''Το πρόβλημα του τόπου μας είναι πρωτίστως πρόβλημα ελλείμματος Παιδείας...''

Έργο του Γιάννη Γαΐτη

Γιατί χαίρεται ο κόσμος ;
Ολοι γνωρίζουμε ότι η ουσιαστική πτώχευση του ελληνικού κράτους είναι τόσο εκτεταμένη, ώστε το ΙΚΑ και άλλα δύο μεγάλα ασφαλιστικά Ταμεία ν' αδυνατούν να πληρώσουν τις εφεξής μηνιαίες συντάξεις και το λεγόμενο δώρο Χριστουγέννων, κάτι που πειθαναγκάζει σε αναζήτηση περαιτέρω πηγής για νέο ασύμφορο διεθνή δανεισμό, παρά το αβάσταχτο δημόσιο χρέος.

Μια ουσιαστική πτώχευση που, εκτός από τους εφιαλτικούς κινδύνους που ενέχει για το μέλλον, ήδη όλα τα τελευταία χρόνια έχει καταστήσει την Ελλάδα ανίκανη ν' αντιμετωπίζει τις καθημερινές τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο, καθώς ο εξοπλισμός της δικής μας χώρας φαίνεται να είναι κατώτερος ενώπιον της επιθετικής υπεροπλίας των αδίστακτων ανατολικών γειτόνων μας. Από την άλλη μεριά, κανένας μας δεν είναι ανύποπτος, καθώς από πολλά χρόνια σέρνονται οι παγερές φήμες ότι όσους εξοπλισμούς επιχείρησε η Ελλάδα να προμηθευτεί, ήδη πριν από την απεξάρτησή μας από το δολάριο και την ένταξή μας στο σύστημα του ευρώ, τους ακριβοπλήρωσε με καθόλου ευκαταφρόνητους προσωπικούς πλουτισμούς πολλών τρωκτικών, λαλίστατων κατά τα άλλα για εθνική υπερηφάνεια, για κοινωνικό πρόσωπο του κόμματος και άλλα αδιάντροπα ηχηρά. Καμία αξιόπιστη προσπάθεια δεν υπήρξε ποτέ για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των σκεπτόμενων πολιτών πως ο τόπος μας δεν είναι ξέφραγο αμπέλι για παράνομους πλουτισμούς, που μας έχουν υποβαθμίσει σε επίπεδο ανυπόληπτης χώρας. Ολα αυτά ήταν και είναι κοινώς γνωστά στον κατά τ' άλλα περήφανο ελληνικό λαό, καθόλου άμοιρο δικού του και δικού μας μεριδίου ευθύνης, αν όχι για τίποτ' άλλο, τουλάχιστον για τους πανηγυρισμούς που δεν έλειψαν και από την εκλογική αναμέτρηση της περασμένης Κυριακής. Ετσι που, με μελαγχολία, ανέσυρα από τις παιδικές αναμνήσεις μου, λίγο πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, εκείνον τον αναιδή παιάνα της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου: «γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά, πατέρα;». Με τη διαφορά, ότι στην πρόσφατη προεκλογική περίοδο και κατά τα επινίκια, δεν είχαμε απλώς χαμόγελα ελπίδας, αλλά αλαλαγμούς ποδοσφαιρικών γηπέδων.
Η φρόνηση πειθαναγκάζει στην παραδοχή ότι το πρόβλημα του τόπου μας δεν είναι πρωτίστως πολιτικό. Ασφαλώς, είναι, δευτερογενώς, και πολιτικό το πρόβλημα της σταθερής καθοδικής πορείας. Πρωτίστως όμως πρόκειται για πρόβλημα ελλείμματος Παιδείας, όπου το Π γράφεται κεφαλαίο! Ελλειμμα σοβαρότητας του ίδιου του κατά τ' άλλα ασφαλώς έξυπνου (ή πιο αξιόπιστα, παμπόνηρου, ελληνικού λαού, άκρως εύθικτου στο φιλότιμό του, όταν είναι πια πολύ αργά... Περήφανου στα λόγια. Και απελπιστικά αυτοκαταστροφικού στα έργα, καθώς, προσβλέποντας στο κράτος, δεν προσβλέπει στην προαγωγή του γενικού συμφέροντος, αλλά στο προσωπικό του μικρό ή μεγάλο βόλεμα, έξω από τη νομιμότητα και σε βάρος αυτής της νομιμότητας, που όφειλε να ισχύει για το γενικό συμφέρον. Δεν ήταν μόνον ο ορυμαγδός των κεντρικών προεκλογικών συγκεντρώσεων που έδιναν την εικόνα ποδοσφαιρικών γηπέδων. Είναι η καθημερινή συμπεριφορά μας στους δρόμους, ιδίως ως οδηγών, τόσο στην κυκλοφορία όσο και πολύ περισσότερο στην άναρχη στάθμευση των αμαξιών. Ενας τόσο απείθαρχος λαός φυσικό είναι να υποφέρει, αλλά και οργισμένος να προσθέτει τη δική του απείθαρχη έως αναιδή συμπεριφορά, ανταποδίδοντας με οργή όσα τον ενοχλούν. Μια συμπεριφορά ακαταλόγιστων επιλογών, όπως αυτές καθρεφτίζονται και στα προχθεσινά εκλογικά αποτελέσματα, δηλαδή στην άνετη μετακίνηση ενός μέρους του εκλογικού σώματος, περίπου του δέκα τοις εκατό, ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας, ανάλογα με το ανά εξαετία προεκλογικό κλίμα.
