Η ανάξια ζωή μας και το αδιέξοδο των παιδιών μας ...
Στο μέλλον όλες οι ερωτήσεις θα είναι ρητορικέςΤα παιδιά δεν μας μιλάνε όχι διότι δεν τα ακούμε, όπως λέγεται και ξαναλέγεται, αλλά επειδή δεν τους απευθύνουμε καν τον λόγο. Μπορείς βέβαια να εισάγεις σ' ένα παιδί εντολές ή ιούς: «Έφαγες;» «Διάβασες;»: ΨΩΜΙ, ΠΑΙΔΕΙΑ, κι εκεί τελειώνει. Η ελευθερία, το περίσσευμα ανεξαρτησίας, απορροφήθηκε απ' το καλειδοσκοπικό φάσμα των λεγόμενων «επιλογών». Τα παιδάκια των Ελλήνων, τελευταία στον δυτικό κόσμο, έμειναν δίχως την ελευθερία τού να είναι σκλάβοι. Δηλαδή σκλάβοι όλων εκείνων των μεγάλων εννοιών (για τους ερωτευμένους δεν λένε άραγε «έγινε σκλάβος της»;) που, σβήνοντας, τροφοδότησαν την παράδοξη ανισορροπία και το σθένος της δεκαετίας του '60 και της Μεταπολίτευσης -εννοιών που περιλαμβάνουν τη Γλώσσα, τον Θεό, τη Φύση, την Αριστερά, ακόμη και την ΑΕΚ· σήμερα οι χούλιγκαν παρακινούνται απ' την εισβολή του τυχαίου στους κύκλους της εκτόνωσης της βίας και ο ύμνος τους είναι μια χαοτική ανάπτυξη της ντο μείζονος των πολεμικών εμβατηρίων, φραστικά πυροτεχνήματα και μυαλά στα κάγκελα, αίμα, ρόπαλα, τύμπανα φυλών του Αμαζονίου.
Ε τσι καλλιεργούν οι Ινδιάνοι το ζαχαροκάλαμο και οι Δυτικοί τα παιδιά τους, και τα παιδιά μεγαλώνουν και κόβονται (π.χ. στις εξετάσεις) σαν τα περίφημα υπεραιωνόβια δέντρα που έκοψαν τα συνεργεία του Δημάρχου στο παρκάκι της οδού Κύπρου. Καθώς το έθεσε κάποιος χιουμορίστας στο ραδιόφωνο, νομίζω στον 105,5, «θα γλίτωναν [τα δέντρα] αν οι κάτοικοι είχαν προλάβει να τα στολίσουν, οπότε οι μπάτσοι θα τα φρουρούσαν, όπως στο Σύνταγμα...» Τα παιδιά αισθάνονται υπεραιωνόβια. Μια φίλη μου, εκπαιδευτικός απ' την Κέρκυρα, η Κ. Μ., μου έλεγε σχετικά με τον γιο της, πρωτοετή της Γεωπονικής (!) σήμερα, ότι ένα απόγευμα, πριν από χρόνια, όταν το παιδί ήταν ακόμη 14 και καθώς οι δύο γονείς, δηλαδή εκείνη και ο πατέρας, συζητούσαν το αστείρευτο θέμα των μαθημάτων και των βαθμών, ο ενδιαφερόμενος, στωικά αμέτοχος μέχρι τότε, βγήκε απότομα απ' τη συνηθισμένη του αδράνεια και φώναξε αυθόρμητα, απ' το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου: «Μας κάνατε [= εμάς, τα παιδιά] να νιώθουμε ΗΔΗ γέροι!» Αυτό, υπό το πρίσμα της ανάλυσης που επιχειρώ εδώ, ισοδυναμεί με τη θαυμαστή, την ανεπανάληπτη ομολογία ότι το παιδί έβλεπε, σ' εκείνη τη συγκυρία, τους γονείς του σαν δύο νήπια. Αν λάβουμε υπ' όψιν την αμηχανία τους, ίσως ήταν όντως.
Τ α παιδιά είναι οι αγρότες της πόλης· τους έχει ανατεθεί να καλλιεργούν τα σκουπίδια, το βασικό προϊόν του αστικού πολιτισμού. Διδασκόμενα να θεωρούν τον εαυτό τους προϊόν (= οικονομική επένδυση του γονέα), καλλιεργούν την παιδικότητά τους («καλλιέργεια», «κουλτούρα», «εκπαίδευση»...) σαν σε μια γερασμένη ταύτιση του αγρότη με τη χλωρίδα υπό το λυκόφως της συνολικής αστοχίας της ζωής. Οσο για την πόλη, βρίσκεται διάσπαρτη παντού υπό μορφήν δικτατορίας του τσιμέντου, του πλαστικού, της τηλεόρασης και της πίεσης χρόνου, της βιαστικής αλλοφροσύνης με την οποία τρέχουν οι άνθρωποι προς τον θάνατο με πρόσχημα την εξόφληση του στεγαστικού δανείου.
