Η ευρωπαϊκή τραγωδία ...
Η ευρωπαϊκή τραγωδία
Με αφορμή τις ευρωεκλογές της 7ης Ιουνίου, κυκλοφόρησαν προκατασκευασμένα «συμπεράσματα», που επιχειρούν περισσότερο εκκαθάριση λογαριασμών, παρά ανάλυση και κατανόηση.
Η σύγχρονη «ευρωπαϊκή τραγωδία» συνίσταται στο ότι όσο η Ευρώπη «ολοκληρώνεται», τόσο αποξενώνεται από την αναγκαία δημοκρατική νομιμοποίηση. Από το 1979 η συμμετοχή στις ευρωεκλογές συρρικνώνεται: 60% το 1979, 46% το 2004, 43% το 2009. Ο Ευρωπαίος πολίτης πείθεται όλο και λιγότερο ότι διακυβεύεται σε αυτές κάτι ουσιαστικό. Αφ' ενός το Ευρωκοινοβούλιο του Στρασβούργου στερείται νομοθετικής αρμοδιότητος, στο μέτρο που οι αποφάσεις εκπορεύονται είτε από τις Βρυξέλλες και τη Φρανκφούρτη είτε από τα υπουργικά συμβούλια. Αφ' ετέρου, οσάκις οι λαοί είχαν ευκαιρία να εκφραστούν -όπως με δημοψηφίσματα σε Γαλλία, Ολλανδία, Ιρλανδία, Δανία, Σουηδία- η γνώμη τους περιφρονήθηκε. Καταιγισμός αντιλαϊκών μέτρων εξαπολύεται από τις ευρωπαϊκές Αρχές, ενώ το Ευρωκοινοβούλιο παραμένει διακοσμητικό και η «σύμφωνη γνώμη» του ούτε καν ζητείται. Στην πληθώρα εκλογικών αναμετρήσεων -δημοτικών, τοπικών, περιφερειακών, βουλευτικών, προεδρικών- οι ευρωπαϊκές, εφ' όσον συγκεντρώνουν το ελάχιστο διακύβευμα, λογικό είναι ότι καταγράφουν τη μέγιστη αποχή. Η συμμετοχή 43% θεωρήθηκε από το γαλλικό περιοδικό «Μαριάν» «εξαιρετικά υψηλή,
Με αφορμή τις ευρωεκλογές της 7ης Ιουνίου, κυκλοφόρησαν προκατασκευασμένα «συμπεράσματα», που επιχειρούν περισσότερο εκκαθάριση λογαριασμών, παρά ανάλυση και κατανόηση.
Η σύγχρονη «ευρωπαϊκή τραγωδία» συνίσταται στο ότι όσο η Ευρώπη «ολοκληρώνεται», τόσο αποξενώνεται από την αναγκαία δημοκρατική νομιμοποίηση. Από το 1979 η συμμετοχή στις ευρωεκλογές συρρικνώνεται: 60% το 1979, 46% το 2004, 43% το 2009. Ο Ευρωπαίος πολίτης πείθεται όλο και λιγότερο ότι διακυβεύεται σε αυτές κάτι ουσιαστικό. Αφ' ενός το Ευρωκοινοβούλιο του Στρασβούργου στερείται νομοθετικής αρμοδιότητος, στο μέτρο που οι αποφάσεις εκπορεύονται είτε από τις Βρυξέλλες και τη Φρανκφούρτη είτε από τα υπουργικά συμβούλια. Αφ' ετέρου, οσάκις οι λαοί είχαν ευκαιρία να εκφραστούν -όπως με δημοψηφίσματα σε Γαλλία, Ολλανδία, Ιρλανδία, Δανία, Σουηδία- η γνώμη τους περιφρονήθηκε. Καταιγισμός αντιλαϊκών μέτρων εξαπολύεται από τις ευρωπαϊκές Αρχές, ενώ το Ευρωκοινοβούλιο παραμένει διακοσμητικό και η «σύμφωνη γνώμη» του ούτε καν ζητείται. Στην πληθώρα εκλογικών αναμετρήσεων -δημοτικών, τοπικών, περιφερειακών, βουλευτικών, προεδρικών- οι ευρωπαϊκές, εφ' όσον συγκεντρώνουν το ελάχιστο διακύβευμα, λογικό είναι ότι καταγράφουν τη μέγιστη αποχή. Η συμμετοχή 43% θεωρήθηκε από το γαλλικό περιοδικό «Μαριάν» «εξαιρετικά υψηλή,
έναντι τόσο μικρού διακυβεύματος».
