Ριζοσπαστισμός και επαγγέλματα
Οι «αόρατες» ριζοσπάστριες του 21ου αιώνα
Οι τσαγκάρηδες ήταν το πιο ενδιαφέρον επάγγελμα μιας πολύ δύσκολης εποχής. Ο,τι είναι, δύο αιώνες μετά, οι καθαρίστριες.
Οι τσαγκάρηδες σε έναν αιώνα αναβρασμού βρέθηκαν στην εμπροσθοφυλακή τών διεκδικήσεων και των συγκρούσεων για λόγους που, όπως έδειξε ο εκ των κορυφαίων σύγχρονων ιστορικών, ο Ερικ Χόμπσμπαουμ, έχουν να κάνουν σχεδόν αποκλειστικά με τη φύση του επαγγέλματός τους.
Τηρουμένων των αναλογιών, δύο αιώνες μετά, θα μπορούσε βάσιμα να εικάσει κάποιος πως αυτήν την ιδιαίτερη θέση την κατέχουν σήμερα οι καθαρίστριες.
Οι καθαρίστριες κινούνται οριακά μεταξύ της μαύρης αγοράς εργασίας και του προθαλάμου της «Εδέμ», της νομιμότητας
Οι τσαγκάρηδες ήταν το πιο ενδιαφέρον επάγγελμα μιας πολύ δύσκολης εποχής. Ο,τι είναι, δύο αιώνες μετά, οι καθαρίστριες.
Αν ανατρέξει κανείς στην περίοδο από την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα θα βρεθεί μπροστά σε ένα κύμα ριζοσπαστισμού με πρωταγωνιστές τους τσαγκάρηδες. Πρωταγωνιστές στη «μέρα του τσαγιού» στις ΗΠΑ, πρωταγωνιστές στη Βαστίλλη, στη Γερμανική Επανάσταση, στην Παρισινή Κομμούνα.
Οι τσαγκάρηδες σε έναν αιώνα αναβρασμού βρέθηκαν στην εμπροσθοφυλακή τών διεκδικήσεων και των συγκρούσεων για λόγους που, όπως έδειξε ο εκ των κορυφαίων σύγχρονων ιστορικών, ο Ερικ Χόμπσμπαουμ, έχουν να κάνουν σχεδόν αποκλειστικά με τη φύση του επαγγέλματός τους.
Τηρουμένων των αναλογιών, δύο αιώνες μετά, θα μπορούσε βάσιμα να εικάσει κάποιος πως αυτήν την ιδιαίτερη θέση την κατέχουν σήμερα οι καθαρίστριες.
Τρία πράγματα ορίζουν τη σχέση ριζοσπαστισμού με ένα επάγγελμα όπως τα θέτει ο Χόμπσμπαουμ: «Η φήμη μιας μαχητικής συμμετοχής σε κινήματα κοινωνικής διαμαρτυρίας, είτε του επαγγέλματος είτε ευρύτερα. Η φήμη μιας συμπάθειας ή σχέσης δραστηριοποίησης σε κινήματα της πολιτικής Αριστεράς και η φήμη αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ιδεολόγος των απλών ανθρώπων».
Οι τσαγκάρηδες -έγραφε ο M. Sensfelder- «παρά την απλότητα των γούστων τους, αυτοί που φτιάχνουν καινούργια και παλιά παπούτσια διακρίνονται πάντα από αεικίνητη, μερικές φορές και επιθετική, διάθεση και από μια φοβερή όρεξη για κουβέντα. Εγινε κάποια ταραχή; Βγήκε από το πλήθος κάποιος ρήτορας; Σίγουρα πρόκειται για κάποιον τσαγκάρη που ήρθε να μιλήσει στον κόσμο».
Ως αυτοαπασχολούμενοι και με ελάχιστες ανάγκες, αφού εύκολα μπορούσαν να μετεγκατασταθούν σε άλλες περιοχές, οι τσαγκάρηδες εκμεταλλεύθηκαν την ανεξαρτησία τους στο ζενίθ της βιομηχανικής επανάστασης. Η δυνατότητά τους να βρίσκονται πάντα στο κέντρο της αγοράς των πόλεων και να συζητούν με ελευθεροστομία με τους πελάτες τους βοήθησε στη μεταφορά των ριζοσπαστικών ιδεών σύμφωνα με τον Χόμπσμπαουμ (στο «Ξεχωριστοί άνθρωποι», εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ).
