Ο διάλογος μεταξύ των ανθρώπων απαξιώθηκε.
Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, κάθε εβδομάδα έπαιρνα τα τρένο Μιλάνο Ζυρίχη. Οι Ιταλοί γκασταρμπάιτερ (έτσι λέγονταν οι ξένοι εργάτες στη Γερμανία), που το γέμιζαν και συνέχιζαν προς Νάπολη ή Λέτσε, είχαν κουτιά και βαλίτσες δεμένα με σπάγκους. Για εκείνους ο πλησίον ήταν μια δεδομένη παρουσία. Πριν το Γκοτάρντο, τη σήραγγα που ενώνει την Ελβετία με την Ιταλία, έβγαζαν μια χαρτοσακούλα. Μοίραζαν σ’ όλους τους γύρω ψωμί και αλλαντικά και έπιναν μαύρο κρασί. «Έχετε την καλοσύνη να πάρετε;» έλεγε ο αρχηγός της οικογένειας, δειλά, γιατί είχα στα χέρια ένα βιβλίο. Ακριβώς όπως στην Οδύσσεια (Γ, 69, Δ, 60, Ε, 95) ως πρώτο πράγμα προσφέρεται κάτι για φαγητό. Μόνο όταν ο φιλοξενούμενος έχει χορτάσει, μπορούν να γίνουν οι ερωτήσεις. Παρομοίως και για τον Μωυσή, τον Ααρών και τους πρεσβύτερους, γεύση και γνώση είχαν ακόμη κοινή ρίζα: Έτσι, ανέβηκαν στο όρος «και ώφθησαν εν τω τόπω του Θεού και έφαγον και έπιον» (Έξοδος 24.11). Τίποτε από όλα αυτά δεν συνέβαινε στα βαγ...