H μονοπολική ορμή και η εποχή Oμπάμα.O σχεδιασμός της πολιτικής πραγματικότητας από τα οικονομικά συμφέροντα,βάσει των δογμάτων περί παγκόσμιας τάξης
H μονοπολική ορμή και η εποχή Oμπάμα
«H πολιτική επί Oμπάμα άρχισε να επιστρέφει στο μετριοπαθές μοντέλο της δεύτερης θητείας του Mπους, με ένα διαφορετικό ρητορικό ύφος, το οποίο γοητεύει τον κόσμο»
Oταν εξετάζουμε διεθνείς υποθέσεις, είναι χρήσιμο να έχουμε στο μυαλό μας κάποιες γενικές αρχές με σημαντική βαρύτητα.
Η πρώτη είναι η ρήση του Θουκυδίδη ότι: οι ισχυροί κάνουν ό,τι τους επιτρέπει η δύναμή τους και οι αδύναμοι υποχωρούν και αποδέχονται. Αυτό έχει μια σημαντική συνέπεια: Kάθε ισχυρό κράτος στηρίζεται σε ειδικούς στην Απολογητική, που έχουν ως καθήκον τους να δείξουν ότι αυτό που κάνουν οι ισχυροί είναι ευγενές και δίκαιο και, ταυτόχρονα πως, αν οι αδύναμοι υποφέρουν, είναι δικό τους λάθος. Στον σύγχρονο δυτικό κόσμο, αυτοί οι ειδικοί ονομάζονται «διανοούμενοι» και με ελάχιστες εξαιρέσεις, εκπληρώνουν το καθήκον με το οποίο έχουν επιφορτιστεί με επιδεξιότητα και ευλάβεια, όσο εξωφρενικοί και αν είναι οι ισχυρισμοί τους, μια πρακτική που μας γυρίζει πίσω στις αρχές της καταγεγραμμένης ιστορίας.
«H πολιτική επί Oμπάμα άρχισε να επιστρέφει στο μετριοπαθές μοντέλο της δεύτερης θητείας του Mπους, με ένα διαφορετικό ρητορικό ύφος, το οποίο γοητεύει τον κόσμο»
Oταν εξετάζουμε διεθνείς υποθέσεις, είναι χρήσιμο να έχουμε στο μυαλό μας κάποιες γενικές αρχές με σημαντική βαρύτητα.
Η πρώτη είναι η ρήση του Θουκυδίδη ότι: οι ισχυροί κάνουν ό,τι τους επιτρέπει η δύναμή τους και οι αδύναμοι υποχωρούν και αποδέχονται. Αυτό έχει μια σημαντική συνέπεια: Kάθε ισχυρό κράτος στηρίζεται σε ειδικούς στην Απολογητική, που έχουν ως καθήκον τους να δείξουν ότι αυτό που κάνουν οι ισχυροί είναι ευγενές και δίκαιο και, ταυτόχρονα πως, αν οι αδύναμοι υποφέρουν, είναι δικό τους λάθος. Στον σύγχρονο δυτικό κόσμο, αυτοί οι ειδικοί ονομάζονται «διανοούμενοι» και με ελάχιστες εξαιρέσεις, εκπληρώνουν το καθήκον με το οποίο έχουν επιφορτιστεί με επιδεξιότητα και ευλάβεια, όσο εξωφρενικοί και αν είναι οι ισχυρισμοί τους, μια πρακτική που μας γυρίζει πίσω στις αρχές της καταγεγραμμένης ιστορίας.
