ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΝΕΛΗΣ
Γ. Κουνέλης
BIOGRAPHY
Jannis Kounellis was born in 1936 in Piraeus, Greece. In 1956, Kounellis moved to Rome and enrolled in the Accademia di Belle Arti. While still a student, he had his first solo show, titled L’alfabeto di Kounellis, at the Galleria la Tartaruga, Rome, in 1960. The artist exhibited black-and-white canvases that demonstrated little painterliness; on their surfaces, the artist stenciled letters and numbers.
Influenced by Alberto Burri as well as Lucio Fontana, whose work offered an alternative to the Expressionism [more] of Art Informel [more], Kounellis was looking to push painting into new territory. He was inspired, too, by the work of Jackson Pollock and Franz Kline, and by the earlier abstractions of Kazimir Malevich and Piet Mondrian. Kounellis’s painting would gradually become sculptural; by 1963, the artist was using found elements in his paintings. Kounellis began to use live animals in his art during the late 1960s; one of his best-known works included 11 horses installed in the gallery. Kounellis not only questioned the traditionally pristine, sterile environment of the gallery but also transformed art into a breathing entity. His diverse materials from the late 1960s onward included fire, earth, and gold, sometimes alluding to his interest in alchemy. Burlap sacks were introduced, in an homage to Burri, though they were stripped of the painting frame and exhibited as objects in space. Additional materials have included bed frames, doorways, windows, and coatracks. People, too, began to enter his art, adding a performative dimension to his installations. In the 1970s and 1980s, Kounellis continued to build his vocabulary of materials, introducing smoke, shelving units, trolleys, blockaded openings, mounds of coffee grounds, and coal, as well as other indicators of commerce, transportation, and economics. These diverse fragments speak to general cultural history, while simultaneously they combine to form a rich and evocative history of meaning within Kounellis’s oeuvre.
In 1967, Kounellis was included in an important group exhibition entitled Arte povera e IM spazio at the Galleria La Bertesca, Genoa. Curator Germano Celant coined the term Arte Povera [more] to refer to the humble materials, sometimes described as detritus, which Kounellis and others were employing at the time to make their elemental, anti-elitist art. Kounellis had his first solo show in New York in 1972 at the Sonnabend Gallery. During the 1970s and 1980s, his work was shown extensively; among these was a solo exhibition that traveled in the early 1980s to several museums in Europe, including the Stedelijk Van Abbemuseum, Eindhoven; Obra Social, Caja de Pensiones, Madrid; the Whitechapel Art Gallery, London; and the Staatliche Kunsthalle Baden-Baden. In 1985, the Musée d’Art Contemporain, Bordeaux, mounted an important exhibition of the artist’s production. The following year, the Museum of Contemporary Art, Chicago, staged a retrospective exhibition of Kounellis’s work; the show traveled to the Musée d’Art Contemporain, Montreal. In 1989, the artist was given an exhibition at the Espai Pobenou in Barcelona. In 1994, Kounellis installed a selection of over 30 years of his work in a boat called Ionion and docked this floating retrospective in his home port of Piraeus. The Museo Nacional Centro de Arte Reina Sofía held an exhibition of Kounellis’s work in Madrid in 1997. The artist lives in Rome.
Influenced by Alberto Burri as well as Lucio Fontana, whose work offered an alternative to the Expressionism [more] of Art Informel [more], Kounellis was looking to push painting into new territory. He was inspired, too, by the work of Jackson Pollock and Franz Kline, and by the earlier abstractions of Kazimir Malevich and Piet Mondrian. Kounellis’s painting would gradually become sculptural; by 1963, the artist was using found elements in his paintings. Kounellis began to use live animals in his art during the late 1960s; one of his best-known works included 11 horses installed in the gallery. Kounellis not only questioned the traditionally pristine, sterile environment of the gallery but also transformed art into a breathing entity. His diverse materials from the late 1960s onward included fire, earth, and gold, sometimes alluding to his interest in alchemy. Burlap sacks were introduced, in an homage to Burri, though they were stripped of the painting frame and exhibited as objects in space. Additional materials have included bed frames, doorways, windows, and coatracks. People, too, began to enter his art, adding a performative dimension to his installations. In the 1970s and 1980s, Kounellis continued to build his vocabulary of materials, introducing smoke, shelving units, trolleys, blockaded openings, mounds of coffee grounds, and coal, as well as other indicators of commerce, transportation, and economics. These diverse fragments speak to general cultural history, while simultaneously they combine to form a rich and evocative history of meaning within Kounellis’s oeuvre.
