Χρήστος Γιανναράς-Τρία κείμενα: Το εκκλησιαστικό γεγονός της Μεγάλης Εβδομάδας...





1.

Μετοχή και ιδιωτεία

Οταν μιλάμε για ελληνική παράδοση –τότε που λειτουργούσε– δεν εννοούμε μια συλλογική ιδεοληψία, κυρίαρχη ιδεολογία παρατεινόμενη σε διάρκεια αιώνων. Θα τολμούσα την αποφθεγματική, αλλά όχι αυθαίρετη διατύπωση ότι «παράδοση» για τους Ελληνες ήταν η πείρα που παραδινόταν από γενιά σε γενιά. Και είχε κριτικό χαρακτήρα αυτή η μεταβίβαση πείρας: κάθε γενιά ξεσκαρτάριζε ό, τι περιττό και ανώφελο από τα όσα παραλάμβανε και πρόσθετε τις δικές της εμπειρικές εκτιμήσεις για το αναγκαίο
και για την ποιότητα.
Στην ελληνική, λοιπόν, παράδοση ήταν πραγματικά αδιανόητος ο ατομικός, ιδιωτικός χαρακτήρας της μεταφυσικής αναζήτησης. Αυτό συνάγεται καταφανέστατα από τις γραπτές απομνημειώσεις, τις καλλιτεχνικές εκφάνσεις, τις εθιμικές πρακτικές της παράδοσης. Δυσκολευόμαστε σήμερα να το αντιληφθούμε, γιατί οι δικοί μας εθισμοί, μαζί με τις εντολές «πολιτικής ορθότητας» που μας επιβάλλει η νατοϊκή Νέα Τάξη πραγμάτων, απωθούν τη μεταφυσική αναζήτηση στο πεδίο του αποκλειστικά ιδιωτικού, της στεγανά ατομικής επιλογής. Η μεταφυσική σήμερα είναι εξ ορισμού ιδεολόγημα και ψυχολογική μόνο καταφυγή, επομένως ατομική καθαρά υπόθεση. Η κρατική νομοθεσία αναγνωρίζει την ανάγκη των ατόμων να ικανοποιούν τα θρησκευτικά τους ορμέμφυτα, γι’ αυτό και προστατεύει ως «δικαίωμα» την οποιαδήποτε (αδιαφοροποίητα) θρησκευτική ιδεοληψία.
Με άλλα λόγια, η σημερινή νομοθεσία και νοοτροπία αποκλείουν καισαρικά τον τρόπο οργάνωσης του κοινού βίου με τον οποίο σημάδεψε κάποτε την πανανθρώπινη ιστορία η ελληνική παράδοση: Αποκλείουν την ελληνική «πόλιν», το «κοινόν άθλημα» του «πολιτικού βίου», τη δημοκρατία ως μετοχή όλων των πολιτών στην πραγμάτωση του «αληθούς».
Στον γεωγραφικό χώρο που ορίζουν οι ακτές του Αιγαίου και το ενδιάμεσο αρχιπέλαγος, γεννήθηκε, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, η κριτική σκέψη.