Το δεύτερο κυρίαρχο θέμα εκφράστηκε από τον Aνταμ Σμιθ. Εκείνος αναφερόταν στην Αγγλία, την ισχυρότερη δύναμη της εποχής του, αλλά οι παρατηρήσεις του μπορούν να γενικευθούν. Ο Σμιθ παρατήρησε, λοιπόν, ότι οι «βασικοί αρχιτέκτονες» της πολιτικής στην Αγγλία είναι οι «έμποροι και οι κατασκευαστές», οι οποίοι προσπαθούν να διασφαλίσουν ότι τα δικά τους συμφέρονται εξυπηρετούνται από την πολιτική, χωρίς να τους ενδιαφέρει πόσο οδυνηρές μπορεί να είναι οι συνέπειες για τους άλλους, συμπεριλαμβανομένου του λαού της Αγγλίας, αλλά πολύ χειρότερα για εκείνους που υφίστανται τη «βίαιη αδικία των Ευρωπαίων», οπουδήποτε. Ο Σμιθ ήταν μία από εκείνες τις προσωπικότητες που εγκατέλειψαν την κοινή πρακτική της απεικόνισης της Αγγλίας ως μιας αγγελικής δύναμης, μοναδικής στην παγκόσμια ιστορία, που ήταν αφοσιωμένη χωρίς ίχνος φιλαυτίας στην ευημερία των βαρβάρων. Ζωντανό παράδειγμα ήταν ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, από τους πλέον αξιοπρεπείς και ευφυείς Δυτικούς διανοούμενους. Σε ένα κλασικό του δοκίμιο, εξηγούσε με αυτή τη λογική γιατί η Αγγλία έπρεπε να ολοκληρώσει την κατάκτηση της Ινδίας εξυπηρετώντας καθαρά ανθρωπιστικούς σκοπούς. Το έγραψε, μάλιστα, την περίοδο που βρίσκονταν σε εξέλιξη οι χειρότερες θηριωδίες της Αγγλίας στην Ινδία, όταν στην πραγματικότητα η περαιτέρω κατάκτηση θα εξασφάλιζε στην Αγγλία το μονοπώλιο του οπίου και την καθιέρωση της πλέον αναπτυγμένης επιχείρησης διακίνησης ναρκωτικών στην παγκόσμια ιστορία, προκειμένου να υποχρεωθεί η Κίνα με κανονιοφόρους και δηλητήρια να δεχθεί τους Βρετανούς εργοστασιάρχες, τους οποίους δεν ήθελε.
Η προσέγγιση του Μιλ είναι το πολιτιστικό πρότυπο. Η ρήση του Σμιθ είναι το ιστορικό.
Σήμερα, οι αρχιτέκτονες της πολιτικής δεν είναι «έμποροι και κατασκευαστές», αλλά περισσότερο οικονομικά ιδρύματα και πολυεθνικές επιχειρήσεις. Η εξελιγμένη σύγχρονη εκδοχή της ρήσης του Σμιθ είναι η «επενδυτική θεωρία της πολιτικής», που αναπτύχθηκε από τον πολιτικό οικονομολόγο Τόμας Φέργκιουσον, με βάση την οποία οι εκλογές θεωρούνται μια ευκαιρία ώστε ομάδες επενδυτών να ενωθούν για να αναλάβουν τον έλεγχο του κράτους, αγοράζοντας ουσιαστικά τις εκλογές. Oπως αποδείχθηκε, οι προτάσεις του Μιλ αποτελούν πολύ καλό μέσο πρόβλεψης της πολιτικής μακροπρόθεσμα.
