Edvard Munch: Anxiety (1896)

Πίσω στο λυκόφως...

Γκρίζες μέρες, ραγισμένες. Διάχυτη η δυσθυμία, η απογοήτευση, η ακεφιά για να προσπαθήσεις ακόμη και για τα καθημερινά αυτονόητα, να διαβείς τη ρουτίνα στο ατομικό μα και το κοινωνικό περιβάλλον. Ψάχνεις να πιαστείς από κάπου, και το περιβάλλον σού βάζει εμπόδια. Ανέμπνευστη η πολιτική τάξη ενεργεί σπασμωδικά, με κοντόφθαλμα κριτήρια και στόχους που όχι μόνο δεν εμπνέουν, δεν συνεγείρουν, αλλά επιτείνουν τη μοναχικότητα του κόσμου, την απομάκρυνσή του από «τα κοινά» στο περίγραμμα των οποίων θα αναπτύξει το κέφι και την προσπάθεια για το επόμενο βήμα. Ταγοί κατώτεροι των περιστάσεων και των απαιτήσεών τους, ανήμποροι (και αν υποθέσει κανείς πως το θέλουν...) να εκπονήσουν για την χώρα ένα εθνικό όραμα και ανίκανοι να υπηρετήσουν την αναγκαιότητά του...
Η οικονομία, στα μαύρα της τα χάλια, και ας διαβεβαίωναν οι διαχειριστές της πως αναζωογονήθηκε, απέκτησε νέες στέρεες και «ειλικρινείς» βάσεις μετά την πολυσυζητημένη «απογραφή» της. Η ανεργία, πρώτη έγνοια της κοινωνίας (ιδίως των νέων ανθρώπων...) και ας δείχνουν οι «δείκτες» πτώση και «προοπτικές απασχόλησης» – η μετονομασία των επιδομάτων ανεργίας σε «επίδομα εργασίας» και των ανέργων σε 4ωρους «απασχολήσιμους», η ένταξη σε κάποια ολιγόμηνα «Stage» μπορεί με τη δημιουργική λογιστική να εξωραΐζουν τα νούμερα και να αποτελούν ανακουφιστικές ενέσεις σε αυτούς που πολεμάνε να εξασφαλίσουν μόνιμο μεροκάματο, αλλά δεν διαγράφουν την αγωνία όσων θα θεωρούσαν «επιτυχία» τους να ενταχθούν και αυτοί στην τόσο ανήσυχη και ανασφαλή «γενιά των 700 ευρώ».
Ο ξεσηκωμός των νέων προβληματίζει όλο και περισσότερο – ιδίως αν συνδυασθεί με τη διαφαινόμενη τάση των «υπευθύνων» να επικεντρώνουν το ενδιαφέρον και τις προσπάθειές τους στην «αποτελεσματική» αντιμετώπιση του αποτελέσματος περισσότερο, παρά στη διερεύνηση των αιτίων. Η εγκληματικότητα κυριαρχεί στην καθημερινότητα, σε όλες τις μορφές – από αυτήν του κοινού εγκλήματος μέχρι το σκοτεινό έγκλημα της τρομοκρατίας. Και η ανασφάλεια, διάχυτη τόσο στην κοινωνία, όσο και (εύλογα, από τις εξελίξεις...) στις τάξεις των «φυλάκων» και εγγυητών της τάξης και της ασφάλειας...
Μίζερο κλίμα, νοτισμένο από την υγρασία της απαισιοδοξίας και της έλλειψης προοπτικής. Και να είναι τόσο κοντά οι «μέρες 2004», οι ελληνικές «ολυμπιακές μέρες» που είχαν δημιουργήσει την ελπίδα πως και σε τούτο τον τόπο «κάτι» μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο, αν το προγραμματίσουμε σωστά και με υπευθυνότητα και το επιδιώξουμε όλοι μαζί – έστω και υπό την πίεση του συνεχούς «ελέγχου», της επιβεβλημένης «υποχρέωσης», ακόμη και από τη σκοπιά του «εθνικού φιλότιμου»...
Μπορεί να μην ήταν ιδανικό το «ένδοξο 2004», ήταν όμως σίγουρα συνεγερτικό, ελπιδοφόρο – κι αυτό έφτανε να κάνει τη διαφορά! Διαπίστωνες διάχυτη την ελπίδα, όχι μόνο για το «πιεστικά επίκαιρο» της εποχής, αλλά και δυνάμει για το «αύριο». Από την πρωτόγνωρη αποτελεσματικότητα, σε σχεδιασμό και εφαρμογή, της κρατικής μηχανής, τον συντονισμό των «συναρμοδίων» σε μια κοινή γραμμή και με τήρηση χρονοδιαγραμμάτων. Το αίσθημα ασφάλειας (ας «γκρίνιαζαν» ορισμένοι...) και μάλιστα σε εξ αντικειμένου «επισφαλείς» μέρες, την εύρυθμη και με κανόνες λειτουργία της πόλης, από το έτσι κι αλλιώς δύσκολο κυκλοφοριακό (που όμως κατορθώθηκε να βελτιωθεί, έστω με μικρές καθημερινές «θυσίες» όλων μας!) μέχρι την καθαριότητα, το πράσινο...
Κι ελπίζαμε όλοι (ακόμη και οι «γκρινιάρηδες») πως ακόμη κι αν από αυτή την εντυπωσιακή «αλλαγή», τον «εκσυγχρονισμό» μας, ένα έστω 30% να «έμενε» τις μεταολυμπιακές μέρες, θα ’χαμε κάνει ένα σημαντικότατο βήμα προς τα εμπρός. Δεν έμεινε, φευ...
Ξαναγυρίσαμε οι μεν «ταγοί» μας στις γνωστές, «δοκιμασμένες» πελατειακές λογικές και πρακτικές, του κανακέματος και της ψηφοθηρίας, της συναλλαγής και του υπερβολικού υπολογισμού του «πολιτικού κόστους», αλλά κι εμείς ως κοινωνία στον γνωστό... παραδοσιακό «ωχαδερφισμό» μας, τη νοοτροπία του «εγώ μωρέ θα διορθώσω την Ελλάδα;», τη νοοτροπία της στείρας διεκδίκησης των πάντων «από τους άλλους», της απαίτησης να λύνουν άλλοι για μας τα δικά μας προβλήματα – ακόμη και τα πιο «ανώδυνα», καθημερινά. Ξαναγυρίσαμε στη ζώνη του λυκόφωτος, «ικανοποιημένοι» που αποδείξαμε πως μπορούμε να απολαμβάνουμε και το λυκαυγές...
(Καθημερινή 17/1/2009-Κείμενο του Θάνου Oικονομόπουλου)
Η προσθήκη των εικόνων έγινε με ευθύνη του IVOS 2