Η κρίση εκμηδένισε τις πιο απόλυτες βεβαιότητες

Ομολογεί και ο ίδιος πως στα βιβλία που έχει γράψει έως σήμερα δεν είχε υπολογίσει το μέγεθος όσων θα συνέβαιναν στη διεθνή σκηνή σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, αφού αυτά σήμερα έχουν ξεπεράσει κάθε φαντασία. Διαπιστώνει, επίσης, πως τα κράτη - έθνη στην παρούσα φάση δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την κρίση. Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και στο London School of Economics και γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από τέσσερα έργα του: «Ελευθερία ή Καπιταλισμός», «Τι είναι παγκοσμιοποίηση;» «Μια ζωή δική μας» και «Επινόηση του πολιτικού». Ulrich Beck
«Σε ό,τι αφορά τη χρηματιστική κρίση, παρατηρούμε τη σημαντική σημασία της ανθρώπινης συμπεριφοράς», λέει σε συνέντευξή του σε γερμανική εφημερίδα που αναδημοσιεύεται στο περιοδικό «Κουριέ Ιντερνασιονάλ». «Η έννοια της οικονομίας της αγοράς, στυλοβάτης των δυτικών κοινωνιών, κατέρρευσε από τη μία ημέρα στην άλλη, τη στιγμή που θέλαμε να σώσουμε τον κόσμο ορμώντας στη φρενήρη εξάπλωση αυτού του συστήματος. Εκείνοι που μέχρι πρότινος απέρριπταν με σφοδρότητα κάθε επέμβαση του κράτους, σήμερα εμφανίζονται ως υποστηρικτές μιας τέτοιας ενέργειας. Οι πολιτικοί υπεύθυνοι είναι πρόθυμοι να εγκαταλείψουν τη νεοφιλελεύθερη άποψη για να αγκαλιάσουν, τουλάχιστον σε ορισμένους τομείς, τον κρατικό σοσιαλισμό. Αποσπούν από τον κρατικό προϋπολογισμό ποσά μέχρι σήμερα ασύλληπτα. Ενας μεγάλος αριθμός υποστηρικτών αυτού του αγγλοσαξονικού laisser-faire μετατρέπονται σε φλογερούς θιασώτες του αυταρχικού καπιταλισμού στην κινεζική μορφή του. Ο κόσμος έχει γυρίσει ανάποδα! Είναι η ειρωνεία της ιστορίας που συμπορεύεται με την κοινωνία του κινδύνου».
Η «κοινωνία του κινδύνου», που αποτελεί και τίτλο ενός από τα πιο γνωστά βιβλία του Μπεκ, είναι μια θεωρία που ο Γερμανός κοινωνιολόγος ανέπτυξε από το 1986 και η οποία βασίζεται στην απλή διαπίστωση πως η παραγωγή πλούτου στο εξής είναι στενά συνδεδεμένη με την παραγωγή κινδύνων, όπως παραδείγματος χάριν η πυρηνική ενέργεια. «Αυτό θέτει ένα θέμα κοινωνικής δικαιοσύνης», λέει ο Μπεκ σε μια παλαιότερη συνέντευξή του στο Διαδίκτυο, «γιατί ενώ μόνο ένα μέρος της κοινωνίας απολαμβάνει τα πλούτη, όλες οι κοινωνικές τάξεις πλήττονται από τις συνέπειες της καταστροφής του περιβάλλοντος, μολυσμένες θάλασσες, ρύπανση της ατμόσφαιρας, οι οποίες δεν σταματούν σε σύνορα».
Ανάμεσα στον νεοφιλελευθερισμό και τον κρατικό καπιταλισμό στην κινεζική μορφή του, η κοινωνική οικονομία της αγοράς έχει πιθανότητες επιτυχίας;
«Στη Γερμανία, η κοινωνική οικονομία της αγοράς πάντα είχε αντιμετωπιστεί σαν μια ελαφριά παραλλαγή του καπιταλιστικού συστήματος. Και τα τελευταία χρόνια αυτή η κοινωνική συνιστώσα έχει λογοκριθεί. Αυτό το μοντέλο περιορίζεται στο πλαίσιο του κράτους-έθνους και δεν λαμβάνει καθόλου υπ' όψιν του τον υπόλοιπο κόσμο. Σήμερα υπάρχει ένα κράτος-πρόνοια για το χρηματιστικό κεφάλαιο που βλέπουμε να εγκαθίσταται. Αυτό το στοιχείο θα παίξει σημαντικό ρόλο στις βουλευτικές γερμανικές εκλογές του 2009. Ενώ επιβάλλεται ένας πολυδάπανος σοσιαλισμός προς όφελος των πλουσίων και των οικονομικών και χρηματιστικών κυκλωμάτων, οι μισθωτοί έρχονται αντιμέτωποι με την άγρια νεοφιλελεύθερη πρακτική. Η φιλελευθεροποίηση των αγορών ακολουθεί την αδυσώπητη πορεία της, την οποία πληρώνουν οι πιο φτωχοί. Αν η ιδεολογία της αγοράς που πρέπει να ρυθμίζει, αποτύχει, τότε την ίδια μοίρα θα έχει και ένα μεγάλο μέρος των μεταρρυθμίσεων που έχουν ληφθεί τα τελευταία χρόνια. Η αυξανόμενη ιδιωτικοποίηση μεγάλου μέρους της κοινωνίας θέτει σε κίνδυνο την υποδομή, δηλαδή την ίδια τη βάση της ευημερίας μας. Είναι ειρωνικό αυτό που συμβαίνει. Είναι κωμικό να διαπιστώνεις πως αυτός ακριβώς ο θρίαμβος του χωρίς σύνορα χρηματιστικού καπιταλισμού τον οδήγησε σε κρίση».