Για το 2008 έτσι, θα μπορούσαμε να είχαμε προβλέψει ότι η χρηματοοικονομική βιομηχανία είχε προτεραιότητα για την κυβέρνηση Ομπάμα, αφού τα στελέχη της ήταν οι βασικοί του χρηματοδότες και θα προτιμούσαν τον Ομπάμα από τον ΜακΚέιν. Κι έτσι έγινε. Η εβδομαδιαία επιχειρηματική επιθεώρηση «Business Week» θριαμβολογεί τώρα, γιατί οι ασφαλιστικές εταιρείες κέρδισαν τη μάχη για την υγειονομική περίθαλψη και οι οικονομικοί οργανισμοί που δημιούργησαν την πρόσφατη κρίση βγαίνουν αλώβητοι και ακόμη και ενισχυμένοι έπειτα από μια τεράστια ύφεση, που ουσιαστικά βάζει τις βάσεις για την επόμενη κρίση, όπως επισημαίνουν οι συντάκτες. Κι ενώ η κουβέντα συνεχίζεται, άλλοι φορείς έχουν ήδη πάρει πολύτιμα μαθήματα και οργανώνουν εκστρατείες για να υπονομεύσουν κάθε προσπάθεια ενεργοποίησης ακόμη και ήπιων μέτρων στον τομέα της ενέργειας και της προστασίας, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι η επιτυχία τους θα στερήσει από τα εγγόνια τους κάθε πιθανότητα για μια αξιοπρεπή διαβίωση. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι είναι κακοί και αδιάφοροι άνθρωποι. Μάλλον οι αποφάσεις είναι θεσμικά επιβεβλημένες. Εκείνοι που επιλέγουν να μην ακολουθήσουν τους κανόνες, αποκλείονται μερικές φορές, μάλιστα, με αξιοσημείωτο τρόπο.
Τα λόγια του Aνταμ Σμιθ έχουν κάποιες εξαιρέσεις που είναι διδακτικές. Eνα σημαντικό σύγχρονο τέτοιο παράδειγμα είναι η πολιτική της Ουάσιγκτον έναντι της Κούβας από τότε που η τελευταία κέρδισε την ανεξαρτησία της πριν από 50 χρόνια. Η αμερικανική είναι μια ασυνήθιστα ελεύθερη κοινωνία κι έτσι έχουμε πρόσβαση σε εσωτερικά έγγραφα που αποκαλύπτουν το σκεπτικό και τα σχέδια των αρχιτεκτόνων της πολιτικής. Μέσα σε λίγους μήνες μετά την ανεξαρτητοποίηση, η κυβέρνηση Αϊζενχάουερ κατέστρωσε μυστικά σχέδια για την ανατροπή του καθεστώτος και δρομολόγησε προγράμματα εκφοβισμού και οικονομικού πολέμου, τα οποία κλιμακώθηκαν από τον Κένεντι και συνέχισαν να υπάρχουν με διάφορες μορφές μέχρι σήμερα. Από την αρχή, ξεκάθαρη πρόθεση ήταν να τιμωρηθεί σε ικανό βαθμό ο λαός της Κούβας, ώστε να ανατρέψει το εγκληματικό καθεστώς. Το έγκλημά του ήταν η «επιτυχής ανυπακοή» έναντι της αμερικανικής πολιτικής από τη δεκαετία του 1820, όταν το Δόγμα Μονρόε διακήρυσσε την πρόθεση των ΗΠΑ να κυριαρχήσουν στο δυτικό ημισφαίριο και να μην ανεχθούν καμία ανάμιξη από έξω ή από μέσα.