Η ευρωπαϊκή τραγωδία είναι ακόμη μεγαλύτερη, δεδομένου ότι η αποχή δεν ήταν ισοσκελώς κατανεμημένη μεταξύ ηλικιών, κοινωνικών κατηγοριών, πολιτικών κομμάτων, αλλά εξαιρετικά άνισα. Υψηλή συμμετοχή στελεχών, ηλικιωμένων και συνταξιούχων -όσων θέτουν τα λιγότερα ερωτήματα σχετικά με το μέλλον της Ευρώπης και τις επιπτώσεις σε κάθε χώρα-μέλος. Αντιθέτως, υψηλή και επιθετική αποχή, μέχρι και 80% στους νέους, στα λαϊκά στρώματα, στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, στους ανέργους, στους μη βαθμοφόρους του κοινωνικού συστήματος, στα θύματα της κοινωνικής απόγνωσης, που έχουν περιέλθει σε συνθήκες πολιτικής αποξένωσης, δηλαδή σε όσους απευθύνουν τα πλείστα ερωτήματα για το κοινό μέλλον όλων. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η εκφρασμένη ετυμηγορία πολύ απέχει από το ν' αντανακλά τις πραγματικές διαθέσεις του εκλογικού σώματος.
Εστω και υπ' αυτές τις συνθήκες, το αποτέλεσμα ήταν τουλάχιστον προβληματικό, όσον αφορά την προοπτική ομοσπονδιακής ευρωπαϊκής διαχείρισης των οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων. Η ευρωπαϊκή Δεξιά, που φέρεται ως η ωφελημένη των ευρωεκλογών, δείχνει περισσότερο παρεμβατική και προστατευτική -όπως οι Σαρκοζί, Μέρκελ, Μπερλουσκόνι- παρά διαμπερής στα ρεύματα του φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης. Η ήδη εκφρασμένη ευρω-διχογνωμία καθηλώνει την ευρωπαϊκή διαχείριση της οικονομικής κρίσης, ενώ οι πιεστικές ανάγκες επαναφέρουν αναπάντεχα στον ορίζοντα μορφές εθνικής διαχείρισης
Η ευρωπαϊκή τραγωδία είναι ακόμη μεγαλύτερη, δεδομένου ότι η αποχή δεν ήταν ισοσκελώς κατανεμημένη μεταξύ ηλικιών, κοινωνικών κατηγοριών, πολιτικών κομμάτων, αλλά εξαιρετικά άνισα. Υψηλή συμμετοχή στελεχών, ηλικιωμένων και συνταξιούχων -όσων θέτουν τα λιγότερα ερωτήματα σχετικά με το μέλλον της Ευρώπης και τις επιπτώσεις σε κάθε χώρα-μέλος. Αντιθέτως, υψηλή και επιθετική αποχή, μέχρι και 80% στους νέους, στα λαϊκά στρώματα, στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, στους ανέργους, στους μη βαθμοφόρους του κοινωνικού συστήματος, στα θύματα της κοινωνικής απόγνωσης, που έχουν περιέλθει σε συνθήκες πολιτικής αποξένωσης, δηλαδή σε όσους απευθύνουν τα πλείστα ερωτήματα για το κοινό μέλλον όλων. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η εκφρασμένη ετυμηγορία πολύ απέχει από το ν' αντανακλά τις πραγματικές διαθέσεις του εκλογικού σώματος.
