Πατριδογνωσία
Παναγιώτης Ροϊλός
Τι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα.
Τον αποσπασματικό ποιητικό λόγο του Μιμνέρμου και όλα τα μικρά που μεγαλύνει ο Οδυσσέας Ελύτης στο Δοξαστικόν του «Αξιον Εστί».
Η υπέροχη εκδοχή του Ελληνα.
Δεν διαφέρει από αυτήν του κάθε «υπέροχου» ανθρώπου όπου γης: του ανθρώπου που σέβεται τον εαυτό του και τους γύρω του και την ετερότητα των άλλων.
Αυτό που με χαλάει.
Η εθελοτυφλία διαφόρων ιθυνόντων και των «πελατών» τους μπροστά στη διαχρονική -δυστυχώς- ισχύ από την εποχή τουλάχιστον του συγγραφέα της «Στρατιωτικής Ζωής εν Ελλάδι» μέχρι σήμερα του «δόγματος» της δημόσιας και καθημερινής μας ζωής: «κλέπτω - κλέπτεις - κλέπτει».
Παράγει πολιτισμό ο Ελληνας της νέας εποχής ή μένει προσκολλημένος σε μια ρητορική ελληνικότητα;
Κάθε εποχή και κάθε λαός παράγει και καταναλώνει πολιτισμό, όπως και κάθε περίοδος έχει την παράδοση, τον μοντερνισμό και, τηρουμένων των αναλογιών, τον μεταμοντερνισμό της. Αυτό που ίσως διαφέρει είναι η βούληση, η επιμονή και η πολιτική προβολής των εκάστοτε πολιτισμικών δημιουργιών. Και δυστυχώς, ακόμη και σήμερα η ζυγαριά γέρνει επίμονα -ενίοτε και επικίνδυνα- προς την πλευρά της αρχαιότητας.
Με ποια ταυτότητα οι Ελληνες περιέρχονται στον σύγχρονο κόσμο;
Με την αμηχανία όλων εκείνων που ταλαντεύονται ανάμεσα στο φορτίο ενός ιδιαίτερου, αλλά παρελθόντος, κλέους και το βάρος της κάποτε σχεδόν μοιρολατρικά αποδεκτής ηγεμονίας μιας πρωτόγνωρα εξομοιωτικής παγκοσμιοποίησης. Οι Ελληνες δεν είμαστε μόνοι σ' αυτήν την πορεία λεπτής ισορροπίας.
Το ελληνικό μου «γιατί» κι ένα «πρέπει» που πέταξα.
Ολα όσα αναπαράγουν αλλοτριωτικά άλλοθι (αυτο)καταστροφικών συμπεριφορών σε όποιο επίπεδο: προσωπικό, πολιτικό ή ευρύτερα κοινωνικό.
Ο Ελληνας ποιητής μου.
Από την ομηρική «Οδύσσεια», τις Τρωάδες του Ευριπίδη, τις λυρικές εξομολογήσεις του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον «ελληνικόν» Καβάφη, τον Σεφέρη, τον Ελύτη ώς και την Κική Δημουλά και τον σεμνό λόγο του Χριστόφορου Λιοντάκη, η νοσταλγία, η επιθυμία επιστροφής σε κάθε είδους φαντασιακή απαρχή συνιστά επίμονο γνώρισμα της ελληνικής ποίησης εν γένει, που με έλκει ιδιαίτερα. Μία από τις λακωνικότερες εκφράσεις της ιδέας αυτής έχω θαυμάσει στην υπερλογική απτότητα της ακόλουθης εικόνας από ένα δημοτικό τραγούδι που κατέγραψα το 1997 στη Στεμνίτσα Αρκαδίας από την κυρία Βάσω Αλεξάκη: «Θέλω να σχίσω τα βουνά με της ελιάς το φύλλο».
Η αδιαπραγμάτευτη ελληνική αλήθεια μου.
Η γλώσσα, κυρίως όταν αντιστέκεται αληθινά στον εκφραστικό λήθαργο και τη σημασιολογική λήθη που καλλιεργεί η προφορική ή γραπτή ταχυλογία της εποχής του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
Η οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη - ορίστε την.