Ενώ η πολιτική έναντι της Κούβας είναι σύμφωνη προς τη ρήση του Θουκυδίδη, έρχεται σε αντίθεση με την αρχή του Aνταμ Σμιθ, κι ως εκ τούτου δίνει ένα ιδιαίτερο νόημα στη διαμόρφωση της πολιτικής. Επί δεκαετίες, οι Αμερικανοί τάσσονταν υπέρ της εξομάλυνσης των σχέσεων με την Κούβα. Το να αγνοεί κανείς τη βούληση του λαού είναι φυσιολογικό, αλλά μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει εδώ το γεγονός ότι ισχυροί παράγοντες του επιχειρηματικού κόσμου ήταν επίσης υπέρ της εξομάλυνσης: στον τομέα των (καθετοποιημένων) αγροτικών επιχειρήσεων, της ενέργειας, της φαρμακοβιομηχανίας και άλλων, που κατά κανόνα διαμορφώνουν το βασικό πλαίσιο της πολιτικής. Τα συμφέροντά τους στη συγκεκριμένη περίπτωση παραμερίζονταν από μια αρχή των διεθνών σχέσεων, που δεν χαίρει αποδοχής στην επίσημη ακαδημαϊκή βιβλιογραφία των διεθνών σχέσεων, την οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «αρχή της Μαφίας». Εκεί ο Νονός δεν ανέχεται την «ανυπακοή» ούτε από έναν μικροκαταστηματάρχη που αρνείται να πληρώσει τα χρήματα της προστασίας. Είναι πολύ επικίνδυνο. Γι' αυτό και πρέπει να συντριβεί και μάλιστα παραδειγματικά, ώστε οι άλλοι να καταλάβουν ότι η ανυπακοή δεν αποτελεί μία από τις επιλογές τους. Αυτού του είδους η απείθεια στο Αφεντικό θα μπορούσε να αποτελέσει «ιό», που θα «μετέδιδε την ασθένεια», για να δανειστούμε κι έναν όρο του Κίσινγκερ, όταν προετοίμαζε την ανατροπή της κυβέρνησης Αλιέντε. Αυτό αποτελούσε ένα κυρίαρχο δόγμα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ κατά την περίοδο της παγκόσμιας κυριαρχίας τους και φυσικά είχε πλούσιο παρελθόν.
Eνα άλλο ζήτημα που αναδύθηκε με την αυγή της μονοπολικής συγκυρίας ήταν η μοίρα του ΝΑΤΟ. Η παραδοσιακή νομιμοποίηση για το ΝΑΤΟ ήταν η άμυνα ενάντια στη ρωσική επιθετικότητα. Με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, το πρόσχημα εξανεμίστηκε. Κάποιες αφελείς ψυχές που έχουν πίστη στο δόγμα της επικράτησης, θα περίμεναν να εξαφανιστεί και το ΝΑΤΟ. Μάλλον το αντίθετο. Το ΝΑΤΟ γρήγορα επεκτάθηκε. Οι λεπτομέρειες είναι αποκαλυπτικές και για τον καιρό του Ψυχρού Πολέμου και για όσα ακολούθησαν, και, γενικότερα, για το πώς μορφοποιείται και εφαρμόζεται η πολιτική του κράτους.
Πριν από λίγες μέρες η κυβέρνηση Ομπάμα ανακοίνωσε έναν επαναπροσδιορισμό των αντιπυραυλικών συστημάτων στην Ανατολική Ευρώπη. Αυτό οδήγησε σε μεγάλο εύρος σχολίων και αντιπαραθέσεων -που, όπως στο παρελθόν, τεχνηέντως απέφυγαν το κύριο ζήτημα.
Tα συστήματα διαφημίζονται ως άμυνα εναντίον μιας επίθεσης από το Ιράν. Αλλά δεν μπορεί αυτό να είναι το κίνητρο. Η πιθανότητα να εξαπολύσει μια πυραυλική επίθεση το Ιράν, πυρηνική ή όχι, βρίσκεται περίπου στο ίδιο επίπεδο με αυτή ενός αστεροειδή να χτυπήσει τη Γη -εκτός, φυσικά, εάν οι κυρίαρχοι κληρικοί διακατέχονται από μια φανατική επιθυμία να πεθάνουν και θέλουν να δουν και το Ιράν να αποτεφρώνεται στιγμιαία μαζί τους. Ο σκοπός των συστημάτων αναχαίτισης των ΗΠΑ, εάν και όποτε αυτά λειτουργήσουν, είναι να εμποδίσουν κάθε μορφής αντίποινα σε μία επίθεση των ΗΠΑ ή του Ισραήλ στο Ιράν -που σημαίνει, να εκμηδενίσουν κάθε ιρανικό πυρηνικό οπλοστάσιο. Τα αντιπυραυλικά συστήματα είναι ένα όπλο πρώτου χτυπήματος και αυτό είναι κατανοητό από όλες τις πλευρές. Ομως αυτό φαίνεται να ανήκει σε εκείνα τα δεδομένα που καλύτερα είναι να μη βγαίνουν στο φως.
