Ελλάδα: Η ... ενίσχυση(!!!) της «νησιωτικότητας»
Έργο της Ελένης Κουρτζή
Έργο του Κώστα Γραμματόπουλου
Ιστορία και πολιτική
Ιστορικοί περιγράφοντας συχνά το έργο τους ως «ανάκριση» των πηγών συμπεραίνουν ότι οι πληροφορίες που θα «αντλήσουμε» απ΄ αυτές και οι «εικόνες για το παρελθόν που θα φτιάξουμε εξαρτώνται από τις ερωτήσεις που θα υποβάλουμε στα ντοκουμέντα μας». Σε επίρρωση αυτής της πρακτικής προσθέτουν: «Ενας διάσημος ιστορικός, ο Ε. Η. Carr στο βιβλίο του Τι είναι ιστορία; (με το οποίο εκπαιδεύτηκαν γενεές ιστορικών από την πρώτη έκδοση, το 1961), έγραφε ότι είμαστε σαν τους ψαράδες: το τι ψάρια θα πιάσουμε, εξαρτάται από το τι δίχτυα θα ρίξουμε. Αλλα τα δίχτυα για τα μικρά, κι άλλα για τα μεγάλα ψάρια. Επομένως, οι πληροφορίες που θα αντλήσουμε από τις πηγές μας και οι εικόνες για το παρελθόν που θα φτιάξουμε, εξαρτώνται από τις ερωτήσεις που θα υποβάλουμε στα ντοκουμέντα μας».
Ιστορικοί περιγράφοντας συχνά το έργο τους ως «ανάκριση» των πηγών συμπεραίνουν ότι οι πληροφορίες που θα «αντλήσουμε» απ΄ αυτές και οι «εικόνες για το παρελθόν που θα φτιάξουμε εξαρτώνται από τις ερωτήσεις που θα υποβάλουμε στα ντοκουμέντα μας». Σε επίρρωση αυτής της πρακτικής προσθέτουν: «Ενας διάσημος ιστορικός, ο Ε. Η. Carr στο βιβλίο του Τι είναι ιστορία; (με το οποίο εκπαιδεύτηκαν γενεές ιστορικών από την πρώτη έκδοση, το 1961), έγραφε ότι είμαστε σαν τους ψαράδες: το τι ψάρια θα πιάσουμε, εξαρτάται από το τι δίχτυα θα ρίξουμε. Αλλα τα δίχτυα για τα μικρά, κι άλλα για τα μεγάλα ψάρια. Επομένως, οι πληροφορίες που θα αντλήσουμε από τις πηγές μας και οι εικόνες για το παρελθόν που θα φτιάξουμε, εξαρτώνται από τις ερωτήσεις που θα υποβάλουμε στα ντοκουμέντα μας».
Με τη σειρά μου ανατρέχω στο κεφάλαιο αυτού του βιβλίου: «Τhe Ηistorian and Ηis Facts» για να δω τι ψάρια θα πιάσω. Η πετονιά στη σελίδα 3 του κειμένου της δεύτερης έκδοσης που αναπαράγεται κάθε φορά η ίδια. Συζητώντας ο Carr τη «θεώρηση του common-sense για την ιστορία», δηλαδή μιας ιστορίας που συνίσταται από ένα «σώμα διακριβωμένων γεγονότων», διαθέσιμων στον ιστορικό με μορφή ντοκουμέντων, επιγραφών and so on», επεξηγεί: «like fish on the fishmonger΄s slab», «σαν τα ψάρια στον πάγκο του πωλητή ψαριών». Ο «ιστορικός διαλέγει και, στη συνέχεια στο σπίτι του, τα μαγειρεύει και τα σερβίρει, με όποιον τρόπο αυτός προτιμά». Ετσι ο Ε. Ε. Dalberg Αcton, που «διέθετε γούστο απέριττο», προτιμούσε να τα «σερβίρει plain»/«σκέτα».
Προφανώς το επιχείρημά του στρέφεται αντιθετικά προς τις αντιλήψεις των ιστορικών που αρδεύουν από τον Croce και τον Collingwood και αποφαίνονται ότι «to write history is the only way of making it» (16). Ο, τι μάλιστα ονομάζει «Collingwood view of history», σύμφωνα με την οποία ιστορία είναι «what the historian makes», οδηγεί στην εξαφάνιση κάθε «objective history» (20), στον «απόλυτο σκεπτικισμό» (21) και στον «ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο», δηλαδή στη διολίσθηση στη θέση ότι «the facts of history are nothing, interpretation is everything» (21). Για να καταλήξει στην «υποχρέωση του ιστορικού to his facts», θυμίζοντας καντιανή λύση: «Ο ιστορικός χωρίς τα γεγονότα βρίσκεται στον αέρα και αυθαιρετεί· τα γεγονότα χωρίς τον ιστορικό τους είναι νεκρά και δίχως νόημα» (24). Σ΄ αυτόν τον «δίχως τέλος διάλογο παρόντος και παρελθόντος» (24) ο Carr είχε διευκρινίσει (22) και τη δική του ιστοριογραφική εργασία, αφιερώνοντας πολύ χρόνο «ψάχνοντας και διαβάζοντας τα ντοκουμέντα με προσοχή», χωρίς δηλαδή να τα αντιμετωπίζει «ιππαστί» («cavalierly»). Οι φίλοι μου ψαράδες, από την Πρέβεζα και τον Αστακό ώς την Κω και την Κάλυμνο, προσπαθούν μέρα και νύχτα να διαψεύδουν την παλαιότερη παροιμία: «Ο πουλοπιάστης και ο ψα ράς έρημον σπίτιν έχουν». ΄Η την τρέχουσα παροιμία με μορφή διστίχου: «Του χαρτοπαίχτη, του ψαρά, του κυνηγού το πιάτο εννιά φορές είν΄ αδειανό και μια φορά γεμάτο». Γνωρίζοντας πολύ καλά ότι η ιστορία δεν είναι «βιβάρι», χρησιμοποιούν άλλοτε τον κύρτο/κιούρτο και άλλοτε την τράτα, φέρνοντας την ψαριά τους (ανάλογα με το «μάτι» στο δίχτυ τους, «μανωμένο» ή όχι, και το μέγεθος των ψαριών τους) με την ψαροκασέλα στον πάγκο της αγοράς και πάντως αποφεύγοντας τον άλλο «πάγκο». Δηλαδή τους υφάλους που δεν είναι εύκολα αντιληπτοί και για τούτο μπορούν να προσκρούσουν τα καΐκια τους. Τα ψάρια υπάρχουν στη θάλασσα και όχι στον ψαρά, όση «τέχνη» ή «τύχη» κι αν διαθέτει. Τουτέστιν, «Οπως τον εύρω τον καιρό έτσι τον αρμενίζω».
