ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΙΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ:Υπάρχει διάθεση για θεσμοθέτηση δραστικών λύσεων;
Ηγεσία των ... ανεξάρτητων δικαστών!
Λογικά και νομικά μπορούν, τάχα, να συνυπάρξουν, αφ' ενός, ο ανεξάρτητος δικαστής, για τον οποίο το άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει ότι κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπόκειται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους, δηλαδή ότι ασκεί τα υπηρεσιακά καθήκοντά του προσβλέποντας μόνο στους κανόνες του δικαίου και ακούγοντας τη φωνή της συνείδησής του, κατ' αποκλεισμό οποιωνδήποτε φανερών ή παρασκηνιακών οδηγιών ή εντολών και, αφ' ετέρου, η θεσμοθετημένη ένταξή του σ' ένα σύστημα που τον θέτει στη σκιά της λεγόμενης ηγεσίας του δικαστικού σώματος;
Η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα θα ήταν λογικώς αρνητική, αν δεν θα υπήρχε το αντίστοιχο οξύμωρο σχήμα που συναντάμε και στον χώρο των βουλευτών, για τους οποίους το άρθρο 60, παρ. 1 του Συντάγματος με έμφαση διακηρύσσει ότι έχουν απεριόριστο δικαίωμα γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση, όμως στην τρέχουσα κομματική πρακτική, ο αρχηγός κάθε κοινοβουλευτικής ομάδας έχει εξουσία να διαγράφει αναπολόγητο από την ομάδα του (συνακόλουθα και από τη μελλοντική προοπτική επανεκλογής του!) κάθε βουλευτή που θ' αποτολμούσε να πάρει σοβαρά αυτό το κατά το Σύνταγμα αναπαλλοτρίωτο κοινοβουλευτικό δικαίωμά του. Και τούτο, ακόμη και στην ακραία περίπτωση που ο τολμητίας βουλευτής υπήρξε ο μέχρι χθες πρωθυπουργός, ο οποίος προικοδότησε τον ήδη ζόρικο νέο αρχηγό με το δαχτυλίδι τής διαδοχής του στην ηγεσία του κόμματος! Ετσι, στην Ελλάδα έχουμε καταντήσει άλλα να διακηρύσσονται κατά τους θεμελιακούς συνταγματικούς κανόνες και τα εντελώς αντίθετα να ισχύουν στην τρέχουσα αυταρχική πρακτική τού κατ' επίφασιν δημοκρατικού κράτους δικαίου, του οποίου συμβαίνει να είμαστε ανήμποροι πολίτες.
Πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο πρακτικά; Με ποια μεθόδευση η κατοχυρωμένη ανεξαρτησία γνώμης και ψήφου του δικαστή, κατά την ερμηνεία των νόμων και τη δεσμευτική διάγνωση των εριζόμενων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων, μπορεί να ποδηγετηθεί, έτσι που να μην είναι δυσάρεστη στην εκάστοτε κυβερνητική εξουσία; Η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα είναι πολύ απλή: διά μέσου του εύλογου ενδιαφέροντος κάθε δικαστή να μη μένει στάσιμος και να μην υπηρετεί σ' επαρχιακά δικαστήρια, μακριά από την οικογένειά του, αλλά να προάγεται, ει δυνατόν, κατ' απόλυτη εκλογή και να έχει χρήσιμες διασυνδέσεις με ισχυρά πολιτικά κέντρα, για χάρη του ίδιου και των παιδιών του.
Αυτή είναι η ελληνική πραγματικότητα, καθώς αρέσκεται σε ωραίες διακηρύξεις αρχών, αποστερημένων από πρακτικό αντίκρισμα. Και τούτο, γιατί ποτέ δεν υπήρξε ελληνική κυβέρνηση που, σε κρίσιμες δικαστικές εμπλοκές, να μην είχε τελικώς τη δικαστική απόφαση που ήθελε. Μια και μοναδική εξαίρεση έχω υπόψη μου, δηλαδή την με οριακή πλειοψηφία απαλλαγή τού τότε κατηγορούμενου αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, παρά την αντίθετη επιθυμία του τότε πρωθυπουργού - μια απόκλιση την οποία έκτοτε οι ειδήμονες είχαν αποδώσει σε έγκαιρη και δραστική παρασκηνιακή παρέμβαση του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας. Σε κάθε άλλη περίπτωση, κάθε κυβέρνηση, σε κρίσιμες περιστάσεις, είχε τελικώς την απόφαση που επιθυμούσε, με κορυφαία την οριακή πλειοψηφία μιας ψήφου, ύστερ' από τη μεθοδευμένη παραπομπή στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο της αντιδικίας για τη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων να δικάζουν αγωγές αποζημίωσης για τις ομαδικές σφαγές αμάχων πληθυσμών από τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής. Δίχως να ξεχνάμε και την κατάπτυστη πλαστή απόφαση της πλήρους ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τη δήθεν ακυρότητα των προσλήψεων εργαζομένων ιδιωτικού δικαίου, μια απόφαση που εκδόθηκε ύστερα από άκυρη διάσκεψη, καθώς εκ των υστέρων είχε αποκαλυφθεί ότι σ' αυτήν είχαν μετάσχει κάποιοι αρεοπαγίτες διά μέσου μεταγενέστερης τηλεφωνικής ενημέρωσής τους!