Δ εν είμαστε τυφλοί. Στη Θεσσαλία, στην Πελοπόννησο, στην Κρήτη, στην Εύβοια, οι καλλιέργειες, τα απογεύματα, τυλίγονται σε αποπνικτικά σύννεφα χημικών δηλητηρίων που απλώνονται στις εθνικές οδούς σαν θολά παραπετάσματα βιβλικής καταστροφής, οι καρποί έχουν μαραζώσει και παραδοθεί στην απέραντη απελπισία του χαμηλού ανταγωνισμού, η χαμένη τιμή της υπαίθρου περιμένει την τουριστική της παρθενορραφή, ενώ ρημαγμένα θερμοκήπια ξεπηδούν εδώ κι εκεί σαν θλιβερά μνημεία πεσόντων στον πόλεμο του ανθρώπου κατά της φύσης, τεκμήρια της προσπάθειας να ξεφύγουν οι κληρονόμοι της γης απ' τις δεσμεύσεις των προθεσμιών, τουτέστιν απ' τις εποχές, και να εναγκαλιστούν τα πλεονεκτήματα του τεχνητού, να συνεκμεταλλευθούν μέχρις αποστραγγίσεως το υποτιθέμενο δικαίωμα του καταναλωτή να απολαμβάνει ντομάτες και πεπόνια τον χειμώνα, σύκα των Απρίλιο, λάχανα τον Ιούλιο. Τα Βαλκάνια πλημμύρισαν με βαμβάκι. Στη συνέχεια, οι μεταλλαγμένοι γενετικοί κώδικες θα μολύνουν τα διπλανά χωράφια με την υποψία ενός απείρως χορταστικού μέλλοντος, όπου οι άνδρες της Γεωπονικής Αστυνομίας θα εισβάλλουν στα σπίτια ψάχνοντας για παράνομους, παλιούς, αυθεντικούς σπόρους, όπως κάνουν τώρα με τα δενδρύλλια του χασίς.
Τ α σχολεία αγνοούν επίσης τις διαβαθμίσεις των εποχών, η παιδική ηλικία και η εφηβεία είναι δήθεν τα στάδια μιας επιζήμιας αργοπορίας που πρέπει να συμπτυχθεί σε μία και μόνη στιγμή: τις Εισαγωγικές. Τα παιδιά μεγαλώνουν σε εκπαιδευτικά θερμοκήπια, μακριά απ' τους φυσικούς κύκλους της αυθεντικότητας που συνέδεε κάποτε τη μάθηση με το ρίγος μιας αόριστης έστω ψυχικής ανάγκης: τώρα ξέρουν ότι, μονίμως, είναι κατάλληλος καιρός για οτιδήποτε. Αποστηθίζουν πληροφορίες του τύπου «το 30% των δασών της Γης βρίσκεται στη Σιβηρία» ή «τα 2/3 της ανθρώπινης επιδερμίδας συνίστανται από νερό» ή «στη Βρετανία, το 2008, η ανεργία έφτασε στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 17 ετών», αλλά καμία βαθιά εικόνα, καμία αναλογία δεν σχηματίζεται στη συνείδησή τους, διότι ο ιμπεριαλισμός της στατιστικής έχει περιορίσει στο ελάχιστο την ικανότητα της σκέψης να επιμερίζεται και κατόπιν να οδηγείται συνδυαστικά στη σύλληψη γενικών νόμων. Ζουν σ' ένα σύμπαν όπου ο γενικός νόμος των ποσοστών επιβάλλεται στα επί μέρους· οπότε, τρόπος του λέγειν, επιτρέπονται τα πάντα, τυχαίες, εφήμερες, επουσιώδεις «επιλογές» που προτείνονται σαν νομοτελειακά δεδομένα με την κάλυψη κάποιας «μέτρησης».
