Ο Μαρξ στο Μεταξουργείο







Κάθε εποχή επιλέγει θεούς, ήρωες, φόβους και φαντασιώσεις: σε αυτούς αναλώνεται, στο όνομά τους σβήνει. Τι άραγε σηματοδοτεί το ότι σήμερα τα έργα του Μαρξ κατατάσσονται διεθνώς στα «ευπώλητα»; Εάν όχι τίποτε άλλο, τουλάχιστον την παρακμή των θεών και ηρώων, την άνοδο των φόβων και φαντασιώσεων της περιόδου που προηγήθηκε. Εκτός αυτού, σημειώνεται επίσης κάτι αναπάντεχο: η καλλιτεχνική απόδοση των έργων του Γερμανού φιλοσόφου. Οπως ο Μπρεχτ στη δεκαετία του 1920 εμπνεύσθηκε την «Οπερα της πεντάρας» από τη φράση του Προυντόν «Η ιδιοκτησία είναι κλοπή», σήμερα ο Μαρξ ανακηρύσσεται όχι μόνο σε «προφήτη», αλλά και σε «ποιητή» και «θεατρικό συγγραφέα» της κοινωνικής απόγνωσης.Στο «αμάρτημα» της κατανόησης της κοινωνικής επανάστασης ως ποιητικού γεγονότος είχαν επίσης υποπέσει οι ρωσικές και οι γερμανικές πρωτοπορίες του Μεσοπολέμου, όπως το Πρόλετκουλτ και το Μπαουχάους, ποιητές όπως ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι, ακόμη και ο Γιάννης Ρίτσος, πράγμα που επέσυρε αφορισμό από την αριστερή «ορθοδοξία».Στις μέρες μας, το ζήτημα επαναφέρεται με τον Μάρτιν Πούχνερ από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια, ο οποίος θεωρεί ότι η «θεατρικότητα» ταιριάζει στον Μαρξ. Ομιλεί για κάτι που δεν υπάρχει ακόμη στην εποχή του (1848), αλλά του οποίου την εμφάνιση φλέγεται να επισπεύσει1. Το προλεταριάτο, ενώ υπάρχει ήδη διάχυτο και καθ' εαυτό από το 1840-1850, εντούτοις δεν εγείρεται ακόμη ως συνειδητό υποκείμενο της Ιστορίας. Με το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», ο Μαρξ το εμφανίζει να υποδύεται τον ρόλο μεσαιωνικού δεσπότη, που «κοινοποιεί» με έπαρση τις αποφάσεις του, αλλά και ρόλο ηγεμόνος της μελλοντικής ιστορίας, με γλώσσα αφοριστική, επιθετική και σαρκαστική, και να δημοσιοποιεί αλαζονικά το «κοινό μυστικό»: η ιστορία της ανθρωπότητος διέπεται από την πάλη των τάξεων, το «ευτελές» πεδίο της οικονομίας προσδιορίζει, σε τελευταία ανάλυση, όλες τις πλευρές της κοινωνικής εξέλιξης. Το Μανιφέστο, «κοινοποιώντας» μήνυμα της ανατροπής που αντιστοιχεί στους φόβους της αστικής τάξης: οι απαλλοτριωμένοι απαλλοτριώνουν τους απαλλοτριωτές τους. Ενόσω οι «αποκαλύψεις» αυτές δεν είχαν ακόμη υλοποιηθεί, αλλά αναμένοντο ή εγγράφοντο στο πεδίο των φόβων, ο Μαρξ «ήταν υποχρεωμένος» προκαταβολικά, διευκρινίζει ο Πούχνερ, να υποδύεται «πόζα κύρους και αυθεντίας», προκλητική, προφητική και θεατρική, να προσκαλεί τους αναγνώστες του, ακόμη και τους «περαστικούς», με φραστική θρασύτητα και αναίδεια, σε κάποια σκηνή και κάποιο πλαίσιο, που δεν είχαν ακόμη συγκροτηθεί, αλλά προεξοφλούνταν ή ανταποκρίνονταν στους φόβους τής απέναντι πλευράς.Με την επισήμανση της ποιητικής αξίας του μαρξισμού και του κοινωνικού κινήματος, εμφανίζεται στις μέρες μας από το Βερολίνο η θεατρική ομάδα «Πρωτόκολλο του Ρίμινι», που αποδίδει στις σκηνές του Ντύσελντορφ και της Βουδαπέστης με μορφή «σύγχρονης τραγωδίας» το βασικό έργο του Μαρξ με τίτλο «Κεφάλαιο. Τόμος πρώτος». Το έργο βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ του Μιλχάιμ. Οκτώ πρόσωπα από διαφορετικές κοινωνικές καταστάσεις αφηγούνται την πρόσληψη και σχέση τους με τις συνθήκες του