εισαγωγές, η κυβέρνηση με στρατηγικές επενδύσεις σε βασικούς τομείς μπορεί να τονώσει την οικονομική δραστηριότητα, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και να προωθήσει τη βιώσιμη ανάπτυξη κάτι που δεν συμβαίνει.

  1. Πώς μπορεί να αυξηθεί η παραγωγικότητα των ΜμΕ

Η παραγωγικότητα των ελληνικών πολύ μικρών επιχειρήσεων είναι η χαμηλότερη στην ΕΕ 27. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι το ποσοστό αυτών με 1-2 απασχολούμενα άτομα είναι πολύ υψηλότερο στην Ελλάδα. Όπως τεκμηριώνει η Έκθεση (figure 4.13), στο Λουξεμβούργο η παραγωγικότητα των πολύ μικρών επιχειρήσεων υπερέχει όλων ενώ στη Δανία και στη Μάλτα υπερέχει όλων εκτός των πολύ μεγάλων. Μάλιστα, με στοιχεία του ΟΟΣΑ στον τομέα των υπηρεσιών οι πολύ μικρές έχουν υψηλότερη παραγωγικότητα από όλες στην Εσθονία, στο Ισραήλ, στη Βρετανία, τη Δανία και τη Σουηδία8. Δηλαδή, υπό προϋποθέσεις, και οι επιχειρήσεις με πολύ μικρό μέγεθος μπορεί να αποκτήσουν μια αξιόλογη δυναμική.

Διάγραμμα 1: Σύγκριση της παραγωγικότητας των ΜμΕ και των μεγάλων επιχειρήσεων (100), μέσος όρος 2017-2021, ΕΕ27




Πηγή: Greek National Productivity Board (2023: Fig. 4.1.3).

Το μέγεθος αναμφίβολα συνιστά πρόβλημα, καθώς δεν επιτρέπει: αξιοποίηση οικονομιών κλίμακας, τεχνολογική αναβάθμιση, χρηματοδότηση, μάνατζμεντ κ.λπ. Βέβαια, στις ΜμΕ παρατηρείται ένας δυισμός, καθώς κάποιες αδυνατούν να εκσυγχρονιστούν (κυρίως «επιχειρηματικότητα ανάγκης»). Όμως στον αντίποδα κάποιες άλλες είναι πολύ δυναμικές και τεχνολογικά προηγμένες. Σημειώνεται πως ένα από τα χαρακτηριστικά της 4ΒΕ είναι ο πολλαπλασιασμός «διαταρακτικών τεχνολογιών» που καθιστούν παρωχημένες τις υπάρχουσες μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Αυτό δίνει ευκαιρίες ακόμη και σε πολύ μικρές νεοφυείς επιχειρήσεις που αποτελούν πρωτογενή δημιουργό καινοτομίας και ευρεσιτεχνιών.

Η παρουσία ΜμΕ που εξασφαλίζει απασχόληση και των οποίων ιδιοκτήτες αποτελούν μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης συντελώντας στην κοινωνική ειρήνη της μεταπολεμικής περιόδου είναι εξαιρετικά σημαντική και, υπό κατάλληλες συνθήκες, μπορεί να διασφαλίσει μια βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη αλλά και οικονομική δημοκρατία. Πρέπει λοιπόν να ασκηθούν πολιτικές για να τις βοηθήσουν να αυξήσουν το μέγεθος και την παραγωγικότητά τους.

Να τις στηρίξουν σε επωφελή αύξηση του μεγέθους και μέσα από συμπράξεις και συνεργασίες πολύ μικρών επιχειρήσεων που θα αναβιβαστούν από το ελάχιστο επίπεδο των 1-2 εργαζόμενων. Και αυτή είναι μια στρατηγική διαφορετική από εκείνη που ευνοεί εξαγορές που εκτοπίζουν ΜμΕ προς όφελος μόνο μεγάλων και πολύ μεγάλων επιχειρήσεων, συντελώντας, μεταξύ άλλων, σε διαμόρφωση ολογοπωλιακών συνθηκών σε διάφορες αγορές.

