Τα ελληνικά πλοία θα έπρεπε να βρίσκονται σήμερα στην Κύπρο.

 



Τα ελληνικά πλοία
θα έπρεπε να βρίσκονται σήμερα στην Κύπρο.

Το ύψιστο εθνικό συμφέρον της Ελλάδας είναι η διατήρηση της κυπριακής ανεξαρτησίας ως ενός δεύτερου ελληνικού κράτους.

Συμπληρώνονται 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και η Ελλάδα αυτό το πολύ σημαντικό γεγονός σχεδόν το έχει θάψει σε πολιτειακό επίπεδο. Eκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, με εκδηλώσεις που γίνονται από φορείς της κοινωνίας των πολιτών, η ελληνική πολιτεία έχει εντελώς υποβαθμίσει το ζήτημα της εισβολής, και απλώς ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε τα 50 χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας μας. Κάνοντας αυτό που συστηματικά έγινε στην μεταπολίτευση, δηλαδή την αποσύνδεση της δημοκρατίας από την καταστροφή στην Κύπρο. Έτσι ώστε να φτιάξουμε ένα σχήμα σύμφωνα με το οποίο αποδώσαμε την πτώση της δικτατορίας απλώς και μόνο στο Πολυτεχνείο, που έπαιξε και αυτό τον ρόλο του, ιδεολογικά, αλλά δευτερεύοντα πραγματολογικά, καθώς τα άμεσα αίτια της κατάρρευσης ήταν το πραξικόπημα της Χούντας στην Κύπρο και η συνακόλουθη τουρκική εισβολή και η κατοχή της μισής Κύπρου. Αυτό ήταν το μεγάλο γεγονός που οδήγησε στην πτώση της χούντας.

Αυτό λοιπόν που έγινε στη μεταπολίτευση κορυφώνεται σήμερα: η αποσύνδεση των ιστορικών γεγονότων, η αποσύνδεση της Ελλάδας από ένα για χιλιάδες χρόνια ελληνικό νησί. Τέλος, για να έρθουμε στην τρέχουσα πολιτική, η προώθηση, που ακολουθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη, μιας προσέγγισης με την Τουρκία η οποία δεν περιλαμβάνει στην πραγματικότητα την Κύπρο. Δεν βάζει η Ελλάδα ως προτεραιότητα την αποχώρηση των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων από την Κύπρο.

Αυτό δεν είναι κατόρθωμα μόνο του κύριου Μητσοτάκη αλλά όλων των κυβερνήσεων των τελευταίων 20-30 ετών. Σταδιακώς προχώρησαν σε μία απομάκρυνση της Ελλάδας από την Κύπρο, σπρώχνοντας και την Κύπρο να απομακρυνθεί από την Ελλάδα. Η λογική του «η Κύπρος κείται μακράν», όπως είχε ειπωθεί τότε, για να επιτρέψουν στην τουρκική εισβολή να προχωρήσει.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την πρώτη τουρκική εισβολή, στις 20 Ιουλίου του 1974, που κατέλαβε το 3% του κυπριακού εδάφους, ακολούθησε η δεύτερη και τελική φάση της εισβολής, στις 14 Αυγούστου, και η Τουρκία κατέλαβε το 36% του νησιού. Η πρώτη φάση έγινε επί Χούντας, η δεύτερη όμως πραγματοποιήθηκε με αποκατεστημένη στην Ελλάδα τη δημοκρατία, είχε αναλάβει την πρωθυπουργία πια ο Κ. Καραμανλής και ο Γ. Μαύρος ήταν υπουργός Εξωτερικών.

Την ευθύνη τη φέρουν κατ’ εξοχή οι ελλαδικές πολιτικές εξουσίες, αλλά και οι κυπριακές – αλλά τουλάχιστον οι κυπριακές έχουν το άλλοθι ότι ήταν αδύνατον μόνες τους, χωρίς τη βοήθεια της Ελλάδας, να αντιμετωπίσουν την τουρκική εισβολή. Και αμέσως μετά ξεκίνησε μια διαδικασία, που άρχισε το 1977, τρία χρόνια μετά την εισβολή και την κατοχή, με χιλιάδες νεκρούς και αγνοουμένους. Τους πάνω από 1.500 Ελλαδίτες αγνοούμενους, που πολέμησαν στην διάρκεια της εισβολής, τους αγνοήσαμε και πρόσφατα αποκαλύπτονται οι μαζικοί τάφοι και αποδίδονται τα οστά τους στους συγγενείς τους. Το κρύψαμε διότι δεν ήθελαν να ασχοληθεί η κοινή γνώμη με το τι συνέβη στην Κύπρο. Τα αποτέλεσμα ήταν πως από το 1977 άρχισε μία διαδικασία εγκληματική, οι Έλληνες ξεκίνησαν να συζητούν εκ νέου με τους Τουρκοκύπριους και την κατοχική Τουρκία, άρχισαν διακοινοτικές συνομιλίες με τον εισβολέα. Αυτό έδωσε το σήμα του πόσο το ελλαδικό κράτος ήταν διατεθειμένο να ασχοληθεί σοβαρά με την Κύπρο. Και τότε έγινε το μεγάλο σφάλμα, το αναγνώρισε αργότερα και ο πρόεδρος Μακάριος, λίγο πριν τον θάνατο του, αλλά πια ήταν αργά. Ότι, αντί η Ελλάδα και Κύπρος να διεκδικούν πρώτα την αποχώρηση του στρατού κατοχής και μετά την έναρξη διαπραγματεύσεων μεταξύ ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, καθώς υπήρχαν και τα σχετικά ψηφίσματα και αποφάσεις του συμβουλίου ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, εμείς ακολουθήσαμε μία λογική νομιμοποίησης της τουρκικής κατοχής στο νησί. Καταλήξαμε, μετά από διαδοχικές υποχωρήσεις, σήμερα η Τουρκία να διεκδικεί να δημιουργηθεί ένα καθεστώς με δύο κράτη, όπου θα αναγνωριστεί το κατεχόμενο τμήμα και η Τουρκία θα ελέγχει και το ελεύθερο, δηλαδή την Κυπριακή Δημοκρατία.

