Η ανύπαρκτη, και ως προς το θέατρο, Θεσσαλονίκη...

Θεατρική Θεσσαλονίκη: Τούνελ χωρίς φως
Σε πρόσφατο αφιέρωμα ενός εντύπου free press στη Θεσσαλονίκη παρατήρησα το εξής ενδιαφέρον: Ενώ είχε σχόλια για τα πάντα, από τα τσουρέκια γνωστού ζαχαροπλάστη μέχρι τα in ψυχαγωγικά στέκια, δεν έκανε κουβέντα για θέατρο.
Παράλειψη που αναμφίβολα αδικεί ορισμένα σχήματα που επί σειρά ετών προσπαθούν για το καλύτερο, όμως ως γνωστόν η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα που λέει ότι η θεατρική Θεσσαλονίκη δεν υπάρχει στον πολιτιστικό χάρτη της χώρας. Και όσοι ενίοτε τη θυμούνται είναι για καμιά αρπαχτή ή κανένα προσωρινό βόλεμα. Ακόμη και να θέλουν να προσφέρουν, μόνο απογοήτευση θα εισπράξουν.
Τη στιγμή που η Αθήνα έχει μεταμορφωθεί σε μια πολυποίκιλτη σκηνή όπου δοκιμάζονται πράγματα, η Θεσσαλονίκη, που κάποτε τη φανταστήκαμε να μετατρέπεται σε πολιτιστικό σταυροδρόμι των Βαλκανίων, κινείται επάνω σε ράγες που μόνο ελπίδα δεν κομίζουν.
Εχει καταντήσει κουραστικό να ακούμε διαρκώς πως από τη στιγμή που όλα βρίσκονται στην Αθήνα (τηλεόραση, κέντρα εξουσίας κ.λπ), είναι αναπόφευκτος ο μαρασμός της περιφέρειας. Δεν αρνούμαι ότι υπάρχει βάση σε αυτό, όμως δεν μπορεί να λειτουργεί ως μόνιμο άλλοθι για όλα τα στραβά που μας συμβαίνουν.
Στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες μοντερνίστικοι διαχωρισμοί του τύπου κέντρο/περιφέρεια έχουν εν πολλοίς ξεπεραστεί. Μάλιστα, το καλύτερο θέατρο εδώ και δεκαετίες παράγεται στην πιο φτηνή (και συχνά πιο τολμηρή) περιφέρεια και κατόπιν μετακομίζει στο ακριβότερο (και συχνά πιο συντηρητικό) κέντρο.
Μόνο η Θεσσαλονίκη επιμένει να καταναλώνει (κατά κανόνα) ό,τι πιο δεύτερο ή πιο εμπορικό έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του στην Αθήνα και αναζητεί την επόμενη καλή πιάτσα. Σπάνια εξάγει το θεατρικό της προϊόν, ενώ θα μπορούσε, μιας και διαθέτει, εκτός από ορισμένους καλούς σκηνοθέτες και ηθοποιούς, τρεις από τους καλύτερους αυτή τη στιγμή δραματικούς συγγραφείς (Δημητριάδης, Δήμου, Σερέφας), η παρουσία των οποίων, μέσα σε ένα άλλο κλίμα, θα ήταν μια καλή μαγιά να αλλάξουν τουλάχιστον οι διαθέσεις. Ως πρόχειρο παράδειγμα να αναφέρω την περίπτωση του Σικάγο, όπου η παρουσία ενός και μόνο συγγραφέα (του Ντ. Μάμετ) και ενός μεγάλου θεάτρου (Γκούντμαν) στάθηκαν η αφορμή να μεταμορφωθεί άρδην το θεατρικό σκηνικό που μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ήταν εντελώς αδιάφορο.
Το λυπηρό με τη θεατρική Θεσσαλονίκη είναι ότι τίποτα δεν δείχνει ικανό να αλλάξει την κατάσταση. Ούτε η κεντρική εξουσία αλλά ούτε και οι εδώ εκπρόσωποί της δείχνουν διατεθειμένοι να κάνουν κάτι. Για λόγους προσωπικής επιβίωσης μπορεί να «θεατρινίζουν», όμως ποσώς τους κόφτει το πραγματικό θέατρο. Αλλωστε, σε τι θα τους βοηθήσει! Ας είναι καλά η τηλεόραση. Οσο για τους ντόπιους επιχειρηματίες, φαίνεται πως προτιμούν να τ' ακουμπούν σε καφετέριες και νυχτομάγαζα παρά στο θέατρο.
Στο χορό αυτής της στασιμότητας ευθύνη φέρουν και οι άβουλοι καταναλωτές, οι οποίοι απέχουν από οτιδήποτε θεατρικό, αλλά μόλις σκάσει μύτη αθηναϊκή παράσταση με μια υπερτιμημένη τηλεοπτική φίρμα τρέχουν μαζικά μη χάσουν το κελεπούρι.
Το ΚΘΒΕ, το μόνο ίσως που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως η ατμομηχανή της αλλαγής, παραμένει εδώ και χρόνια κολλημένο σε μια αναχρονιστική φιλοσοφία που δεν το αφήνει να αναλάβει έναν πιο ανανεωτικό ρόλο· όπως δεν αναλαμβάνουν το ρόλο τους και οι περισσότεροι ηθοποιοί του, οι οποίοι εάν είναι πιο παλιοί παίζουν για τα ένσημα (αντί για τα εύσημα) και εάν είναι πιο νέοι ούτε μια μικρή μάχη δεν κάθονται να δώσουν. Φεύγουν ολοταχώς για την Αθήνα, αφήνοντας την πόλη καλλιτεχνικά μονίμως ακάλυπτη.
Οσο για τους υπόλοιπους νέους της πόλης, τι να πει κανείς! Είναι απορίας άξιον πώς με 130.000 φοιτητές η Θεσσαλονίκη δεν έχει κάποιο βιώσιμο εναλλακτικό θέατρο (ο φυσικός χώρος της νεολαίας), δεν καινοτομεί, δεν ταράζει, δεν ρισκάρει. Αν τα μισά λεφτά από τις «φραπεδιές» πήγαιναν σε εισιτήρια θεάτρου, σίγουρα θα προκαλούσαν μια μορφή «εξέγερσης» πολύ πιο επικίνδυνης από πολλές ολιγοήμερες «εξεγέρσεις».
Ελευθεροτυπία 1/3/2009
Σάββας Πατσαλίδης, καθηγητής θεατρολογίας Παν. Θεσσαλονίκης.