In 1967, Kounellis was included in an important group exhibition entitled Arte povera e IM spazio at the Galleria La Bertesca, Genoa. Curator Germano Celant coined the term Arte Povera [more] to refer to the humble materials, sometimes described as detritus, which Kounellis and others were employing at the time to make their elemental, anti-elitist art. Kounellis had his first solo show in New York in 1972 at the Sonnabend Gallery. During the 1970s and 1980s, his work was shown extensively; among these was a solo exhibition that traveled in the early 1980s to several museums in Europe, including the Stedelijk Van Abbemuseum, Eindhoven; Obra Social, Caja de Pensiones, Madrid; the Whitechapel Art Gallery, London; and the Staatliche Kunsthalle Baden-Baden. In 1985, the Musée d’Art Contemporain, Bordeaux, mounted an important exhibition of the artist’s production. The following year, the Museum of Contemporary Art, Chicago, staged a retrospective exhibition of Kounellis’s work; the show traveled to the Musée d’Art Contemporain, Montreal. In 1989, the artist was given an exhibition at the Espai Pobenou in Barcelona. In 1994, Kounellis installed a selection of over 30 years of his work in a boat called Ionion and docked this floating retrospective in his home port of Piraeus. The Museo Nacional Centro de Arte Reina Sofía held an exhibition of Kounellis’s work in Madrid in 1997. The artist lives in Rome.
Η Ελλάδα μού έδωσε ιδέες, αρχές»
Αληθινός και συγκινητικός ήταν προχθές ο Γ. Κουνέλλης στην ομιλία του, στη Σχολή Καλών Τεχνών
ANAΓΟΡΕΥΣΗ. «Ο καλλιτέχνης είναι πάντα μια ηθική μορφή. Καταθέτει την προσωπική θεώρηση της ιστορίας με έναν μεταφορικό τρόπο. Κανείς δεν μπορεί να διαχωρίσει την ιστορία της τέχνης από την ιστορία της κοινωνίας, όπως δεν μπορεί να διαχωρίσει κανείς τις κηδείες των μαύρων από τα μπλουζ».Ο Γιάννης Κουνέλλης επαναπατρίστηκε, έστω και προσωρινά. Κατά την προχθεσινή του αναγόρευση σε επίτιμο διδάκτορα της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, ήταν αληθινός, συγκινητικός, με λόγια μεστά, γεμάτα σοφία. Στα 73 του χρόνια, η Ελλάδα τον τίμησε για τη σπουδαία διαδρομή του στην τέχνη και εκείνος αποδέχθηκε τη διάκριση με χαρά και ταπεινοφροσύνη. Στην κατάμεστη αίθουσα Τζόρτζιο Ντε Κίρικο της ΑΣΚΤ, οι φοιτητές είχαν κάτσει μέχρι και στο πάτωμα και εκείνος απηύθυνε τον λόγο του στους εκκολαπτόμενους καλλιτέχνες του ακροατηρίου.
Πριν από την αναγόρευση, η προεδρεύουσα του Θεωρητικού Τμήματος της ΑΣΚΤ, Νίκη Λοϊζίδη, παρουσίασε τη θητεία του Κουνέλλη στην τέχνη, ενώ ο επιστήθιος φίλος του, φωτογράφος και αναπληρωτής καθηγητής της ΑΣΚΤ, Μανώλης Μπαμπούσης, σκιαγράφησε το προφίλ μέσα από τα λόγια του ίδιου τού καλλιτέχνη.