Για να επιστρέψουμε στο ΝΑΤΟ, η διακηρυγμένη αρμοδιότητά του είναι πλέον ακόμα περισσότερο επεκτατική από τα σύνορα της Ρωσίας. Ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Ομπάμα, στρατιωτικός διοικητής των Πεζοναυτών Τζέιμς Τζόουνς, πιέζει για τη μετακίνηση του ΝΑΤΟ προς νότο όπως επίσης και προς ανατολάς, ώστε να ενισχύσει τον έλεγχο των ΗΠΑ πάνω στα ενεργειακά αποθέματα της Μέσης Ανατολής. Ο στρατηγός Τζόουνς επίσης υποστηρίζει μια «ΝΑΤΟϊκή δύναμη αντίδρασης» που θα προσδίδει στη διοικούμενη από τις ΗΠΑ στρατιωτική συμμαχία «πολύ μεγαλύτερη ευέλικτη δυνατότητα να χειρίζεται ταχύτατα καταστάσεις σε πολύ μακρινές αποστάσεις», ένας στόχος που τώρα οι ΗΠΑ αγωνίζονται σκληρά να πετύχουν στο Αφγανιστάν. Ο (σ.σ. πρώην) γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γιαπ ντε Χόοπ Σέφερ ενημέρωσε μια ΝΑΤΟϊκή σύνοδο ότι «τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ πρέπει να φρουρούν αγωγούς που μεταφέρουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο προς τη Δύση» και, γενικότερα, να προστατεύουν θαλάσσιους δρόμους που χρησιμοποιούν τα πετρελαιοφόρα, καθώς και άλλες «κρίσιμες υποδομές» του συστήματος ενέργειας. Αυτή η απόφαση ξεκαθαρίζει με μεγαλύτερη σαφήνεια τις μεταψυχροπολεμικές πολιτικές της αναδιοργάνωσης του ΝΑΤΟ σε μία διοικούμενη από τις ΗΠΑ διεθνή δύναμη επέμβασης, με ειδικό ενδιαφέρον τον έλεγχο των ενεργειακών αποθεμάτων. Πιθανώς, η αποστολή περιλαμβάνει και την προστασία του σχεδιαζόμενου αγωγού αξίας 7,6 δισ. δολαρίων που θα μεταφέρει φυσικό αέριο από το Τουρκμενιστάν στο Πακιστάν και στην Ινδία, περνώντας μέσα από την επαρχία Κανταχάρ του Αφγανιστάν, όπου βρίσκεται ανεπτυγμένη στρατιωτική δύναμη από τον Καναδά.Ο στόχος είναι να «μπλοκαριστεί ένας ανταγωνιστικός αγωγός που θα μεταφέρει αέριο από το Ιράν στο Πακιστάν και την Ινδία» και να «μειωθεί η κυριαρχία της Ρωσίας στις ενεργειακές εξαγωγές της Κεντρικής Ασίας», ανέφερε ο Καναδικός Τύπος περιγράφοντας ρεαλιστικά τις γενικές γραμμές του νέου «Μεγάλου Παιχνιδιού» στο οποίο η υπό την ηγεσία των ΗΠΑ διεθνής παρεμβατική δύναμη θα είναι σημαντικός παίκτης.
Hδη από την αρχή της μεταπολεμικής περιόδου είχε γίνει κατανοητό ότι η Δυτική Ευρώπη θα επέλεγε ενδεχομένως μια ανεξάρτητη πορεία, ίσως το γκολικό όραμα μιας Ευρώπης από τον Ατλαντικό ώς τα Ουράλια. Στην περίπτωση αυτή το πρόβλημα δεν είναι ένας «ιός» που μπορεί «να μεταδώσει τη μόλυνση» αλλά μία πανδημία που μπορεί να ανατρέψει ολόκληρο το σύστημα του παγκόσμιου ελέγχου. Προορισμός του ΝΑΤΟ ήταν εν μέρει να αντικρούσει αυτή τη σοβαρή απειλή. Η σημερινή επέκταση του NATO και οι φιλόδοξοι στόχοι του νέου ΝΑΤΟ οδηγούν αυτούς τους στόχους ακόμη πιο μακριά.