Αντί λοιπόν η ελλαδική και η κυπριακή κυβέρνηση να έχουν μία ενιαία γραμμή, ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μέλος της Ευρωπαϊκή Ένωσης, είναι αναγνωρισμένο κράτος στον ΟΗΕ και προχωρά ανεξάρτητα, εμείς ακολουθούμε μια ατέρμονη συζήτηση με τον εισβολέα που σταδιακά έχει ένα αποτέλεσμα, να αναγνωρίζονται τα κεκτημένα του.

Αυτό το αποτέλεσμα είχε το σχέδιο Ανάν, αυτό το αποτέλεσμα είχαν οι συζητήσεις στο Κραν Μοντανά, δηλαδή να αναγνωρίζουμε τη δικαιοδοσία της Τουρκίας, εκτός από το κατεχόμενο τμήμα του νησιού, να θέλει πια να ορίσει τη μοίρα και του υπόλοιπου νησιού, του ελεύθερου και ανεξάρτητου κυπριακού κράτους.

Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκεται και η πρόσφατη προσπάθεια δημιουργίας καλού κλίματος με την Τουρκία από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και η πίεση που ασκεί η Ελλάδα στην κυπριακή Δημοκρατία να αποδεχτεί αυτό το κλίμα. Είναι ένα ακόμα βήμα σε αυτή την πορεία που διαρκεί πάνω από 45 χρόνια υποχωρήσεων που κάνει η Ελλάδα και η κυπριακή δημοκρατία απέναντι στην Τουρκία. Αυτό έχει διαμορφώσει ένα κλίμα το οποίο έχει περάσει και στον ελληνικό λαό, ο οποίος έχει αποσυνδέσει την Κύπρο από την τουρκική επιθετικότητα, κάτι που είναι εγκληματικό όχι μόνο γιατί εγκαταλείπουμε την Κύπρο αλλά και για ένα ακόμα λόγο:

Η Ελλάδα και Κύπρος μαζί, δύο μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε έναν χώρο που ξεκινά από τη Μέση Ανατολή και φτάνει μέχρι τα Βαλκάνια, είναι σημαντική γεωπολιτική δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο. Η καθεμία χωριστά, η Κύπρος θα κατασπαραχθεί από την Τουρκία και η Ελλάδα θα περιοριστεί στην μικροελλαδική ηπειρωτική της διάσταση.

Οι αντιδράσεις της Τουρκίας απέναντι στις δηλώσεις των Νίκου Δένδια, δηλαδή τις αυτονόητες δηλώσεις που θα έπρεπε να κάνει ο υπουργός Εθνικής Άμυνας της Ελλάδος, είναι χαρακτηριστικές. Μάλιστα το θράσος της Τουρκίας να πει ότι αυτές οι δηλώσεις έγιναν από τον υπουργό Άμυνας για αντιπολιτευτικούς προς την κυβέρνηση λόγους, δηλαδή η Τουρκία να παρεμβαίνει και στα εσωτερικά πολιτικά ζητήματα της χώρας μας, σε συνδυασμό με την εντελώς χλιαρή δήλωση του πρωθυπουργού σε πρόσφατη συνέντευξή του στον Σκαϊ, ότι η 20 Απριλίου 1974, είναι μια δύσκολη μέρα για τους Έλληνες και μέρα αναστοχασμού, είναι περαιτέρω ενδείξεις ότι η φάση εξευμενισμού της Τουρκίας που διατρέχουμε δίνει επιπλέον αέρα στην Τουρκία για νέες διεκδικήσεις.

Είναι φανερό ότι στην προσπάθεια της ελληνοτουρκικής προσέγγισης καταβάλλονται προσπάθειες να μείνει η Κύπρος απέξω, ενώ αντίθετα, αν η Ελλάδα έβαζε την Κύπρο στο κάδρο, θα είχε απαντήσεις ακόμα και προπαγανδιστικού τύπου απέναντι στις τουρκικές διεκδικήσεις στα νησιά του Αιγαίου.