Δηλαδή η ανάγκη να επαληθεύεται η γνώση, να διακρίνεται το σωστό από το λάθος, η πραγματικότητα από την ψευδαίσθηση, την πλάνη, το ψεύδος. Και «κριτήριον αληθείας» για τους Ελληνες ήταν πάντοτε το «κοινωνείν»: η εμπειρική συμμαρτυρία, ο γλωσσικός συντονισμός της εμπειρίας – «όταν πάντες ομοδοξούσι και έκαστος επιμαρτυρεί».
Με την «πόλιν» και το «πολιτικόν άθλημα» έκαναν οι Ελληνες το άλμα μετάβασης από την «κοινωνίαν της χρείας» στην «κοινωνίαν του αληθούς»: Η συλλογική συνύπαρξη να μην αποβλέπει πια μόνο ή πρωτευόντως στη χρεία – στον καταμερισμό της εργασίας για την πληρέστερη κάλυψη των βιοτικών αναγκών. Να αποβλέπει κυρίως στην επιδίωξη μίμησης του «όντως υπαρκτού»: του αθάνατου «τρόπου» της λογικής κοσμιότητας και αρμονίας των υπαρκτών. Και αυτή την επιδίωξη την έκαναν οι Ελληνες «γλώσσα», δηλαδή πράξη αποκαλυπτική του στόχου: Γλώσσα θεσμών της «πόλεως», γλώσσα της τραγωδίας, του αγάλματος, της αρχιτεκτονικής – του Παρθενώνα.
Η μεταφυσική αναζήτηση για τον Ελληνα ήταν μετοχή, εμπειρία συνάθλησης, κοινωνία λογικών ψηλαφήσεων – όχι ατομική επιλογή και ιδιωτικές «πεποιθήσεις». Στην «εκκλησία του δήμου» συνάζονταν οι πολίτες για να συγκροτήσουν και φανερώσουν την «πόλιν» ως «κόσμον» – κόσμημα «κατά λόγον» τάξεως, αρμονίας και κάλλους. Και στην «εκκλησία των πιστών» συνάζονταν στη συνέχεια οι χριστιανοί Ελληνες για να συγκροτήσουν και φανερώσουν την καινούργια τώρα «πόλιν» της αγαπητικής κοινωνίας της ζωής, τον τρόπο του «όντως υπαρκτού» που τώρα τον ψηλαφούσαν στην υπαρκτική ελευθερία της Τριαδικής Αγάπης.
Με άλλα λόγια, το ζητούμενο της μεταφυσικής αναζήτησης, τόσο για τον αρχαίο όσο και για τον εκχριστιανισμένο Ελληνισμό, δεν ήταν μια υπερβατική πληροφορία, αλλά ένας «τρόπος υπάρξεως»: η εμπειρία, η βίωση του «τρόπου» χάριζε τη γνώση της αλήθειας. Και ο «τρόπος» ήταν πάντοτε κοινωνικός, τρόπος κοινωνίας, μετοχής – κοινωνούμενης εμπειρίας, μετοχικής γνώσης. «Κατά μετοχήν του κοινού λόγου και θείου γινόμεθα λογικοί», έλεγε ο Ηράκλειτος. Ο δεδομένος τρόπος της λογικής κοσμιότητας του κόσμου ήταν για τον αρχαίο Ελληνα η οδός για την εμπειρική ψηλάφηση της αλήθειας. Και η ελευθερία του τρόπου της ερωτικής αυθυπέρβασης, η αγάπη όχι ως ατομική αρετή, αλλά ως κατόρθωμα ελευθερίας από τον ατομοκεντρισμό της φύσης και της ανάγκης –κατόρθωμα κοινωνίας της ζωής και της ύπαρξης– είναι για τον χριστιανό Ελληνα η οδός εμπειρίας του αληθούς.