Εστω και υπ' αυτές τις συνθήκες, το αποτέλεσμα ήταν τουλάχιστον προβληματικό, όσον αφορά την προοπτική ομοσπονδιακής ευρωπαϊκής διαχείρισης των οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων. Η ευρωπαϊκή Δεξιά, που φέρεται ως η ωφελημένη των ευρωεκλογών, δείχνει περισσότερο παρεμβατική και προστατευτική -όπως οι Σαρκοζί, Μέρκελ, Μπερλουσκόνι- παρά διαμπερής στα ρεύματα του φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης. Η ήδη εκφρασμένη ευρω-διχογνωμία καθηλώνει την ευρωπαϊκή διαχείριση της οικονομικής κρίσης, ενώ οι πιεστικές ανάγκες επαναφέρουν αναπάντεχα στον ορίζοντα μορφές εθνικής διαχείρισης
που εθεωρούντο μέχρι πρόσφατα ξεπερασμένες.
Η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία δεν έληξε, εφ' όσον ήταν ήδη προ πολλού ληγμένη. Ομως, όχι διότι η σοσιαλδημοκρατική διαχείριση χρεοκόπησε, πράγμα ανακριβές, αλλά κυρίως διότι μέγα μέρος της εκχωρήθηκε στους συντηρητικούς αντιπάλους της. Η Σοσιαλδημοκρατία ευθύνεται ιστορικά, περισσότερο από τη συντηρητική παράταξη, για τη φιλελεύθερη συγκρότηση της Ευρώπης, αλλά και για τη διακίνηση του θεωρήματος της παγκοσμιοποίησης, βάσει του οποίου οι εθνικές διαχειρίσεις κηρύσσονται «αναχρονιστικές». Τόσο η Σοσιαλδημοκρατία, όσο και η Ευρώπη με τη σημερινή μορφή της, αντί να επωφελούνται από την τρέχουσα διεθνή κρίση, αποδεικνύονται προνομιακά θύματα αυτής, εφ' όσον μετεξελίχθηκαν σε στυλοβάτες του συστήματος, που βρίσκεται σε αδιέξοδο, και συνεπώς σε μέρος του προβλήματος. Η μέθοδος της κοινωνικής διαπραγμάτευσης δεν έχει, βεβαίως, διόλου ξεπεραστεί, αλλά παραμένει η μόνη πραγματιστική, προς όφελος όλων των πλευρών της κοινωνίας. Ομως, σήμερα προσκρούει σε δυσκολίες, στο μέτρο που έχει εγκαταλειφθεί από τη Σοσιαλδημοκρατία -με κόστος την απώλεια κοινωνικής ταυτότητος- αλλά και στο μέτρο που τη διαχειρίζεται πλέον η συντηρητική πλευρά, η οποία ουδέποτε πίστεψε σε αυτήν. Ο Λοράν Ζοφρέν, διευθυντής της «Λιμπερασιόν», θεωρεί ότι η ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά εξαντλήθηκε, στο μέτρο που η ατζέντα της εφαρμόστηκε. Ομως, εξαντλήθηκε όχι η σοσιαλδημοκρατική ατζέντα, αλλά η φιλελεύθερη μεταλλαγή της, που στη σημερινή κρίση του φιλελευθερισμού μοιάζει με απολίθωμα άλλης εποχής. «Νεκρό λόγο» και «τέλεια απονέκρωση» προσάπτουν στο γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα τα στελέχη του Μανουέλ Βαλς και Αρνό Μόντεμπουργκ. Ακόμη και για την αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης, ενώ όλα, βεβαίως, έχουν λεχθεί, ο λόγος της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς παραμένει ασαφής και μη ακουόμενος.
