Η σταθερή αδυναμία ελληνικής ανάκαμψης
Οι σκέψεις που ακολουθούν, για να μπορέσουν να δημοσιευθούν σήμερα, μετά τις πασχαλινές διακοπές, καταγράφηκαν στην αρχή της Εβδομάδας των Παθών, μ' επίγνωση του ενδεχομένου να μεσολαβήσουν άλλα πιο ενδιαφέροντα για σχολιασμό γεγονότα.
Αφορμή έδωσε η είδηση πως η Ελλάδα, στο πλαίσιο πρόσφατης ειδικής επιστημονικής έρευνας για τις 30 χώρες του ΟΟΣΑ, κατατάχθηκε στην αποκαρδιωτική 28η θέση, με τελευταίες την Τουρκία και το Μεξικό, αναφορικά με τον δείκτη της ικανότητας μεταρρυθμίσεων και βελτιώσεων στους τομείς της κοινωνικής πολιτικής, της απασχόλησης και της βιωσιμότητας, όπως επίσης σε σχέση με την προστασία του περιβάλλοντος, με το επίπεδο της εκπαίδευσης και της επιστημονικής έρευνας, καθώς και σε σχέση με την προοπτική ανάπτυξής της σ' αυτούς τους τομείς. Επιπροσθέτως, στο πλαίσιο της ίδιας ειδικής επιστημονικής μέτρησης, τη θλιβερή έσχατη (την τριακοστή) θέση κατέλαβε η Ελλάδα, αναφορικά με τις ικανότητες της κυβέρνησής της, καθώς και με τη δραστικότητα της λογοδοσίας για όσα εκείνη διαπράττει ή παραλείπει. Αναρωτήθηκα λοιπόν, πώς θα μπορούσε η προαναφερόμενη αρνητική αξιολόγηση να είναι διαφορετική για μια χώρα, όπως η Ελλάδα, της οποίας ο (ασφαλώς καλοπροαίρετος) πρωθυπουργός, μέσα στην κατακραυγή για τη συνεχώς αποκαλυπτόμενη λεηλασία της δημόσιας περιουσίας, δεν έχει κάτι καλύτερο ν' απαντήσει, παρά μόνον, άλλοτε μεν, πως όποιος έχει στοιχεία να πάει να τα θέσει υπόψη του αρμόδιου εισαγγελέα, άλλοτε δε ότι το νόμιμο είναι αναγκαίως και ηθικό, όπου ως νόμιμο ψιμυθιώνεται το απλώς νομιμοφανές. Πρωθυπουργικές υπεκφυγές, που συνέβαλαν μοιραία και δραστικά στο να καταταγεί η Ελλάδα στην προαναφερόμενη έσχατη βαθμολογική θέση των χωρών του ΟΟΣΑ, αναφορικά με τα ειδικότερα ερωτήματα, πόσο αποτελεσματικά ελέγχεται η λειτουργία των υπουργείων από τον πρωθυπουργό, καθώς και αν η κυβέρνηση αξιολογεί δραστικά την αποτελεσματικότητα των πολιτικών που εφαρμόζει, ιδίως σε σχέση με την καταπολέμηση της ανεργίας.
Θα ήταν αβάσιμο και άδικο, αν η γενική υποβάθμιση της χώρας μας θα χρεωνόταν αποκλειστικά στις κυβερνήσεις και τον εκάστοτε πρωθυπουργό. Τα ίδια ισχύουν σ' όλους τους τομείς των δημοσίων υπηρεσιών και της τοπικής αυτοδιοίκησης: παχιά λόγια, κάτω από τα οποία οργιάζει η παρανομία και η διαρπαγή. Η χώρα μας έχει τη θέση που έχει, επειδή αυτή είναι η επιδερμική παιδεία, ανήμπορη ν' ανακόψει την αυθόρμητη ροπή του κορμού του λαού της σε ραδιουργίες και λαδώματα. Θ' άξιζε ν' αναλογιστούμε, ποιος πακτωλός οικονομικής βοήθειας εισέρρευσε στον τόπο μας τα τελευταία τριάντα χρόνια από κοινοτικές πηγές, και πώς κατασπαταλήθηκαν αυτές οι μοναδικές στην Ιστορία μας χρηματικές εισροές. Η ευπρέπεια δεν μου επιτρέπει να προχωρήσω σε λεπτομερείς περιγραφές. Ο αναγνώστης πολύ περισσότερα γνωρίζει ή έστω είναι σε θέση ν' αντιληφθεί από τον υπαινιγμό ότι τα κοινοτικά κονδύλια λ.χ. για την ενίσχυση της προσπάθειας γεωργικών αναπροσαρμογών και βελτιώσεων σχεδόν ποτέ δεν επενδύθηκαν εξ ολοκλήρου για τον σκοπό που εισπράχθηκαν. Σε κάποιες ελάχιστες περιπτώσεις επενδύθηκαν στην αγορά κάποιας στέγης για τη μελλοντική αποκατάσταση του κοριτσιού. Η ευπρέπεια δεν επιτρέπει να πει κάποιος με τ' όνομά τους, ποιοι και πόσοι μαστρωποί καρπώθηκαν τον πακτωλό από τα κοινοτικά κονδύλια για την αγροτική μεταρρύθμιση. Η Ελλάδα δεν ανήκει, μήτε για τον τρέχοντα εικοστό πρώτο αιώνα έχει προοπτική να μπει στη λέσχη των επιτυχημένων χωρών της κεντρικής Ευρώπης και της Σκανδιναβίας. Εδώ είναι Μπαλκάν...