Αν είχαν αρκεστεί και οι Ελληνες στην κατασφάλιση των ορμέμφυτων ατομοκεντρικών αναγκαιοτήτων, αν είχαν εκλάβει τη μεταφυσική αναζήτηση σαν ιδιωτική επιλογή και ατομική αρέσκεια, η ανθρωπότητα δεν θα είχε γνωρίσει την πολιτική και τη δημοκρατία: το κοινόν άθλημα να αληθεύει ο βίος. Δεν θα είχε γνωρίσει η ανθρώπινη ιστορία τον Παρθενώνα και την Αγια-Σοφιά, το αρχαιοελληνικό άγαλμα και την εκκλησιαστική Εικόνα, την τραγωδία και την ορθόδοξη λειτουργική δραματουργία.
Ομως, η ελληνική παράδοση ήταν έκπληξη και η έκπληξη δεν αντέχεται: Η μεσαιωνική (βαρβαρική τότε) Δύση φρόντισε να τη φέρει στα μέτρα του ορμέμφυτου ατομοκεντρισμού, να την παραχαράξει στα καίρια. Και ο Ελληνισμός, περιθωριοποιημένος ιστορικά, υποτάχθηκε μιμητικά στην παραχάραξη, έπαψε να υπάρχει ως πρόταση ή έκπληξη πολιτισμού. Οι άνθρωποι σήμερα λέμε «μεταφυσική» και εννοούμε ατομικές πεποιθήσεις, ιδεολογήματα και ψυχολογήματα. Λέμε «πίστη» και εννοούμε ιδιοκτησία απόψεων, όχι αγώνισμα εμπιστοσύνης. Λέμε «πολιτική» την εμπορευματοποιημένη μαφιόζικη εξουσιολαγνεία, λέμε «δημοκρατία» τα ολιγαρχικά προϊόντα μαγειρέματος των εκλογικών νόμων και «επικοινωνιακής» διαβουκόλησης ανέγνωμων ψηφοφόρων.
Ο Ελληνισμός έχει ιστορικά τελειώσει, η διαιώνιση του ελληνικού ονόματος από το ελλαδικό κρατίδιο είναι μόνο ντροπή: συσκότιση και διασυρμός μιας πρότασης πολιτισμού με πανανθρώπινη εμβέλεια. Σώζεται, ωστόσο, αλλοτριωμένη η πρόταση προκλητικά περιφρονημένη, αλλά ως ενεργός λαϊκή πράξη, στη δραματουργία και στην ποίηση του λατρευτικού εκκλησιαστικού γεγονότος. Και κορύφωμα των εόρτιων κύκλων αυτού του γεγονότος είναι η Μεγάλη Εβδομάδα – από σήμερα ώς και την επόμενη Κυριακή.
Αν κάποιος θέλει να ψηλαφήσει εμπειρικά τη μεταφυσική αναζήτηση ως άθλημα κοινωνίας και όχι ως ιδιωτική αρέσκεια, μπορεί να αξιοποιήσει το λείμμα: Ας ξεχωρίσει μιαν εκκλησιά, όσο γίνεται λιγότερο «εκσυγχρονισμένη». Και να χώνεται εκεί, σε μια γωνιά, εφτά μέρες, πρωί - βράδυ.