Πιο συγκεκριμένα πρέπει να βοηθηθούν ώστε να αποκτήσουν ένα κρίσιμο μέγεθος μέσω συνεργασιών clusters ή συγχωνεύσεων ή συμμετοχής σε εγχώριες ή και παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Να δημιουργηθούν υποστηρικτικές δομές9 που θα τους σταθούν αρωγοί, ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης.

Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι ζούμε σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία και ως εκ τούτου όλες οι επιχειρήσεις που πωλούν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες, ακόμη και το κατάστημα της γειτονιάς που εμπορεύεται ρούχα ή βιβλία, πρέπει να έχει τη δυνατότητα σε τελευταία ανάλυση να πωλεί τα προϊόντα του σε τιμές που είναι διεθνώς ανταγωνιστικές. Τέλος, με την αύξηση της δυνατότητας χρηματοδότησής τους, καθώς σήμερα η συντριπτική πλειονότητά τους δεν θεωρείται από τις τράπεζες αξιόχρεη10.

  1. Εισαγωγή μεταναστών: μια απάντηση στη δημογραφική κρίση και στις ελλείψεις στην αγορά εργασίας

Η δημογραφική κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα μας είναι πλέον πασιφανής και είναι κυρίως αποτέλεσμα της μείωσης της γονιμότητας, της γήρανσης του πληθυσμού και βεβαίως της 14ετούς κρίσης, υπό τη διπλή μορφή του περιορισμού των δυνατοτήτων απόκτησης οικογένειας λόγω της οικονομικής και εργασιακής επισφάλειας και της αύξησης της φυγής των νέων μας (πτυχιούχων ή όχι) στο εξωτερικό. Αναμφίβολα επίσης η μείωση του πληθυσμού χωρίς ουσιαστική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ή και αύξηση της συμμετοχής στην εργασία θα οδηγήσει σε μείωση του ΑΕΠ.

Η εξέλιξη αυτή οδηγεί εκτός των άλλων σε ελλείψεις στην αγορά εργασίας που όπως πολύ ορθά σημειώνεται στην Έκθεση οδηγεί στην ανάγκη εισαγωγής ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού. Πράγματι η κυβέρνηση τον Απρίλιο του 2023 ενέκρινε την είσοδο 168.000 εργαζομένων από τρίτες χώρες για τη διετία 2023-24 προκειμένου να καλυφθούν κενές θέσεις εργασίας. Οι εγκρίσεις αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά (99,5%) ανειδίκευτους και κατανέμονται κατά 77% στον πρωτογενή τομέα και από 7% περίπου στις κατασκευές, στον τουρισμό και στη βιομηχανία.

Αυτό βέβαια που είναι πιο ενδιαφέρον είναι πως τα αιτήματα των επιχειρηματιών αφορούσαν στην εισαγωγή 380.000 εποχικών μεταναστών και πάλι ανειδίκευτων (99,4%) και με την ίδια περίπου τομεακή κατανομή11. Όμως, οι ρυθμίσεις αποδείχτηκαν ελκυστικές για έναν πολύ μικρό αριθμό μεταναστών, γιατί καλούνταν να αντιμετωπίσουν συχνά ανυπέρβλητα γραφειοκρατικά και άλλα εμπόδια και συνεπώς η πλειοψηφία προτίμησε τελικά πιο «γενναιόδωρες» χώρες.

