Ελληνοτουρκικές σχέσεις: Οι παγίδες της Χάγης ...
... Το μεγάλο πρόβλημα για την Ελλάδα είναι ότι στην κρίση του Δικαστηρίου (της Χάγης) θα τεθούν αποκλειστικά και μόνο ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Κανένα τουρκικό. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Αθήνα έχει μόνο να χάσει και η Αγκυρα μόνο να κερδίσει. ...
Η Χάγη «κρύβει» πολλές παγίδες
Ο Γ. Παπανδρέου προτείνει διάλογο στο πλαίσιο της απόφασης του Ελσίνκι
Επειτα από περίοδο σχετικής ακινησίας, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις επανέρχονται σε φάση κινητικότητας. Εστρωσαν το έδαφος το ταξίδι Παπανδρέου στην Κωνσταντινούπολη, η επιστολή Ερντογάν, η απάντηση του Ελληνα πρωθυπουργού και η επίσημη επίσκεψη του Τούρκου ομολόγου του προσεχώς. Η Αγκυρα πιέζει για εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση. Από όσα διοχετεύθηκαν ημιεπισήμως για την απαντητική επιστολή, ο Γ. Παπανδρέου, χωρίς να την αποδέχεται ρητά, δεν την αρνείται. Αυτή την στιγμή, ο διάλογος αφορά το πλαίσιο.
Η τουρκική πλευρά ζητάει θεσμική διαπραγμάτευση με τη συμμετοχή των αρμοδίων υπουργών και υπό την υψηλή εποπτεία των δύο πρωθυπουργών στο πλαίσιο ενός Συμβουλίου Συνεργασίας. Ο Γ. Παπανδρέου δεν το απέρριψε ρητά, αλλά αντιπροτείνει τη διαδικασία που είχε ακολουθηθεί μετά την απόφαση στο Ελσίνκι το 1999. Αντιπροτείνει, δηλαδή, η διαπραγμάτευση να γίνει στο πλαίσιο των διερευνητικών επαφών στη βάση ορισμένου χρονοδιαγράμματος. Εάν δεν προκύψει συμφωνία, οι διαφορές να παραπεμφθούν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Από μία εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση, η Αγκυρα έχει μόνο να κερδίσει και εάν δεν υπάρξει συμφωνία. Οταν οι μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης μετατρέπονται στα μάτια της διεθνούς κοινότητας σε πολιτικά νομιμοποιημένες διμερείς διαφορές. Το γεγονός ότι οι διερευνητικές επαφές είναι άτυπες αμβλύνει το πρόβλημα, αλλά δεν το εξαφανίζει.
Στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα, όμως, είναι διπλωματικά δυσχερές η Αθήνα να αρνηθεί τον διάλογο. Μπορεί, όμως, να τον οριοθετήσει. Η κυβέρνηση δεν το κάνει με σαφήνεια. Ο στόχος της είναι διπλός: Πρώτον, να καλλιεργήσει ένα περιβάλλον ύφεσης στο ελληνοτουρκικό μέτωπο. Δεύτερον, να εγκλωβίσει την Αγκυρα σε μία διαδικασία, που τελικώς οδηγεί στη Χάγη. Το Διεθνές Δικαστήριο, όμως, μπορεί να λύσει οριοθετημένες διαφορές, αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει ως υποκατάστατο εξωτερικής πολιτικής.
Για την παραπομπή απαιτείται συνυποσχετικό. Από το περιεχόμενό του ουσιαστικά εξαρτάται και η δικαστική απόφαση. Υπενθυμίζουμε ότι επισήμως η Αθήνα αναγνωρίζει ως νομική διαφορά μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και αυτή μόνο πρέπει να παραπεμφθεί στη Χάγη. Τα άλλα προβλήματα στο Αιγαίο τα θεωρεί πολιτικές διαφορές που έχουν προκύψει από μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις.
Οριοθέτηση της ΑΟΖ
Ας σημειωθεί ότι είναι τουλάχιστον περίεργο που η Ελλάδα μιλάει ακόμα για υφαλοκρηπίδα και όχι για οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Η ΑΟΖ είναι έννοια που εμπεριέχει την έννοια της υφαλοκρηπίδας. Επιπλέον, το Δίκαιο της Θάλασσας προβλέπει σαφώς πως τα κατοικημένα νησιά δικαιούνται ΑΟΖ, γεγονός που αφήνει τους τουρκικούς ισχυρισμούς νομικά μετέωρους.