Ισως του χαριστεί η εμπειρία και γεύση της μετοχής.


Χρήστος Γιανναράς

''Καθημερινή'' 
12-4-2009


 2.

Η γόνιμη σιγή

Θα ήταν εξαιρετικά ελπιδοφόρο, αν σιγούσε τη Μεγάλη Εβδομάδα κάθε παρέμβλητος στη λατρεία λόγος. Ούτε κηρύγματα, ούτε εόρτιες εγκύκλιοι, ούτε επεξηγήσεις και διδακτικοί σχολιασμοί των τελουμένων. Να γινόταν σεβαστή η λατρευτική δραματουργία ακέραια στη σημαντική δυναμική της.
Για να σιγήσει γόνιμα ο λόγος, πρέπει να έχουν εμπεδωθεί κριτήρια καίριων διακρίσεων: Να μπορούμε να ξεχωρίσουμε τις νοητικές βεβαιότητες από τις εμπειρικές ψηλαφήσεις. Την ψυχολογική αυθυποβολή από την κοινωνούμενη εμπιστοσύνη. Την ατομοκεντρική «συγκίνηση» από την κατανυκτική αυθυπέρβαση. Τη γλώσσα της ελπίδας από τη γλώσσα της προπαγάνδας.
Τέτοιες διακρίσεις δεν διδάσκονται, σπουδάζονται στην πράξη. Οταν λειτουργεί το εκκλησιαστικό γεγονός, σου φανερώνει τη διαφορά της εκκλησίας από τη θρησκεία. Και στη φανερώνει με τρόπους συγκεκριμένους, απτούς: Με την αρχιτεκτονική μορφή, τη ζωγραφική τεχνοτροπία, το είδος του μέλους, την παραστατική δραματουργία. Καταλαβαίνεις, χωρίς νοητικές αναλύσεις, πως ό,τι αποβλέπει στον εντυπωσιασμό, στην ψυχολογική υποβολή, στην ατομοκεντρική «πνευματική» τέρψη είναι άσχετο με την εκκλησία, είναι μόνο θρησκεία (γεγονός εγκλωβισμένο στις ανάγκες της φύσης του ανθρώπου). Καταλαβαίνεις, χωρίς αισθητικές προτεραιότητες, ότι το ηλεκτρικό καντήλι είναι ψευτιά, τα ηλεκτρικά κεριά (σε μανουάλια και πολυελαίους) είναι απάτη για εντυπωσιασμό, η υστερική μεγαφωνία είναι λογική της προπαγάνδας.
Οταν λειτουργεί το εκκλησιαστικό γεγονός, διαπιστώνεις αμέσως ότι μετέχεις στη συγκρότησή του, δεν είσαι θεατής και ακροατής. Μετέχεις στις σχέσεις που το καθιστούν γεγονός, γι' αυτό και ό,τι δεν συγκροτεί σχέση και κοινωνία σχέσεων (ό,τι απευθύνεται στο άτομο, ευφραίνει, συγκινεί, διδάσκει, ηθικοποιεί το άτομο) αποκλείεται από το εκκλησιαστικό γεγονός. Ο,τι είναι ατομικό ανήκει στη θρησκευτική σφαίρα, ψευτοπαρηγορεί τον θάνατο. Εκκλησιαστικό γεγονός είναι το κερί, το λάδι, τα χρώματα, η μουσική, ακόμα και το κάθισμα (το «στασίδι») όταν συγκροτούν σχέση: δηλαδή αναφορά, ευχαριστία (όπως λειτουργεί ως αναφορά και ευχαριστία και το ευτελέστερο αντικείμενο όταν ζωντανεύει δεσμό ερωτικό).
Σε μια θρησκευτική τελετουργία πηγαίνουμε για να εξευμενίσουμε το υπερβατικό, να προσευχηθούμε σε αυτό, να εξασφαλίσουμε με τη λατρεία μας ατομική αξιομισθία. Το εκκλησιαστικό γεγονός το συγκροτούμε ψάχνοντας έναν τρόπο χρήσης των υλικών πραγμάτων ικανό να ανταποκριθεί στο κάλλος και στη σοφία των υλικών δωρημάτων που συνιστούν και συντηρούν την ύπαρξή μας - τρόπο ικανό να ανταποκριθεί στον έρωτα «μανικού εραστή»και Νυμφίου. Στον τρόπο που φτιάχνεται ένα «στασίδι»στην τεχνοτροπία μιας εκκλησιαστικής εικόνας, στο καντήλι με το λάδι και στο αναμμένο κερί, σπουδάζουμε το πώς η ύλη του κόσμου μπορεί να γίνει αντιχάρισμα στην αγάπη που μας δωρίζεται με την υλική μας υπόσταση και τη συντήρησή της.