Για να επικαλεστώ ένα ωραίο ποίημα του Εμπειρίκου, ο δρόμος αυτός δεν μπορεί παρά να είναι η «Οδός των Φιλελλήνων», των «ελληνικών» -με το καβαφικό περιεχόμενο της λέξης- ξένων και συντοπιτών μας. Στο πανεπιστήμιο, με συγκεκριμένη ερευνητική και διδακτική αποστολή, αντιμετωπίζω πολύ συχνά την πρόκληση να ανάγω τις διάφορες, κάποτε λαβυρινθώδεις, εκφάνσεις του ελληνικού πολιτισμού σε σαφείς «οδοδείκτες» που σηματοδοτούν την πορεία της ελληνικής ιστορίας και λογοτεχνίας εν συγκρίσει με άλλους ευρωπαϊκούς πολιτισμούς. Μια τέτοια «Οδός των Φιλελλήνων» είναι από τους ασφαλέστερους διαύλους μετάδοσης πτυχών του ελληνικού πολιτισμού σήμερα.
*Ο Παναγιώτης Ροϊλός είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών και Συγκριτικής Λογοτεχνίας, στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.
H ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;
Συνείδηση και συναίσθημα -όχι ως ανενεργές αλλά ως δημιουργικές δυνάμεις παράγουσες συγκεκριμένες συμπεριφορές- συνιστούν αρχές άρρηκτα συνδεδεμένες, ανεξάρτητα από τη σειρά διαδοχής τους, όπως αυτήν την αντιλαμβανόμαστε, μάλλον στιγμιαία και εκ των υστέρων. Αναλόγως των πεδίων δράσεως του καθενός μας και των συγκεκριμένων συνθηκών, η ελληνικότητα, όπως κάθε ταυτότητα, μπορεί να βιώνεται (ή να ανασκευάζεται) ως συναίσθημα και να αναλύεται (ή να αιτιολογείται) ως ενσυνείδητη επιλογή.
Συνείδηση και συναίσθημα -όχι ως ανενεργές αλλά ως δημιουργικές δυνάμεις παράγουσες συγκεκριμένες συμπεριφορές- συνιστούν αρχές άρρηκτα συνδεδεμένες, ανεξάρτητα από τη σειρά διαδοχής τους, όπως αυτήν την αντιλαμβανόμαστε, μάλλον στιγμιαία και εκ των υστέρων. Αναλόγως των πεδίων δράσεως του καθενός μας και των συγκεκριμένων συνθηκών, η ελληνικότητα, όπως κάθε ταυτότητα, μπορεί να βιώνεται (ή να ανασκευάζεται) ως συναίσθημα και να αναλύεται (ή να αιτιολογείται) ως ενσυνείδητη επιλογή.
Τι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα.
Τον αποσπασματικό ποιητικό λόγο του Μιμνέρμου και όλα τα μικρά που μεγαλύνει ο Οδυσσέας Ελύτης στο Δοξαστικόν του «Αξιον Εστί».
Η υπέροχη εκδοχή του Ελληνα.
Δεν διαφέρει από αυτήν του κάθε «υπέροχου» ανθρώπου όπου γης: του ανθρώπου που σέβεται τον εαυτό του και τους γύρω του και την ετερότητα των άλλων.
Αυτό που με χαλάει.
Η εθελοτυφλία διαφόρων ιθυνόντων και των «πελατών» τους μπροστά στη διαχρονική -δυστυχώς- ισχύ από την εποχή τουλάχιστον του συγγραφέα της «Στρατιωτικής Ζωής εν Ελλάδι» μέχρι σήμερα του «δόγματος» της δημόσιας και καθημερινής μας ζωής: «κλέπτω - κλέπτεις - κλέπτει».
Προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Ελληνας σήμερα;
Εξαρτάται από το ποιος καθορίζει τα σχετικά κριτήρια, ποια είναι αυτά και ποιος τα πραγματώνει.
Εξαρτάται από το ποιος καθορίζει τα σχετικά κριτήρια, ποια είναι αυτά και ποιος τα πραγματώνει.
