Η κατάθλιψη
Φωτογραφία: ΤΛΟΥΠΑΣ Τ. Η κατάθλιψη Την Παρασκευή το απόγευμα ερημιά. Το Σάββατο ερημιά. Δεν στοιχίζει η δημοτική παιδική χαρά ούτε ο περίπατος στις πλατείες ούτε οι βιτρίνες των έρημων μαγαζιών. Ομως ο κόσμος δεν βγαίνει, δεν κοιτάει. Δεν θέλει να βλέπει, γιατί δεν μπορεί να θυμάται αυτό που πριν από λίγους μήνες ήταν: εύπορος Ευρωπαίος που κοίταζε με συγκατάβαση τις γκρίζες φωτογραφίες του πατέρα του ή του παππού του. Τα φτωχά τζιν καμπάνες του πολυτεχνείου πατέρα, τα πάμφτωχα λινά ρεβέρ του μεταπολεμικού παππού. Κοίταζε με την κουρασμένη υπεροψία του γρήγορου και αδίστακτου καταναλωτή, με την πλεονάζουσα κατανόηση του επιδειξία πλούτου και των καταναλωτικών επιβεβαιώσεων. Ο παππούς έπρεπε να δουλεύει σκυλίσια για το πρώτο διαμέρισμα, ο πατέρας για το μεγαλύτερο διαμέρισμα και το μικρό εξοχικό, αλλά και για να νομιμοποιηθεί μέσα σε μια επισφαλή δημοκρατία, ενώ ο ίδιος έπρεπε να δουλέψει απλώς για να πάρει την ακριβότερη έκδοση αυτοκινήτου με τα δερμάτινα...