Η θρησκευτική τελετουργία είναι μετάβαση σε άλλο γένος: Εκεί προέχει η ατομική μας ανάγκη, όχι το άθλημα της σχέσης. Γι' αυτό και δεν χρειάζεται εικόνες η θρησκευτική τελετουργία, θέλει συναίσθημα και διδακτισμό, άρα νατουραλίστικη ζωγραφική, ξανθωπούς Χριστούληδες και γλυκερές μαντόνες. Θέλει ψυχαναγκαστικό εντυπωσιασμό, επομένως θηριώδη μεγάφωνα, διακοσμητικούς φωτισμούς, ψεύτικα λουλούδια, ψεύτικα καντήλια, ψεύτικα κεριά.
Θέλει και θέσεις καθημένων, πολλές θέσεις, όπως σε κάθε οργανωμένο θέαμα και ακρόαμα. Θέλει και κήρυγμα: η ποίηση της υμνολογίας δεν αρκεί, η μεθεκτική δραματουργία δεν ενδιαφέρει, η εμπειρική θεολογία των κειμένων δεν κατανοείται. Χρειάζεται λόγο προπαγανδιστικό πεποιθήσεων, λόγο ενθουσιαστικού ψυχολογισμού, εξουσιαστικού κύρους επιχειρημάτων, αποδείξεων.
Διερωτάται εύλογα κανείς, αν είναι ίδιος ο δικός μας σημερινός χριστιανισμός με τον χριστιανισμό που σαρκώνεται στις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, τον χριστιανισμό της τέχνης των Εικόνων, των χειροποίητων θόλων και ημιθολίων, της λειτουργικής δραματουργίας. Εκείνος ο άλλοτε χριστιανισμός μιλούσε για την άγνοια που είναι γνώση, για την απόγνωση που γίνεται σχέση, για τη σιωπή που λογοποιεί την αποκάλυψη. Πείθει ότι ήταν ζωντανό, ενεργό γεγονός εκείνος ο χριστιανισμός γιατί παρήγε τέχνη, εκπληκτικά μορφώματα πολιτισμού.
Ο δικός μας σημερινός χριστιανισμός δεν παράγει τέχνη, δεν πλαστουργεί πολιτισμό - δεν δίνει σημάδια ζωής. Αντίθετα, συμβιβάζεται με έναν απαρόμοιαστο αισθητικό εκβαρβαρισμό, με την αποθέωση του «κιτς». Και παράγει λόγο, λόγο καταιγιστικό: Κηρύγματα, «ποιμαντικές» εγκυκλίους ακατάσχετη έντυπη φλυαρία, ραδιοφωνικό προπαγανδισμό - τρέφει τη διάνοια με ταχυπετή αναίδεια. Γιατί ο σημερινός «χριστιανικός» λόγος κομίζει σιγουριά, ξέρει τα πάντα για το άγνωστο, το απερινόητο, το ακατάληπτο. Ξέρει λεπτομέρειες, έχει για όλα πληροφόρηση. Ετσι εξασφαλίζει και το κύρος για να κατευθύνει κάθε πρακτική πτυχή και του ενθάδε βίου, να ποδηγετεί πλήθη ανθρώπων που φοβούνται την ευθύνη της ενηλικίωσης.
* * *
Για να σιγήσει τη Μεγάλη Εβδομάδα ο παρέμβλητος στην Εκκλησία θρησκευτικός λόγος, πρέπει να λειτουργήσουν κριτήρια διάκρισης του εκκλησιαστικού γεγονότος από τη φυσική ανάγκη για θρησκεία. Γενιές Ελλήνων έρχονται στη ζωή και φεύγουν από τη ζωή δίχως να αξιωθούν να δουν αυτήν τη διάκριση ένσαρκη στον λειτουργικό χώρο. Να δουν να λειτουργεί στις εκκλησιές η εγρήγορση που ξεχωρίζει την παραμυθία από την προπαγάνδα.