Επίσης, πρόσφατα η κυβέρνηση ψήφισε νόμο με τον οποίο εκτιμάται πως 30.000 «άτυποι μετανάστες», που ζούσαν και εργάζονταν στη χώρα μας έως την 30η Νοεμβρίου 2023 τουλάχιστον για 3 συνεχόμενα χρόνια, θα αποκτήσουν νόμιμη πρόσβαση στην αγορά εργασίας12. Η ρύθμιση δεν αποτελεί νομιμοποίηση, ούτε δίνει δικαίωμα για οικογενειακή επανένωση, μόνιμη διαμονή και ιθαγένεια13. Καθώς ο αριθμός και η κατάρτιση των μεταναστών προκύπτουν τυχαία, δηλαδή από αυτούς που βρέθηκαν στη χώρα, προφανώς δεν καλύπτει τις ανάγκες μιας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής. Απλά θα αμβλύνει τις ελλείψεις στην αγορά εργασίας.

Και στις δυο περιπτώσεις η «εισαγωγή» μεταναστών αντιμετωπίζεται ως μια προσπάθεια επίλυσης του ζητήματος της έλλειψης εργατικών χεριών αλλά με μικρές πιθανότητες πολιτισμικής ώσμωσης και αφομοίωσης στον κύριο κορμό της χώρας και για αυτό δεν είναι ούτε ελκυστική στους μετανάστες, ούτε ουσιαστικά επωφελής σε μια αναγεννητική αναπτυξιακή δυναμική. Αντίθετα, η άσκηση μιας πιο ανοικτής πολιτικής για την εισαγωγή και ένταξη μεταναστών, μολονότι δεν είναι πανάκεια, μπορεί να αποτελέσει μια έστω μερική απάντηση, και μάλιστα άμεση, στο δημογραφικό και στις ελλείψεις που υπάρχουν στην αγορά εργασίας14.

Αυτή η ανισορροπία στο ισοζύγιο δεξιοτήτων (εκροή εξειδικευμένων – εισροή ανειδίκευτων), μαζί με το δημογραφικό ζήτημα, υποβαθμίζει το ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας. Tο πρόβλημα δεν είναι ούτε η ανειδίκευτη εργασία ούτε αυτοί που την παρέχουν ούτε βεβαίως οι ίδιες οι δραστηριότητες που την έχουν ανάγκη (ανειδίκευτη εργασία κι εργαζόμενους συναντάμε και στις πλέον προηγμένες/εξαγωγικές οικονομίες), αλλά το παραγωγικό υπόδειγμα που μονομερώς «επενδύει» σε αυτές τις δραστηριότητες, χωρίς παράλληλα να δημιουργήσει προϋποθέσεις για την κινητοποίηση υψηλής προστιθέμενης αξίας παραγωγικές επενδύσεις που θα αξιοποιούν και το υπάρχον (ή και εισαγόμενο) υψηλά εξειδικευμένο και δημιουργικό εργατικό δυναμικό.

Όσον αφορά, επομένως, στην αντιμετώπιση του δημογραφικού αλλά και την κάλυψη των κενών στην αγορά εργασίας χρειάζεται μια ολοκληρωμένη μεταναστευτική πολιτική. Μια πολιτική που δεν θα στηρίζεται μόνο στα υπάρχοντα αιτήματα της σημερινής δομής της οικονομίας. Μια πολιτική που θα βλέπει το θέμα της προσέλκυσης μεταναστών μέσα στο πλαίσιο μιας στρατηγικής δόμησης νέων συγκριτικών πλεονεκτημάτων που θα μας επιτρέψουν να μεταβούμε σε μια οικονομία γνώσης. Μια μεταναστευτική πολιτική για μια αγορά εργασίας που αξιοποιεί εξειδικευμένο δυναμικό και στοχεύει όχι απλά στη μείωση του brain drain και στην επιστροφή κάποιων από αυτούς που άφησαν τη χώρα, αλλά και στην προσέλκυση εξειδικευμένων εργαζόμενων από τρίτες χώρες.

