Ώρα για μια Νέα Πολιτική Απέναντι στον Ερντογάν.


Ώρα για μια Νέα Πολιτική Απέναντι στον Ερντογάν


 Των Κάμερον ΜακΜίλαν, 

Σινάν Τζιντί 

και Μπράντλεϊ Μπόουμαν

17 Απριλίου 2025

 H Τουρκία και το Ισραήλ διεξήγαγαν συνομιλίες την περασμένη Τετάρτη με στόχο την αποφυγή μιας αντιπαράθεσης στη Συρία, καθώς η Άγκυρα συνεχίζει να επιδιώκει μεγαλύτερη επιρροή στη μετα-Άσαντ εποχή, μεταξύ άλλων μέσω της αυξημένης στρατιωτικής της παρουσίας. Με την Τουρκία να επιδεικνύει και πάλι τη στρατιωτική της ισχύ στη Μέση Ανατολή και τον Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να προβάλλει την κεντρική θέση της Άγκυρας στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, αξίζει να γίνει μια αποτίμηση των πραγματικών στρατιωτικών δυνατοτήτων της Τουρκίας και των στόχων της εξωτερικής της πολιτικής.

Αυτή η ανασκόπηση δείχνει ότι έχει περάσει προ πολλού ο καιρός για την Ουάσιγκτον να απαιτήσει πολύ περισσότερα από την Άγκυρα. Στον ελάχιστο βαθμό, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να επιμείνει στην πλήρη απομάκρυνση του ρωσικού συστήματος S-400 από την Τουρκία, στον τερματισμό της χρηματοδότησης και πολιτικής υποστήριξης που παρέχει η Άγκυρα στη Χαμάς, καθώς και σε έναν άμεσο τερματισμό των απειλητικών ενεργειών εναντίον της Ελλάδας, της Κύπρου και του Ισραήλ.

Οι Ένοπλες Δυνάμεις της Τουρκίας

Η Τουρκία είναι μέλος της συμμαχίας του ΝΑΤΟ — αν και κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Ερντογάν δεν έχει λειτουργήσει ακριβώς έτσι. Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είναι από τις μεγαλύτερες στη συμμαχία, με στρατό ξηράς που κατατάσσεται δεύτερος σε μέγεθος μετά από εκείνον των Ηνωμένων Πολιτειών μεταξύ των μελών του ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με την έκθεση Military Balance 2025 του International Institute for Strategic Studies, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις διαθέτουν 355.000 εν ενεργεία στρατιωτικό προσωπικό, κατανεμημένο σε 260.200 στον στρατό ξηράς, 45.000 στο ναυτικό και 50.000 στην αεροπορία. Ο τουρκικός στρατός αποτελείται από περισσότερους από 20 σχηματισμούς επιπέδου ταξιαρχίας, με τεθωρακισμένα, μηχανοκίνητο και ελαφρύ πεζικό.

Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος αυτό, αρκετές χώρες του ΝΑΤΟ θα δυσκολεύονταν να παρατάξουν ακόμη και μία πλήρως εξοπλισμένη ταξιαρχία. Ομοίως, η τουρκική αεροπορία διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους στόλους μαχητικών αεροσκαφών στο ΝΑΤΟ, καθώς και σημαντικό στόλο μη επανδρωμένων αεροσκαφών (drones). Το τουρκικό ναυτικό διαθέτει πολλά επιθετικά υποβρύχια και δεκάδες μονάδες επιφανείας, καθώς και μεταφορικά και αμφίβια σκάφη, ενώ αναπτύσσει και στόλο μη επανδρωμένων θαλάσσιων οχημάτων επιφανείας (USVs).

Παρά το γεγονός ότι η Τουρκία διατηρεί πολυάριθμες δυνάμεις «στα χαρτιά», η ποιότητα των δυνατοτήτων της ποικίλλει. Ο στρατός, για παράδειγμα, διαθέτει αρκετά προηγμένα συστήματα, όπως τροποποιημένα άρματα Leopard και τα εγχώρια παραγόμενα Altay, ωστόσο εξακολουθεί να βασίζεται και σε αποθέματα παλαιότερων τεθωρακισμένων και πυροβολικού. Η αεροπορία διαθέτει έναν μεγάλο στόλο F-16, αλλά η Άγκυρα αποκλείστηκε από το πρόγραμμα F-35 μετά την αγορά του ρωσικού συστήματος αντιαεροπορικής άμυνας S-400. Τα τουρκικά drones έχουν επιδείξει μικτά αποτελέσματα στην Ουκρανία. Παράλληλα, το τουρκικό ναυτικό διαθέτει τόσο δυτικής όσο και εγχώριας κατασκευής συστήματα, συμπεριλαμβανομένων φρεγατών και κορβετών.