Χρήστος Γιανναράς
''Καθημερινή''-
22/4/2001


 3.

Η πρόσβαση στο νόημα των ημερών

Στους νεότερους αιώνες της ευρωπαϊκής ιστορίας (κυρίως από τον 13ο αιώνα, οπότε και εμφανίζεται στη Δύση η ενθουσιώδης πίστη στον επιστημονικό θετικισμό) η μεταφυσική αναζήτηση μοιάζει να μπολιάζεται με ζηλότυπη μειονεξία ως προς τη φυσική επιστήμη: Εισπράττεται ως μειονέκτημα το γεγονός ότι δεν διαθέτει η μεταφυσική την αποδεικτική εγκυρότητα της αισθητής παρατήρησης, του πειράματος και της μαθηματικής προσομοίωσης.
Η διαπίστωση της ζηλότυπης μειονεξίας συνάγεται από την εμφανή στα κείμενα θεολόγων και φιλοσόφων προσπάθεια να ανταγωνιστούν τους θετικούς επιστήμονες: Να αναδείξουν τους όρους της μεταφυσικής αναζήτησης εντελώς ανάλογους (σε αποδεικτική εγκυρότητα και επιστημονικότητα μεθόδων) με τους όρους της φυσικής έρευνας.
Τα κατάλοιπα του ανταγωνισμού της μεταφυσικής με τη φυσική είναι αισθητά ώς σήμερα, κυρίως στη θρησκευτική γλώσσα (και στη νοο-τροπία που παράγει η γλώσσα): Κυριαρχούν σχήματα νοητικών βεβαιοτήτων, συμπεράσματα αφηρημένων αποδεικτικών αναγωγών, νομοτελειακές συναρτήσεις. Οπως στο πτολεμαϊκό ή στο νευτώνειο κοσμοείδωλο έτσι και στη μεταφυσική οι βεβαιότητες προκύπτουν από την ταύτιση του ερμηνευτικού μοντέλου με την ίδια την πραγματικότητα.
Ομως η απροσδιοριστία των παραγόντων κάθε ερμηνευτικής πρότασης που αφορά τη μεταφυσική είναι ασύγκριτα ριζικότερη από την απροσδιοριστία των όρων κάποιων φυσικών φαινομένων. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι αποκλείεται από τη μεταφυσική αναζήτηση ή πειραματική επαλήθευση και η μαθηματική προσομοίωση. Είναι κυρίως η αδυναμία της γλώσσας να σημάνει υπαρκτικά ενδεχόμενα απεξαρτημένα από το φυσικό χώρο και χρόνο -από τον οριστικό (αντικειμενοποιημένο) εντοπισμό που προϋποθέτει η ίδια η λειτουργία της γλώσσας.
Ετσι το ρόλο της διαμεσολάβησης ανάμεσα στα σημαίνοντα των ερμηνευτικών προτάσεων και στα μεταφυσικά σημαινόμενα τον αναλαμβάνει αποκλειστικά η νόηση παρακολουθούμενη στενά από την ψυχολογική ανάγκη. Γι' αυτό και η «αναπλήρωση» της ζηλότυπης μειονεξίας που εμφάνισε η μεταφυσική έναντι της φυσικής, εκφράστηκε ή με απολυτοποιημένη νοησιαρχία ή με απολυτοποιημένο μυστικισμό, αλλά συχνά και με παράδοξη μίξη των δύο.
Η γλώσσα της εκκλησιαστικής εμπειρίας στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες (και αργότερα στις αναλλοτρίωτες ορθόδοξες εκδοχές της) επέμεινε με συνέπεια στη γνωσιοθεωρητική αρχή του αποφατισμού: στην άρνηση να ταυτιστεί η γνώση με μόνη την κατανόηση της γλωσσικής διατύπωσης. Η γλώσσα της εκκλησιαστικής μεταφυσικής λειτουργεί μόνο ενδεικτικά και παραπεμπτικά: παραπέμπει στην εμπειρία της σχέσης, στο κατόρθωμα της σχέσης - σε εκείνη τη γνώση που προκύπτει από την υπέρβαση της διανοητικής περιέργειας και της ψυχολογικής ανασφάλειας: τη γνώση της πίστης - εμπιστοσύνης.