  1. Περιφερειακές ανισότητες

Η Έκθεση επισημαίνει ενδελεχώς και τα προβλήματα που προκύπτουν από τις περιφερειακές ανισότητες και κυρίως τη συγκέντρωση στην Αθήνα. Στον δημόσιο διάλογο δυστυχώς δεν περιλαμβάνεται το θέμα των περιφερειακών ανισοτήτων. Πολύ λίγο όμως συζητείται και η περιφερειακή διάσταση του δημογραφικού ζητήματος παρόλο που είναι πασιφανής, καθώς προφανώς, αν και κακώς, δεν αξιολογείται ως έχουσα σημαντικές επιπτώσεις στις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.

Η τελευταία απογραφή πληθυσμού ανέδειξε αυτό που ονομάσαμε «περιφερειακό δημογραφικό πρόβλημα15» καθώς το ένα τρίτο των Δήμων16 της χώρας που καλύπτουν γεωγραφικά άνω του μισού της επικράτειας, παρουσιάζουν μεταξύ 2011 και 2021 μειώσεις που ξεπερνούν το 10% και οριακά ακόμα και το 30% του πληθυσμού τους17. Επιπλέον οι ελληνικές Περιφέρειες, όπως επισημαίνεται στην Έκθεση, βρίσκονται προς το τέλος της κατάταξης των περιφερειών της ΕΕ ως προς τον Περιφερειακό Δείκτη Ανταγωνιστικότητας (Regional Competitive Index RCI)18. Η Αττική παρουσιάζει τη μακράν καλύτερη επίδοση (134/234) σε σχέση με τις υπόλοιπες Περιφέρειες της χώρας, ενώ η Κ. Μακεδονία που είναι η δεύτερη μετά την Αττική βρίσκεται μόλις στη θέση 199/234.

Είναι προφανές ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη όταν ένα τόσο μεγάλο μέρος της χώρας μένει πίσω. Πρέπει να υπάρξουν άμεσα πολιτικές για την ανάπτυξη της περιφέρειας. Και όπως μας υποδεικνύει η σύγχρονη βιβλιογραφία, οι πολιτικές αυτές δεν πρέπει να είναι οριζόντιες. Η έμφαση πρέπει να είναι στις ιδιαιτερότητες του τόπου, σε «τοποκεντρικές πολιτικές”19 που θα επικεντρώνονται σε μηχανισμούς που βασίζονται στις τοπικές δυνατότητες και προωθούν καινοτόμες ιδέες μέσω της αλληλεπίδρασης αφενός τοπικής και γενικής γνώσης και αφετέρου ενδογενών και εξωγενών παραγόντων στον σχεδιασμό και την υλοποίηση των δημόσιων πολιτικών (υπερκείμενα επίπεδα διοίκησης, διεθνικές επιχειρήσεις και δίκτυα).

  1. Ορισμένες σκέψεις για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας μας

Όπως συστηματικά καταγράφεται στην Έκθεση σε κάθε κεφάλαιο, η κατάσταση με την παραγωγικότητα στη χώρα δεν διαφέρει δυστυχώς από τη γενική της μακροοικονομική και μακροκοινωνική εικόνα. Μια εικόνα που εξακολουθεί να παραμένει προβληματική τόσο από την άποψη της εσωτερικής της εξέλιξης όσο και ιδίως συγκριτικά με τις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη και ο υπόλοιπος κόσμος, ιδίως δε οι ταχύτατα αναπτυσσόμενες χώρες της Ανατολικής Ασίας, η συγκριτική εικόνα της χώρας είναι με σχετική βεβαιότητα ακόμα πιο δυσμενής, οδηγώντας σε μάλλον περισσότερο μελαγχολικά συμπεράσματα και επιτάσσοντας βέβαια και μεγαλύτερη εγρήγορση για διόρθωση της πορείας.