Εάν οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα με χωρικά ύδατα έξι μιλίων, σύμφωνα με τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου (υπόθεση Κατάρ κατά Μπαχρέιν), η Ελλάδα κατά πάσα πιθανότητα θα απολέσει το νόμιμο δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια. Το δικαίωμα αυτό το έχουν ασκήσει όλες οι μεσογειακές χώρες. Και η Τουρκία στα βόρεια και νότια παράλιά της. Μόνο η Ελλάδα δεν το έχει ασκήσει, λόγω του τουρκικού casus belli. Ας σημειωθεί ότι εάν το ασκούσε σε μεγάλο βαθμό θα ακύρωνε αυτομάτως όλες σχεδόν τις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο.
Θα ήταν αφελές, όμως, να θεωρήσουμε ότι εάν η Αγκυρα συμφωνούσε για τη Χάγη θα δεχόταν να παραπεμφθούν μόνο τα θέματα που θέλει η Αθήνα. Θα ζητούσε σίγουρα να παραπεμφθεί και η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Η νομική θέση της Ελλάδας σ’ αυτό το ζήτημα είναι ασθενής. Υπενθυμίζουμε ότι τα νησιά στρατιωτικοποιήθηκαν μετά την εισβολή στην Κύπρο και την έγερση των επεκτατικών διεκδικήσεων της Αγκυρας στο Αιγαίο. Διεκδικήσεις, οι οποίες υπογραμμίζονται από την ύπαρξη στα μικρασιατικά παράλια τουρκικής στρατιάς και τεράστιου αποβατικού στόλου.
Ακριβώς επειδή υπάρχει ευθεία απειλή για την εδαφική ακεραιότητά της, η Ελλάδα έχει αποδεχθεί τη γενική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου, με την εξαίρεση αυτής της πτυχής. Εάν αποδεχθεί την τουρκική απαίτηση, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου θα αφοπλισθούν, γεγονός που θα έθετε αυτά και ολόκληρη την Ελλάδα σε καθεστώς ομηρίας. Η διάχυτη ανασφάλεια θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε μετανάστευση και ανθρώπων και περιουσιών. Μόνο αθεράπευτα αφελείς μπορούν να πιστεύουν ότι μία απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου θα καθιστούσε εν μιά νυκτί την Τουρκία έναν καλοπροαίρετο γείτονα, όπως είναι η Ιταλία.
Οι «γκρίζες ζώνες»
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μάντης για να προβλέψει ότι η Αγκυρα θα ζητήσει να παραπεμφθεί στη Χάγη και η θεωρία της περί «γκρίζων ζωνών», με βάση την οποία διεκδικεί έναν απροσδιόριστο αριθμό όχι μόνο βραχονησίδων, αλλά και κατοικημένων νησίδων, όπως π.χ. το Αγαθονήσι. Στο ζήτημα αυτό η νομική θέση της Ελλάδας είναι ισχυρότατη, αλλά καμία χώρα δεν θέτει την εδαφική της ακεραιότητα στην κρίση τρίτων.
Το Διεθνές Δικαστήριο είναι όργανο δικαίου και όχι πολιτικό σώμα. Από την άλλη πλευρά, όμως, έχει αποδειχθεί ότι εμφιλοχωρεί το πολιτικό κριτήριο. Το μεγάλο πρόβλημα για την Ελλάδα είναι ότι στην κρίση του Δικαστηρίου θα τεθούν αποκλειστικά και μόνο ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Κανένα τουρκικό. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Αθήνα έχει μόνο να χάσει και η Αγκυρα μόνο να κερδίσει.
Το δίλημμα «ναι στη Χάγη ή όχι στη Χάγη» είναι πλαστό. Η Ελλάδα δεν διεκδικεί τίποτα από την Τουρκία. Είναι ανοικτή να συζητήσει την παραπομπή της μοναδικής νομικής διαφοράς, που είναι η οριοθέτηση της ΑΟΖ (και όχι της υφαλοκρηπίδας). Εάν η Τουρκία θεωρεί ότι αδικείται, έχει τη δυνατότητα να αναγνωρίσει τη γενική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου και να προσφύγει μονομερώς. Είναι δικό της πρόβλημα και δική της πρέπει να είναι η όποια πρωτοβουλία. Η Αθήνα έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του (με μία εξαίρεση) και ως εκ τούτου είναι υποχρεωμένη να αποδεχθεί την κρίση του.
Του Σταύρου Λυγερού
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
31-1-2010