Ασφαλώς, δίπλα στο δικαιοδοτικό έργο των δικαστών, για το οποίο είναι απαραίτητη η κατοχυρωμένη κατά συνείδηση δικαιοδοτική ψήφος τους, υπάρχουν και τα προβλήματα των κατ' εκλογή προαγωγών, καθώς και των πειθαρχικών διώξεων, που κατά το Σύνταγμα ανήκουν στη δικαιοδοσία του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Εκεί, λοιπόν, κάθε κομματική κυβέρνηση έχει ενδιαφέρον να διαθέτει δικούς της ανθρώπους, ώστε να διασφαλίζει την αποφυγή δυσάρεστων εκπλήξεων σε δικαστικές εμπλοκές με πολιτικό κόστος. Πώς το καταφέρνει; Η ώς τώρα εμπειρία είναι διδακτική: αφ' ενός, με την κυβερνητική επιλογή κομματικών φίλων στις κορυφαίες θέσεις του δικαστικού σώματος και, αφ' ετέρου, με την περαιτέρω προοπτική τού μετά τη συνταξιοδότηση διορισμού σε κορυφαίες θέσεις των λεγομένων ανεξάρτητων Αρχών και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Μ' επίγνωση της κοινής δυσφορίας γι' αυτές τις τακτικές, η νέα κυβέρνηση εξήγγειλε ότι θα θεσμοθετήσει μια διαδικασία επιλογής της εκάστοτε νέας ηγεσίας των δικαστών ύστερα από δημόσια, και προδήλως τεκμηριωμένη, συζήτηση στη Βουλή. Ασφαλώς, πρόκειται για κάποια βελτίωση του συστήματος. Ομως, δεν πρόκειται για λύση ουσιαστικής απαλλαγής του δικαστικού σώματος από την κηδεμονία της πολιτικής εξουσίας, αρκετά ήδη επιβαρημένης με τις δικές της ιστορικές αμαρτίες στον χώρο της Δικαιοσύνης.
Τι θα έπρεπε να γίνει;
Καθαρή λύση θα ήταν, αφ' ενός, η αυτόματη κατ' έτος εναλλαγή όλων των μελών των ανωτάτων δικαστηρίων σε μια δωδεκαμελή σύνθεση του λεγομένου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, με περιοδική κάθε μήνα άσκηση της προεδρίας αυτού του σώματος εκ μέρους όλων των μελών του και, αφ' ετέρου, η νομοθετική απαγόρευση, με την ποινή της αυτοδίκαιης ακυρότητας, κάθε διορισμού των συνταξιοδοτούμενων ανωτάτων δικαστών σε θέσεις παροχής υπηρεσιών δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου.
Υπάρχει προοπτική για μια τέτοια νομοθετική λύση; Ασφαλώς, όχι! Θα χρειαστούν πολλά χρόνια, ώσπου η ελληνική πολιτική πρακτική ν' απαλλαγεί από τα πυροτεχνήματα του εντυπωσιασμού και να βάλει τα θεμέλια ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους δικαίου, σεβαστού στους πολίτες του και αξεπέραστου τείχους στις πιέσεις των κομματικών σκοπιμοτήτων.
Οπωσδήποτε όμως το πιεστικό πρόβλημα στη λειτουργία των δικαστηρίων μας δεν έχει πρωτίστως πολιτικό χαρακτήρα, αλλ' εντοπίζεται στην αφόρητη καθυστέρηση εκδίκασης των διαφορών και υποθέσεων, ακόμη και για την απλή λήψη επείγουσας φύσης ασφαλιστικών μέτρων, καθώς και για την έκδοση διαταγών πληρωμής. Κάτι, που πειθαναγκάζει στη θεσμοθέτηση της ηλεκτρονικής άσκησης όλων των ενδίκων βοηθημάτων, καθώς και της υποβολής των αποδεικτικών εγγράφων, όπως επίσης την εκδίκαση όλων των διαφορών και υποθέσεων σε όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας από μονομελή δικαστήρια, που να συγκροτούνται από δικαστές εκπαιδευμένους να πληκτρολογούν ιδιοχείρως την ηλεκτρονική έκδοση των αποφάσεων που εκδίδουν και των άλλων μέτρων που διατάζουν.