Στην προοπτική του εκκλησιαστικού αποφατισμού ή εμπειρική σχέση - πρόσβαση στα σημαινόμενα της μεταφυσικής σημαντικής δεν κερδίζεται με ατομική αποκλειστικά προσπάθεια. Διαμεσολαβείται από τη μετοχή στον εκκλησιαστικό τρόπο του βίου: σε εκείνο το είδος των σχέσεων προσωπικής - αγαπητικής κοινωνίας που συγκροτεί το «σώμα» της εκκλησιαστικής κοινότητας. Μόνο μέσα από την εμπειρία της εκκλησιαστικής κοινωνίας των σχέσεων μπορεί να κερδηθεί προοδευτικά κάποια έμμεση γνώση («ως δι' εσόπτρου εν αινίγματι») για τα σημαινόμενα λέξεων όπως: πρόσωπο, υπόσταση προσωπική, ενέργεια ζωοποιός, χάρη, αγάπη, ελευθερία.
Η Εκκλησία (όπου και όταν υπάρχει) καλεί τον άνθρωπο όχι να ασπασθεί κάποιες ιδεολογικές αρχές, να αποδεχθεί έναν κώδικα ηθικής συμπεριφοράς, να βιώσει μια ψυχολογική («μυστική») θρησκευτικότητα. Τον καλεί να μετάσχει σε έναν τρόπο (πράξη) σχέσεων που οδηγούν προοδευτικά στην υπαρκτική «μετάβαση» από το άτομο στο πρόσωπο. Η πράξη της νηστείας, της ελεημοσύνης, της προσευχής, της μετοχής στη λατρεία, δεν είναι στην εκκλησιαστική προοπτική «θρησκευτικό καθήκον» αφορμή ατομικής αξιομισθίας. Είναι η εμπειρική πρακτική για να μετάσχει ο άνθρωπος στην εκκλησιαστική «σύνταξη» της υπαρκτικής του αναφορικότητας - «σύνταξη» που καθιστά το υποκείμενο υπόσταση προσωπική (όπως η μετοχή στη γλωσσική σύνταξη καθιστά το βρέφος λογικό υποκείμενο).
Στη διαδρομή της Ιστορίας η γλώσσα και «σύνταξη» της εκκλησιαστικής κοινωνίας σχέσεων (που δομεί την πίστη-εμπιστοσύνη σχετικοποιώντας την πληροφορία και τις έννοιες) παρερμηνεύθηκε συχνά σαν εκούσια (και αναγκαία) παραίτηση από τη λογική: Ταυτίστηκε η πίστη με την προϋπόθεση να ακυρωθεί η διάνοια («πίστευε και μη ερεύνα» έλεγε ο μεσαιωνικός Fideismus), να υποταχθεί στην αποδοχή ανερμήνευτων αξιωματικών αρχών, να δεχθεί σαν πραγματικότητα τη συμβολική εικόνα.
Η γένεση του προσώπου στο πεδίο της εκκλησιαστικής κοινωνίας σχέσεων μπορεί να υποδηλωθεί με τα γλωσσικά σημαίνοντα, αλλά η κατανόηση των γλωσσικών σημαινόντων δεν υποκαθιστά το ερωτικό άθλημα της πίστης-εμπιστοσύνης. Η διανοητική περιέργεια (και το όργανό της: η γλώσσα) ανήκουν στον τρόπο της ατομοκεντρικής φυσικής· επιβίωσης, τρόπο που βεβαιώνει την ύπαρξη μέσω του cogito - τρόπο ανέκκλητα εφήμερο και θνητό. Η πίστη ανήκει στον τρόπο του έρωτα, της αυθυπέρβασης, της δίχως υπαρκτικά όρια αγάπης.
Η πρόσβαση στο νόημα της Μεγάλης Εβδομάδας που αρχίζει για την Εκκλησία σήμερα, δεν μπορεί να γίνει με ρητές απαντήσεις στη διανοητική μας περιέργεια. Προϋποθέτει έμπρακτη μετοχή στη σύνταξη της ζωής μέσω σχέσεων αγαπητικής κοινωνίας, μετοχή σωματική και ψυχική, όπως στον έρωτα. Προϋποθέτει σώμα κοινωνίας σχέσεων, εκκλησιαστική κοινότητα, ενορία.
Η τραγική θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος στην Ελλάδα σήμερα μας στερεί την ενορία, τη δυνατότητα εμπειρικής μετοχής στην ευαγγελική ελπίδα. Εχουμε πληθωρική θρησκευτική φλυαρία που προπαγανδίζει την πίστη σαν ιδεολογία. Εχουμε πολυτάλαντους θρησκευτικούς ηγέτες, δεν έχουμε «ποιμένες» σώματος εκκλησιαστικού. Αναζητάμε την εκκλησιαστικότητα κατά μόνας, σαν τους ερημίτες.

Γιανναράς Χρήστος
''Καθημερινή''
23-4-2000