Α ποσυμπιέζουν έτσι τον θυμό τους στα βιντεοπαιχνίδια και ερωτεύονται εφαρμόζοντας τηλεοπτικά πρότυπα συμπεριφοράς πάνω σε αυτοσχέδιους κώδικες του φλερτ, σύμφωνα με τους οποίους τα σύνορα εμπειρίας και προσποίησης πρέπει, για το καλό αμφοτέρων των συμβαλλομένων, να απαλείφονται. Προηγείται, ως στόχος, η συνάντηση δύο εραστών που θα αποδειχθούν βιολογικά συμβατοί -αυτό τους λένε διαρκώς τα ΜΜΕ και οι ιστοσελίδες, ενώ οι γονείς εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά πεζοί και λακωνικοί: «Διάβασες;» «Εφαγες;» «Εκανες μπάνιο;» Κυκλωμένος απ' το τρίγωνο ΨΩΜΙ, ΠΑΙΔΕΙΑ, ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑ, ο διάλογος ακινητοποιείται ώστε ο χρόνος να επιταχύνεται.
Α ποσυμπιέζουν έτσι τον θυμό τους στα βιντεοπαιχνίδια και ερωτεύονται εφαρμόζοντας τηλεοπτικά πρότυπα συμπεριφοράς πάνω σε αυτοσχέδιους κώδικες του φλερτ, σύμφωνα με τους οποίους τα σύνορα εμπειρίας και προσποίησης πρέπει, για το καλό αμφοτέρων των συμβαλλομένων, να απαλείφονται. Προηγείται, ως στόχος, η συνάντηση δύο εραστών που θα αποδειχθούν βιολογικά συμβατοί -αυτό τους λένε διαρκώς τα ΜΜΕ και οι ιστοσελίδες, ενώ οι γονείς εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά πεζοί και λακωνικοί: «Διάβασες;» «Εφαγες;» «Εκανες μπάνιο;» Κυκλωμένος απ' το τρίγωνο ΨΩΜΙ, ΠΑΙΔΕΙΑ, ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑ, ο διάλογος ακινητοποιείται ώστε ο χρόνος να επιταχύνεται.
Α υτό επιβεβαιώνει την πρόοδο που έχει τάχα επιτευχθεί με το να σκέφτεται κανείς στο δυαδικό σύστημα -«ΝΑΙ» ή «ΟΧΙ», «1» και «0». Εννοείται πως η γλώσσα των υπολογιστών υπολογίζει τα γλωσσικά στοιχεία, δεν τα μιλάει, και τα παιδιά, εκπαιδευμένα να λένε τα απολύτως ελάχιστα που απαιτεί η μεταξύ τους ανάδραση ως ταχύς κατοπτρισμός της τεχνητής νοημοσύνης, το αισθάνονται, καταλαβαίνουν ότι τους έχουν στερήσει την ελευθερία να οδηγούνται από τη γλώσσα στις επινοήσεις της μεταφοράς, στις περιπέτειες μιας έμμεσης ανακάλυψης του ψυχικού τους κέντρου. Μοιραία, ορισμένοι απ' αυτούς τους πιτσιρικάδες ονειρεύονται μιαν ελευθερία που δεν μπορεί πλέον να αντλήσει το περιεχόμενό της ούτε απ' το ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ των σχολικών επετείων ούτε απ' το ΖΗΣΕ ΕΛΕΥΘΕΡΑ των διαφημίσεων των σαμπουάν που υπόσχονται «γερό κράτημα», και τότε ακολουθούν τους νεαρούς ήρωες του περιθωρίου, φορώντας κουκούλες και εισβάλλοντας σε συνοικιακά σουπερμάρκετ, όπου αδειάζουν τα ράφια για να μοιράσουν τα αγαθά στους πελάτες, παίζοντας ή νομίζοντας ότι παίζουν τον ρόλο δημοφιλών ληστών εμπνευσμένων από το ιδανικό του Ρομπέν των Δασών για την αναδιανομή του πλούτου. Ομως εκείνο που κατορθώνουν στην ουσία, κάτω απ' τη μύτη του σερίφη του Νότιγχαμ, είναι μια αθέλητη κριτική του διπλού μηνύματος της αγοράς, αυτού που λέει «κοίταζε, αλλά μην αγγίζεις», ή «είναι ολόφρεσκα, αλλά δεν μυρίζουν», ή «βασανίσου για να σπουδάσεις κι ύστερα πέτα το πτυχίο στα σκουπίδια». Θα μου δοθεί, ελπίζω, η ευκαιρία να δείξω ότι το διπλό μήνυμα με το οποίο η κοινωνία (των ενηλίκων) «τρελαίνει» τα παιδιά είναι αυτό που πυροδοτεί τον σπασμό της βίας.