Η σχετική αλλά και η απόλυτη σφοδρή επιδείνωση της θέσης της χώρας τα τελευταία 15 χρόνια, μας έχει ουσιαστικά οδηγήσει έξω από το κλειστό κλαμπ των αναπτυγμένων οικονομιών του πλανήτη προς το ανοικτό και φουρτουνιασμένο πέλαγος των χωρών μέσου εισοδήματος και στη γνωστή παγίδα που ενεδρεύει εκεί: παγίδα των χωρών μεσαίου εισοδήματος (middle income trap). Δηλαδή χώρες που δεν μπορούν να ανταγωνιστούν ούτε τις χώρες που παράγουν αγαθά και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας, αλλά ούτε και τις χώρες που παράγουν προϊόντα φτηνού κόστους. Παράλληλα λόγω των χαμηλών πτήσεων της παραγωγικότητας, των χαμηλών αμοιβών κ.λπ., διατηρείται η συνεχής εκροή των υψηλής και μέσης-υψηλής κατάρτισης νέων μας στο εξωτερικό (brain drain), με αποτέλεσμα έναν φαύλο κύκλο, στο πλαίσιο του οποίου οι ελλείψεις σε ειδικευμένο προσωπικό οδηγούν σε μειωμένες επενδύσεις και δη περιορισμένης τεχνολογικής εμβέλειας, χαμηλή ανάπτυξη κοκ.

Υπάρχει μια σαφής ευρύτερη αναγκαιότητα για αλλαγή του αναπτυξιακού υποδείγματος της χώρας20, όπως υποστηρίζεται και στην Έκθεση. Μέχρι σήμερα ακολουθείται μια πολιτική «φτηνής ανάπτυξης» (χαμηλό κόστος εργασίας, χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές για τις επιχειρήσεις, περιορισμένη προστασία φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος και πολιτιστικής κληρονομιάς κ.ά.). Αυτό που χρειάζεται είναι, αντιθέτως, μια στρατηγική για «ποιοτική ανάπτυξη» (ανηφορικός δρόμος-high road), η οποία θα στηρίζεται στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και στην καινοτομική δυνατότητά του, έχοντας ως στόχο τη σταδιακή αύξηση της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Όμως για αυτό υπάρχουν προϋποθέσεις. Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση πρέπει να στείλει με διάφορους τρόπους και σε πολλά επίπεδα το μήνυμα της αναγκαιότητας στροφής στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλότερης προστιθέμενης αξίας. Με στήριξη της καινοτόμου επιχειρηματικότητας, της απασχόλησης εξειδικευμένου δυναμικού, της ερευνητικής δραστηριότητας και καινοτομίας κ.λπ., που θα μειώσει και το brain drain. Καθώς η παραπάνω στόχευση είναι μακράς πνοής δύσκολα θα διαπεράσει τον βραχυπροθεσμισμό του παρόντος πολιτικού συστήματος, με δεδομένο μάλιστα πως δεν υπάρχουν ισχυροί θεσμοί (δικαστικό σύστημα, ρυθμιστικό περιβάλλον και δημόσια διοίκηση) που να εξασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία του αλλά και αντίστοιχό πολιτισμικό υπόβαθρο (κοινωνία χαμηλής εμπιστοσύνης - low trust society).

Πρέπει να επιτευχθούν κοινωνικές συμμαχίες στο εσωτερικό της χώρας με ομάδες που θα κατανοήσουν τη σημασία μιας τέτοιας ευκαιρίας֗ πρέπει να υπάρξει στροφή προς τα δημόσια αγαθά και περιορισμός της ιδιωτικής επιδεικτικής κατανάλωσης, για στήριξη του ισοζυγίου, όσο και της πράσινης μετάβασης. Για παράδειγμα να μειωθεί η έμφαση στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα που σημαίνουν εισαγωγές, και να στραφούμε σε πιο συλλογικές καταναλωτικές συμπεριφορές (π.χ. car sharing), μέσα σταθερής τροχιάς (τρένα) κ.ά.