Παρά το μέγεθος και τη σχετική ικανότητα ορισμένων τμημάτων των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, μεγάλα μέρη των δυνάμεων της Άγκυρας παραμένουν αδοκίμαστα, γεγονός που οδηγεί ορισμένους να αμφισβητούν αν η τουρκική στρατιωτική ισχύς είναι πιο ισχυρή στα χαρτιά παρά στην πράξη.

Οι τουρκικές δυνάμεις έχουν πραγματοποιήσει επιχειρήσεις κατά Κούρδων μαχητών στη Συρία και πλήγματα στο βόρειο Ιράκ και τη Συρία. Ωστόσο, αυτές οι επιχειρήσεις δεν συγκρίνονται με την εκτεταμένη εμπειρία μάχης των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων (IDF). Παρότι η οργάνωση Hayat Tahrir al-Sham (HTS) — την οποία υποστηρίζει η Τουρκία — ανέτρεψε το φιλορωσικό και φιλοϊρανικό καθεστώς Άσαντ, οι τουρκικές δυνάμεις διαδραμάτισαν κυρίως υποστηρικτικό ρόλο, ενώ το HTS ανέλαβε το μεγαλύτερο βάρος των συγκρούσεων.

Μεγάλοι αλλά αδοκίμαστοι στρατοί με προηγμένα οπλικά συστήματα μπορούν να αποδειχθούν πολύ πιο αδύναμοι απ’ ό,τι φαίνονται. Ζητήματα που δεν αποτυπώνονται εύκολα σε ισολογισμούς — όπως η διαφθορά στην ηγεσία ή οι ανεπαρκείς διαδικασίες συντήρησης — μπορούν να αποκαλυφθούν μόλις οι δυνάμεις εμπλακούν σε πραγματικές μάχες. Το παράδειγμα του ρωσικού στρατού είναι χαρακτηριστικό: λίγο πριν την εισβολή στην Ουκρανία το 2022, η Ρωσία όχι μόνο διέθετε μεγάλο στρατό αλλά και είχε επενδύσει για χρόνια στον εκσυγχρονισμό του. Παρ’ όλα αυτά, ο κόσμος παρακολούθησε τα ρωσικά άρματα να μένουν από καύσιμα και να εγκαταλείπονται λόγω κακής συντήρησης, ενώ οι ρωσικές δυνάμεις απέτυχαν στους αρχικούς τους στόχους και σήμερα βρίσκονται στο τρίτο έτος ενός πολέμου φθοράς απέναντι σε μια χώρα που πολλοί φοβούνταν πως θα κατακτούσαν άμεσα.

Πέρα από την επιχειρησιακή απειρία, μια ακόμα σοβαρή ανησυχία για τον τουρκικό στρατό είναι η πολιτικοποίηση. Το 2016, μια αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος από μέλη των ενόπλων δυνάμεων επιχείρησε να ανατρέψει τον Ερντογάν και την κυβέρνηση. Ο Ερντογάν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να αναδιοργανώσει τον στρατό, δίνοντάς του κατεύθυνση που δίνει έμφαση στην προσωπική πίστη προς τον ίδιο. Δεκάδες χιλιάδες αξιωματικοί αποπέμφθηκαν και αντικαταστάθηκαν από πρόσωπα που είχαν “ελεγχθεί” πολιτικά. Σε πολλές περιπτώσεις, όσοι προήχθησαν στις ανώτερες βαθμίδες δεν είχαν την αναγκαία εμπειρία. Στην αεροπορία, ειδικότερα, η απόλυση μεγάλου αριθμού πιλότων μαχητικών δημιούργησε σοβαρή έλλειψη για τον στόλο F-16 της χώρας.

Οι Πολεμικές Σχολές της Τουρκίας, οι οποίες λειτουργούσαν από το 1848, καταργήθηκαν το 2016 και αντικαταστάθηκαν από ένα ενιαίο «Πανεπιστήμιο Εθνικής Άμυνας», το οποίο αποτελείται από πέντε επιμέρους ινστιτούτα.

Μέχρι τότε, η στρατιωτική εκπαίδευση και το δόγμα θεωρούνταν αποκλειστικά αρμοδιότητες του στρατεύματος, χωρίς ουσιαστική παρέμβαση των πολιτικών αρχών. Αυτό πλέον δεν ισχύει. Ο Ερντογάν έχει εδραιώσει τον πλήρη έλεγχό του πάνω στη στρατιωτική εκπαίδευση, την εκγύμναση και την ανάπτυξη του στρατιωτικού δόγματος.