Δύο αιώνες μετά, οι καθαρίστριες ασκούν ένα επάγγελμα που οριακά κινείται μεταξύ της μαύρης αγοράς εργασίας και του προθάλαμου της «Εδέμ», ήτοι της νομιμότητας.
Με πολλές διαφορές, αλλά και ομοιότητες με τον τσαγκάρη του 19ου αιώνα, οι καθαρίστριες σε κάποιες δυτικές κοινωνίες έχουν ήδη ταράξει τα νερά. Για παράδειγμα, στη Γερμανία. Η δεύτερη γενιά, τα παιδιά των καθαριστριών (συνήθως από την Τουρκία) μεγάλωσαν, σπούδασαν και ανακάλυψαν τη μαντίλα! Είναι η απάντηση σε μία κοινωνία που ταύτισε τη μαντίλα με την καθαρίστρια και τώρα οι κόρες της δείχνουν ότι η μαντίλα δεν είναι η ταυτότητα μιας καθαρίστριας, αλλά και μιας γιατρού ή δικηγόρου. Πολλές κόρες καθαριστριών βάζουν τη μαντίλα στη Γερμανία και στη Γαλλία ως ένδειξη υπερηφάνειας για την καταγωγή τους. Και ως ένδειξη μνήμης για τη συμπεριφορά της (δεύτερης;) πατρίδας τους απέναντι στις μανάδες τουυς. Στην Ελλάδα, οι καθαρίστριες δεν φορούν μαντίλα. Μάλλον είναι «αόρατες». Βουλγάρες, Μολδαβές, Ρουμάνες, Αλβανίδες, Ρωσίδες, ουδείς ρωτάει. Καθαρίστριες, δηλαδή όσες δεν μπορούν να βρουν τίποτα καλύτερο από τα 450 ευρώ τον μήνα και τίποτα χειρότερο από την ανεργία. Πολλές -αποκάλυψε η ιστορία της Κωνσταντίνας Κούνεβα- έχουν κάθε λόγο να διεκδικούν πολλά περισσότερα από μία θέση στην γκρίζα ζώνη της αγοράς εργασίας. Και μπορεί η τραγική ιστορία της Κούνεβα να έφερε κύμα συμπαράστασης, αλλά οι καθαρίστριες ξέρουν δύο πράγματα: Οπως και οι τσαγκάρηδες του 19ου αιώνα, οι καθαρίστριες σήμερα στην Ελλάδα γνωρίζουν ότι είναι μόνες τους. Παρά τα μεγάλα λόγια ακόμη και η ΓΣΕΕ (και όχι μόνο κάποιοι «ιδιοκτήτες» συνεργείων καθαρισμού) δεν δέχεται τη συνδικαλιστική αυτονομία των καθαριστριών (και εν γένει των μεταναστών). Η αντίδραση της Κούνεβα δεν είναι η μοναδική. Πριν από τρία χρόνια το ίδιο επεχείρησαν να κάνουν στην Ικαρία μετανάστες - εργάτες. Τους απαγορεύθηκε με δικαστική απόφαση.
Οι καθαρίστριες του 21ου αιώνα συνεχίζουν μια παράδοση που ξεκίνησε δύο αιώνες πριν, αλλά με μία διαφορά: Η ριζοσπαστικοποίησή τους δεν αντιμετωπίζεται ξέχωρα από το φύλο τους. Το οξύ δεν θα χρησιμοποιούνταν ποτέ εναντίον άντρα. Η Κούνεβα, η κάθε καθαρίστρια, εκτός από εργαζόμενος που διεκδικεί είναι και γυναίκα. Και αυτό είναι ακόμη too much για την ελληνική κοινωνία.
Οι τσαγκάρηδες -έγραφε ο M. Sensfelder- «παρά την απλότητα των γούστων τους, αυτοί που φτιάχνουν καινούργια και παλιά παπούτσια διακρίνονται πάντα από αεικίνητη, μερικές φορές και επιθετική, διάθεση και από μια φοβερή όρεξη για κουβέντα. Εγινε κάποια ταραχή; Βγήκε από το πλήθος κάποιος ρήτορας; Σίγουρα πρόκειται για κάποιον τσαγκάρη που ήρθε να μιλήσει στον κόσμο».