Ω ς προέκταση της καλλιεργούμενης υπαίθρου, το ράφι του σουπερμάρκετ γίνεται τώρα κάτι συμπληρωματικό της δομής ενός μουσείου τροφών και απορρυπαντικών· τα πρωτότυπα έχουν χαθεί, αλλά τα αντίγραφα, άοσμα όσο και άγευστα, είναι στη διάθεση του κοινού, σαν τους αμφορείς στο μουσείο της Επιδαύρου. Ο πανικός συσσωρεύεται και φρακάρει στο ταμείο, όπου ο ήχος του παρόντος, ο ρημαγμένος και υπερσυμπιεσμένος ενεστώτας του καταναλωτή, συγχωνεύεται με το φρικτό κουδούνισμα της λογιστικής μηχανής και παρέρχεται μέσα στη στιγμιαία δυσφορία της εκτέλεσης ενός καθήκοντος χωρίς καμία αίσθηση οικιακής φροντίδας ή απόλαυσης. «Διάβασες;» «Εφαγες;» «Ψώνισες;» Παιδεία και ψωμί, τροφοδοσία, ανατροφοδότηση· αυτό είν' όλο. «Ή θα ψωνίζεις, ή θα σκέφτεσαι» είχε δηλώσει ο Γουόρχολ. Κατόπιν έρχονται οι Εισαγωγικές. «Προσποιήθηκες ότι πέρασες;»Κ αι ούτω καθεξής. «Προσποιήθηκες ότι ψώνισες;» Πριν από 40 χρόνια, οι μανάδες ή οι γιαγιάδες ρωτούσαν επίσης: «Εκανες τον σταυρό σου;» Αυτό μπορεί να μοιάζει σήμερα γραφικό, ωστόσο μεσολαβεί μια κρίσιμη διαφορά αν υπολογίσει κανείς ότι, εκείνη την εποχή, η Θεότητα (υπαρκτή ή όχι δεν το εξετάζω εδώ), ως Αλλος ή Τριτεγγυητής, ήταν πιστευτή και παρούσα, ενώ τώρα η μάθηση προσφέρεται εξ αρχής σαν το έρμαιο ενός ρόλου, όπως εξάλλου τα «ιδανικά», τα «οράματα», ο επαγγελματικός προσανατολισμός, οι κομματικές ταυτότητες, οι θεσμοί και τα διπλώματα ξένων γλωσσών. Αυτός ο οξύς και κάπως αισχρός διχασμός ανάμεσα σε Είναι και Φαίνεσθαι, αυτός ο βαθμός μηδέν της μεταφυσικής αναφοράς που ενοποιούσε τα δύο, κάνει τα παιδιά να μαραίνονται και να κοιμούνται όρθια ή να εξεγείρονται μέσα σε μια νεφελώδη έκρηξη ασαφών διεκδικήσεων.
Ε ντούτοις, ενυπάρχει στη στάση της πλειονότητας των παιδιών, ακόμη και των πιο φτωχών σε αντισώματα, κάτι βαθύτερο, που αντιπολιτεύεται την ενοχοποίηση της κριτικής σκέψης πεισματικά· υπάρχει μια μη εντοπίσιμη αλλά ζωντανή ρίζα, ένα ελατήριο υγιούς αντίστασης στις πληκτικές ευκολίες των ανταλλαγών με τον «ορθολογικό» κόσμο, την οποία διατηρούν κατά το δυνατόν σε ύφεση προκειμένου να συμμορφώνονται καθημερινά με τους κανόνες της εκπαίδευσης και του καταναλωτικού προστάγματος, της τηλεόρασης, του διαφημιστικού οχετού κι εκείνης της συλλογικής παραίσθησης συντροφικότητας που αναπτύσσεται στα chat-rooms ή οπουδήποτε αλλού οι άνθρωποι συνυπάρχουν δίχως να συναντιούνται. Και να γιατί στο facebook μπορείς να έχεις 450 φίλους: διότι δεν υσφίσταται πλέον φιλία.