Το κράτος πρέπει να γίνει «αναπτυξιακό»21. Όπερ μεθερμηνευόμενο σημαίνει ότι πρέπει να αποκτήσει τη δυνατότητα διάγνωσης των ευκαιριών (evidence based policies), να διαθέτει συλλογική αναλυτική δυνατότητα (thinking capacity), να έχει δυνατότητα σχεδιασμού, συντονισμού, εφαρμογής και αξιολόγησης της πορείας των δημόσιων πολιτικών. Έτσι θα μπορεί να ασκήσει βιομηχανική/αναπτυξιακή πολιτική ώστε αφενός να ενισχυθούν τα πλεονεκτήματα σε κλάδους ήδη ισχυρούς (π.χ. αγροτοδιατροφή, τουρισμός), αλλά ιδίως να δοθεί βάρος και σε άλλους που μπορούν να μας θέσουν σε δυναμική πορεία ανάπτυξης. Αυτό που παρατηρείται όμως είναι ότι η κυβέρνηση βαδίζει προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, καθώς απομειώνει συνεχώς τις δυνατότητες του δημόσιου τομέα και αναθέτει σημαντικές δραστηριότητές του σε εταιρείες συμβούλων, ενώ αποφεύγει οποιαδήποτε σοβαρή συζήτηση και προοπτική για άσκηση «βιομηχανικής πολιτικής», θεωρώντας πως η αγορά θα λύσει όλα τα ζητήματα.

Αυτή την περίοδο βιώνουμε μια δραματική αναδιάταξη του διεθνούς πολιτικοοικονομικού συστήματος και είναι σημαντικό να μην χαθεί η σπάνια ιστορικά ευκαιρία που προσφέρεται κάθε φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο: όποιοι κινούνται άμεσα και αποφασιστικά είναι αυτοί που απολαμβάνουν και τα μεγαλύτερα οφέλη. Πρέπει να διασφαλιστεί ότι η χώρα μας θα μπορέσει να εντοπίσει και να αδράξει τις νέες ευκαιρίες που δημιουργεί η «φιλική παγκοσμιοποίηση» 22 (friend shoring), λόγω της ήδη διαφαινόμενης τάσης επιστροφής επενδύσεων και παραγωγής κρίσιμων αγαθών σε χώρες της Δύσης ή έστω φιλικότερες προς αυτήν. Η «φιλική παγκοσμιοποίηση», δημιουργεί νέες ευκαιρίες για χώρες όπως η Ελλάδα. Όμως για να μπορέσει να τις αδράξει η χώρα πρέπει να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες που προαναφέραμε και βέβαια να εκτιμηθεί ποιες συγκεκριμένα είναι οι επανακάμπτουσες δραστηριότητες στις ΗΠΑ, στην ΕΕ και στην ευρύτερη «συλλογική Δύση», και ποιες και υπό ποιους όρους μπορεί να προσελκύσει η χώρα μας23 .

  1. Καταληκτικό σχόλιο - πρόταση

Καταλήγουμε με μια πρόταση που ίσως βελτιώσει την Έκθεση. Στην Έκθεση, όπως και γενικότερα στη σχετική συζήτηση στην χώρα, κυριαρχούν οι συγκρίσεις ιδίως με τις λοιπές χώρες της ΕΕ συχνά δε μόνο με αυτές της ζώνης Ευρώ. Και φυσικά υπάρχουν πολλοί και σημαντικοί λόγοι πίσω από αυτήν την επικέντρωση ενδιαφέροντος. Ίσως θα ήταν σκόπιμη η επέκταση του αντικειμένου της Έκθεσης με την έννοια να παρακολουθούνται οι εξελίξεις και στις χώρες με μέσα και ανώτερα μέσα εισοδήματα πέραν της ΕΕ με την ίδια σειρά δεικτών που χρησιμοποιούνται για τους ελέγχους εντός της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Θεωρούμε δηλαδή ότι με την παρούσα κατάσταση της χώρας, που την κατατάσσει οριακά μεταξύ των αναπτυγμένων και των μέσης ανάπτυξης χωρών, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς εξελίξεις στο πλαίσιο των οποίων η ΕΕ διαρκώς χάνει έδαφος στο διεθνή ανταγωνισμό, είναι σκόπιμο να αυξήσουμε το εύρος του οικονομικού ερευνητικού μας φάσματος, ώστε να μπορούμε να κατανοούμε καλύτερα τα συμβαίνοντα γύρω μας.