Ως αυτοαπασχολούμενοι και με ελάχιστες ανάγκες, αφού εύκολα μπορούσαν να μετεγκατασταθούν σε άλλες περιοχές, οι τσαγκάρηδες εκμεταλλεύθηκαν την ανεξαρτησία τους στο ζενίθ της βιομηχανικής επανάστασης. Η δυνατότητά τους να βρίσκονται πάντα στο κέντρο της αγοράς των πόλεων και να συζητούν με ελευθεροστομία με τους πελάτες τους βοήθησε στη μεταφορά των ριζοσπαστικών ιδεών σύμφωνα με τον Χόμπσμπαουμ (στο «Ξεχωριστοί άνθρωποι», εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ).
Δύο αιώνες μετά, οι καθαρίστριες ασκούν ένα επάγγελμα που οριακά κινείται μεταξύ της μαύρης αγοράς εργασίας και του προθάλαμου της «Εδέμ», ήτοι της νομιμότητας.
Με πολλές διαφορές, αλλά και ομοιότητες με τον τσαγκάρη του 19ου αιώνα, οι καθαρίστριες σε κάποιες δυτικές κοινωνίες έχουν ήδη ταράξει τα νερά. Για παράδειγμα, στη Γερμανία. Η δεύτερη γενιά, τα παιδιά των καθαριστριών (συνήθως από την Τουρκία) μεγάλωσαν, σπούδασαν και ανακάλυψαν τη μαντίλα! Είναι η απάντηση σε μία κοινωνία που ταύτισε τη μαντίλα με την καθαρίστρια και τώρα οι κόρες της δείχνουν ότι η μαντίλα δεν είναι η ταυτότητα μιας καθαρίστριας, αλλά και μιας γιατρού ή δικηγόρου. Πολλές κόρες καθαριστριών βάζουν τη μαντίλα στη Γερμανία και στη Γαλλία ως ένδειξη υπερηφάνειας για την καταγωγή τους. Και ως ένδειξη μνήμης για τη συμπεριφορά της (δεύτερης;) πατρίδας τους απέναντι στις μανάδες τουυς. Στην Ελλάδα, οι καθαρίστριες δεν φορούν μαντίλα. Μάλλον είναι «αόρατες». Βουλγάρες, Μολδαβές, Ρουμάνες, Αλβανίδες, Ρωσίδες, ουδείς ρωτάει. Καθαρίστριες, δηλαδή όσες δεν μπορούν να βρουν τίποτα καλύτερο από τα 450 ευρώ τον μήνα και τίποτα χειρότερο από την ανεργία. Πολλές -αποκάλυψε η ιστορία της Κωνσταντίνας Κούνεβα- έχουν κάθε λόγο να διεκδικούν πολλά περισσότερα από μία θέση στην γκρίζα ζώνη της αγοράς εργασίας. Και μπορεί η τραγική ιστορία της Κούνεβα να έφερε κύμα συμπαράστασης, αλλά οι καθαρίστριες ξέρουν δύο πράγματα: Οπως και οι τσαγκάρηδες του 19ου αιώνα, οι καθαρίστριες σήμερα στην Ελλάδα γνωρίζουν ότι είναι μόνες τους. Παρά τα μεγάλα λόγια ακόμη και η ΓΣΕΕ (και όχι μόνο κάποιοι «ιδιοκτήτες» συνεργείων καθαρισμού) δεν δέχεται τη συνδικαλιστική αυτονομία των καθαριστριών (και εν γένει των μεταναστών). Η αντίδραση της Κούνεβα δεν είναι η μοναδική. Πριν από τρία χρόνια το ίδιο επεχείρησαν να κάνουν στην Ικαρία μετανάστες - εργάτες. Τους απαγορεύθηκε με δικαστική απόφαση.
Οι καθαρίστριες του 21ου αιώνα συνεχίζουν μια παράδοση που ξεκίνησε δύο αιώνες πριν, αλλά με μία διαφορά: Η ριζοσπαστικοποίησή τους δεν αντιμετωπίζεται ξέχωρα από το φύλο τους. Το οξύ δεν θα χρησιμοποιούνταν ποτέ εναντίον άντρα. Η Κούνεβα, η κάθε καθαρίστρια, εκτός από εργαζόμενος που διεκδικεί είναι και γυναίκα. Και αυτό είναι ακόμη too much για την ελληνική κοινωνία.
(Kαθημερινή 10/1/2009-Κείμενο του Τάκη Καμπύλη)
Η προσθήκη εικόνων στο κείμενο έγινε με ευθύνη του IVOS 2