Ε ίναι το ίδιο αυτό που έλκει την προσοχή τους (κι ας μην το ομολογούν) στο γεγονός πως όσο πιο απομακρυσμένοι αισθάνονται οι άνθρωποι μεταξύ τους, σε ψυχικό επίπεδο, τόσο πληθαίνουν τα συνθήματα των ποικίλων μέσων συγκοινωνίας και «επικοινωνίας», για το καθένα απ' τα οποία οι αρμόδιοι ορκίζονται, κατ' ευφημισμόν, ότι ΜΑΣ ΦΕΡΝΕΙ ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ, χωρίς ποτέ να επιτρέπουν σε κάποιον να ρωτήσει πώς έγινε και φτάσαμε να απέχουμε τόσο πολύ ο ένας από τον άλλον. Πρόσφατα το υιοθέτησε και ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος· παρ' όλ' αυτά, η ψευδαισθησιακή εγγύτητα που εξασφαλίζουν οι υπερταχείες και τα ψηφιακά δίκτυα δεν εμποδίζουν τους νέους των 17 χρόνων να παρατηρήσουν ότι όσο ταχύτερα κινείται η πληροφορία (του ανθρώπου περιλαμβανομένου· ο άνθρωπος τείνει σήμερα να ταξιδεύει ως ένα σύνολο βιολογικών και οικονομικών πληροφοριών) τόσο πιο αβαθής αποδεικνύεται. Ιδού ποιο είναι το μυστικό του συστήματος, μυστικό ολοφάνερο -διαφορετικά, δηλαδή αν η πληροφορία ήταν ουσιαστική, το βάθος της, το «βίδωμά» της στον εφήμερο χρόνο ως ζωντανό, παλλόμενο υπέδαφος της εμπειρίας, θα αποτελούσε τροχοπέδη στη διακίνησή της.
Ε ν ολίγοις, το μυστικό συνιστά την έννοια του αντεστραμμένου ειδώλου, για την οποία έχω συχνά μιλήσει στο παρελθόν (λ.χ. με αφορμή την εκσυγχρονιστική φιλοσοφική επέλαση του Στέλιου Ράμφου προς Δυσμάς) και της οποίας το τρέχον παράδειγμα είναι και πάλι ανάγλυφο: η παλαιά, γονιμοποιός όσο και τυραννική διαπροσωπική τριβή των ανθρώπινων μονάδων, ακόμη και αντίπαλων ή εχθρών, έχει χαθεί και στη θέση της αναδύεται η παραίσθηση μιας γειτνίασης που σου επιτρέπει να μιλάς με κάποιον στη Μελβούρνη ή στο Τόκιο, βλέποντας συνάμα το πρόσωπό του στην οθόνη του λάπτοπ. Το τι θα μπορούσατε όμως να συζητάτε είναι άλλο ζήτημα, πλαγίως αλληλένδετο με τη μετάλλαξη των προσώπων σε «faces». Of the year ή όχι, το ίδιο κάνει.
«Διάβασες;» «Εφαγες;» Έτσι, η ζωή για τους εφήβους καταλήγει απλοϊκή και εξωπραγματικά γρήγορη, ανούσια και εξατομικευμένη στο έπακρο· καταλήγει απατηλά φαντασμαγορική και δίχως περιθώριο για τύψεις ή συμπόνια. Αυτό που διδάσκει το Σύστημα στα παιδιά είναι να επιδιώκουν την επίσπευση όλων όσα επίκεινται, άρα και των συντάξιμων ετών και του θανάτου -η πιο αλλόκοτη ψυχεδέλεια. Τα εκπαιδεύουμε στην απέχθεια για το ράθυμο ύφος της πηγαίας ζωής και σε μια ολόκληρη ποικιλία τρόπων να παραμελούν το πένθος (την κατανόηση και τον αποχαιρετισμό) του νοήματος της κάθε ξεχωριστής στιγμής. Τους μαθαίνουμε στο να προεξοφλούν το μέλλον σαν επιταγή -εγγυήσεις για κεφάλαιο κίνησης. ΖΗΣΕ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΩΡΑ! Και «Τι ομάδα αίματος είσαι;» «Μηδέν θετικό» «Εμένα μ' αρέσει να τρώω μπισκότα στο κρεβάτι...» «Wow!» «Τη βρίσκεις με σωληνάρια κόλλας;» «Ναι, αμέ!» Το παιγνίδι της γνώσης παίζεται με όρους νευροφυσιολογίας του εγκεφάλου. Το σεξ προαναγγέλλεται από την επαφή δύο γυμνών καλωδίων. «Σου μυρίζει καμένο;» Η εξομολόγηση δεν σκοντάφτει πια στα ντροπαλά εμπόδια της φαντασίας και στα δίχτυα του δέους απέναντι στην αλήθεια ή στη σχεδόν υπνωτιστική αδεξιότητα της διασταύρωσης των βλεμμάτων ή στη δημιουργική διαφωνία των προτιμήσεων, αλλά σε κάτι που το βάφτισαν «σεβασμό των προσωπικών δεδομένων». Με δεδομένο ότι τα πρόσωπα έπαψαν να 'ναι τέτοια, τα προσωπικά δεδομένα χαλάνε κόσμο.
(Στο επόμενο: αληθινά σκουπίδια και σκουπίδια πολυτελείας.)
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 1/3/2009
ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ
Η εικονογράφηση του κειμένου και ο τίτλος ανάρτησης εγινε με ευθύνη του Ivos 2