Cinema:The White Ribbon
Haneke Michael
Ο Μίκαελ Χάνεκε γεννήθηκε το 1942 στη Βαυαρία της Γερμανίας, αλλά μεγάλωσε, σπούδασε και τώρα ζει, διδάσκει και σκηνοθετεί στην Αυστρία. Σπούδασε φιλοσοφία, ψυχολογία και σκηνοθεσία στο πανεπιστήμιο της Βιέννης και ξεκίνησε την καριέρα του στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 γράφοντας θεατρικά, ενώ λίγα χρόνια αργότερα άρχισε και τη σκηνοθετική του καριέρα, τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο. Ο Χάνεκε ξεκίνησε να μελετάει το θέμα της βίας και των μέσων μαζικής ενημέρωσης από τη δεκαετία του ΄90. Η τριλογία του, «The Seventh Continent» (1989), «Benny’s Video» (1992″) και «71 Fragments of a Chronology of Chance» (1994) ασχολείται με το πως αποτυπώνεται η βία στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τις συνέπειές της, ενώ το «Funny Games» (η γερμανική εκδοχή του 1997 αλλά και το αμερικάνικο remakeτο 2007) ανατρέπει αυτό το είδος των βίαιων ταινιών. Το βιογραφικό του περιλαμβάνει επίσης την ταινία «Η Δασκάλα του Πιάνου», η οποία ήταν προτεινόμενη για BAFTA ξενόγλωσσης ταινίας, ενώ είχε βραβευτεί τόσο στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Κανών όσο και στα Ευρωπαϊκά βραβεία, καθώς και την ταινία «Ο Κρυμμένος», με την οποία απέσπασε το βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας — μεταξύ άλλων — στις Κάνες και στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.Η λευκή κορδέλα
(Das weisse Band/The White Ribbon)
(Das weisse Band/The White Ribbon)
H ταινία που τιμήθηκε με τον Χρυσό Φοίνικα, το βραβείο FIPRESCI και το Οικουμενικό Βραβείο στο 62ο Φεστιβάλ Καννών, απέσπασε διθυραμβικές κριτικές και χαρακτηρίστηκε ως μια από τις σημαντικότερες ταινίες των τελευταίων ετών. Ο Μίκαελ Χάνεκε (»Η Δασκάλα του Πιάνου», «Κρυμμένος», «Funny Games»), πολυβραβευμένος Αυστριακός σκηνοθέτης, μεταφέρει τον θεατή σε ένα προτεσταντικό χωριό της Βόρειας Γερμανίας, τις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα παιδιά, οι οικογένειές τους, ο πάστορας, ο δάσκαλος, ο γιατρός βρίσκονται όλοι στο επίκεντρο. Όμως, ανεξήγητα περιστατικά συμβαίνουν, κάτι σαν μια απροσδιόριστη τιμωρία, αναστατώνοντας τη ροή της καθημερινότητας. Ποιος βρίσκεται πίσω από όλα αυτά; Η ταινία αντιπροσωπεύει έναν ευφυή, σύνθετο στοχασμό πάνω στη γέννηση της βίας και την παρακμιακή πορεία της κοινωνίας, στις παρυφές του πολέμου που άλλαξε τον γεωγραφικό και ανθρώπινο χάρτη.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ
1
<< Η λευκή κορδέλα>>του Μίκαελ Χάνεκε Γερμανία, 2009.
Σκηνοθεσία-σενάριο: Μίκαελ Χάνεκε.
Ηθοποιοί: Κρίστιαν Φρίντελ, Λεόνι Μπένες, Ούλριχ Τούκουρ, Ουρσίνα Λάρντι. 145 λεπτά.
**** ½
Η αμφισημία της αλήθειας αλλά και η ταξική σύγκρουση είναι στο επίκεντρο της βραβευμένης με τον Χρυσό Φοίνικα των Κανών, συγκλονιστικής ταινίας του Χάνεκε, δοσμένης με μιαν αυστηρότητα που φέρνει στον νου τον κινηματογράφο του Ντράγιερ. Επίκαιρη αλληγορία γύρω από τον φανατισμό. Εξοχες οι ερμηνείες.
Με ένα μυστήριο -το παράξενο «ατύχημα» που στέλνει τον γιατρό της περιοχής στο νοσοκομείο- ξεκινά η νέα, γερμανικής παραγωγής, ταινία του Αυστριακού σκηνοθέτη Μίκαελ Χάνεκε («Κρυμμένος», Funny Games), για να προχωρήσει σε μια πολύπλοκη, εφιαλτική ιστορία με θέματα όπως αυτά της ταξικής σύγκρουσης, του ρατσισμού και του φασισμού. Τον κόσμο του Τσέχοφ και του Ιψεν.
Η ιστορία αναφέρεται σ' ένα γεγονός που συνέβη πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, σ' ένα μικρό χωριό, στη βόρεια Γερμανία, και που καταγγέλλει «ένα εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο δημιούργησε τη γενιά του ναζισμού», σύμφωνα με τον σκηνοθέτη της.
Ο Χάνεκε καταγράφει την ιστορία, σε εικαστικά θαυμάσιες, γυρισμένες σε μαυρόασπρο φιλμ (έξοχη φωτογραφία είναι του Κρίστιαν Μπέργκερ) και δοσμένες με ένταση και ρυθμό εικόνες, συνδυάζοντας τον κόσμο του Τσέχοφ και του Ιψεν μ' ένα στιλ που φέρνει στον νου τόσο τον κινηματογράφο του Ντράγιερ.