Λύσεις δραστικές υπάρχουν για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στη λειτουργία του δικαστικού μας συστήματος. Αρκεί να υπάρχει και διάθεση για τη θεσμοθέτησή τους.
Η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα θα ήταν λογικώς αρνητική, αν δεν θα υπήρχε το αντίστοιχο οξύμωρο σχήμα που συναντάμε και στον χώρο των βουλευτών, για τους οποίους το άρθρο 60, παρ. 1 του Συντάγματος με έμφαση διακηρύσσει ότι έχουν απεριόριστο δικαίωμα γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση, όμως στην τρέχουσα κομματική πρακτική, ο αρχηγός κάθε κοινοβουλευτικής ομάδας έχει εξουσία να διαγράφει αναπολόγητο από την ομάδα του (συνακόλουθα και από τη μελλοντική προοπτική επανεκλογής του!) κάθε βουλευτή που θ' αποτολμούσε να πάρει σοβαρά αυτό το κατά το Σύνταγμα αναπαλλοτρίωτο κοινοβουλευτικό δικαίωμά του. Και τούτο, ακόμη και στην ακραία περίπτωση που ο τολμητίας βουλευτής υπήρξε ο μέχρι χθες πρωθυπουργός, ο οποίος προικοδότησε τον ήδη ζόρικο νέο αρχηγό με το δαχτυλίδι τής διαδοχής του στην ηγεσία του κόμματος! Ετσι, στην Ελλάδα έχουμε καταντήσει άλλα να διακηρύσσονται κατά τους θεμελιακούς συνταγματικούς κανόνες και τα εντελώς αντίθετα να ισχύουν στην τρέχουσα αυταρχική πρακτική τού κατ' επίφασιν δημοκρατικού κράτους δικαίου, του οποίου συμβαίνει να είμαστε ανήμποροι πολίτες.
Πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο πρακτικά; Με ποια μεθόδευση η κατοχυρωμένη ανεξαρτησία γνώμης και ψήφου του δικαστή, κατά την ερμηνεία των νόμων και τη δεσμευτική διάγνωση των εριζόμενων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων, μπορεί να ποδηγετηθεί, έτσι που να μην είναι δυσάρεστη στην εκάστοτε κυβερνητική εξουσία; Η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα είναι πολύ απλή: διά μέσου του εύλογου ενδιαφέροντος κάθε δικαστή να μη μένει στάσιμος και να μην υπηρετεί σ' επαρχιακά δικαστήρια, μακριά από την οικογένειά του, αλλά να προάγεται, ει δυνατόν, κατ' απόλυτη εκλογή και να έχει χρήσιμες διασυνδέσεις με ισχυρά πολιτικά κέντρα, για χάρη του ίδιου και των παιδιών του.
Αυτή είναι η ελληνική πραγματικότητα, καθώς αρέσκεται σε ωραίες διακηρύξεις αρχών, αποστερημένων από πρακτικό αντίκρισμα. Και τούτο, γιατί ποτέ δεν υπήρξε ελληνική κυβέρνηση που, σε κρίσιμες δικαστικές εμπλοκές, να μην είχε τελικώς τη δικαστική απόφαση που ήθελε. Μια και μοναδική εξαίρεση έχω υπόψη μου, δηλαδή την με οριακή πλειοψηφία απαλλαγή τού τότε κατηγορούμενου αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, παρά την αντίθετη επιθυμία του τότε πρωθυπουργού - μια απόκλιση την οποία έκτοτε οι ειδήμονες είχαν αποδώσει σε έγκαιρη και δραστική παρασκηνιακή παρέμβαση του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας. Σε κάθε άλλη περίπτωση, κάθε κυβέρνηση, σε κρίσιμες περιστάσεις, είχε τελικώς την απόφαση που επιθυμούσε, με κορυφαία την οριακή πλειοψηφία μιας ψήφου, ύστερ' από τη μεθοδευμένη παραπομπή στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο της αντιδικίας για τη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων να δικάζουν αγωγές αποζημίωσης για τις ομαδικές σφαγές αμάχων πληθυσμών από τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής. Δίχως να ξεχνάμε και την κατάπτυστη πλαστή απόφαση της πλήρους ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τη δήθεν ακυρότητα των προσλήψεων εργαζομένων ιδιωτικού δικαίου, μια απόφαση που εκδόθηκε ύστερα από άκυρη διάσκεψη, καθώς εκ των υστέρων είχε αποκαλυφθεί ότι σ' αυτήν είχαν μετάσχει κάποιοι αρεοπαγίτες διά μέσου μεταγενέστερης τηλεφωνικής ενημέρωσής τους!