Δηλαδή, δεν είναι δυνατόν κάποιοι που κατέχουν ελληνικό νησί, για το οποίο η Ελλάδα παραμένει εγγυήτρια δύναμη, να ζητούν αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου. Αυτό το αντεπιχείρημα το οποίο θα ήταν καταλυτικό απέναντί στις τουρκικές διεκδικήσεις, η Ελλάδα δεν το χρησιμοποιεί.

Έχουμε δυστυχώς μια πολιτική που συνεχίζει την πορεία αποξένωσης των Ελλήνων Κύπρου και Ελλάδας. Το ύψιστο εθνικό συμφέρον της Ελλάδας είναι η διατήρηση της κυπριακής ανεξαρτησίας ως ενός δεύτερου ελληνικού κράτους. Διότι αυτό δίνει μεγάλη ισχύ στην ελληνική πολιτεία. Αντ’ αυτού, η ελληνική κυβέρνηση ακολουθεί τη λογική ότι η Τουρκία είναι πολύ πιο ισχυρή από εμάς και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε με τους εξοπλισμούς μας είναι να προσπαθούμε να σταματήσουμε την άμεση επιθετικότητα, στο Αιγαίο, αλλά να ανοίγουμε τον δρόμο στην τουρκική διείσδυση στην οικονομία, αυξάνοντας τις οικονομικές σχέσεις, ειδικά στα νησιά του Αιγαίου, να δίνουμε τη δυνατότητα να πλημμυρίσουν τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου από Τούρκους τουρίστες και να φτιάχνουν συμφέροντα ελληνοτουρκικής προσέγγισης στα νησιά, στην ουσία υπέρ της σταδιακής και ήπιας τουρκοποίησης των νησιών. Να θυμίσουμε τις δηλώσεις του Οζάλ το 1988, του πατέρα του σύγχρονου τουρκικού ισλαμισμού και πολιτικού προγόνου του Ερντογάν, ότι σε τελική ανάλυση δεν χρειάζεται να γίνει ελληνοτουρκικός πόλεμος αρκούν μερικά εκατομμύρια Τούρκων να μετακινηθούν δυτικά.

Παράλληλα, διπλασιάστηκαν οι ανταλλαγές Ελλάδας-Τουρκίας, ακολουθούμε δηλαδή μία πολιτική που δημιουργεί στο εσωτερικό της χώρας, πέρα από το παραδοσιακό ιδεολογικό λόμπι της προσέγγιση με την Τουρκία, και οικονομικές ομάδες που καλοβλέπουν μια προσέγγιση με την Τουρκία. Προφανώς, κανένας δεν υποστηρίζει πως θα πρέπει να βρισκόμαστε διαρκώς σε ένταση με την Τουρκία. Αυτή τη στιγμή, η Τουρκία είναι στριμωγμένη, ζητά να πάρει τα F-16, επιζητά οικονομική βοήθεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αλλά και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, επιδιώκοντας να ανοίξουν κι άλλα ενταξιακά κεφάλαια. Και η Ελλάδα, αντί να προβάλλει μια πολιτική αρχών, έτσι ώστε να αναγκαστεί η Τουρκία να κάνει υποχωρήσεις, αντιθέτως επιτρέπει στην Τουρκία να εμφανίζεται στην Ευρώπη και στο ΝΑΤΟ ως δύναμη ειρήνης αφού είναι σε φάση «εξομάλυνσης» με την Ελλάδα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η εντελώς απαράδεκτη πρόσφατη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν, στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον, η οποία δεν είχε προσυμφωνηθεί, αλλά έγινε μετά από πρόσκληση της Τουρκίας, μία μέρα πριν. Έτσι εμφανίστηκε η Ελλάδα να δίνει στην Τουρκία τη δυνατότητα να παρουσιάζει τον εαυτό της ως το καλό παιδί και να ξεχνιέται η φιλορωσική πολιτική της στην Ουκρανία, λέγοντας ιδού τα βρίσκουμε με την Ελλάδα. Πράγμα που πολύ αρέσει και σε αρκετούς Ευρωπαίους, όπως οι Γερμανοί, οι Ισπανοί και άλλοι με τους οποίους έχουν καλές σχέσεις, αλλά και με το βαθύ κράτος των Ηνωμένων Πολιτειών που δεν επιθυμούν ρήξη με την Τουρκία.

Άρα η πολιτική που ακολουθείται είναι λανθασμένη από την κορυφή έως τα νύχια. Σήμερα, στην Ελλάδα, θα έπρεπε να υπάρχουν σειρά εκδηλώσεων που να υπενθυμίζουν τα 50 χρόνια της τουρκικής εισβολής και όπου θα έπρεπε να πρωτοστατεί η Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Για να υπενθυμίζεται στους Έλληνες αυτή η επαίσχυντη εισβολή και κατοχή. Σήμερα, τα ελληνικά πλοία και αεροπλάνα θα έπρεπε να βρίσκονται στην Κύπρο και όχι να αφήνουμε τον Ερντογάν να κάνει μια νέα εισβολή με δεκάδες πλοία και ο Έλληνας πρωθυπουργός να μιλάει για «δύσκολη μέρα». Ντροπή.