Εικόνες που δημιουργούν με τον καλύτερο τρόπο την καταπιεστική ατμόσφαιρα, με τον σκηνοθέτη να καταγράφει με εξονυχιστική λεπτομέρεια τα διάφορα μικρά, επικίνδυνα γεγονότα, που αρχίζουν να προκαλούνται στην αυταρχική, αγροτική κοινωνία της περιοχής, κοινωνία όπου τα παιδιά κουβαλούν στους ώμους τους τα κρίματα των γονιών τους: το στημένο «ατύχημα», την κακοποίηση ενός διανοητικά καθυστερημένου μαθητή, την κακοποίηση ενός άλλου εξαιτίας μιας σφυρίχτρας, το κάψιμο μιας αποθήκης και άλλα.
Παράξενα επεισόδια, όπου κυριαρχεί μια ανεξήγητη σκληρότητα και τα οποία κανένας στο χωριό αλλά ούτε η αστυνομία δείχνουν να μπορούν να εξιχνιάσουν. Με βάση ένα πολύπλοκο, εξαιρετικό σενάριο, στο οποίο συνεργάστηκε και ο Ζαν-Κλοντ Καριέρ και με τη χρήση αφήγησης, ο Χάνεκε αναπλάθει με πειστικότητα την κοινωνία της συγκεκριμένης περιόδου, για να εντάξει σ' αυτήν μια πλούσια πινακοθήκη αλλόκοτων χαρακτήρων και να τονίσει, από τη μία, με λεπτό, παγερό συχνά, χιούμορ, την ατολμία και την υποκρισία των μεγάλων, και από την άλλη, τον παραλογισμό και τη διαστροφή των παιδιών τους, στοιχεία που διαμόρφωσαν τον μετέπειτα ναζιστικό χαρακτήρα τους. Αριστουργηματική ταινία, ταυτόχρονα μια δυνατή, επίκαιρη αλληγορία γύρω από τον θρησκευτικό και όχι μόνο φανατισμό, που παρά τη μεγάλη της διάρκεια, παρακολουθείται με την ίδια ένταση από το πρώτο ώς το τελευταίο λεπτό της.
**** ½
Η αμφισημία της αλήθειας αλλά και η ταξική σύγκρουση είναι στο επίκεντρο της βραβευμένης με τον Χρυσό Φοίνικα των Κανών, συγκλονιστικής ταινίας του Χάνεκε, δοσμένης με μιαν αυστηρότητα που φέρνει στον νου τον κινηματογράφο του Ντράγιερ. Επίκαιρη αλληγορία γύρω από τον φανατισμό. Εξοχες οι ερμηνείες.
Με ένα μυστήριο -το παράξενο «ατύχημα» που στέλνει τον γιατρό της περιοχής στο νοσοκομείο- ξεκινά η νέα, γερμανικής παραγωγής, ταινία του Αυστριακού σκηνοθέτη Μίκαελ Χάνεκε («Κρυμμένος», Funny Games), για να προχωρήσει σε μια πολύπλοκη, εφιαλτική ιστορία με θέματα όπως αυτά της ταξικής σύγκρουσης, του ρατσισμού και του φασισμού. Τον κόσμο του Τσέχοφ και του Ιψεν.
Η ιστορία αναφέρεται σ' ένα γεγονός που συνέβη πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, σ' ένα μικρό χωριό, στη βόρεια Γερμανία, και που καταγγέλλει «ένα εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο δημιούργησε τη γενιά του ναζισμού», σύμφωνα με τον σκηνοθέτη της.
Ο Χάνεκε καταγράφει την ιστορία, σε εικαστικά θαυμάσιες, γυρισμένες σε μαυρόασπρο φιλμ (έξοχη φωτογραφία είναι του Κρίστιαν Μπέργκερ) και δοσμένες με ένταση και ρυθμό εικόνες, συνδυάζοντας τον κόσμο του Τσέχοφ και του Ιψεν μ' ένα στιλ που φέρνει στον νου τόσο τον κινηματογράφο του Ντράγιερ.
Εικόνες που δημιουργούν με τον καλύτερο τρόπο την καταπιεστική ατμόσφαιρα, με τον σκηνοθέτη να καταγράφει με εξονυχιστική λεπτομέρεια τα διάφορα μικρά, επικίνδυνα γεγονότα, που αρχίζουν να προκαλούνται στην αυταρχική, αγροτική κοινωνία της περιοχής, κοινωνία όπου τα παιδιά κουβαλούν στους ώμους τους τα κρίματα των γονιών τους: το στημένο «ατύχημα», την κακοποίηση ενός διανοητικά καθυστερημένου μαθητή, την κακοποίηση ενός άλλου εξαιτίας μιας σφυρίχτρας, το κάψιμο μιας αποθήκης και άλλα.