Ασφαλώς, δίπλα στο δικαιοδοτικό έργο των δικαστών, για το οποίο είναι απαραίτητη η κατοχυρωμένη κατά συνείδηση δικαιοδοτική ψήφος τους, υπάρχουν και τα προβλήματα των κατ' εκλογή προαγωγών, καθώς και των πειθαρχικών διώξεων, που κατά το Σύνταγμα ανήκουν στη δικαιοδοσία του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Εκεί, λοιπόν, κάθε κομματική κυβέρνηση έχει ενδιαφέρον να διαθέτει δικούς της ανθρώπους, ώστε να διασφαλίζει την αποφυγή δυσάρεστων εκπλήξεων σε δικαστικές εμπλοκές με πολιτικό κόστος. Πώς το καταφέρνει; Η ώς τώρα εμπειρία είναι διδακτική: αφ' ενός, με την κυβερνητική επιλογή κομματικών φίλων στις κορυφαίες θέσεις του δικαστικού σώματος και, αφ' ετέρου, με την περαιτέρω προοπτική τού μετά τη συνταξιοδότηση διορισμού σε κορυφαίες θέσεις των λεγομένων ανεξάρτητων Αρχών και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Μ' επίγνωση της κοινής δυσφορίας γι' αυτές τις τακτικές, η νέα κυβέρνηση εξήγγειλε ότι θα θεσμοθετήσει μια διαδικασία επιλογής της εκάστοτε νέας ηγεσίας των δικαστών ύστερα από δημόσια, και προδήλως τεκμηριωμένη, συζήτηση στη Βουλή. Ασφαλώς, πρόκειται για κάποια βελτίωση του συστήματος. Ομως, δεν πρόκειται για λύση ουσιαστικής απαλλαγής του δικαστικού σώματος από την κηδεμονία της πολιτικής εξουσίας, αρκετά ήδη επιβαρημένης με τις δικές της ιστορικές αμαρτίες στον χώρο της Δικαιοσύνης.
Τι θα έπρεπε να γίνει;
Καθαρή λύση θα ήταν, αφ' ενός, η αυτόματη κατ' έτος εναλλαγή όλων των μελών των ανωτάτων δικαστηρίων σε μια δωδεκαμελή σύνθεση του λεγομένου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, με περιοδική κάθε μήνα άσκηση της προεδρίας αυτού του σώματος εκ μέρους όλων των μελών του και, αφ' ετέρου, η νομοθετική απαγόρευση, με την ποινή της αυτοδίκαιης ακυρότητας, κάθε διορισμού των συνταξιοδοτούμενων ανωτάτων δικαστών σε θέσεις παροχής υπηρεσιών δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου.
Υπάρχει προοπτική για μια τέτοια νομοθετική λύση; Ασφαλώς, όχι! Θα χρειαστούν πολλά χρόνια, ώσπου η ελληνική πολιτική πρακτική ν' απαλλαγεί από τα πυροτεχνήματα του εντυπωσιασμού και να βάλει τα θεμέλια ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους δικαίου, σεβαστού στους πολίτες του και αξεπέραστου τείχους στις πιέσεις των κομματικών σκοπιμοτήτων.
Οπωσδήποτε όμως το πιεστικό πρόβλημα στη λειτουργία των δικαστηρίων μας δεν έχει πρωτίστως πολιτικό χαρακτήρα, αλλ' εντοπίζεται στην αφόρητη καθυστέρηση εκδίκασης των διαφορών και υποθέσεων, ακόμη και για την απλή λήψη επείγουσας φύσης ασφαλιστικών μέτρων, καθώς και για την έκδοση διαταγών πληρωμής. Κάτι, που πειθαναγκάζει στη θεσμοθέτηση της ηλεκτρονικής άσκησης όλων των ενδίκων βοηθημάτων, καθώς και της υποβολής των αποδεικτικών εγγράφων, όπως επίσης την εκδίκαση όλων των διαφορών και υποθέσεων σε όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας από μονομελή δικαστήρια, που να συγκροτούνται από δικαστές εκπαιδευμένους να πληκτρολογούν ιδιοχείρως την ηλεκτρονική έκδοση των αποφάσεων που εκδίδουν και των άλλων μέτρων που διατάζουν.
Λύσεις δραστικές υπάρχουν για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στη λειτουργία του δικαστικού μας συστήματος. Αρκεί να υπάρχει και διάθεση για τη θεσμοθέτησή τους.
ΚΩΣΤΑΣ Ε. ΜΠΕΗΣ
21/10/2009
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
(Οι τίτλοι αναρτήσεων,οι εικονογραφήσεις και οι υπογραμμίσεις γίνονται με ευθύνη του blogger)