And the living is easy.
Τη μουχλιασμένη μυρωδιά από το ατμοσίδερο της γειτόνισσας μαζί με το «πφφφφ» κάθε φορά που πατούσε γιακάδες θυμάμαι πιο έντονα από εκείνο το απόγευμα. Με σαράντα βαθμούς κι εκείνη να φλερτάρει με την αποπληξία για να «τελειώνει να μην τα έχει το Δεκαπενταύγουστο» στο δωματιάκι υπηρεσίας με το ψευτοπαράθυρο και το αραχνιασμένο τούλι. Οι άλλοι, οι φίλοι μου, στις αλάνες να ματώνουν γόνατα κι αγκώνες, κι εγώ στο δωμάτιο με τις τσιμπιές της μάνας μου στα μπούτια να καίνε και τα κουνούπια να αλωνίζουν την άτριχη σάρκα μου. Καταής, με τα μάτια πρησμένα από το κλάμα, τη μεταγλωττισμένη τούρκικη σειρά από το σαλόνι να τριβελίζει το κεφάλι μου, τον ήλιο να με τυραννά με χοντρές λωρίδες ανάμεσα απ’ τα δέντρα. Κι όλα αυτά γιατί λίγο νωρίτερα, εκείνο το μεσημέρι του Αυγούστου, είχα μια εκπληκτική ιδέα για την εκπληκτική κατηφόρα μπροστά από το σπίτι: Να κυλήσουμε το καρπούζι, να δούμε που θα φτάσει. Και το πετάξαμε. Με δύναμη και γέλια. Κύλησε αρχοντικά μέχρι κάτω, με ένα φανταστικό στρ