Ζούμε σε μια κοινωνία κινδύνου;

«Από κοινωνιολογικής άποψης, η έννοια του κινδύνου συνδέεται με την πρόβλεψη. Ο κίνδυνος δεν είναι συνώνυμο της καταστροφής. Η έλλειψη προοπτικών είναι το πρόβλημα. Εστιάζουμε στη σοβαρότητα της κατάστασης και τη συγκρίνουμε με την κρίση του 1929 και τη μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του '30. Αναφερόμαστε σε αυτά τα φαντάσματα προκειμένου να κινητοποιήσουμε τις ενέργειες και να αποφύγουμε την επανεμφάνισή τους στον κόσμο μας του 21ου αιώνα. Περνάμε ακουσίως από το εθνικό στο διεθνικό. Η διαφορά ανάμεσα στο εθνικό και στο διεθνές εξαφανίζεται για να δώσει θέση, τουλάχιστον προσωρινά, στην έννοια της παγκόσμιας εσωτερικής πολιτικής, σύμφωνα με την οποία οι σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στο κράτος και τη διεθνή οικονομία γίνονται ρευστές. Στη Γερμανία, αυτό ερμηνεύτηκε με την εφαρμογή ασύλληπτων μέχρι πρότινος αποφάσεων. Σε μερικές ημέρες η γερμανική κυβέρνηση μελέτησε ένα σχέδιο βοηθείας προς τις τράπεζες 500 δισ. ευρώ. Το σχέδιο αστραπιαία πέρασε από όλα τα στάδια της κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Απίστευτο! Η πρόβλεψη της καταστροφής εκμηδένισε τις πιο ακλόνητες βεβαιότητες. Πρόσφερε στους πολιτικούς την ευκαιρία να περάσουν από τον ρόλο των άπληστων κερδοσκόπων σε αυτόν των σωτήρων του κόσμου».
Οι πολιτικοί δείχνουν να διαχειρίζονται την κρίση μέσα σε έναν απόλυτο πανικό...
«Ναι, και αυτό είναι το πιο σοβαρό. Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση πλήρους άγνοιας. Είναι μια άγνωστη μέχρι σήμερα κατάσταση, για την οποία δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε. Η κρίση του 1929 ήρθε σε ένα περιβάλλον πολύ διαφορετικό. Στην πραγματικότητα, δεν διαθέτουμε κανένα στοιχείο σύγκρισης και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να προσπαθήσουν να μας σερβίρουν την εμπειρία των παρελθουσών καταστροφών. Είναι ενδιαφέρον να δούμε πως σε αυτή την κατάσταση άγνοιας και των προαναγγελθεισών καταστροφών το κράτος, ο ρόλος του οποίου πρέπει να περιοριστεί στο ελάχιστο, εμφανίζεται ως ο κεντρικός παράγοντας που θα αναλάβει τα πάντα. Πρέπει να μοιράσει δισεκατομμύρια χωρίς κανείς να γνωρίζει αν και πώς αυτό θα αλλάξει κάτι. Κανείς ακόμη δεν έχει την παραμικρή ιδέα για τις συνέπειες που θα προκύψουν και ακόμη λιγότερο για το κόστος τους».
Ποιες μπορεί να είναι αυτές οι συνέπειες;
«Πού θα βρεθεί όλο αυτό το χρήμα; Σίγουρα όχι από τις αμερικανικές τράπεζες. Οι Κινέζοι, οι Αραβες και οι Ρώσοι θα δανείσουν τη Δύση. Αυτό δεν μπορεί παρά να καταλήξει σε μια ανατροπή των σχέσεων παγκόσμιας εξουσίας, τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο».
Πώς μπορούμε να περάσουμε από το ένα σύστημα στο άλλο; Μπορεί να γίνει επανάσταση;
«Οι παγκόσμιοι κίνδυνοι αποσταθεροποιούν την ανάγκη ασφάλειας των πολιτών. Πρέπει να προβλέψουμε μια κατάσταση ανάγκης στην οποία η απειλή δεν προέρχεται από έναν εξωτερικό εχθρό, αλλά από μέσα, από την "καρδιά" μάλιστα του συστήματος. Και αυτή η απειλή, που έχει μια κοσμοπολίτικη διάσταση, αφορά όλο τον κόσμο. Μας κάνει να επανεξετάσουμε το όραμά μας για τον κόσμο και τις αλληλεπιδράσεις σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Ολα είναι προς αναθεώρηση, ο κόσμος πρέπει να αναθεωρηθεί. Τα κράτη-έθνη δεν διαθέτουν αρκετά μέσα για να αντεπεξέλθουν. Αυτό το κοσμοπολίτικο γεγονός με γοητεύει. Πρέπει να δράσουμε μαζί πέρα από σύνορα, για το καλό ή το κακό. Πρέπει να φτάσουμε σε μια συναίνεση με τον άλλον, να εμπλακούμε με τον άλλον, να έρθουμε σε επαφή με τον εχθρό».
(ΒΙΚΗ ΤΣΙΩΡΟΥ -Ελευθεροτυπία-24/12/2008)