Μάνα.
Μάνα. Ποιος είπε πως οι θεοί δεν υπάρχουν; Πως ετούτη η γυναίκα που αυτοθέλητα πήρε την ευθύνη τού θεού κι έγινε μάνα, δεν είναι ίδιος ο θεός; Θεός κι ας μη ζητάει προσευχές, απλόχερα όμως τις δίνει. Μάνα είναι το πολυτιμότερο σημείο στο σύμπαν, εκεί που τέμνεται το φθαρτό με τ’ αθάνατο και γίνεται συνείδηση ο Άνθρωπος. Που κάνει το χρόνο ν’ αρχίζει απ’ το μηδέν κι απ’ την ανυπαρξία φτιάχνει τη ζωή. Ζωή που αδύνατο είναι να φτιαχτεί από ανθρώπου χέρι. Μοναδική κι ανεπανάληπτη η ανάσα της. Που στέκεται πάντα όρθια, κάπου ψηλά, να μπορεί να βλέπει μακριά, εμπρός και πίσω, για να προβλέπει τα μελλούμενα και να τα μαρτυρά κανείς να μην πονέσει. Που συλλογάται άσπρες μονάχα μέρες και χρυσαφένιες στα όνειρα που φυσά στων γεννημένων τα πανιά, να φεύγουν μακριά της αδάκρυστοι εκείνοι, σφαλισμένοι πίσω απ’ το δακρυσμένο χαμόγελό της. Που ποτέ δεν πέφτει μήτε γονατίζει, όχι επειδή η γη δεν σηκώνει το βάρος της το τρομερό να το αντέξει, αλλά γιατί δεν επιτρέπεται ούτε νύ...