'Η για να προσεγγίσουμε το πρόβλημα με σεβασμό για τα άγια πάθη του λαού και του τόπου μας, εδώ, ώς πριν από σαράντα χρόνια, είχαμε πολέμους, διωγμούς, μεγάλη οικονομική ανέχεια, εσωτερική και εξωτερική αιμορραγία μετανάστευσης, ανώμαλες πολιτικές συνθήκες, πάθη στρατοδικείων και αντεκδικήσεων, ξένες κηδεμονίες, αδιανόητα χάλια παιδείας... Διηγούμαι συχνά στα εγγόνια μου τα άγια πάθη του τόπου μας. Και απορούν με όσα απίστευτα για τον δικό τους κόσμο ακούν. Ομως, εμείς οι παλιότεροι τα ζήσαμε. Και επιζήσαμε. Και βγήκαμε δυο σκαλοπάτια πιο πάνω απ' εκεί που μας άφησαν οι γονείς μας. Και, ασφαλώς, δεν υστερήσαμε σε αγωνιστική εμμονή, αφού, όχι μόνον επιβιώσαμε, αλλά και παραδίνουμε στα παιδιά και στα εγγόνια μας έναν ελληνικό κόσμο πιο προβληματισμένο, πιο ανήσυχο και πιο απαιτητικό -εγγύηση για
καλύτερες επιδόσεις στο μέλλον.
Ασφαλώς ντρέπομαι, καθώς διαβάζω την προαναφερόμενη αρνητική αξιολόγηση της χώρας μας μέσα στους κόλπους των 30 χωρών του ΟΟΣΑ. Ομως, από την άλλη μεριά, έχω επίγνωση του ότι δεν νομιμοποιούμαι να παραπονιέμαι, συγκρίνοντας τη σημερινή κατάσταση της χώρας μας με τα άγια πάθη που υπέφεραν οι δικοί μου γονείς και, ακόμη χειρότερα, οι γονείς εκείνων. Ο παππούς μου, περίπου πριν από ενάμιση αιώνα, όταν ορφάνεψε, σε ηλικία 16 ετών, στο μικρό κτηνοτροφικό χωριό του, το Ρολόι, στην ορεινή Εύβοια, ξεκίνησε πεζή, κι ύστερ' από τρεις ημέρες, έφθασε στη Χαλκίδα, έχοντας στο μέτωπο την ευχή της χήρας μάνας του, να μείνει τίμιος, και στον κόρφο του ένα μαντήλι για να δένει μέσα τα μεροκάματα. Πρόκοψε, εξελίχθηκε σε υφασματέμπορο, παντρεύτηκε, πήρε προίκα κατά τα έθιμα εκείνης της εποχής, κι έστειλε τους δυο μεγάλους γιούς του στην Αθήνα, να σπουδάσουν νομικά. Τα δικά μου, καθώς και των φίλων μου τα παιδικά και νεανικά χρόνια σφραγίστηκαν από την πείνα της Κατοχής, την αιματοχυσία του εμφυλίου πολέμου, την πολύ χαμηλή σχολική παιδεία, τις οικονομικές δυσχέρειες, όταν αποτολμήσαμε μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό, αλλά και με την έφεση για έναν άλλο τρόπο ζωής, με στοχαστικό βάθος και ουσιαστικούς καρπούς. Οσο κι αν γκρινιάζω για τα χάλια της χώρας μας, πάντως, μαζί με τους δικούς μου παλιούς φίλους, δεν νιώθουμε ένοχοι για το επίπεδο της χώρας μας που παραδίνουμε στα παιδιά και στα εγγόνια μας. Με την καλή ελπίδα ότι, παρά τα πολλά αρνητικά που μας κατατάσσουν ουραγούς, πάντως η χώρα μας θα συνεχίσει, με τους δικούς της βαλκανικούς ρυθμούς, να προσπαθεί για όλο και πιο καλή παιδεία, όλο και πιο διδακτική εμπειρία, όλο και περισσότερη διάθεση να βγει από το τέλμα της ρητορείας και να αποδεχθεί θυσίες για έργα υποδομής με διάρκεια στο μέλλον.
Ελευθεροτυπία 22/4/2009
Κώστας Μπέης