Παράξενα επεισόδια, όπου κυριαρχεί μια ανεξήγητη σκληρότητα και τα οποία κανένας στο χωριό αλλά ούτε η αστυνομία δείχνουν να μπορούν να εξιχνιάσουν. Με βάση ένα πολύπλοκο, εξαιρετικό σενάριο, στο οποίο συνεργάστηκε και ο Ζαν-Κλοντ Καριέρ και με τη χρήση αφήγησης, ο Χάνεκε αναπλάθει με πειστικότητα την κοινωνία της συγκεκριμένης περιόδου, για να εντάξει σ' αυτήν μια πλούσια πινακοθήκη αλλόκοτων χαρακτήρων και να τονίσει, από τη μία, με λεπτό, παγερό συχνά, χιούμορ, την ατολμία και την υποκρισία των μεγάλων, και από την άλλη, τον παραλογισμό και τη διαστροφή των παιδιών τους, στοιχεία που διαμόρφωσαν τον μετέπειτα ναζιστικό χαρακτήρα τους. Αριστουργηματική ταινία, ταυτόχρονα μια δυνατή, επίκαιρη αλληγορία γύρω από τον θρησκευτικό και όχι μόνο φανατισμό, που παρά τη μεγάλη της διάρκεια, παρακολουθείται με την ίδια ένταση από το πρώτο ώς το τελευταίο λεπτό της.
Ν.Φ.ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ
''ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ''
29-10-2009
**********************
2
Ήγγικεν η στιγμή.Το πρώτο αριστούργημα της χρονιάς να βγει. Ασπρόμαυρο, γερμανικής κοπής με τίτλο αθώο σαν τον δολοφόνο με αγγελικό πρόσωπο παιδιού. Δηλαδή «Das Waisse band», που πάει να πει «Η λευκή κορδέλα». Με τον Μίκαελ Χάνεκε να πιλοτάρει με δύο φαντάσματα μαζί. Εκ δεξιών η τελειομανία ενός Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Εξ ευωνύμων η αυστηρότητα ενός Καρλ Ντράγιερ. Απογείωση καβάλα στο αυγό του φιδιού!
Για να τσεκάρω την ανθεκτικότητα των 144 λεπτών, μετά τον Χρυσό Φοίνικα Καννών, το ξαναείδα και στην προβολή των Αθηνών. Στιγμή δεν κουνήθηκα, δευτερόλεπτο δεν βαρέθηκα. Εντελώς καλλιτεχνικό επίτευγμα, μοναδικό στα χρονικά του σύγχρονου σινεμά. Η χειροποίητη παραγωγή αυτού του ογκολίθου μετατρέπει κάθε hi tech χολιγουντιανή μυθοπλασία, από το Star Wars μέχρι την οποιαδήποτε πριμαντόνα των ταμείων, σε απλή οδοντόκρεμα. Πλήθος πρώτων, δεύτερων, τρίτων ερμηνευτών παρέα με δεκάδες νοματαίους που υποδύονται ένα ολόκληρο χωριό. Όλοι μα όλοι παίζουν με τέτοια τελειομανία που θυμίζει πρεμιέρα από σαιξπηρική τραγωδία. Το ντεκόρ ολότελα αληθινό. Ένα ολόκληρο χωριό, όπως ήταν ακριβώς. Αναπαλαιωμένο από τον χρόνο και λόγω αυτού, ταλαιπωρημένο. Και αυθεντικά κοστούμια φορεμένα και καθόλου σαν από καρνάβαλο και χλιδάτο βεστιάριο σιδερωμένα. Οι χαρακτήρες φοράνε και όχι τα ρούχα τούς φοράνε. Τρομερό!
Αν τώρα κοντά σ΄ αυτά αθροίσω τα πλεονεκτήματα τα φωτογραφικά, τα σκηνοθετικά, των εσωτερικών ρυθμών, του μοντάζ και της αυστηρής συμμετρίας σε κάθε πλάνο ανθρώπινης γεωγραφίας, ε τότε η τοιχογραφία του Χάνεκε πιάνει επιδόσεις «Φάννυ και Αλέξανδρος» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Πάμε τώρα στη σεναριακή ουσία και την υπόγεια, υγρή, διαβρωτική γερμανική ιδεολογία. Εκεί το πάρτι, εκεί η πρωτοπορία.