«Σε αυτούς τους καιρούς το να μιλάει κανείς είναι αυτοκτονία. Το να μη μιλάει όμως είναι δολοφονία. Μιλάμε λοιπόν, αναθέτοντας την επιβίωση στην τύχη. Ο μεγάλος Αγγλος ποιητής Βύρων πέθανε στο Μεσολόγγι για την ελευθερία και την αυτονομία της Ελλάδας. Εχουμε υποχρέωση γι’ αυτόν τον θάνατο. Γιατί πέθανε; Οι καιροί άλλαξαν, αλλά δεν γνωρίζουμε ακριβώς σε τι άλλαξαν. Σε αυτήν τη χώρα ομιλείται ακόμα η ελληνική γλώσσα, ο Παρθενώνας βρίσκεται πάντα πάνω στον μεγάλο βράχο. Η Ιθάκη δεν άλλαξε θέση από την εποχή του Ομήρου και οι άνθρωποι που γεννιούνται στην Ελλάδα έχουν ανάγκη να είναι πρωταγωνιστές της εποχής τους. Αλλά πού βρίσκεται το κέντρο που δικαιολογεί εκείνον τον πρωταγωνιστή, εν ονόματι ποιου παραμένει αυτή η επένδυση στην ιστορία της πραγματικότητας;»
Ο Κουνέλλης εστίασε την ομιλία του στον ρόλο της «μεγάλης ιδέας του ελληνισμού»: «Η Ελλάδα μου έδωσε ιδέες και αρχές καλής ποιότητας και ανθρωπιά. Ο κόσμος θα ήταν φτωχότερος χωρίς την Ελλάδα, αλλά ίσως όχι, χωρίς άλλες χώρες που είναι μικρές και γεμάτες τράπεζες. Μπορεί να μην μιλάω καλά τα ελληνικά, αλλά τη χώρα την ξέρω. Οι Ελληνες περνούν μια κρίση ταυτότητας. Ο Αμερικανισμός κυριαρχεί, ενώ χάθηκε η λαϊκή κουλτούρα. Είδα τα επεισόδια του Δεκεμβρίου από την τηλεόραση. Είναι σωστό να ζητάνε οι νέοι. Για να φτιάξεις πράγματα πρέπει να φτάσεις σε μια ακεραιότητα. Εμείς έχουμε γλώσσα -είναι μέσα μας, κάθεται στα πόδια μας, έχουμε αντίληψη, έχουμε πολιτική. Μπορεί να έχουμε και μέλλον».«Η Ιθάκη είναι το μεγαλείο»Πολλές φορές αναφέρθηκε στην έννοια της Ιθάκης: «Η Ιθάκη είναι υποθετική. Η Ιθάκη είναι το μεγαλείο και υπάρχει πάντα όπως ο ελληνισμός. Η Ιθάκη είναι μια υπόθεση αγάπης». Το προσωπικό όραμα του ζωγράφου, το περιέγραψε λιτά ο Μανώλης Μπαμπούσης μέσα από τα λόγια του ίδιου Κουνέλλη: «Μακάρι να ήμουν εξόριστος σ’ ένα μικρό σπίτι στην Κάσμπα της Τλεμ Σίν, με τους άσπρους τοίχους και τα πατώματα με τα άσπρα και τα μπλε πλακάκια σαν αυτά στους πίνακες του Ματίς... Σ’ αυτό το εξαιρετικό μέρος, θα ήθελα να έχω μία ερωτική συνάντηση με μια από τις δεσποινίδες της Αβινιόν, εκείνη στα δεξιά την Αφρικανή. Να φάω το ψάρι από τη νεκρή φύση του Ρέμπραντ. Να δοκιμάσω το σταφύλι του Βάκχου του Καραβάτζιο. Να πάω για ψάρεμα με τη βαρκούλα τού Μανέ. Και να πεθάνω ένδοξα σαν τον Μαρά στον πίνακα του Νταβίντ».
ANAΓΟΡΕΥΣΗ. «Ο καλλιτέχνης είναι πάντα μια ηθική μορφή. Καταθέτει την προσωπική θεώρηση της ιστορίας με έναν μεταφορικό τρόπο. Κανείς δεν μπορεί να διαχωρίσει την ιστορία της τέχνης από την ιστορία της κοινωνίας, όπως δεν μπορεί να διαχωρίσει κανείς τις κηδείες των μαύρων από τα μπλουζ».Ο Γιάννης Κουνέλλης επαναπατρίστηκε, έστω και προσωρινά. Κατά την προχθεσινή του αναγόρευση σε επίτιμο διδάκτορα της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, ήταν αληθινός, συγκινητικός, με λόγια μεστά, γεμάτα σοφία. Στα 73 του χρόνια, η Ελλάδα τον τίμησε για τη σπουδαία διαδρομή του στην τέχνη και εκείνος αποδέχθηκε τη διάκριση με χαρά και ταπεινοφροσύνη. Στην κατάμεστη αίθουσα Τζόρτζιο Ντε Κίρικο της ΑΣΚΤ, οι φοιτητές είχαν κάτσει μέχρι και στο πάτωμα και εκείνος απηύθυνε τον λόγο του στους εκκολαπτόμενους καλλιτέχνες του ακροατηρίου.