Παράγει πολιτισμό ο Ελληνας της νέας εποχής ή μένει προσκολλημένος σε μια ρητορική ελληνικότητα;
Κάθε εποχή και κάθε λαός παράγει και καταναλώνει πολιτισμό, όπως και κάθε περίοδος έχει την παράδοση, τον μοντερνισμό και, τηρουμένων των αναλογιών, τον μεταμοντερνισμό της. Αυτό που ίσως διαφέρει είναι η βούληση, η επιμονή και η πολιτική προβολής των εκάστοτε πολιτισμικών δημιουργιών. Και δυστυχώς, ακόμη και σήμερα η ζυγαριά γέρνει επίμονα -ενίοτε και επικίνδυνα- προς την πλευρά της αρχαιότητας.
Με ποια ταυτότητα οι Ελληνες περιέρχονται στον σύγχρονο κόσμο;
Με την αμηχανία όλων εκείνων που ταλαντεύονται ανάμεσα στο φορτίο ενός ιδιαίτερου, αλλά παρελθόντος, κλέους και το βάρος της κάποτε σχεδόν μοιρολατρικά αποδεκτής ηγεμονίας μιας πρωτόγνωρα εξομοιωτικής παγκοσμιοποίησης. Οι Ελληνες δεν είμαστε μόνοι σ' αυτήν την πορεία λεπτής ισορροπίας.
Το ελληνικό μου «γιατί» κι ένα «πρέπει» που πέταξα.
Ολα όσα αναπαράγουν αλλοτριωτικά άλλοθι (αυτο)καταστροφικών συμπεριφορών σε όποιο επίπεδο: προσωπικό, πολιτικό ή ευρύτερα κοινωνικό.
Ο Ελληνας ποιητής μου.
Από την ομηρική «Οδύσσεια», τις Τρωάδες του Ευριπίδη, τις λυρικές εξομολογήσεις του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον «ελληνικόν» Καβάφη, τον Σεφέρη, τον Ελύτη ώς και την Κική Δημουλά και τον σεμνό λόγο του Χριστόφορου Λιοντάκη, η νοσταλγία, η επιθυμία επιστροφής σε κάθε είδους φαντασιακή απαρχή συνιστά επίμονο γνώρισμα της ελληνικής ποίησης εν γένει, που με έλκει ιδιαίτερα. Μία από τις λακωνικότερες εκφράσεις της ιδέας αυτής έχω θαυμάσει στην υπερλογική απτότητα της ακόλουθης εικόνας από ένα δημοτικό τραγούδι που κατέγραψα το 1997 στη Στεμνίτσα Αρκαδίας από την κυρία Βάσω Αλεξάκη: «Θέλω να σχίσω τα βουνά με της ελιάς το φύλλο».
Η αδιαπραγμάτευτη ελληνική αλήθεια μου.
Η γλώσσα, κυρίως όταν αντιστέκεται αληθινά στον εκφραστικό λήθαργο και τη σημασιολογική λήθη που καλλιεργεί η προφορική ή γραπτή ταχυλογία της εποχής του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
Η οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη - ορίστε την.
Για να επικαλεστώ ένα ωραίο ποίημα του Εμπειρίκου, ο δρόμος αυτός δεν μπορεί παρά να είναι η «Οδός των Φιλελλήνων», των «ελληνικών» -με το καβαφικό περιεχόμενο της λέξης- ξένων και συντοπιτών μας. Στο πανεπιστήμιο, με συγκεκριμένη ερευνητική και διδακτική αποστολή, αντιμετωπίζω πολύ συχνά την πρόκληση να ανάγω τις διάφορες, κάποτε λαβυρινθώδεις, εκφάνσεις του ελληνικού πολιτισμού σε σαφείς «οδοδείκτες» που σηματοδοτούν την πορεία της ελληνικής ιστορίας και λογοτεχνίας εν συγκρίσει με άλλους ευρωπαϊκούς πολιτισμούς. Μια τέτοια «Οδός των Φιλελλήνων» είναι από τους ασφαλέστερους διαύλους μετάδοσης πτυχών του ελληνικού πολιτισμού σήμερα.
*Ο Παναγιώτης Ροϊλός είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών και Συγκριτικής Λογοτεχνίας, στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.
(Άννα Γριμάνη-Καθημερινή-23/11/2008)