Πρωτοπορία γιατί είναι πολυπρόσωπο και ταυτόχρονα δράμα δωματίου με ένα πρόσωπο. Πρωτοπορία γιατί η δράση εξελίσσεται και μέσα και έξω με την ίδια άνεση και ευκολία. Σαν να είναι αυθεντικό ντοκουμέντο από τα χρόνια εκείνα. Πρωτοπορία γιατί είναι τόσο αυστηρά κλασικό και μοιάζει με ακαδημαϊκό και ταυτόχρονα υπόγειο, σκοτεινό και ανατρεπτικό. Πρωτοπορία γιατί η εξωτερική- η εμφανής του- πλευρά είναι καθημερινή και ειρηνική, ενώ την ίδια στιγμή η αόρατη, η διπλανή, η αφανής εκλύει με πανουργία άφθονη δόση από έρπουσα, υπολανθάνουσα, φασιστική βία. Απ΄ ολόκληρη την κοινωνία. Πρωτοπορία γιατί από τη μια η ιστορία είναι ευκολονόητη και καθαρή και από την άλλη τόσο μα τόσο πολυεπίπεδη και σκοτεινή. Πρωτοπορία- τέλος- γιατί το αυγό του φιδιού επωάζεται από τη γνωστό τρίπτυχο: αυστηρή πειθαρχία, δεσποτική θρησκοληψία, νοσηρή κοινωνία. Οn top of that πλήρης ατιμωρησία! Το στόρι σαν ποταμιαία μυθοπλασία. Σε κάποια ειδυλλιακή κωμόπολη της προπολεμικής Βόρειας Γερμανίας. Όπου η μισή, κλειστή κοινωνία σιτίζεται από του βαρόνου την κολοσσιαία περιουσία. Περίπου- σαν να λέμε- η γερμανική κοινωνία να τραμπαλίζεται μεταξύ καπιταλισμού και φεουδαρχίας. Εκεί, λοιπόν, μια σειρά από περίεργα και απρόβλεπτα περιστατικά ταρακουνούν τις ισορροπίες των πολιτών. Ο γιατρός γκρεμοτσακίζεται από το άλογό του, καθώς εκείνο με φόρα πέφτει σ΄ ένα συρματόσχοινο, τοποθετημένο με πρόθεση να προκαλέσει ατύχημα θανατηφόρο. Αυτή η αρχή. Η συνέχεια ακόμα πιο σκληρή. Εργατικό ατύχημα προκαλεί οικογενειακή οργή. Ένας από τους συγγενείς από εκδίκηση μετατρέπει τον λαχανόκηπο της βαρόνης σε τενεκέ σκουπιδιών. Και καθώς από ταραχή πλημμυρίζει η περιοχή, ο γιος του βαρόνου εξαφανίζεται και την επομένη με αίματα από ραβδισμούς εμφανίζεται. Ακόμα ένα άλλο παιδί βασανίζεται, ενώ ο γιατρός του χωριού με τη μικρή του κόρη ηδονίζεται και ένας εργάτης από την απελπισία του αυτοκτονεί. Ποιος ο υπαίτιος; Ποια η αιτία; Ποιος ο ηθικός αυτουργός; Ποιος ο συνεργός; Τσιμουδιά. Εγκλωβισμένη η μικρή κοινωνία στην προτεσταντική εκκλησία. Πάτερ ημών ο Χίτλερ των αμνών!
Αυστηρή λοιπόν η σκηνοθεσία. Το ίδιο η αρχιτεκτονική. Το ίδιο η ταξική διαχωριστική γραμμή. Το ίδιο και η θρησκεία. Παρέα όλα μαζί. Από κάτω και η ψυχολογία. Οι κυρίαρχες δυνάμεις επωάζουν το αυγό του φιδιού. Ο χριστιανικός δεσποτισμός με τη δικτατορία του πουριτανισμού καταλήγουν στον βασανισμό, τα βίτσια, τη διαστροφή, την αιμομιξία και την άκρα του τάφου σιωπή. Αυτοί οι πυλώνες της κολοσσιαίας τοιχογραφίας.
Μια μικρογραφία του επερχόμενου φασισμού.
Έτσι αυθόρμητα και παρορμητικά μου ΄ρθε η εξής επαγωγική λογική. Ο πάστορας είναι ο Γκέμπελς.
Ο γιατρός είναι ο Μένγκελε.
Ο βαρόνος είναι ο Κρουπ. Ο δάσκαλος είναι η σιωπηλή διανόηση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Α, ξέχασα τον Χίτλερ. Βάζω στοίχημα. Κάποια απ΄ αυτά τα τρυφερούδια. Μίσος έδωκες, ναζισμό θα λάβεις. Μasterpiece!
«Η λευκή κορδέλα»
Η τοιχογραφία του αυγού του φιδιού Τελειομανία Κιούμπρικ Αυστηρότητα Καρλ Ντράγιερ
ΒΑΘΜΟΙ=10 (οπωσδήποτε)
Για να τσεκάρω την ανθεκτικότητα των 144 λεπτών, μετά τον Χρυσό Φοίνικα Καννών, το ξαναείδα και στην προβολή των Αθηνών. Στιγμή δεν κουνήθηκα, δευτερόλεπτο δεν βαρέθηκα. Εντελώς καλλιτεχνικό επίτευγμα, μοναδικό στα χρονικά του σύγχρονου σινεμά. Η χειροποίητη παραγωγή αυτού του ογκολίθου μετατρέπει κάθε hi tech χολιγουντιανή μυθοπλασία, από το Star Wars μέχρι την οποιαδήποτε πριμαντόνα των ταμείων, σε απλή οδοντόκρεμα. Πλήθος πρώτων, δεύτερων, τρίτων ερμηνευτών παρέα με δεκάδες νοματαίους που υποδύονται ένα ολόκληρο χωριό. Όλοι μα όλοι παίζουν με τέτοια τελειομανία που θυμίζει πρεμιέρα από σαιξπηρική τραγωδία. Το ντεκόρ ολότελα αληθινό. Ένα ολόκληρο χωριό, όπως ήταν ακριβώς. Αναπαλαιωμένο από τον χρόνο και λόγω αυτού, ταλαιπωρημένο. Και αυθεντικά κοστούμια φορεμένα και καθόλου σαν από καρνάβαλο και χλιδάτο βεστιάριο σιδερωμένα. Οι χαρακτήρες φοράνε και όχι τα ρούχα τούς φοράνε. Τρομερό!
