Διεκδίκηση της Χαράς στίς άχρωμες ποσότητες της αγοράς ...
Μια αλήθεια μόνη
Σε μια συζήτηση στην οποία συμμετείχα πρόσφατα σχετικά με τη συνθηματολογία των κομμάτων σε κάποιες προδικτατορικές εκλογές ακούσαμε, ανάμεσα στις άλλες διεκδικήσεις, και αναφορές που έθεταν ως στόχο την ευτυχία και τη χαρά.
Μου έκανε εντύπωση πως μερικοί από τους νεαρότερους συνομιλητές ξαφνιάστηκαν από την πολιτική φρασεολογία που διεκδικούσε χαρά, και ειρωνικά την απέρριψαν ως ελαφριά (light) και αφελή. Αυτή η στάση με οδήγησε σε μια σειρά από συνειρμούς σχετικά με τον πολιτικό και κοινωνικό ανταγωνισμό και τη συναισθηματική ασφυξία των ημερών που ζούμε.
Με ενθουσιασμό επιστήμονες και opinion leaders υποστηρίζουν πως οι διαχειριστικές αξίες που έχουν κάνει πολλές υπερεθνικές εταιρείες να μοιάζουν επιτυχημένες θα έπρεπε να εφαρμοστούν στον τρόπο διακυβέρνησης των χωρών (όπως η Ελλάδα) προκειμένου να πετύχουν, να ευημερήσουν, να αντιμετωπίσουν κρίσεις, να γλιτώσουν από την οικονομική ύφεση που τις απειλεί. Επικαλούνται μάλιστα το παράδειγμα των παγκόσμιων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, που όταν απέκτησαν νοοτροπία υπερεθνικής εταιρείας κατάφεραν και να διαδώσουν τους στόχους τους αλλά και να προσφέρουν εργασία σε εκατοντάδες ανθρώπους. Οι τεχνικές της θέσπισης μετρήσιμων και συγκεκριμένων στόχων, της διαχείρισης ανθρώπινων πόρων, του προγραμματισμού των χρηματοροών, της χαλιναγώγησης των κρίσεων, της αντιμετώπισης των κινδύνων αντιγράφονται με ενθουσιασμό από κυβερνήσεις που αποδέχονται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την κυριαρχία της αγοράς και της κουλτούρας των υπερεθνικών εταιρειών. Αυτές τις εταιρείες δεν τις ονομάζω «πολυεθνικές» (multinational) αλλά υπερεθνικές (international) γιατί, αν και υπερπηδούν τα σύνορα και διαχέονται πάνω από τα κράτη, δεν διαθέτουν πολυεθνικό ιδιοκτησιακό καθεστώς ή πολυεθνική κουλτούρα.
Η κυριαρχία αυτής της κουλτούρας αφορά τον πολιτισμό μας και έχει «μολύνει» ακόμη και μικρές λεπτομέρειες του καθημερινού μας βίου. Πράγματι, το επόμενο βήμα αυτής της πολιτισμικής κυριαρχίας του «τρόπου των υπερεθνικών εταιρειών», που ως τέτοιες διακατέχονται από ρεαλισμό και μετρήσιμους στόχους, είναι η κυριαρχία στον τρόπο που ζούμε και βιώνουμε την υπαρξιακή μας βάση. Είναι τόσο ισχνές οι αντιστάσεις, που ο ρεαλισμός του τρόπου αυτού κατακλύζει τον ζωτικό μας χώρο και δεν αφήνει πεδίο για τα συναισθήματα, για μη μετρήσιμους στόχους, για την ουτοπία, για τη ζωή την ίδια. Ο ρεαλισμός γίνεται τρόπος ζωής και ο βίος μια νοητή γραμμή που οφείλει να διαθέτει συσσωρευτική και προοδευτική πορεία που αποθεώνει τους υλικούς στόχους που μπορούν να μετρηθούν και αδιαφορεί για όσους στόχους αδυνατούμε να προσεγγίσουμε με αριθμούς, στατιστικές και διαγράμματα. Ή στην καλύτερη περίπτωση αυτοί μεταφράζονται σε δείκτες της ευημερίας, της ευτυχίας, της ικανοποίησης, του φόβου, της αισιοδοξίας, της ερωτικής διάθεσης. Η ζωή γίνεται δείκτες και στατιστικά ποσοστά που διεκδικούν να περιγράψουν μια εκδοχή της πραγματικότητας η οποία δεν έχει καμία αξία χωρίς τις χιλιάδες άλλες εκδοχές της. Σε ένα πολυπαραγοντικό και χαοτικό σύνολο γεγονότων και συναισθημάτων, που μεταβάλλει συνεχώς τους βαθμούς αλήθειας, τις αποχρώσεις του γκρι που το περιγράφουν, εμείς μιλάμε με όρους άσπρου και μαύρου. Η ζωή γίνεται μια πορεία που μας οδηγεί σε ρεαλιστικούς στόχους που βρίσκονται έξω από εμάς και όχι μέσα μας· σε αυτή τη ζωή χωρά μόνο μια αλήθεια, που την υιοθετούμε τη στιγμή που ξέρουμε πως είναι ανίκανη λόγω της φύσης και της μοναξιάς της να περιγράψει την πραγματικότητα που κουβαλάμε μέσα μας.
ΘΩΜΑΣ ΣΙΩΜΟΣ
Ελευθεροτυπία
30 Ιανουαρίου 2010
Από το
'' 'Οσα παίρνει ο Βαρδάρης''
(Οι τίτλοι των αναρτήσεων,οι υπογραμμίσεις και οι εικονογραφήσεις γίνονται με ευθύνη του blogger)
(Οι τίτλοι των αναρτήσεων,οι υπογραμμίσεις και οι εικονογραφήσεις γίνονται με ευθύνη του blogger)