1 Greek National Productivity Board: Challenges and Policies for Sustainable Development Annual Report 2023, Liargovas P., Tsekeris Th. (Head of the Committee), Passas C., Rodousakis N., Skintzi, G.

2 Το κείμενο αυτό αποτελεί τη βάση της ομιλίας μου στην παρουσίαση της Έκθεσης μαζί με τους κκ. Αλογοσκούφη Γ. και Σαχινίδη Φ. στις 15.12.23 στο ΚΕΠΕ

4 Βλ. πχ https://www.eurobank.gr/el/omilos/oikonomikes-analuseis/elliniki-oikonomia/7-imeres-oikonomia-30-10-23, που όχι μόνο αποκλίναμε πολύ λόγω κρίσης & μνημονίων από την ΕΕ (μ.ό.) αλλά & από τους μεσόγειους, που έκαναν rebound σε αντίθεση μ’ εμάς

5 Έτσι, οι παλαιότεροι ιδιοκτήτες, συνήθως Έλληνες, επωφελούνται ρευστοποιώντας τη συμμετοχή τους και πιθανόν εξάγοντας τα κεφάλαια που εισπράττουν σε φορολογικούς παραδείσους στο εξωτερικό. Παράλληλα, υπάρχει διαρροή κερδών από τα funds στο εξωτερικό.

6 H συνολική πραγματική απορρόφηση είναι μόλις 8%. Το 85,9% του συνολικού ποσού των δανείων αφορά σε δανειοδοτήσεις μεγαλύτερες των 10 εκατ. ευρώ τα οποία έχουν λάβει μόλις 36 εταιρείες/όμιλοι (Οκτ. 2023 – ΕΝΑ) .

7 Η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής (TFP) της ελληνικής οικονομίας αυξήθηκε κατά 2,9% με βάση τις ώρες εργασίας και κατά 3,8% με βάση την απασχόληση (Greek National Productivity Board, 2023: 94).

8 OECD Entrepreneurship at a Glance (2017: 61).

9 Το 2019 με το Ν. 4605/19 η ΓΓ Ιδιωτικών Επενδύσεων του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης δημιούργησε τη «Δομή στήριξης ΜμΕ» Με τη συμμετοχή της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων, της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ), της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΕΣΕΕ) και του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ). Η Δομή σχεδιάστηκε για να παρέχει ηλεκτρονικές υπηρεσίες κεντρικά μέσω ειδικής ψηφιακής πλατφόρμας και να διαθέτει σημεία φυσικής παρουσίας στα 59 Επιμελητήρια της χώρας, για να απευθύνονται οι επιχειρήσεις. Με στόχο να βοηθήσει τις ΜμΕ για την τεχνολογική –ψηφιακή αναβάθμιση, τη διευκόλυνση πρόσβασης σε διεθνείς αγορές, την προτυποποίηση και απόκτηση brand name, Αναδιάρθρωση / Μετασχηματισμός Επιχείρησης κ.λπ. Η Δομή είχε εγκεκριμένη χρηματοδότηση για 3 χρόνια αλλά η κυβέρνηση της ΝΔ την εγκατέλειψε.

10 Aπό σχεδόν 800.000 επιχειρήσεις μόλις οι 40.000 θεωρούν σήμερα οι τράπεζες ότι είναι αξιόχρεες («bankable») και συνεπώς έχουν πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό (newmoney 20.8.23).