Αν τώρα κοντά σ΄ αυτά αθροίσω τα πλεονεκτήματα τα φωτογραφικά, τα σκηνοθετικά, των εσωτερικών ρυθμών, του μοντάζ και της αυστηρής συμμετρίας σε κάθε πλάνο ανθρώπινης γεωγραφίας, ε τότε η τοιχογραφία του Χάνεκε πιάνει επιδόσεις «Φάννυ και Αλέξανδρος» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Πάμε τώρα στη σεναριακή ουσία και την υπόγεια, υγρή, διαβρωτική γερμανική ιδεολογία. Εκεί το πάρτι, εκεί η πρωτοπορία.
Πρωτοπορία γιατί είναι πολυπρόσωπο και ταυτόχρονα δράμα δωματίου με ένα πρόσωπο. Πρωτοπορία γιατί η δράση εξελίσσεται και μέσα και έξω με την ίδια άνεση και ευκολία. Σαν να είναι αυθεντικό ντοκουμέντο από τα χρόνια εκείνα. Πρωτοπορία γιατί είναι τόσο αυστηρά κλασικό και μοιάζει με ακαδημαϊκό και ταυτόχρονα υπόγειο, σκοτεινό και ανατρεπτικό. Πρωτοπορία γιατί η εξωτερική- η εμφανής του- πλευρά είναι καθημερινή και ειρηνική, ενώ την ίδια στιγμή η αόρατη, η διπλανή, η αφανής εκλύει με πανουργία άφθονη δόση από έρπουσα, υπολανθάνουσα, φασιστική βία. Απ΄ ολόκληρη την κοινωνία. Πρωτοπορία γιατί από τη μια η ιστορία είναι ευκολονόητη και καθαρή και από την άλλη τόσο μα τόσο πολυεπίπεδη και σκοτεινή. Πρωτοπορία- τέλος- γιατί το αυγό του φιδιού επωάζεται από τη γνωστό τρίπτυχο: αυστηρή πειθαρχία, δεσποτική θρησκοληψία, νοσηρή κοινωνία. Οn top of that πλήρης ατιμωρησία! Το στόρι σαν ποταμιαία μυθοπλασία. Σε κάποια ειδυλλιακή κωμόπολη της προπολεμικής Βόρειας Γερμανίας. Όπου η μισή, κλειστή κοινωνία σιτίζεται από του βαρόνου την κολοσσιαία περιουσία. Περίπου- σαν να λέμε- η γερμανική κοινωνία να τραμπαλίζεται μεταξύ καπιταλισμού και φεουδαρχίας. Εκεί, λοιπόν, μια σειρά από περίεργα και απρόβλεπτα περιστατικά ταρακουνούν τις ισορροπίες των πολιτών. Ο γιατρός γκρεμοτσακίζεται από το άλογό του, καθώς εκείνο με φόρα πέφτει σ΄ ένα συρματόσχοινο, τοποθετημένο με πρόθεση να προκαλέσει ατύχημα θανατηφόρο. Αυτή η αρχή. Η συνέχεια ακόμα πιο σκληρή. Εργατικό ατύχημα προκαλεί οικογενειακή οργή. Ένας από τους συγγενείς από εκδίκηση μετατρέπει τον λαχανόκηπο της βαρόνης σε τενεκέ σκουπιδιών. Και καθώς από ταραχή πλημμυρίζει η περιοχή, ο γιος του βαρόνου εξαφανίζεται και την επομένη με αίματα από ραβδισμούς εμφανίζεται. Ακόμα ένα άλλο παιδί βασανίζεται, ενώ ο γιατρός του χωριού με τη μικρή του κόρη ηδονίζεται και ένας εργάτης από την απελπισία του αυτοκτονεί. Ποιος ο υπαίτιος; Ποια η αιτία; Ποιος ο ηθικός αυτουργός; Ποιος ο συνεργός; Τσιμουδιά. Εγκλωβισμένη η μικρή κοινωνία στην προτεσταντική εκκλησία. Πάτερ ημών ο Χίτλερ των αμνών!
Αυστηρή λοιπόν η σκηνοθεσία. Το ίδιο η αρχιτεκτονική. Το ίδιο η ταξική διαχωριστική γραμμή. Το ίδιο και η θρησκεία. Παρέα όλα μαζί. Από κάτω και η ψυχολογία. Οι κυρίαρχες δυνάμεις επωάζουν το αυγό του φιδιού. Ο χριστιανικός δεσποτισμός με τη δικτατορία του πουριτανισμού καταλήγουν στον βασανισμό, τα βίτσια, τη διαστροφή, την αιμομιξία και την άκρα του τάφου σιωπή. Αυτοί οι πυλώνες της κολοσσιαίας τοιχογραφίας.
Μια μικρογραφία του επερχόμενου φασισμού.
Έτσι αυθόρμητα και παρορμητικά μου ΄ρθε η εξής επαγωγική λογική. Ο πάστορας είναι ο Γκέμπελς.
Ο γιατρός είναι ο Μένγκελε.
Ο βαρόνος είναι ο Κρουπ. Ο δάσκαλος είναι η σιωπηλή διανόηση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Α, ξέχασα τον Χίτλερ. Βάζω στοίχημα. Κάποια απ΄ αυτά τα τρυφερούδια. Μίσος έδωκες, ναζισμό θα λάβεις. Μasterpiece!