Ετσι λοιπόν τα πράγματα προχώρησαν μέσα από τη μονοπολική συγκυρία, εμμένοντας στις καθιερωμένες αρχές των διεθνών υποθέσεων. Ειδικότερα, οι πολιτικές συμμορφώνονται με τα δόγματα περί παγκόσμιας τάξης που διαμορφώθηκαν από ανώτατους Αμερικανούς στρατηγικούς σχεδιαστές στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Από το 1939 είχαν αντιληφθεί ότι, όποιο κι αν ήταν το αποτέλεσμα του πολέμου, οι ΗΠΑ θα αναδεικνύονταν σε παγκόσμια δύναμη εκτοπίζοντας τη Βρετανία. Κατά συνέπεια κατέστρωσαν σχέδια που προέβλεπαν ότι οι ΗΠΑ θα ασκούσαν έλεγχο σε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του κόσμου. Αυτή η «Μεγάλη Περιοχή», όπως την αποκαλούσαν, θα περιελάμβανε τουλάχιστον το δυτικό ημισφαίριο, την πρώην βρετανική αυτοκρατορία, την Απω Ανατολή και τους ενεργειακούς πόρους της δυτικής Ασίας. Σ' αυτή τη Μεγάλη Περιοχή οι ΗΠΑ θα είχαν «αναμφισβήτητη εξουσία» με «στρατιωτική υπεροχή» και θα ενεργούσαν έτσι ώστε να διασφαλίζουν τον «περιορισμό οποιασδήποτε άσκησης εθνικής κυριαρχίας» από κράτη που θα μπορούσαν να παρέμβουν στα παγκόσμια σχέδιά τους. Στην αρχή οι σχεδιαστές της αμερικανικής στρατηγικής πίστεψαν ότι στην Ευρώπη θα επικρατούσε ίσως η Γερμανία αλλά, καθώς η Ρωσία άρχισε να εξουδετερώνει τη Βέρμαχτ, το όραμά τους έγινε πιο επεκτατικό και η Μεγάλη Περιοχή έπρεπε να ενσωματώσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της Ευρασίας και τουλάχιστον τη Δυτική Ευρώπη, την οικονομική καρδιά της Ευρασίας.
Το φάσμα του σχεδιασμού στενό αλλά επιτρέπει κάποιες παραλλαγές. Η κυβέρνηση του Μπους του 2ου έφτασε μέχρι το άκρο του επιθετικού μιλιταρισμού και της αλαζονικής περιφρόνησης ακόμη και για τους συμμάχους. Καταδικάστηκε έντονα γι' αυτές τις πρακτικές ακόμη και από φωνές της δεσπόζουσας πολιτικής τάσης. Η δεύτερη θητεία του Μπους ήταν πιο μετριοπαθής. Κάποιες από τις πιο ακραίες προσωπικότητες απομακρύνθηκαν -Ράμσφελντ, Γούλφοβιτς, Ντάγκλας Φέιθ και άλλοι. Ο Τσένι δεν μπορούσε να εκδιωχθεί από την κυβέρνηση διότι αυτός ήταν η κυβέρνηση. Η πολιτική άρχισε να επιστρέφει προς το πιο μετριοπαθές μοντέλο. Οταν ανέλαβε την εξουσία ο Ομπάμα, η Κοντολίζα Ράις προέβλεψε ότι θα ακολουθούσε τις πολιτικές της δεύτερης θητείας του Μπους. Κι αυτό είναι που συνέβη σε γενικές γραμμές εκτός από ένα διαφορετικό ρητορικό ύφος το οποίο φαίνεται να έχει γοητεύσει μεγάλο μέρος του κόσμου, ίσως λόγω της ανακούφισης για την αποχώρηση του Μπους.