13 Το μεταναστευτικό αποτελεί προνομιακό πεδίο για κάθε είδους λαϊκισμό, όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά και σε όλη τη Δύση. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση για να καθησυχάσει όλους αυτούς που τους γαλούχησε με την αντιμεταναστευτική ρητορεία και πρακτική της (push backs κ.ά.) επισημαίνει με κάθε τρόπο πως η ρύθμιση αυτή αποτελεί μια εφάπαξ ρύθμιση που δεν μεταβάλει την αντιμεταναστευτική πολιτική της. Η Ελλάδα παραμένει χώρα διέλευσης και όχι τελικού προορισμού και ελάχιστοι από τους παράνομα αφιχθέντες μένουν εδώ. Η συντριπτική πλειοψηφία των παράνομων αφίξεων στην Ελλάδα έχει τελικό προορισμό τη Γερμανία. Οι περισσότερες χώρες έχουν ανάλογες ρυθμίσεις π.χ. η Ιταλία υπό την Τζόρτζια Μελόνι, έχει μόνιμο μηχανισμό χορήγησης άδειας διαμονής.

14 Λαμπριανίδης Λ. (2023). Η προβληματική δομή της ελληνικής οικονομίας: «Εισαγωγή» εργατικού δυναμικού χαμηλής ειδίκευσης, εξαγωγή νέων υψηλής κατάρτισης ENA

16 Πρόκειται ως επί το πλείστον για δήμους γεωργικούς, ημιορεινούς και ορεινούς.

17 Εάν μάλιστα αφαιρέσει κανείς τις πρωτεύουσες αυτών των Δήμων τότε μπορεί να υποθέσει πως οι υπόλοιποι οικισμοί είναι στα όρια της ερήμωσης

18 Ενώ δύο Περιφέρειες (Ανατολική Μακεδονία, Θράκη και Στερεά Ελλάδα) βρίσκονται στις δέκα τελευταίες Περιφέρειες του δείκτη.

19 Iammarino S., Rodriguez-Pose Α. & Storper Μ. (2019). «Regional inequality in Europe», Journal of Economic Geography 19, 273–298 και Barca F., McCann Ph. & Rodríguez-Pose A. (2012). “The Case for Regional Development Intervention,” Journal of Regional Science 52 (1): 134–52.

20 Θέμα που έχει αναπτυχθεί και σε άλλες δημοσιεύσεις, δες ενδεικτικά (2022) «Αλλαγή υποδείγματος για το παραγωγικό άλμα: Από τη «φθηνή» στην «ποιοτική» ανάπτυξη», ΕΝΑ και (2023). «Υπάρχει όντως success story φιλοεπενδυτικής πολιτικής στην Ελλάδα σήμερα;» ΕΝΑ

21 Κλειδί για την ποιοτική ανάπτυξη, το αναπτυξιακό κράτος (KReport, 10.8.23).

22 Οι πρόσφατες εξελίξεις με τη «Νέα Συναίνεση της Ουάσιγκτον» και τα «Νέα Οικονομικά της Προσφοράς», σε συνδυασμό με τις γεωπολιτικές εξελίξεις που οδηγούν σε περιφερειακές συσπειρώσεις, συνδυαστικές της παραγωγής με την ασφάλεια, αποτελούν ενδεχομένως στρατηγική ευκαιρία αναπροσανατολισμού του αναπτυξιακού υποδείγματος της χώρας.

23 Λαμπριανίδης Λ. (2023). «Ο κόσμος αλλάζει δραστικά και δημιουργεί νέες ευκαιρίες: Η Ελλάδα και η αναζωογόνηση της ναυπηγικής δραστηριότητας», ΕΝΑ Ιούλιος

Λόης Λαμπριανίδης, Οικονομικός Γεωγράφος, αφ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας, πρ. Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων, υπ. Οικονομίας & Ανάπτυξης, μέλος Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕΝΑ – Ανάλυση στο Ινστιτούτο ΕΝΑ

https://www.huffingtonpost.gr/entry/ellenike-oikonomia-arketoi-kaloi-deiktes-polla-domika-provlemata_gr_659edb7ee4b0e696b91086b5

11/1/2024