Πριν από την αναγόρευση, η προεδρεύουσα του Θεωρητικού Τμήματος της ΑΣΚΤ, Νίκη Λοϊζίδη, παρουσίασε τη θητεία του Κουνέλλη στην τέχνη, ενώ ο επιστήθιος φίλος του, φωτογράφος και αναπληρωτής καθηγητής της ΑΣΚΤ, Μανώλης Μπαμπούσης, σκιαγράφησε το προφίλ μέσα από τα λόγια του ίδιου τού καλλιτέχνη.
«Σε αυτούς τους καιρούς το να μιλάει κανείς είναι αυτοκτονία. Το να μη μιλάει όμως είναι δολοφονία. Μιλάμε λοιπόν, αναθέτοντας την επιβίωση στην τύχη. Ο μεγάλος Αγγλος ποιητής Βύρων πέθανε στο Μεσολόγγι για την ελευθερία και την αυτονομία της Ελλάδας. Εχουμε υποχρέωση γι’ αυτόν τον θάνατο. Γιατί πέθανε; Οι καιροί άλλαξαν, αλλά δεν γνωρίζουμε ακριβώς σε τι άλλαξαν. Σε αυτήν τη χώρα ομιλείται ακόμα η ελληνική γλώσσα, ο Παρθενώνας βρίσκεται πάντα πάνω στον μεγάλο βράχο. Η Ιθάκη δεν άλλαξε θέση από την εποχή του Ομήρου και οι άνθρωποι που γεννιούνται στην Ελλάδα έχουν ανάγκη να είναι πρωταγωνιστές της εποχής τους. Αλλά πού βρίσκεται το κέντρο που δικαιολογεί εκείνον τον πρωταγωνιστή, εν ονόματι ποιου παραμένει αυτή η επένδυση στην ιστορία της πραγματικότητας;»
Ο Κουνέλλης εστίασε την ομιλία του στον ρόλο της «μεγάλης ιδέας του ελληνισμού»: «Η Ελλάδα μου έδωσε ιδέες και αρχές καλής ποιότητας και ανθρωπιά. Ο κόσμος θα ήταν φτωχότερος χωρίς την Ελλάδα, αλλά ίσως όχι, χωρίς άλλες χώρες που είναι μικρές και γεμάτες τράπεζες. Μπορεί να μην μιλάω καλά τα ελληνικά, αλλά τη χώρα την ξέρω. Οι Ελληνες περνούν μια κρίση ταυτότητας. Ο Αμερικανισμός κυριαρχεί, ενώ χάθηκε η λαϊκή κουλτούρα. Είδα τα επεισόδια του Δεκεμβρίου από την τηλεόραση. Είναι σωστό να ζητάνε οι νέοι. Για να φτιάξεις πράγματα πρέπει να φτάσεις σε μια ακεραιότητα. Εμείς έχουμε γλώσσα -είναι μέσα μας, κάθεται στα πόδια μας, έχουμε αντίληψη, έχουμε πολιτική. Μπορεί να έχουμε και μέλλον».«Η Ιθάκη είναι το μεγαλείο»Πολλές φορές αναφέρθηκε στην έννοια της Ιθάκης: «Η Ιθάκη είναι υποθετική. Η Ιθάκη είναι το μεγαλείο και υπάρχει πάντα όπως ο ελληνισμός. Η Ιθάκη είναι μια υπόθεση αγάπης». Το προσωπικό όραμα του ζωγράφου, το περιέγραψε λιτά ο Μανώλης Μπαμπούσης μέσα από τα λόγια του ίδιου Κουνέλλη: «Μακάρι να ήμουν εξόριστος σ’ ένα μικρό σπίτι στην Κάσμπα της Τλεμ Σίν, με τους άσπρους τοίχους και τα πατώματα με τα άσπρα και τα μπλε πλακάκια σαν αυτά στους πίνακες του Ματίς... Σ’ αυτό το εξαιρετικό μέρος, θα ήθελα να έχω μία ερωτική συνάντηση με μια από τις δεσποινίδες της Αβινιόν, εκείνη στα δεξιά την Αφρικανή. Να φάω το ψάρι από τη νεκρή φύση του Ρέμπραντ. Να δοκιμάσω το σταφύλι του Βάκχου του Καραβάτζιο. Να πάω για ψάρεμα με τη βαρκούλα τού Μανέ. Και να πεθάνω ένδοξα σαν τον Μαρά στον πίνακα του Νταβίντ».
Κείμενο της Μαργαρίτας Πουρνάρα
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 26/2/2009