Σκίτσο του ΣΤΑΘΗ
Μία βασική διαφορά μεταξύ του Μπους και του Ομπάμα περιγράφεται πολύ καλά από την περίπτωση ενός ανώτατου συμβούλου της κυβέρνησης Κένεντι στο απόγειο της κουβανικής πυραυλικής κρίσης. Οι στρατηγικοί σχεδιαστές του Κένεντι έπαιρναν αποφάσεις που κυριολεκτικά απειλούσαν τη Βρετανία με καταστροφή αλλά δεν ενημέρωναν τους Βρετανούς. Στη φάση εκείνη ο εν λόγω σύμβουλος όρισε την «ειδική σχέση» με τη Βρετανία: H Βρετανία, είπε, είναι «ο υπασπιστής μας»- η κομψή λέξη είναι «εταίρος». Η Βρετανία προτιμά φυσικά την κομψή λέξη. Ο Μπους και η ομάδα του αποκαλούσαν τις χώρες του κόσμου «υπασπιστές» τους. Ετσι, ανακοινώνοντας την εισβολή στο Ιράκ, ενημέρωσαν τον ΟΗΕ ότι μπορούσε να ακολουθήσει τις διαταγές των ΗΠΑ ή να μην έχει κανένα ρόλο στην υπόθεση. Αυτή η ξεδιάντροπη αλαζονεία προκάλεσε φυσικά εχθρότητα. Ο Ομπάμα ακολουθεί διαφορετική τακτική. Χαιρετίζει ευγενικά τους ηγέτες και τους λαούς του κόσμου ως «εταίρους» και συνεχίζει να τους αντιμετωπίζει ως «υπασπιστές» μόνο κατ' ιδίαν. Οι ξένοι ηγέτες προτιμούν πολύ περισσότερο αυτή τη στάση και το κοινό γοητεύεται ενίοτε από αυτή. Θα ήταν ωστόσο σώφρον να δίνουμε έμφαση στις πράξεις, όχι στις ρητορείες και την ευχάριστη διαγωγή. Οι πράξεις συνήθως λένε μία διαφορετική ιστορία, κάτι που ισχύει και στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Aν και ο κόσμος είναι μονοπολικός στο στρατιωτικό πεδίο, δεν ισχύει εδώ και αρκετό καιρό το ίδιο και για το οικονομικό πεδίο. Μέχρι τη δεκαετία του '70, ο κόσμος είχε γίνει από οικονομικής άποψης «τριπολικός», με συγκρίσιμα οικονομικά κέντρα στη βόρεια Αμερική, την Ευρώπη και τη βορειοανατολική Ασία. Μέχρι σήμερα, η παγκόσμια οικονομία έχει γίνει ακόμη πιο διαφοροποιημένη, ιδίως με την ταχεία ανάπτυξη των ασιατικών οικονομιών που αψήφησαν τους κανόνες της νεοφιλελεύθερης «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον». Η Λατινική Αμερική αρχίζει κι εκείνη να απελευθερώνεται από αυτόν τον ζυγό. Οι προσπάθειες των ΗΠΑ να στρατιωτικοποιήσουν και τη Λατινική Αμερική είναι άλλωστε μία αντίδραση σε αυτές τις εξελίξεις, ιδίως στη νότια Αμερική η οποία, για πρώτη φορά από την εποχή των Ευρωπαίων κατακτητών, έχει αρχίσει να αντιμετωπίζει τα θεμελιώδη προβλήματα που έχουν βασανίσει την ήπειρο.
Το τι θα γίνει στη συνέχεια είναι αδύνατον να προβλεφθεί. Ετσι ήταν πάντοτε με τις ανθρώπινες υποθέσεις.
Noam Chomsky
16/10/2009
Αναδημοσίευση από την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
(Οι τίτλοι των αναρτήσεων,οι υπογραμμίσεις και οι εικονογραφήσεις γίνονται με ευθύνη του blogger)