Ετσι, με τους ίδιους πανηγυρισμούς, τα ίδια χέρια αυτών που συγκροτούν τη συμπαγή μάζα τού εκάστοτε μετακινούμενου 10%, ξανεμίζουν τις κατά τις περιστάσεις γαλάζιες ή τις πράσινες κομματικές σημαίες σε προεκλογικές συγκεντρώσεις, όπου η ομιλία του αρχηγού είναι αδύνατο ν' ακουστεί από τα μεγάφωνα, καθώς υπερισχύουν οι υστερικοί αλαλαγμοί των ακροατών, που καμία διάθεση δεν έχουν ν' ακούσουν και να προβληματιστούν, ενώ σταθερά το κράτος καταρρέει στο βάραθρο της χρεοκοπίας, όλο και πιο βαθιά.
Και τώρα, τι θα γίνει; Καθόλου δύσκολη ερώτηση! Αν ο Ζευς εξακολουθεί να διασκεδάζει με τα καμώματα των Νεοελλήνων, έτσι όπως το συνήθιζε και στα χρόνια που του έσφαζαν αρνιά και βόδια, ασφαλώς θ' αναβάλει και πάλι γι' αργότερα, μετά έξι ή επτά χρόνια, να μας ρίξει πέντ'- έξι ψιλοκαρφωτούς κεραυνούς, έτσι που, παροδικά, ν' αφυπνιστούμε κι αλαφιασμένοι ν' αποζητήσουμε τους σημερινούς αποδιοπομπαίους τράγους της επάρατης Δεξιάς! Πώς θα γίνει αυτή η νεκρανάσταση; Μα όπως σταθερά γίνεται όλα τα τελευταία 35 χρόνια μετά την κατάρρευση της δικτατορίας μέσα στις δικές της αμαρτίες. Δηλαδή, αυτό το διαβόητο και σταθερά αναπροσανατολιζόμενο δέκα τοις εκατό των ψηφοφόρων, ανά δεύτερη εκλογική ανάμετρηση, αναβαπτίζεται στην κολυμβήθρα τού πήγαιν'-έλα, ανάμεσα στα δύο κόμματα εξουσίας, αναθεματίζοντας αυτούς που, ως σωτήρες, είχε φέρει στην εξουσία η ψήφος των μετακινουμένων κατά την προ-προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση. Ηδονίζονταν, όταν έριξαν τον Σημίτη και έφεραν την παιδική χορωδία. Ομοια όπως με έκδηλη ηδονή καταψήφισαν τώρα τους μέχρι προχθές εθνοσωτήρες, τους οποίους με τους ίδιους αλαλαγμούς θα επαναφέρουν ύστερ' από άλλα έξι με επτά χρόνια, ενώ ο τόπος συνεχώς κατρακυλάει στη χρεοκοπία, τόσο την ηθική όσο ήδη και την οικονομική.
Κατά τ' άλλα, κάθε πατριώτης, όσες αποστάσεις αποστροφής και αν κρατάει απέναντι στα πολιτικά παιχνίδια, οφείλει να ευχηθεί να είναι πιο αποδοτική η εκάστοτε καινούργια κυβέρνηση, ακόμη και με το οδυνηρό τίμημα του ότι η τυχόν επιτυχία εκείνης θ' απομάκρυνε ακόμη πιο πολύ το όραμα της απαλλαγής της χώρας από τις κληρονομικές βαρονίες των τριών οικογενειών, προφανώς και σταθερά ύποπτων ως διαπλεκόμενων με ξένα και ντόπια επιχειρηματικά συμφέροντα και άλλα εξωθεσμικά κέντρα αποφάσεων. Τουλάχιστον στο τέλος κάτι θετικό να 'μενε και για τον κατακαημένο τόπο, τον τόσο ανερμάτιστο και αυτοκαταστροφικό. Την έρμη χώρα, που, αν και την τσαλαπατούμε ως πατρίδα, όμως αυτήν παραδίδουμε στα παιδιά και στα εγγόνια μας, μαζί με το χρέος των τριακοσίων δισεκατομμυρίων ευρώ σε ζεστό, πλην όμως ανύπαρκτο στα ταμεία, χρήμα.
Ενα δυσθεώρητο ποσό, που αναλογεί σε 25 έως 30 χιλιάδες ευρώ προσωπικό χρέος για καθέναν μας, ανεξαρτήτως ηλικίας, δηλαδή 100 έως 120 χιλιάδες ευρώ δημόσιο χρέος για κάθε τετραμελή οικογένεια! Κι αυτό το δυσθεώρητο χρέος, δίχως την καθόλου ευκαταφρόνητη επιβάρυνση με τους τόκους...
Ετσι «των οικιών ημών εμπιμπραμένων, ημείς άδομεν!» λαμπρύνοντας τον θρίαμβο της εκάστοτε νικήτριας από τις τρεις οικογένειες κληρονομικών βαρόνων.
Κώστας Ε. Μπέης
Αναδημοσίευση από την
Ελευθεροτυπία 7-10-2009
(Ο τίτλος της ανάρτησης και η εικονογράφηση της έγιναν με ευθύνη του blogger)