«Η λευκή κορδέλα»
Η τοιχογραφία του αυγού του φιδιού Τελειομανία Κιούμπρικ Αυστηρότητα Καρλ Ντράγιερ
ΒΑΘΜΟΙ=10 (οπωσδήποτε)
Δ.ΔΑΝΙΚΑΣ
''ΝΕΑ''
************************
3
Εχοντας στο ενεργητικό του ταινίες που έχουν γράψει τη δική τους βίαιη ιστορία μέσα στην τελευταία δεκαπενταετία, από τα «Παράξενα παιχνίδια» (που έγιναν και αμερικανικό ριμέικ) ως τη «Δασκάλα του πιάνου» και από το «Βίντεο του Μπένι» ως τον «Κρυμμένο», τη μεγαλύτερη ως σήμερα επιτυχία του, ο αυστριακός σκηνοθέτης Μίχαελ Χάνεκε παρουσιάζει την ενδέκατη μεγάλου μήκους ταινία του με τίτλο «Λευκή κορδέλα» («Das weisse Βand- Εine deutsche Κindergeschichte», 2009, Αυστρία/ Γερμανία/ Γαλλία/ Ιταλία), η οποία τον περασμένο Μάιο θριάμβευσε στο Φεστιβάλ των Καννών αποσπώντας τον Χρυσό Φοίνικα.
Στον «Κρυμμένο» (2006), ο Ντανιέλ Οτέιγ και η Ζιλιέτ Μπινός υποδύονται ένα παντρεμένο ζεύγος γάλλων διανοουμένων που απειλούνται από «κάτι» το οποίο ποτέ δεν μαθαίνουμε τι ακριβώς είναι. «Ο,τι είναι να πω βρίσκεται στις ταινίες μου» μού δηλώνει ο Χάνεκε. «Δουλειά μου δεν είναι να δίνω απαντήσεις παρά μόνο να θέτω ερωτήσεις». Λέει μάλιστα ότι δεν ενοχλείται όποτε τον ρωτούν «τι συνέβη μετά;» στις ταινίες του, γιατί θεωρεί την αντίδραση φυσιολογική. Προσπαθεί όμως να πείσει τους θεατές «να σκεφτούν αφήνοντας τον εαυτό τους ελεύθερο στη θέαση. Μόνο οι ψεύτες έχουν απαντήσεις. Οι πολιτικοί έχουν απαντήσεις».
Γεννημένος το 1942 στη Βαυαρία της Γερμανίας, ο Χάνεκε μεγάλωσε στην Αυστρία από τη μητέρα και τον πατριό του (ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένειά του όταν ο ίδιος ήταν τριών ετών). Σπούδασε φιλοσοφία, ψυχολογία και κινηματογράφο στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Από εκεί ξεκίνησε την καριέρα του στα τέλη της δεκαετίας του ΄60- από την τηλεόραση. Εξακολουθεί να ζει μονίμως στη Βιέννη όπου διδάσκει και σκηνοθετεί.
Από την «Εβδομη Ηπειρο», την πρώτη κινηματογραφική ταινία του, την οποία γύρισε με αρκετή καθυστέρηση το 1989, στα 47 του, ο Χάνεκε άρχισε να χτίζει τη φήμη ενός από τους πιο ασυμβίβαστους και εξαιρετικά «μαύρους» σκηνοθέτες του σύγχρονου κινηματογράφου. Η θεματολογία του αντλείται μέσα από ιστορίες κοινωνικής αποξένωσης, την αδιέξοδη επιρροή των μέσων μαζικής ενημέρωσης και τη διάλυση των ανέσεων της αστικής οικογένειας.
O ι ήρωές του σοκάρουν με τις αποφάσεις τους: στη «Δασκάλα του πιάνου» η κεντρική ηρωίδα ( Ιζαμπέλ Υπέρ ) αυτοευνουχίζεται γιατί θεωρεί ότι η σεξουαλικότητά της δεν έχει θέση στη σύγχρονη κοινωνία, ενώ το παιδί που πρωταγωνιστεί στο «Βίντεο του Μπένι» σκοτώνει χωρίς καμία τύψη τον συμμαθητή του και οι γονείς του απλώς κρύβουν το πτώμα επειδή δεν θέλουν να αμαυρώσουν την αξιοπρεπή κοινωνική εικόνα τους.
«Ολοι έχουμε ένοχες συνειδήσεις» λέει ο Χάνεκε, «αλλά δεν κάνουμε και πολλά για αυτό. Οσο καλό υπάρχει μέσα στον καθένα μας, άλλο τόσο και κακό». Για το γεγονός ότι συχνά «κατηγορείται» για απελπιστική χρήση βίας στις ταινίες του, δηλώνει ότι η βία πρέπει να απεικονίζεται ακριβώς όπως είναι. «Η αλήθεια είναι πάντα τρομακτική» τονίζει. Ισως γι΄ αυτόν τον λόγο ο σκηνοθέτης σνομπάρει τις αμερικανικές ταινίες αποκαλώντας τες «πολιτιστικό ιμπεριαλισμό». Μισεί τις ταινίες που τον κάνουν να νιώθει «περισσότερο ηλίθιος από όσο είμαι». Ωστόσο πριν από μερικά χρόνια πειραματίστηκε ο ίδιος με το αμερικανικό ριμέικ της πιο τρομακτικής ταινίας του, «Παράξενα παιχνίδια», την οποία γύρισε στο Χόλιγουντ με τους Τιμ Ροθ και Ναόμι Γουότς.