Θύμα του ελλείμματος πολιτικής ορατότητος υπήρξε επίσης η ριζοσπαστική Αριστερά. Οχι μόνον δεν επωφελήθηκε από τις αμφισημίες του κεντροαριστερού χώρου, αλλά κατέγραψε τον χαμηλότερο συντελεστή συσπείρωσης, ακόμη και των οπαδών της. Στη χώρα μας, η φθορά της Κεντροαριστεράς συγκρατήθηκε με την ταχύτερη πτώση της Δεξιάς, χωρίς όμως ο ριζοσπαστικός χώρος να βγει από την πολιτική περιθωριοποίηση. Η πολιτιστική και κοινωνιακή απήχησή του παραμένει, ενώ η πολιτική υστερεί. Η τελευταία ενοποιεί τόσο την κοινωνιακή και πολιτιστική ποικιλότητα όσο και τις εσωτερικές συνιστώσες. Οσο η πολιτική υστερεί, τόσο οι τελευταίες τείνουν να υπερεκτιμώνται. Ο κοινωνικός πλούτος, που προσεγγίζει τον χώρο, θυσιάζεται έτσι στον βωμό της οργανωτικής καρτελοποίησης. Η πληθωρική παρουσία στα πολιτιστικά και κοινωνιακά πεδία (οικολογικό, μεταναστευτικό, εκκλησιαστικό, χωροταξικό, φεμινιστικό, μειονοτικά κ.λπ.) δεν αντισταθμίζει το έλλειμμα πολιτικής ορατότητος. Ανησυχητική θα ήταν η υπόθεση ότι η υπερκινητικότητα στον ένα χώρο αντιστοιχεί σε σύνδρομο συγκάλυψης του ελλείμματος στον άλλο. Το πρόβλημα δεν είναι η εξαγωγή της πολιτικής στα κοινωνιακά πεδία, αλλά το αντίστροφο: η εισαγωγή αυτών στην πολιτική. Τα αρνητικά μηνύματα -αντιφιλελευθερισμός, αντιπαγκοσμιοποίηση, αντικαπιταλισμός- χωρίς κατανοητή πολιτική ορατότητα, δεν αρκούν για να διασφαλίσουν ενοποιητική δυναμική. Στη Γαλλία, από τις δύο συνιστώσες του χώρου, εκάμφθη εκείνη της ναρκισσιστικής υποβάθμισης της πολιτικής, επιβραβεύθηκε εκείνη του ανοίγματος στο σύνολο της κοινωνίας, όπως ακριβώς συνέβη με τη Λίνκε στη Γερμανία. Στην Πορτογαλία, το ριζοσπαστικό Μπλόκο κατέγραψε αποτέλεσμα, στο μέτρο που εγκατέστησε τα κοινωνιακά θέματα στην πολιτική, παρουσίασε πολιτικό λόγο και ενοποίησε με αυτόν τον τρόπο τις εσωτερικές συνιστώσες του.
Κείμενο του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ
Η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία δεν έληξε, εφ' όσον ήταν ήδη προ πολλού ληγμένη. Ομως, όχι διότι η σοσιαλδημοκρατική διαχείριση χρεοκόπησε, πράγμα ανακριβές, αλλά κυρίως διότι μέγα μέρος της εκχωρήθηκε στους συντηρητικούς αντιπάλους της. Η Σοσιαλδημοκρατία ευθύνεται ιστορικά, περισσότερο από τη συντηρητική παράταξη, για τη φιλελεύθερη συγκρότηση της Ευρώπης, αλλά και για τη διακίνηση του θεωρήματος της παγκοσμιοποίησης, βάσει του οποίου οι εθνικές διαχειρίσεις κηρύσσονται «αναχρονιστικές». Τόσο η Σοσιαλδημοκρατία, όσο και η Ευρώπη με τη σημερινή μορφή της, αντί να επωφελούνται από την τρέχουσα διεθνή κρίση, αποδεικνύονται προνομιακά θύματα αυτής, εφ' όσον μετεξελίχθηκαν σε στυλοβάτες του συστήματος, που βρίσκεται σε αδιέξοδο, και συνεπώς σε μέρος του προβλήματος. Η μέθοδος της κοινωνικής διαπραγμάτευσης δεν έχει, βεβαίως, διόλου ξεπεραστεί, αλλά παραμένει η μόνη πραγματιστική, προς όφελος όλων των πλευρών της κοινωνίας. Ομως, σήμερα προσκρούει σε δυσκολίες, στο μέτρο που έχει εγκαταλειφθεί από τη Σοσιαλδημοκρατία -με κόστος την απώλεια κοινωνικής ταυτότητος- αλλά και στο μέτρο που τη διαχειρίζεται πλέον η συντηρητική πλευρά, η οποία ουδέποτε πίστεψε σε αυτήν. Ο Λοράν Ζοφρέν, διευθυντής της «Λιμπερασιόν», θεωρεί ότι η ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά εξαντλήθηκε, στο μέτρο που η ατζέντα της εφαρμόστηκε. Ομως, εξαντλήθηκε όχι η σοσιαλδημοκρατική ατζέντα, αλλά η φιλελεύθερη μεταλλαγή της, που στη σημερινή κρίση του φιλελευθερισμού μοιάζει με απολίθωμα άλλης εποχής. «Νεκρό λόγο» και «τέλεια απονέκρωση» προσάπτουν στο γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα τα στελέχη του Μανουέλ Βαλς και Αρνό Μόντεμπουργκ. Ακόμη και για την αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης, ενώ όλα, βεβαίως, έχουν λεχθεί, ο λόγος της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς παραμένει ασαφής και μη ακουόμενος.