Εως πότε θα ισχύει αυτή η εικονοποιΐα;
Το τι έγινε κατά τη διακυβέρνηση της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία ως προς το εφοπλιστικό κεφάλαιο, είναι γνωστό. Οι πλοιοκτήτες κρουαζιερόπλοιων απαλλάχθηκαν όχι μόνο από τις εργοδοτικές εισφορές προς το ΝΑΤ, αλλά οικειοποιήθηκαν και τις παρακρατηθείσες εισφορές των εργαζομένων, καταργήθηκε (ΠΔ 124/4.7.2006) το όριο ηλικίας για την απόσυρση των πλοίων της ακτοπλοΐας, καταργήθηκε η Ανεξάρτητη Ρυθμιστική Αρχή για τις θαλάσσιες ενδομεταφορές, παραιτήθηκε η κυβέρνηση από το δικαίωμα να επιβάλλει ρυθμίσεις για τους ναύλους και τροποποιήθηκαν οι εγκριτικές πράξεις νηολόγησης των ποντοπόρων πλοίων με δραστική μείωση των θέσεων εργασίας των Ελλήνων ναυτικών.
Τι αναμένεται να γίνει ως προς τους ψαράδες;
΄Ηδη εκτυλίσσεται το συγχρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ενωση πρόγραμμα: «Διάλυση αλιευτικών σκαφών», σύμφωνα με το οποίο από το 2007 έως το 2013 θα αποσυρθούν και θα καταστραφούν 7.500 ψαρόβαρκες.
Ο προβαλλόμενος λόγος αυτής της πολιτικής είναι η δραστική μείωση της υπεραλίευσης. Ρώτησα φίλο μου ψαρά που ζει την οικογένειά του με την ψαρόβαρκα «Μαρίτσα» και κατάλαβα ότι μόνο τα μεγαλύτερα σκάφη ξανοίγονται στο πέλαγο, διαθέτοντας δίχτυα με «μικρό μάτι» που πιάνουν γόνο. Αν λοιπόν αυτά φταίνε για την υπεραλίευση, τότε τηρουμένων των αναλογιών γίνεται το ίδιο με την επιδότηση «ίδρυσης ή επέκτασης» ξενοδοχείων «πέντε αστέρων» (αναπτυξιακός νόμος 3522/2006), στις «περιοχές ολοκληρωμένης τουριστικής ανάπτυξης», επί υπουργίας Δ. Αβραμόπουλου (μνημονεύω τον υπουργό γιατί ο ίδιος ως δήμαρχος Αθηναίων συνήθιζε να θέτει φαρδιά πλατιά το όνομά του σε κάθε γλυπτό που στήνονταν στην πρωτεύουσα).
Και όλα τούτα διαδραματίζονται στο πλαίσιο των μέτρων ρητορικής ενίσχυσης της «νησιωτικότητας», όπου και οι μικροί ψαράδες θα σβήσουν, όπως άλλωστε συμβαίνει με τη συγκέντρωση των τουριστικών υπηρεσιών σε ολιγοπώλια. Γιατί η επιλογή του συστήματος «all inclusive» για τους χιλιάδες τουρίστες με τα βραχιολάκια στο χέρι, από τις μεσαίες και τις μεγάλες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, απειλεί θανάσιμα τις πάμπολλες οικογενειακές μικροεπιχειρήσεις των νησιών μας. Προσθέτω και τα πρόσφατα κυβερνητικά μέτρα για τους μεγαλοξενοδόχους, με τη μείωση από 2% σε 0,5 του Τέλους Διαμονής Παρεπιδημούντων για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, με αντιστάθμισμα ό,τι θα προέλθει από αύξηση κατά 20% των πόρων από τα τέλη κυκλοφορίας οχημάτων.
ΒΗΜΑ 22-3-2009
Παναγιώτης Νούτσος,
καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας,
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
(Η εικονογράφηση και ο τίτλος της ανάρτησης έγιναν με ευθύνη του Ivos 2)