Βλέμματα παιδιών στη δίνη της εξουσίας
Η «Λευκή κορδέλα» είναι ένα τραχύ, αυστηρό, ασπρόμαυρο ψυχόδραμα που στα 144 λεπτά του «ζητεί» την υπομονή του θεατή καθώς παρακολουθεί τη ζωή των κατοίκων σε κάποιο απομακρυσμένο χωριό της Βαυαρίας στις αρχές του 20ού αιώνα (κάπου ανάμεσα στα 1913-1914).
Καθετί εδώ γίνεται υπό το βλέμμα των παιδιών, της γενιάς που όταν μεγαλώσει θα μετατραπεί στο τέρας της ναζιστικής Γερμανίας. Και πράγματι, τα εκφραστικά πρόσωπα των παιδιών (όλα παίζουν καταπληκτικά) είναι αυτό που συγκρατείς στη μνήμη έχοντας δει αυτή την ασκητική μελέτη πάνω στην έννοια της εξουσίας που σκηνοθετήθηκε με συγκρότηση και (όπως συμβαίνει με όλες τις ταινίες του Χάνεκε) από απόσταση.
Η κάμερα του Χάνεκε μας μεταφέρει από πόρτα σε πόρτα φτιάχνοντας ένα ψηφιδωτό μικροϊστοριών που συνθέτουν ένα σπουδαίο σύνολο: Ενας δάσκαλος ( Κρίστιαν Φρίντελ ) που επιζητεί το καλό της κοινότητας, αλλά αδυνατεί να επιβληθεί. Ενας πάστορας ( Μπούρκχαρτ Κλάουσνερ )
που όταν δέρνει τα παιδιά του λέει ότι πονάει ο ίδιος περισσότερο. Ο γαιοκτήμονας-βαρόνος ( Ούλριχ Τούκουρ ) που, παρά τις ενάρετες προθέσεις του, εκμεταλλεύεται τελικά τους αγρότες. Ο γιατρός της περιοχής ( Ράινερ Μποκ ) που απεχθάνεται και προσβάλλει βίαια τη γυναίκα ( Σουζάνε Λότερ) που μεγαλώνει τα παιδιά του. Και κυρίως, θα το επαναλάβω, τα ίδια τα παιδιά, με το απορημένο, τρομαγμένο, αλλά και γεμάτο μίσος ύφος τους. Ψηφίδες μέσα σε αυτό το υπόγειας βαρβαρότητας ψυχόδραμα, το ύφος του οποίου θυμίζει συχνά τον κινηματογράφο του Καρλ Ντράγερ. Και, όπως συμβαίνει με όλες τις ταινίες του Χάνεκε, ελάχιστα εξηγούνται στην ιστορία. Από την πρώτη κιόλας σκηνή ο Χάνεκε στοχεύει στην αβεβαιότητα του θεατή όταν ακούμε τον αφηγητή να λέει: «Δεν είμαι βέβαιος για το αν η ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι πέρα για πέρα αληθινή. Κάποια σημεία της τα γνωρίζω μόνο από φήμες». Αυτή η αβεβαιότητα, όμως, είναι που τελικά σε ελκύει: παρά τη μεγάλη διάρκεια της ταινίας, δεν θέλεις να τελειώσει.
Στον «Κρυμμένο» (2006), ο Ντανιέλ Οτέιγ και η Ζιλιέτ Μπινός υποδύονται ένα παντρεμένο ζεύγος γάλλων διανοουμένων που απειλούνται από «κάτι» το οποίο ποτέ δεν μαθαίνουμε τι ακριβώς είναι. «Ο,τι είναι να πω βρίσκεται στις ταινίες μου» μού δηλώνει ο Χάνεκε. «Δουλειά μου δεν είναι να δίνω απαντήσεις παρά μόνο να θέτω ερωτήσεις». Λέει μάλιστα ότι δεν ενοχλείται όποτε τον ρωτούν «τι συνέβη μετά;» στις ταινίες του, γιατί θεωρεί την αντίδραση φυσιολογική. Προσπαθεί όμως να πείσει τους θεατές «να σκεφτούν αφήνοντας τον εαυτό τους ελεύθερο στη θέαση. Μόνο οι ψεύτες έχουν απαντήσεις. Οι πολιτικοί έχουν απαντήσεις».
Γεννημένος το 1942 στη Βαυαρία της Γερμανίας, ο Χάνεκε μεγάλωσε στην Αυστρία από τη μητέρα και τον πατριό του (ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένειά του όταν ο ίδιος ήταν τριών ετών). Σπούδασε φιλοσοφία, ψυχολογία και κινηματογράφο στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Από εκεί ξεκίνησε την καριέρα του στα τέλη της δεκαετίας του ΄60- από την τηλεόραση. Εξακολουθεί να ζει μονίμως στη Βιέννη όπου διδάσκει και σκηνοθετεί.
Από την «Εβδομη Ηπειρο», την πρώτη κινηματογραφική ταινία του, την οποία γύρισε με αρκετή καθυστέρηση το 1989, στα 47 του, ο Χάνεκε άρχισε να χτίζει τη φήμη ενός από τους πιο ασυμβίβαστους και εξαιρετικά «μαύρους» σκηνοθέτες του σύγχρονου κινηματογράφου. Η θεματολογία του αντλείται μέσα από ιστορίες κοινωνικής αποξένωσης, την αδιέξοδη επιρροή των μέσων μαζικής ενημέρωσης και τη διάλυση των ανέσεων της αστικής οικογένειας.