Θύμα του ελλείμματος πολιτικής ορατότητος υπήρξε επίσης η ριζοσπαστική Αριστερά. Οχι μόνον δεν επωφελήθηκε από τις αμφισημίες του κεντροαριστερού χώρου, αλλά κατέγραψε τον χαμηλότερο συντελεστή συσπείρωσης, ακόμη και των οπαδών της. Στη χώρα μας, η φθορά της Κεντροαριστεράς συγκρατήθηκε με την ταχύτερη πτώση της Δεξιάς, χωρίς όμως ο ριζοσπαστικός χώρος να βγει από την πολιτική περιθωριοποίηση. Η πολιτιστική και κοινωνιακή απήχησή του παραμένει, ενώ η πολιτική υστερεί. Η τελευταία ενοποιεί τόσο την κοινωνιακή και πολιτιστική ποικιλότητα όσο και τις εσωτερικές συνιστώσες. Οσο η πολιτική υστερεί, τόσο οι τελευταίες τείνουν να υπερεκτιμώνται. Ο κοινωνικός πλούτος, που προσεγγίζει τον χώρο, θυσιάζεται έτσι στον βωμό της οργανωτικής καρτελοποίησης. Η πληθωρική παρουσία στα πολιτιστικά και κοινωνιακά πεδία (οικολογικό, μεταναστευτικό, εκκλησιαστικό, χωροταξικό, φεμινιστικό, μειονοτικά κ.λπ.) δεν αντισταθμίζει το έλλειμμα πολιτικής ορατότητος. Ανησυχητική θα ήταν η υπόθεση ότι η υπερκινητικότητα στον ένα χώρο αντιστοιχεί σε σύνδρομο συγκάλυψης του ελλείμματος στον άλλο. Το πρόβλημα δεν είναι η εξαγωγή της πολιτικής στα κοινωνιακά πεδία, αλλά το αντίστροφο: η εισαγωγή αυτών στην πολιτική. Τα αρνητικά μηνύματα -αντιφιλελευθερισμός, αντιπαγκοσμιοποίηση, αντικαπιταλισμός- χωρίς κατανοητή πολιτική ορατότητα, δεν αρκούν για να διασφαλίσουν ενοποιητική δυναμική. Στη Γαλλία, από τις δύο συνιστώσες του χώρου, εκάμφθη εκείνη της ναρκισσιστικής υποβάθμισης της πολιτικής, επιβραβεύθηκε εκείνη του ανοίγματος στο σύνολο της κοινωνίας, όπως ακριβώς συνέβη με τη Λίνκε στη Γερμανία. Στην Πορτογαλία, το ριζοσπαστικό Μπλόκο κατέγραψε αποτέλεσμα, στο μέτρο που εγκατέστησε τα κοινωνιακά θέματα στην πολιτική, παρουσίασε πολιτικό λόγο και ενοποίησε με αυτόν τον τρόπο τις εσωτερικές συνιστώσες του.
Κείμενο του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ
19/6/2009
Ελευθεροτυπία
(Η εικονογράφηση,οι υπογραμμίσεις προτάσεων και ο τίτλος της ανάρτησης έγιναν με ευθύνη του Ivos 2)