Από το 2016 και έπειτα, τα ανώτατα στρατιωτικά στελέχη της Τουρκίας εκφράζουν ανοιχτά μια στρατηγική αντίληψη που ευθυγραμμίζεται πλήρως με τις θέσεις του Ερντογάν και είναι εχθρική προς την παραδοσιακή φιλοδυτική και νατοϊκή κατεύθυνση της χώρας. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μεταστροφής είναι η προώθηση και υιοθέτηση του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας», μιας πολιτικής που αρνείται την ύπαρξη χωρικών υδάτων της Ελλάδας (μέλους του ΝΑΤΟ και της ΕΕ) και της Κύπρου (μέλους της ΕΕ), ενώ αμφισβητεί ολοένα και περισσότερο την κυριαρχία των ελληνικών νησιών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Τέτοιες ενέργειες της Άγκυρας υπονομεύουν τα αμερικανικά συμφέροντα, τη σταθερότητα στην περιοχή και αποτελούν απειλή για το διεθνές δίκαιο.

Παράλληλα, ο Ερντογάν έχει δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην αξιοποίηση ιδιωτικών στρατιωτικών εταιρειών (PMCs) για την προώθηση των στρατηγικών του στόχων στην υποσαχάρια Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Το 2012, μια ομάδα Τούρκων στρατηγών που είχαν εκκαθαριστεί από τον στρατό το 1997 λόγω ισλαμιστικών τάσεων — με επικεφαλής τον Αντνάν Τανριβερντί, στενό σύμβουλο του Ερντογάν — ίδρυσαν την πρώτη τουρκική PMC με την ονομασία SADAT. Από τότε, η SADAT έχει προσφέρει στρατιωτική εκπαίδευση και ασφάλεια σε οργανισμούς με ισλαμιστική ιδεολογία σε Λιβύη, Αζερμπαϊτζάν, Δυτική Αφρική, Συρία και Ιράκ.

Η επίσημη αποστολή της SADAT περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον στόχο της δημιουργίας μιας συμμαχίας ισλαμικών χωρών που θα συγκαταλέγεται στις μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη. 

Η Εξωτερική Πολιτική της Τουρκίας

Ο Ερντογάν επιδιώκει ξεκάθαρα να χρησιμοποιήσει τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και τις ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρείες (PMCs) ως εργαλεία μιας πιο επιθετικής και αναθεωρητικής εξωτερικής πολιτικής. Η Άγκυρα προσπαθεί να παρουσιάσει αυτές τις κινήσεις ως συμβατές με τα διατλαντικά συμφέροντα και ως υποστήριξη των αμερικανικών στόχων, αλλά η πραγματικότητα απέχει πολύ από αυτήν την εικόνα. Στην ουσία, τα συμφέροντα και οι στόχοι της Τουρκίας αποκλίνουν σημαντικά από εκείνα των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους.

Αξίζει να θυμόμαστε ότι η Τουρκία προχώρησε στην αγορά του ρωσικού συστήματος αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής άμυνας S-400, γεγονός που ανάγκασε την Ουάσιγκτον να αποβάλει την Άγκυρα από το πρόγραμμα των αμερικανικών μαχητικών F-35. Ένας αξιόπιστος σύμμαχος δεν αγοράζει κρίσιμα αμυντικά συστήματα από τον μεγαλύτερο αντίπαλο της συμμαχίας. Η ταυτόχρονη παρουσία S-400 και F-35 σε τουρκικό έδαφος θα μπορούσε να επιτρέψει στη Μόσχα να συλλέξει πολύτιμες πληροφορίες για το πώς να καταρρίψει τα F-35 που πετούν από ΗΠΑ και συμμάχους. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ρωσία θα μπορούσε να μοιραστεί αυτές τις πληροφορίες με την Κίνα, το Ιράν ή και τη Βόρεια Κορέα.

Δυστυχώς, τα προβλήματα της Τουρκίας δεν περιορίζονται στις προμήθειες αμυντικών συστημάτων.

Το 2023, ένα τουρκικό μη επανδρωμένο αεροσκάφος (UAV) πραγματοποίησε αεροπορικά πλήγματα περίπου ένα χιλιόμετρο από Αμερικανούς στρατιώτες σε ζώνη επιχειρησιακού περιορισμού των ΗΠΑ στη Συρία, θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο τις δυνάμεις των ΗΠΑ. Όταν το drone προσέγγισε σε απόσταση μισού χιλιομέτρου από το προσωπικό, οι Αμερικανοί αναγκάστηκαν να το καταρρίψουν με F-16, με την Κεντρική Διοίκηση των ΗΠΑ (CENTCOM) να χαρακτηρίζει την ενέργεια πράξη «αυτοάμυνας».

