Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα Μάνα

Μάνα.

Εικόνα
  Μάνα.      Ποιος είπε πως οι θεοί δεν υπάρχουν; Πως ετούτη η γυναίκα που αυτοθέλητα πήρε την ευθύνη τού θεού κι έγινε μάνα, δεν είναι ίδιος ο θεός; Θεός κι ας μη ζητάει προσευχές, απλόχερα όμως τις δίνει. Μάνα είναι το πολυτιμότερο σημείο στο σύμπαν, εκεί που τέμνεται το φθαρτό με τ’ αθάνατο και γίνεται συνείδηση ο Άνθρωπος. Που κάνει το χρόνο ν’ αρχίζει απ’ το μηδέν κι απ’ την ανυπαρξία φτιάχνει τη ζωή. Ζωή που αδύνατο είναι να φτιαχτεί από ανθρώπου χέρι. Μοναδική κι ανεπανάληπτη η ανάσα της. Που στέκεται πάντα όρθια, κάπου ψηλά, να μπορεί να βλέπει μακριά, εμπρός και πίσω, για να προβλέπει τα μελλούμενα και να τα μαρτυρά κανείς να μην πονέσει. Που συλλογάται άσπρες μονάχα μέρες και χρυσαφένιες στα όνειρα που φυσά στων γεννημένων τα πανιά, να φεύγουν μακριά της αδάκρυστοι εκείνοι, σφαλισμένοι πίσω απ’ το δακρυσμένο χαμόγελό της. Που ποτέ δεν πέφτει μήτε γονατίζει, όχι επειδή η γη δεν σηκώνει το βάρος της το τρομερό να το αντέξει, αλλά γιατί δεν επιτρέπεται ούτε νύχτα, ούτε μέρα, ούτ

Η μάνα μου!

Εικόνα
Φωτο:ΜΑΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Η μάνα μου, μια άγια γυναίκα. Με υπομονή, μ’ αντοχή κι όλη τη γλύκα της γης απάνω της. Όλοι από το αίμα της μάνας μου οι πρόγονοι ήταν χωριάτες. Σκυμμένοι στο χώμα, κολλημένοι στο χώμα, τα πόδια τους, τα χέρια τους, τα μυαλά τους γεμάτα χώματα. Αγαπούσαν τη γης και της εμπιστεύουνταν όλες τις ελπίδες. Είχαν γίνει, πάππου προς πάππου, ένα μαζί της. Στην αβροχιά, κοράκιαζαν κι αυτοί μαζί της, κι όταν ξεσπούσαν τα πρωτοβρόχια, τα κόκαλά τους έτριζαν και φούσκωναν σαν καλάμια. Κι όταν αλέτριζαν και χαράκωναν βαθιά την κοιλιά της με το γενί, ξαναζούσαν στα στήθια και στα μεριά τους την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν με τη γυναίκα τους…. Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη τη

Ποια είναι αυτή η γυναίκα;

Εικόνα
Πώς τη λένε; Την ξέρω; Κάτι μου λέει το πρόσωπό της. Πού την έχω δει; Στην τηλεόραση; Στο internet; Στο σινεμά; Κάπου στον δρόμο; Είναι διαφήμιση, είναι πραγματικότητα, τι είναι; Μοιάζουν τα πρόσωπα, μπορείς να μπερδευτείς. Μήπως είναι κάποιος δικός μου άνθρωπος; Κι αν είναι μια παλιά φωτογραφία της οικογένειάς μου, αν είναι συγγενής μου, αίμα μου; Μια άγνωστη ιστορία του προσφυγικού μας παρελθόντος; Τα ξέρω τα μάτια της… Ποια είναι, άραγε, αυτή η γυναίκα; Μοιάζει φτωχή και κουρασμένη. Τι της έχει συμβεί;  Από ποια δύσκολη εποχή έρχεται η εικόνα της; Από ποια χώρα; Σε ποιο σημείο της αέναης Αδικίας βρέθηκε να ζει; Τι απέγινε εκείνη; Τι απέγιναν τα παιδιά της; Τι απέγιναν οι σκέψεις της; Χάθηκαν; Ή μήπως όχι; Είναι εδώ δίπλα μου; Μήπως ζει; Μήπως βρίσκεται στην Αθήνα, μήπως βλέπουμε τον ίδιο ήλιο τώρα που γράφω στο μικρό μου δωμάτιο; Ποια είναι; Μήπως δεν έχει σημασία; Μήπως χάνω (ξανά) τον χρόνο μου; Τι με νοιάζει; Τι θα αλλάξει στη δική μου τη ζωή αν ξέρω; Πότε θα αλλάξει