O ι ήρωές του σοκάρουν με τις αποφάσεις τους: στη «Δασκάλα του πιάνου» η κεντρική ηρωίδα ( Ιζαμπέλ Υπέρ ) αυτοευνουχίζεται γιατί θεωρεί ότι η σεξουαλικότητά της δεν έχει θέση στη σύγχρονη κοινωνία, ενώ το παιδί που πρωταγωνιστεί στο «Βίντεο του Μπένι» σκοτώνει χωρίς καμία τύψη τον συμμαθητή του και οι γονείς του απλώς κρύβουν το πτώμα επειδή δεν θέλουν να αμαυρώσουν την αξιοπρεπή κοινωνική εικόνα τους.
«Ολοι έχουμε ένοχες συνειδήσεις» λέει ο Χάνεκε, «αλλά δεν κάνουμε και πολλά για αυτό. Οσο καλό υπάρχει μέσα στον καθένα μας, άλλο τόσο και κακό». Για το γεγονός ότι συχνά «κατηγορείται» για απελπιστική χρήση βίας στις ταινίες του, δηλώνει ότι η βία πρέπει να απεικονίζεται ακριβώς όπως είναι. «Η αλήθεια είναι πάντα τρομακτική» τονίζει. Ισως γι΄ αυτόν τον λόγο ο σκηνοθέτης σνομπάρει τις αμερικανικές ταινίες αποκαλώντας τες «πολιτιστικό ιμπεριαλισμό». Μισεί τις ταινίες που τον κάνουν να νιώθει «περισσότερο ηλίθιος από όσο είμαι». Ωστόσο πριν από μερικά χρόνια πειραματίστηκε ο ίδιος με το αμερικανικό ριμέικ της πιο τρομακτικής ταινίας του, «Παράξενα παιχνίδια», την οποία γύρισε στο Χόλιγουντ με τους Τιμ Ροθ και Ναόμι Γουότς.
Βλέμματα παιδιών στη δίνη της εξουσίας
Η «Λευκή κορδέλα» είναι ένα τραχύ, αυστηρό, ασπρόμαυρο ψυχόδραμα που στα 144 λεπτά του «ζητεί» την υπομονή του θεατή καθώς παρακολουθεί τη ζωή των κατοίκων σε κάποιο απομακρυσμένο χωριό της Βαυαρίας στις αρχές του 20ού αιώνα (κάπου ανάμεσα στα 1913-1914).
Καθετί εδώ γίνεται υπό το βλέμμα των παιδιών, της γενιάς που όταν μεγαλώσει θα μετατραπεί στο τέρας της ναζιστικής Γερμανίας. Και πράγματι, τα εκφραστικά πρόσωπα των παιδιών (όλα παίζουν καταπληκτικά) είναι αυτό που συγκρατείς στη μνήμη έχοντας δει αυτή την ασκητική μελέτη πάνω στην έννοια της εξουσίας που σκηνοθετήθηκε με συγκρότηση και (όπως συμβαίνει με όλες τις ταινίες του Χάνεκε) από απόσταση.
Η κάμερα του Χάνεκε μας μεταφέρει από πόρτα σε πόρτα φτιάχνοντας ένα ψηφιδωτό μικροϊστοριών που συνθέτουν ένα σπουδαίο σύνολο: Ενας δάσκαλος ( Κρίστιαν Φρίντελ ) που επιζητεί το καλό της κοινότητας, αλλά αδυνατεί να επιβληθεί. Ενας πάστορας ( Μπούρκχαρτ Κλάουσνερ )
που όταν δέρνει τα παιδιά του λέει ότι πονάει ο ίδιος περισσότερο. Ο γαιοκτήμονας-βαρόνος ( Ούλριχ Τούκουρ ) που, παρά τις ενάρετες προθέσεις του, εκμεταλλεύεται τελικά τους αγρότες. Ο γιατρός της περιοχής ( Ράινερ Μποκ ) που απεχθάνεται και προσβάλλει βίαια τη γυναίκα ( Σουζάνε Λότερ) που μεγαλώνει τα παιδιά του. Και κυρίως, θα το επαναλάβω, τα ίδια τα παιδιά, με το απορημένο, τρομαγμένο, αλλά και γεμάτο μίσος ύφος τους. Ψηφίδες μέσα σε αυτό το υπόγειας βαρβαρότητας ψυχόδραμα, το ύφος του οποίου θυμίζει συχνά τον κινηματογράφο του Καρλ Ντράγερ. Και, όπως συμβαίνει με όλες τις ταινίες του Χάνεκε, ελάχιστα εξηγούνται στην ιστορία. Από την πρώτη κιόλας σκηνή ο Χάνεκε στοχεύει στην αβεβαιότητα του θεατή όταν ακούμε τον αφηγητή να λέει: «Δεν είμαι βέβαιος για το αν η ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι πέρα για πέρα αληθινή. Κάποια σημεία της τα γνωρίζω μόνο από φήμες». Αυτή η αβεβαιότητα, όμως, είναι που τελικά σε ελκύει: παρά τη μεγάλη διάρκεια της ταινίας, δεν θέλεις να τελειώσει.
Ι. ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ
'' ΒΗΜΑ''