καπιταλισμού, όπως αυτές αναλύονται στο μαρξικό έργο. Η παράσταση βασίζεται στην αισθησιακή απόλαυση της μαρξικής γλώσσας, στις επαναλήψεις και υπογραμμίσεις, με νόημα, στη μαγεία της προλεταριακής προφητικής αδιαλλαξίας. Παρεμβάλλονται βιωματικές ιστορίες, κινηματογραφικές ταινιούλες και βεβαίως η επαναλαμβανόμενη πολεμική καταγγελία του κόσμου της τρέχουσας απόγνωσης. Ο ρυθμός της παράστασης παραπέμπει στον μεσοπολεμικό γερμανικό εξπρεσιονισμό. Οπως σημειώνει η μηνιαία θεατρική έκδοση του Zeit, «το θέατρο διαβάζει και η ανάγνωση γίνεται θέατρο».Στην Αθήνα του 2008, την ποιητικότητα και θεατρικότητα του Μαρξ αναδεικνύει η Ελενα Πατρικίου με το «Θέατρο της Ανοιξης», που παρουσιάζει στο Μεταξουργείο το Κομμουνιστικό Μανιφέστο του 1848. Το κείμενο εμπνέεται από τη γαλλική απόδοση της Λώρας Μαρξ, κόρης του συγγραφέα, που αποδοκιμάσθηκε ως «υπερβολικά ποιητική» και αγνοήθηκε από τις «ορθοδοξίες». Με πυρετώδη ρυθμό παράστασης μεσοπολεμικού καμπαρέ και αφορισμούς υπερρεαλιστικού μανιφέστου, με καρικατούρες κλόουν, ακροβάτη και παλαιστή του δρόμου, σε σκηνικό που θυμίζει Εγκον Σίλε και Οσκαρ Κοκόσκα, με εξαίσια και καταιγιστική μουσική, που συνθέτει και εκτελεί ο φανταστικός Γιώργος Κομπογιάννης, ο θεατής όχι μόνον μεταφέρεται 160 χρόνια πίσω, αλλά και εκτοξεύεται ποιητικά στα επόμενα 92 χρόνια του τρέχοντος αιώνος. Με έμπνευση της μεταφράστριας και σκηνοθέτριας, αναδεικύνονται οι ποιητικές και θεατρικές αρετές ενός έργου που είχε μονοσήμαντα θεωρηθεί υπόδειγμα ψυχρού «κοινωνικού δαρβινισμού». Η συγκίνηση του θεατή βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ανάδειξη της τραγικότητος του ανθρώπου στις συνθήκες του καπιταλισμού. Σε αυτήν προστίθεται η αισθησιακή απόλαυση των επαναλαμβανόμενων λέξεων και φράσεων του μαρξικού λόγου, όπως αυτές είχαν επίσης βιωθεί από τους υπερρεαλιστές Λουίς Μπουνιουέλ και Αντρέ Μπρετόν, που «παραδόθηκαν» σε αυτό το κείμενο για ολόκληρη τη ζωή τους. Η ανάγνωση μετατρέπεται σε «γιορτή», όπως διεκδικούσε ο Γκι Ντεμπόρ και οι καλλιτεχνικές μεταπολεμικές πρωτοπορίες. Η κοινωνική διαλεκτική τής ανατροπής προσφέρεται ως ποιητική σύλληψη σε μια εποχή, όπως η σημερινή, κατά την οποία αφυπνίζονται και ανανεώνονται οι διεργασίες κοινωνικής συνειδητοποίησης. Μετά την τραγωδία δεκαετιών «ανύπαρκτου σοσιαλισμού», που αποδείχθηκε συμφορά για κάθε ποιητική, πολιτική και κοινωνική προσδοκία, γιατί άραγε να θεωρηθεί σήμερα «ασεβής» η προσέγγιση με τρόπους που άλλοτε εστιγματίζοντο ως δήθεν «αιρετικοί»; Το συναρπαστικό «φραστικό παιχνίδι», που προσφέρεται στο Μεταξουργείο -το κοινωνικό ζήτημα και η κοινωνική ανατροπή ως ποιητική φαντασίωση, με την ανάδειξη της αισθησιακότητος του μαρξικού λόγου -ίσως ν' ανταποκρίνονται στις ανάγκες αυτών ακριβώς που στην εποχή μας χάνουν και πάλι ή είναι προορισμένοι να χάσουν κάθε ελπίδα: πολίτες σε απόγνωση, ιδίως νέοι, των πανεπιστημιακών και μαθητικών ηλικιών. Η ποίηση, το θέατρο δεν μεταθέτουν την κοινωνική μεταβολή: την προαναγγέλλουν και την επισπεύδουν.
1. Martin PUCHNER, Poetry of Revolution, Princeton Univercity Press, 2006.
(ΚΩΣΤΑΣ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΣ-ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-5/12/2008)