Στη συνέχεια, η Άγκυρα υποστήριξε ουσιαστικά τους στόχους του Πούτιν, καθυστερώντας τις προσπάθειες ένταξης της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, μετά την απρόκλητη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία — μια εισβολή που ανάγκασε το Ελσίνκι και τη Στοκχόλμη να εγκαταλείψουν τις παραδοσιακές πολιτικές ουδετερότητας. Η Τουρκία καθυστέρησε την ένταξη της Σουηδίας σχεδόν δύο χρόνια, υπονομεύοντας τη συνοχή της συμμαχίας σε μια κρίσιμη γεωπολιτική συγκυρία.

Όπως κατέθεσε τον Μάρτιο ο αναλυτής του Foundation for Defense of DemocraciesJonathan Schanzer, η Τουρκία έχει μακρά ιστορία υποστήριξης τρομοκρατικών οργανώσεων όπως η Χαμάς. Μετά τη φρικιαστική τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου 2023, θα περίμενε κανείς πως ένας σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών θα τερμάτιζε κάθε είδους σχέσεις με την οργάνωση.

Αντιθέτως, ο Ερντογάν σύσφιξε ακόμη περισσότερο τους δεσμούς του με τη Χαμάς, συνεχίζοντας να παρέχει πολιτική και οικονομική στήριξη σε μια τρομοκρατική οργάνωση που έχει δολοφονήσει Αμερικανούς, τους έχει κρατήσει ομήρους και διακηρύσσει ως στόχο την καταστροφή του Ισραήλ.

👉

 Σημείωση:
Η Χαμάς έχει επισήμως χαρακτηριστεί τρομοκρατική οργάνωση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον Καναδά, την Ιαπωνία και άλλες χώρες.

Όταν η 7η Οκτωβρίου έθεσε τον Ερντογάν μπροστά σε μια ξεκάθαρη επιλογή, εκείνος επέλεξε τη Χαμάς αντί των Ηνωμένων Πολιτειών. Λαμβάνοντας υπόψη την ισλαμιστική του ιδεολογία, δεν θα πρέπει να αναμένουμε θετικές εξελίξεις όσο παραμένει στην εξουσία.

Τι πρέπει να γίνει στο μεταξύ;

Η Ουάσιγκτον οφείλει να θέσει αυστηρούς, μετρήσιμους και μη διαπραγματεύσιμους όρους για κάθε περαιτέρω στρατιωτική βοήθεια προς την Τουρκία. Αυτοί οι όροι πρέπει, τουλάχιστον, να περιλαμβάνουν:

  • Την πλήρη απομάκρυνση του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-400 από την Τουρκία.
  • Τον τερματισμό κάθε πολιτικής και οικονομικής υποστήριξης προς τη Χαμάς και άλλες τρομοκρατικές οργανώσεις.
  • Την άμεση παύση των απειλητικών ενεργειών κατά της Ελλάδας, της Κύπρου και του Ισραήλ.

Μια κυβέρνηση που αρνείται να αλλάξει τέτοιες πολιτικές δεν μπορεί και δεν πρέπει να έχει πρόσβαση στο F-35, το πιο προηγμένο αμερικανικό μαχητικό αεροσκάφος.

Αν ο Ερντογάν δεν είναι διατεθειμένος να προβεί σε αυτές τις ενέργειες, τότε απλώς επιβεβαιώνει αυτό που πολλοί υποπτεύονταν εδώ και καιρό:

Ο Ερντογάν είναι “σύμμαχος” μόνο κατ’ όνομα. 

Ο Cameron McMillan είναι αναλυτής στο Κέντρο Στρατιωτικής και Πολιτικής Ισχύος του Foundation for Defense of Democracies (FDD)Ο Sinan Ciddi είναι ανώτερος ερευνητής όχι μόνιμος στο ίδιο ίδρυμα, ενώ ο Bradley Bowman είναι διευθυντής του κέντρου και κατέχει ανώτερη διευθυντική θέση. Το FDD είναι ένα αμερικανικό think tank με έντονο αντιτρομοκρατικό και γεωπολιτικό προσανατολισμό, γνωστό για την αυστηρή του στάση απέναντι σε καθεστώτα που θεωρεί αποσταθεροποιητικά για τη διεθνή τάξη — όπως το Ιράν, η Βόρεια Κορέα, και σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό, η Τουρκία υπό τον Ερντογάν.

realcleardefense.com